Η Αγνή έπεσε στο χορτάρι βήχοντας έντονα. Η Ζωή είχε πιάσει το κεφάλι της και ήταν σε κατάσταση σοκ φωνάζοντας το όνομα του Σωτήρη, ενώ ο Άγγελος καθόταν και κοιτούσε, ανήμπορος να κουνηθεί, να μιλήσει η να κάνει οτιδήποτε. Μόλις συνήλθε, πήγε κοντά της και την έπιασε από τους ώμους.
─Τελείωσε, της είπε αργά.
─Όχι, όχι, είπε.
─Σύνελθε Ζωή! είπε και την τράνταξε δυνατά.
Γύρισε και τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια. Έπεσε στην αγκαλιά του και αναλύθηκε σε δάκρυα.
Δέκα λεπτά αργότερα, είχαν επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο που δεν απείχε πολύ από την είσοδο της σπηλιάς. Ο δρόμος της επιστροφής κύλησε αργά και βασανιστικά. Η Αγνή, την περισσότερη ώρα, κοιμόταν στα χέρια του Άγγελου στα πίσω καθίσματα και η Ζωή οδηγούσε σιωπηλή και κακόκεφη. Σε όλο τον δόμο δεν αντάλλαξαν παρά ελάχιστες κουβέντες, τις πλέον απαραίτητες. Είχαν συμβεί πολλά και δυσάρεστα τις τελευταίες ώρες μα πλέον το μόνο που τον ένοιαζε, ήταν να φτάσουν σπίτι, να προλάβει τη μάνα του. Και όλο έσφιγγε το μαντήλι στην τσέπη του, να βεβαιωθεί πως ήταν ακόμη εκεί και η ψυχή του γαλήνευε κάπως.
Μπήκανε στην πόλη ενώ είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Το μεγάλο μαύρο τζιπ σταμάτησε έξω από το σπίτι του και σχεδόν πήδηξε έξω από την πόρτα χωρίς να πει κουβέντα στις δύο γυναίκες.
Στην είσοδο βρήκε την κυρά Δέσποινα που τον υποδέχτηκε με περίλυπο ύφος.
─Πως είναι; ρώτησε λαχανιασμένος.
─Δεν νομίζω να βγάλει τη μέρα γιε μου, του απάντησε και κόπο συγκρατιόταν να μην κλάψει. Νωρίτερα ήρθε και ο παπάς και την κοινώνησε.
Μπήκε στο δωμάτιο και γονάτισε δίπλα της. Γύρισε και τον κοίταξε. Το ζαρωμένο της πρόσωπο φωτίστηκε από ένα αχνό χαμόγελο. Έσφιξε με όση δύναμη είχαν τα αδύναμα χέρια της, τα δικά του που έτρεμαν.
─Όλα θα πάνε καλά, της είπε προσπαθώντας να φανεί ήρεμος. Έβγαλε το μαντήλι και έκανε να βρέξει τα χείλη της μα εκείνη αρνήθηκε. Ο Άγγελος απόρησε.
─Θέλω να σου μιλήσω πρώτα, είπε με σβησμένη φωνή.
─Όχι τώρα, άσε με να σε δροσίσω πρώτα και θα μου τα πεις μετά.
─Όχι! έκανε μια πρωτοφανή αποφασιστικότατα για την κατάσταση της.
─Μα, έκανε να διαμαρτυρηθεί και εκείνη του γύρισε το κεφάλι από την άλλη.
─Εντάξει, εντάξει, υποχώρησε εκείνος.
Γύρισε και τον κοίταξε.
─Έχεις τα μάτια του πατέρα σου, το ξέρεις;
Του χάιδεψε το πρόσωπο.
─Ήταν και εκείνος ομορφάντρας, σαν και του λόγου σου. Μόνο που…
Το πρόσωπο της σκοτείνιασε. Έκλεισε τα μάτια της που πλημμύρισαν δάκρυα.
─Ξέρω ότι δεν σου ήταν εύκολο, της είπε ο Άγγελος. Μια γυναίκα μόνη, χήρα.
Η μητέρα του έβγαλε ένα μικρό βογγητό.
─Συγχώρα με παιδί μου, συγχώρα με, άρχισε να λέει μέσα σε αναφιλητά.
Την αγκάλιασε και την έσφιξε επάνω του.
─Τι είναι αυτά που λες; Ηρέμησε σε παρακαλώ.
Την ακούμπησε απαλά στο μαξιλάρι και της σκούπισε τα μάτια. Όταν συνήλθε έμεινε, να κοιτάει με βλέμμα αδειανό το κενό και άρχισε να μιλάει:
─Ήμουν νέα τότε και όμορφη σαν τα κρύα τα νερά. Ρουφούσα τη ζωή, κάθε στιγμή που περνούσε. Πίστευα πως δεν θα πεθάνω ποτέ, δεν με ένοιαζε τίποτα. Είχα την αλαζονεία που πήγαζε από τα νιάτα μου και την ομορφιά μου. Κανείς και τίποτα δεν αντιστεκόταν στο διάβα μου αν το ήθελα. Δεν λογάριαζα μήτε Θεό, μήτε ανθρώπους. Και μια μέρα τον γνώρισα. Ήταν ένας άνθρωπος σοβαρός, μετρημένος. Από τη στιγμή που τον είδα, αποφάσισα ότι θα τον κάνω δικό μου. Όχι γιατί τον ερωτεύτηκα, απλά από καπρίτσιο. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω πολύ. Μετά από λίγο καιρό, τον έκανα να τρέχει από πίσω μου σαν σκυλάκι. Είχα καταφέρει αυτό που ήθελα και μετά απλά τον βαρέθηκα. Μα όσο τον περιφρονούσα, τόσο αυτός έπεφτε στα γόνατα και με παρακαλούσε. Παράτησε τη δουλειά του, την οικογένεια του, τα πάντα. Έφτασε στο έσχατο σκαλί που θα μπορούσε να φτάσει κάποιος και όσο το έβλεπα αυτό, τόσο πιο πολύ το απολάμβανα. Ώσπου ένα βράδυ, μετά από χίλια παρακάλια να βρεθούμε και να μιλήσουμε, μου ζήτησε να μείνω μαζί του, να τον παντρευτώ. Εγώ φυσικά ξέσπασα σε γέλια, τον μείωσα με τα λόγια μου, τον έκανα σκουπίδι. Είχε ένα αξιοθρήνητο ύφος, ένα σωστό ράκος. Τότε, έβγαλε ένα όπλο από την τσέπη του και μου είπε ψυχρά: «Ζήσε τότε με τις τύψεις σου» και αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια μου.
Ο Άγγελος έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένος χωρίς να μπορεί να πιστέψει λέξη από όσα άκουγε. Η μάνα του άρχισε να βήχει. Στα χείλη της φάνηκαν ίχνη αίματος.
─Κατέστρεψα τη ζωή ενός ανθρώπου, συνέχισε. Ενός οικογενειάρχη ανθρώπου με γυναίκα και μια κόρη. Και όλα αυτά γιατί; Από έναν ηλίθιο εγωισμό!
─Γυναίκα; Κόρη; μονολόγησε στα χαμένα ο Άγγελος. Τι είναι αυτά που μου λες; Πες μου πως είναι ψέματα όλα αυτά!
Κούνησε με κόπο αρνητικά το κεφάλι της.
─Μετά από αυτό, όλοι θέλησαν να με λιντσάρουν. Οι δικοί μου με έδιωξαν κακήν κακώς από το σπίτι, τους είχα ρεζιλέψει ανεπανόρθωτα. Έφυγα νύχτα χωρίς προορισμό και κατέληξα εδώ. Και μετά από εννιά μήνες, ήρθες και εσύ.
─Όχι, όχι! φώναξε. Αρνούμαι να πιστέψω πως, πως είμαι το μπάσταρδο ενός απαγορευμένου έρωτα. Όχι!
Έπιασε το κεφάλι του και άρχισε να τριγυρνά σαν το αγρίμι μέσα στο δωμάτιο ξεφυσώντας.
─Γιε μου, έκανε εκείνη κλαίγοντας. Συγχώρα με.
Τότε ήταν που γύρισε και την κοίταξε. Το ύφος του είχε κάτι το τρομακτικό, το αδυσώπητο που έκανε τη γριά γυναίκα να λουφάξει στο κρεβάτι της.
─Πως μπόρεσες; Τόσα χρόνια, όλα αυτά που μου έλεγες για τον πατέρα μου, ένα τεράστιο ψέμα. Γιατί; Και να μαθαίνω τώρα όλα αυτά; Πως ο πατέρας μου ήταν ένας παντρεμένος; Πως εγώ ήμουν ο καρπός αυτής της ανίερης σχέσης; Πως κάπου εκεί έξω έχω μια αδερφή; Γιατί; Πες μου γιατί;
─Συγχώρα με, είπε κλαίγοντας. Συγχώρα με.
Την έπιασε ακατάσχετος βήχας. Ο Άγγελος έμεινε στην γωνία χλωμός, ακίνητος, να κρατά σφιχτά το μαντήλι στα χέρια και να την κοιτά. Ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός ρόγχος, τινάχτηκε όρθια και άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Πρόλαβε να πει για άλλη μια φορά «συγχώρα με» πριν το κορμί της πέσει άψυχο στο κρεβάτι.
Έξω, οι δυο γυναίκες καθόταν στο αμάξι.
─Τι θα κάνεις τώρα; ρώτησε η Ζωή. Μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου αν θέλεις, μέχρι να δούμε τι θα κάνεις.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
─Πάμε, της είπε.
─Για πού; Στο σπίτι σου;
─Όχι. Στην αστυνομία…
Ηλίας Στεργίου
─Τελείωσε, της είπε αργά.
─Όχι, όχι, είπε.
─Σύνελθε Ζωή! είπε και την τράνταξε δυνατά.
Γύρισε και τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια. Έπεσε στην αγκαλιά του και αναλύθηκε σε δάκρυα.
Δέκα λεπτά αργότερα, είχαν επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο που δεν απείχε πολύ από την είσοδο της σπηλιάς. Ο δρόμος της επιστροφής κύλησε αργά και βασανιστικά. Η Αγνή, την περισσότερη ώρα, κοιμόταν στα χέρια του Άγγελου στα πίσω καθίσματα και η Ζωή οδηγούσε σιωπηλή και κακόκεφη. Σε όλο τον δόμο δεν αντάλλαξαν παρά ελάχιστες κουβέντες, τις πλέον απαραίτητες. Είχαν συμβεί πολλά και δυσάρεστα τις τελευταίες ώρες μα πλέον το μόνο που τον ένοιαζε, ήταν να φτάσουν σπίτι, να προλάβει τη μάνα του. Και όλο έσφιγγε το μαντήλι στην τσέπη του, να βεβαιωθεί πως ήταν ακόμη εκεί και η ψυχή του γαλήνευε κάπως.
Μπήκανε στην πόλη ενώ είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Το μεγάλο μαύρο τζιπ σταμάτησε έξω από το σπίτι του και σχεδόν πήδηξε έξω από την πόρτα χωρίς να πει κουβέντα στις δύο γυναίκες.
Στην είσοδο βρήκε την κυρά Δέσποινα που τον υποδέχτηκε με περίλυπο ύφος.
─Πως είναι; ρώτησε λαχανιασμένος.
─Δεν νομίζω να βγάλει τη μέρα γιε μου, του απάντησε και κόπο συγκρατιόταν να μην κλάψει. Νωρίτερα ήρθε και ο παπάς και την κοινώνησε.
Μπήκε στο δωμάτιο και γονάτισε δίπλα της. Γύρισε και τον κοίταξε. Το ζαρωμένο της πρόσωπο φωτίστηκε από ένα αχνό χαμόγελο. Έσφιξε με όση δύναμη είχαν τα αδύναμα χέρια της, τα δικά του που έτρεμαν.
─Όλα θα πάνε καλά, της είπε προσπαθώντας να φανεί ήρεμος. Έβγαλε το μαντήλι και έκανε να βρέξει τα χείλη της μα εκείνη αρνήθηκε. Ο Άγγελος απόρησε.
─Θέλω να σου μιλήσω πρώτα, είπε με σβησμένη φωνή.
─Όχι τώρα, άσε με να σε δροσίσω πρώτα και θα μου τα πεις μετά.
─Όχι! έκανε μια πρωτοφανή αποφασιστικότατα για την κατάσταση της.
─Μα, έκανε να διαμαρτυρηθεί και εκείνη του γύρισε το κεφάλι από την άλλη.
─Εντάξει, εντάξει, υποχώρησε εκείνος.
Γύρισε και τον κοίταξε.
─Έχεις τα μάτια του πατέρα σου, το ξέρεις;
Του χάιδεψε το πρόσωπο.
─Ήταν και εκείνος ομορφάντρας, σαν και του λόγου σου. Μόνο που…
Το πρόσωπο της σκοτείνιασε. Έκλεισε τα μάτια της που πλημμύρισαν δάκρυα.
─Ξέρω ότι δεν σου ήταν εύκολο, της είπε ο Άγγελος. Μια γυναίκα μόνη, χήρα.
Η μητέρα του έβγαλε ένα μικρό βογγητό.
─Συγχώρα με παιδί μου, συγχώρα με, άρχισε να λέει μέσα σε αναφιλητά.
Την αγκάλιασε και την έσφιξε επάνω του.
─Τι είναι αυτά που λες; Ηρέμησε σε παρακαλώ.
Την ακούμπησε απαλά στο μαξιλάρι και της σκούπισε τα μάτια. Όταν συνήλθε έμεινε, να κοιτάει με βλέμμα αδειανό το κενό και άρχισε να μιλάει:
─Ήμουν νέα τότε και όμορφη σαν τα κρύα τα νερά. Ρουφούσα τη ζωή, κάθε στιγμή που περνούσε. Πίστευα πως δεν θα πεθάνω ποτέ, δεν με ένοιαζε τίποτα. Είχα την αλαζονεία που πήγαζε από τα νιάτα μου και την ομορφιά μου. Κανείς και τίποτα δεν αντιστεκόταν στο διάβα μου αν το ήθελα. Δεν λογάριαζα μήτε Θεό, μήτε ανθρώπους. Και μια μέρα τον γνώρισα. Ήταν ένας άνθρωπος σοβαρός, μετρημένος. Από τη στιγμή που τον είδα, αποφάσισα ότι θα τον κάνω δικό μου. Όχι γιατί τον ερωτεύτηκα, απλά από καπρίτσιο. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσω πολύ. Μετά από λίγο καιρό, τον έκανα να τρέχει από πίσω μου σαν σκυλάκι. Είχα καταφέρει αυτό που ήθελα και μετά απλά τον βαρέθηκα. Μα όσο τον περιφρονούσα, τόσο αυτός έπεφτε στα γόνατα και με παρακαλούσε. Παράτησε τη δουλειά του, την οικογένεια του, τα πάντα. Έφτασε στο έσχατο σκαλί που θα μπορούσε να φτάσει κάποιος και όσο το έβλεπα αυτό, τόσο πιο πολύ το απολάμβανα. Ώσπου ένα βράδυ, μετά από χίλια παρακάλια να βρεθούμε και να μιλήσουμε, μου ζήτησε να μείνω μαζί του, να τον παντρευτώ. Εγώ φυσικά ξέσπασα σε γέλια, τον μείωσα με τα λόγια μου, τον έκανα σκουπίδι. Είχε ένα αξιοθρήνητο ύφος, ένα σωστό ράκος. Τότε, έβγαλε ένα όπλο από την τσέπη του και μου είπε ψυχρά: «Ζήσε τότε με τις τύψεις σου» και αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια μου.
Ο Άγγελος έμεινε να την κοιτά αποσβολωμένος χωρίς να μπορεί να πιστέψει λέξη από όσα άκουγε. Η μάνα του άρχισε να βήχει. Στα χείλη της φάνηκαν ίχνη αίματος.
─Κατέστρεψα τη ζωή ενός ανθρώπου, συνέχισε. Ενός οικογενειάρχη ανθρώπου με γυναίκα και μια κόρη. Και όλα αυτά γιατί; Από έναν ηλίθιο εγωισμό!
─Γυναίκα; Κόρη; μονολόγησε στα χαμένα ο Άγγελος. Τι είναι αυτά που μου λες; Πες μου πως είναι ψέματα όλα αυτά!
Κούνησε με κόπο αρνητικά το κεφάλι της.
─Μετά από αυτό, όλοι θέλησαν να με λιντσάρουν. Οι δικοί μου με έδιωξαν κακήν κακώς από το σπίτι, τους είχα ρεζιλέψει ανεπανόρθωτα. Έφυγα νύχτα χωρίς προορισμό και κατέληξα εδώ. Και μετά από εννιά μήνες, ήρθες και εσύ.
─Όχι, όχι! φώναξε. Αρνούμαι να πιστέψω πως, πως είμαι το μπάσταρδο ενός απαγορευμένου έρωτα. Όχι!
Έπιασε το κεφάλι του και άρχισε να τριγυρνά σαν το αγρίμι μέσα στο δωμάτιο ξεφυσώντας.
─Γιε μου, έκανε εκείνη κλαίγοντας. Συγχώρα με.
Τότε ήταν που γύρισε και την κοίταξε. Το ύφος του είχε κάτι το τρομακτικό, το αδυσώπητο που έκανε τη γριά γυναίκα να λουφάξει στο κρεβάτι της.
─Πως μπόρεσες; Τόσα χρόνια, όλα αυτά που μου έλεγες για τον πατέρα μου, ένα τεράστιο ψέμα. Γιατί; Και να μαθαίνω τώρα όλα αυτά; Πως ο πατέρας μου ήταν ένας παντρεμένος; Πως εγώ ήμουν ο καρπός αυτής της ανίερης σχέσης; Πως κάπου εκεί έξω έχω μια αδερφή; Γιατί; Πες μου γιατί;
─Συγχώρα με, είπε κλαίγοντας. Συγχώρα με.
Την έπιασε ακατάσχετος βήχας. Ο Άγγελος έμεινε στην γωνία χλωμός, ακίνητος, να κρατά σφιχτά το μαντήλι στα χέρια και να την κοιτά. Ακούστηκε ένας ανατριχιαστικός ρόγχος, τινάχτηκε όρθια και άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Πρόλαβε να πει για άλλη μια φορά «συγχώρα με» πριν το κορμί της πέσει άψυχο στο κρεβάτι.
Έξω, οι δυο γυναίκες καθόταν στο αμάξι.
─Τι θα κάνεις τώρα; ρώτησε η Ζωή. Μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου αν θέλεις, μέχρι να δούμε τι θα κάνεις.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
─Πάμε, της είπε.
─Για πού; Στο σπίτι σου;
─Όχι. Στην αστυνομία…
Ηλίας Στεργίου