Βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και ονειροπολούσε τις στιγμές που πέρασε μαζί με την Αρετή, όταν ξαφνικά θυμήθηκε αυτό που του είχε πει ο φρουρός τού Αρίωνα. Εκεί που όλα πήγαιναν να φτιάξουν, εκείνος πάντα σχεδίαζε να κάνει κακό σε κάποιον, ώστε να έχει όλη την εξουσία και την δύναμη. Τελικά ο Νικόλας αποκοιμήθηκε παρακολουθώντας την πορεία του φεγγαριού στον έναστρο ουρανό. Στα όνειρα του τον επισκέφτηκε η Αρετή. Ήταν πιο όμορφη από ό,τι στην πραγματικότητα. Τα πάντα πήγαιναν τέλεια, η ζωή του, η ζωή μαζί με την Αρετή, ήταν όλα τόσο ήρεμα. Ώσπου το όνειρό του σκοτείνιασε από την εμφάνιση μιας τρομερής μορφής.
Ψηλή, με μαύρη κάπα τυλιγμένη πάνω στο σώμα του. Στο κεφάλι του φορούσε μια κουκούλα, που κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπό του. Στεκόταν πάνω σε έναν μαύρο βράχο και κοίταζε το άπειρο. Στον Νικόλα φάνηκε σαν άγαλμα της αρχαίας εποχής. Μια ακαταμάχητη περιέργεια τον κατέκλυσε και πλησίασε να κοιτάξει τη μορφή. Δεν μπορούσε να καταλάβει, εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Η στάση που είχε λάβει δεν πρόδιδε καν, εάν ήταν άνθρωπος, μα είχε μια απόκοσμη εμφάνιση κι όσο ο Νικόλας πλησίαζε τόσο μεγάλωνε αυτή η αίσθηση. Μόλις μερικά μέτρα τους χώριζαν, όταν η μορφή γύρισε απότομα το κεφάλι με αποτέλεσμα να πέσει η κουκούλα. Το πρόσωπό του έκανε τον Νικόλα να παγώσει στη θέση του. Δε γινόταν να είναι άνθρωπος, δεν ήταν δυνατόν. Το κεφάλι του θύμιζε νεκροκεφαλή, τα μάτια του ήταν μαύρα ακόμα και στο σημείο που θα έπρεπε να ήταν λευκά. Είχε δόντια σαν από λύκο, κιτρινισμένα κι αντί για αυτιά είχε δυο τρύπες.
Έμειναν αρκετοί ώρα έτσι. Ο Νικόλας, γιατί δεν μπορούσε να κουνηθεί, αλλά το πλάσμα, γιατί τον παρατηρούσε. Το πλάσμα άρχισε να διανύει τα μέτρα που τους χώριζαν και σταμάτησε ένα μέτρο μακριά του. Τον κοίταξε με τα μαύρα, απύθμενα μάτια του, σήκωσε το χέρι του με ανοιχτή την παλάμη κι εκεί, στη μέση της παλάμης, άρχισε να σχηματίζεται μια μαύρη σφαίρα φωτός. Κάτι ψιθύρισε και η σφαίρα άρχισε να κινείται προς το μέρος του Νικόλα. Ήταν σίγουρος πως ήταν κάτι κακό, μα δεν μπορούσε να κουνηθεί κι ας αισθανόταν λες και το σκοτεινό αντικείμενο θα απορροφούσε τη ζωή του…
Κάπου μακριά σε έναν μαύρο βράχο, μια μορφή αναρωτιόταν το πότε και το πώς. Μια άλλη μορφή με πανομοιότυπη ενδυμασία ανέβηκε στον λόφο και γονάτισε. Ψιθύρισε κάτι στον ανώτερό του κι αμέσως έλαβε τις εντολές του:
«Το συντομότερο».
Η γονατισμένη φιγούρα ύψωσε το ανάστημά της και αποχώρησε με σταθερό, αγέρωχο βήμα αφήνοντας την αρχική μορφή μόνη. Ένας αετός άνοιξε τα φτερά του πάνω από τον λόφο, ώσπου μια μαύρη μπάλα τον χτύπησε και έπεσε στο έδαφος με ένα δυνατό γδούπο. Νεκρός.
Ο κόκορας λάλησε. Σήμαινε πως είχε έρθει η μέρα και για πρώτη φορά αισθάνθηκε χαρά που ο κόκορας τον είχε ξυπνήσει.
Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα, από την κορυφή έως τα ακροδάχτυλα των ποδιών του. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό, τόσο αληθινό, μα ύστερα θυμήθηκε ότι τα όνειρα δεν μπορούσαν να βλάψουν.
Ντύθηκε στα γρήγορα και κατέβηκε στην κουζίνα. Ο Κάσιος δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Πήρε ένα κάρβουνο από τη χόβολη στο τζάκι και του έγραψε ένα σημείωμα. Δεν κάθισε να φάει πρωινό, γιατί στον Αρίωνα δεν άρεσε να τον κάνουν να περιμένει.
Ο ορίζοντας είχε ένα πορτοκαλί χρώμα, καθώς ο ήλιος ανέτειλε. Το χωριό από κάτω ήταν μέσα στην ομίχλη. Το γρασίδι γλιστρούσε από την πάχνη κι έτσι προχώρησε προσεχτικά έως τους στάβλους. Εκεί βρήκε τον Κάσιο να ταΐζει την Αφροδίτη, την οποία είχε σελώσει.
«Κάσιε» αναφώνησε. «Γιατί τόσο νωρίς;»
«Τι έκανες χθες το βράδυ;» τον ρώτησε νευριασμένος.
«Βόλτες έκανα με την Αρετή» απάντησε. «Ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Το πρόβλημα είναι ότι Αρίων έμαθε ότι αρραβωνιάστηκες». Ο Νικόλας σάστισε.
«Μα πώς;»
«Το θέμα δεν είναι πώς το έμαθε, αλλά τι θα κάνουμε τώρα. Θα προσπαθήσει να μας χτυπήσει χτυπώντας την οικογένεια της Αρετής».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί να μας χτυπήσει, αφού αν είχε καταλάβει κάτι θα είχε κινηθεί ήδη».
«Μας υποψιάζεται εδώ και καιρό και τώρα μπορεί να χρησιμοποιήσει την Αρετή εναντίων μας». Όσο ο Κάσιος μιλούσε ο Νικόλας είχε αρχίσει να σκέφτεται ένα σχέδιο δράσης, το οποίο είχε θέση σε εφαρμογή εδώ και καιρό, αλλά δίχως να αναφέρει τίποτα στον φίλο του και τώρα φοβόταν πώς θα το έπαιρνε.
«Κάσιε, θέλω να μου κάνεις μια χάρη» είπε και ανέβηκε στην Αφροδίτη.
«Λέγε» του απάντησε άγρια.
«Πήγαινε και μίλα στην Αρετή. Πες της ότι ήρθε η ώρα» και έφυγε τρέχοντας αφήνοντας τον Κάσιο πίσω του να απαιτεί εξαγριωμένος εξηγήσεις για το τι σχεδίαζε.
Σε όλη τη διαδρομή ο Νικόλας προσπαθούσε να ανακαλύψει με ποιο τρόπο είχε μάθει ο Αρίων για τον αρραβώνα. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ που η Αφροδίτη χλιμίντρισε άγρια, μόλις πλησίασαν στους στάβλους του Αρίων.
Ο άρχοντας τον περίμενε. Ήταν ψηλός, αδύνατος, με πρόσωπο σκελετωμένο, ενώ τα μάτια του έμοιαζαν με δυο σκούρες κηλίδες. Φορούσε έναν πολυτελή μανδύα που στα τελειώματά του είχε χρυσή κλωστή.
Έκανε να κατεβεί από την Αφροδίτη, αλλά ο Αρίων του έκανε νόημα να μείνει στη θέση του. Ο άρχοντας τον πλησίασε και του έδωσε ένα γράμμα, μα αυτήν τη φορά είχε βουλοκέρι με την σφραγίδα του επάνω. Ένα μάτι μέσα σε ένα κύκλο.
«Τσακίσου το γράμμα να φτάσει πριν το μεσημέρι». Ο Νικόλας ήθελε να τον ρωτήσει γιατί τόση βιασύνη. Στεκόταν εκεί πάνω από ένα λεπτό και καθώς ετοιμαζόταν να ρωτήσει ο Αρίων άρχισε να του φωνάζει. «Ρε, χαζοβιόλη, τι δεν κατάλαβες; Ξεκίνα, φύγε, εξαφανίσου». Χτύπησε στα καπούλια την Αφροδίτη εκνευρίζοντάς την, αλλά ο Νικόλας τράβηξε απότομα τα χαλινάρια για να την συγκρατήσει. Όταν ο Νικόλας απομακρύνθηκε, ο Αρίων χαμογέλασε βλέποντας το σχέδιό του να πηγαίνει, όπως το είχε προβλέψει
Δεν υπήρχε τρόπος να διαβάσει το γράμμα τώρα που ο Αρίων είχε σφραγίσει τον φάκελο με βουλοκέρι, διότι, εάν το άνοιγε, ο άρχοντας της Αυγής θα το καταλάβαινε και ήταν σίγουρος ότι ο Αρίων θα είχε ειδοποιήσει για την ώρα που θα έφτανε στο χωριό ο τρελός σταυλιάρης του.
Ο Κάσιος, στο δωμάτιο της Αρετής, είχε μείνει άφωνος από αυτό που είχε σχεδιάσει ο Νικόλας. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν πως ο Νικόλας δε μοιράστηκε το σχέδιο μαζί του, αλλά είχε εμπιστευτεί ένα κορίτσι, το οποίο δεν είχε καμία εκπαίδευση στη μάχη.
«Κάσιε» ξεκίνησε η Αρετή που κατάλαβε πολλά από την έκφραση του. «Ο Νικόλας δε σου είπε τίποτα γιατί…»
«Γιατί νομίζει ότι μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του».
«Όχι» έκανε η Αρετή, αλλά ο Κάσιος δεν άκουγε.
«Δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν πιστεύει...»
«Κάσιε» τον έκοψε και σηκώθηκε απότομα. «Εσύ δεν καταλαβαίνεις. Τη νύχτα που τον βρήκαμε σακατεμένο από τη μάχη, τα είχε βάλει με ολόκληρη τη φρουρά του Αρίωνα, που είχε σκοπό να σε πιάσει απροετοίμαστο και να σε σκοτώσει. Φανέρωσε το πρόσωπό του, ώστε να τον κυνηγήσουν και να σωθείς εσύ» σταμάτησε για λίγο για να πάρει ανάσα και συνέχισε. «Ο πατέρας μου τον βοήθησε να τους νικήσει, μα ένας ξέφυγε από τη συμπλοκή. Ο Νικόλας τον χτύπησε με ένα βέλος και εκείνος έπεσε, μα έπειτα που ο πατέρας μου εξαφάνισε τα πτώματα, εκείνος που χτυπήθηκε με το βέλος έλειπε».
«Τι πράγμα; Πώς εξαφανίστηκε ένα πτώμα;» έκανε ανήσυχος ο Κάσιος μπλέκοντας και ξεμπλέκοντας τα δάχτυλά του.
«Νομίζουμε ότι το πτώμα φαγώθηκε από τους λύκους, γιατί ο πατέρας μου άκουσε αρκετούς εκεί κοντά, αλλά δεν τόλμησε να πλησιάσει». Ο Κάσιος σηκώθηκε απότομα και έτρεξε προς τα έξω. Από πίσω του άκουσε την Αρετή να φωνάζει. «Τι έγινε;»
«Μεγάλα προβλήματα» αρκέστηκε να φωνάξει εκείνος.
Βγήκε στην αυλή και ανέβηκε στο άλογό του. Το σπιρούνισε με δύναμη και άρχισε να καλπάζει άγρια προς την κατεύθυνση της Αυγής.
Ο Νικόλας σήκωσε το χέρι του και έπιασε ένα μπρούτζινο ρόπτρο. Χτύπησε δύο φορές και περίμενε για λίγο. Η πόρτα άνοιξε και ένας υπηρέτης ντυμένος στα μαύρα εμφανίστηκε μπροστά του.
«Καλησπέρα» χαιρέτησε ευγενικά, μα ο Νικόλας πρόσεξε την αποδοκιμασία του για τα ρούχα που φορούσε.
«Μεταφέρω ένα γράμμα για τον άρχοντα της πόλης». Ο υπηρέτης τον κοίταξε για λίγο και ύστερα τον άφησε να περάσει μέσα.
Το σπίτι ήταν ντυμένο με πράγματα μεγάλης αξίας, μα δεν πρόλαβε να τα επεξεργαστεί. Ο υπηρέτης τον οδήγησε γρήγορα σε ένα μεγάλο δωμάτιο, το οποίο ήταν γεμάτο από φρουρούς. Σε ένα μεγάλο ξύλινο γραφείο καθόταν ένας μεγαλόσωμος ξένος άντρας, αντί για τον άρχοντα της Αυγής.
«Πού είναι ο άρχοντας του χωριού;» ρώτησε. Είχε ένα παράξενο προαίσθημα.
«Το γράμμα» πρόφερε με βραχνή, επιτακτική φωνή.
«Μόνο στον άρχοντ…» ένας οξύς πόνος τον έκανε να γονατίσει. Το γόνατο του τον πέθανε στον πόνο. Κάποιος τον είχε χτυπήσει από πίσω. Νευρίασε. Έπιασε το κυνηγετικό μαχαίρι του και σηκώθηκε για να ανταποδώσει, μα ένα ακόμα πιο δυνατό χτύπημα, αυτή τη φορά στο κεφάλι, τον εξουδετέρωσε. Έπεσε καταγής, αλλά δεν ήρθε κανένας για να ελέγξει, εάν διατηρούσε τις αισθήσεις του. Ένα λεπτό ρυάκι αίματος κύλισε στο μάτι του. Πίστευαν ότι είχε λιποθυμήσει.
Κάποιος ψαχούλεψε το σώμα του, πήρε το γράμμα από το εσωτερικό της μπλούζας του και το μαχαίρι από το χέρι. Στην κατάσταση που ήταν δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, έμεινε εκεί και παρακαλούσε σιωπηλά να διαβάσουν το γράμμα φωναχτά, έτσι ώστε, εάν κατάφερνε να δραπετεύσει, να σταματούσαν τα σχέδια του Αρίωνα.
«Ωραία» μουρμούρισε ο άντρας με την βραχνή φωνή. «Αύριο το βραδύ ο Κάσιος θα πεθάνει».
«Με αυτόν τι θα γίνει;» Κάποιος τον κλώτσησε και ακουστήκαν γέλια. Χρειάστηκε όλη η δύναμή του για να μην ουρλιάξει από τον πόνο. Τα γέλια σταμάτησαν απότομα, μόλις ο άντρας με τη βραχνή φωνή απάντησε:
«Βαλ’ τε τον μαζί με τους υπόλοιπους, μα για καλό και για κακό δώστε του το βοτάνι του ύπνου». Ωχ. Πρέπει να φύγω πριν με ναρκώσουν, σκέφτηκε. Δυο χέρια τον άδραξαν από τους ώμους και τον έσυραν έξω, ενώ ο Νικόλας ανέμενε την κατάλληλη στιγμή για να δράσει.
Κρυμμένος σε μια γωνία, ο Κάσιος έβλεπε κίνηση μέσα στο σπίτι του άρχοντα της Αυγής, αλλά δεν μπορούσε να ακούσει. Η πόρτα άνοιξε και βγήκαν δύο άντρες που έσερναν ένα πτώμα. Στο κεφάλι του υπήρχε μια μεγάλη πληγή, από την οποία έτρεχε αρκετό αίμα. Ένα σκληρό σκίρτημα χτύπησε τον Κάσιο στην καρδιά. Ήταν ο Νικόλας. Τον είχαν πιάσει και όχι… Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Νικόλας νεκρός. Νεκρός. Του ήρθε αναγούλα. Ο Κάσιος δεν μπορούσε να κοιτάει. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να πάρει το πτώμα του Νικόλα πίσω. Η Αρετή! Πώς θα το έλεγε στην Αρετή; Χθες είχαν αρραβωνιαστεί, σήμερα τον είχε χάσει.
«Τα πάντα χάθηκαν» μονολόγησε, καθώς απομακρυνόταν.
Ήταν τόσο απορροφημένος με τον βουβό θρήνο και τις σκέψεις του, ώστε δεν αντιλήφθηκε τη σύντομη μάχη που δινόταν πίσω του.
Νίκος Καρδαμπίκης
Ψηλή, με μαύρη κάπα τυλιγμένη πάνω στο σώμα του. Στο κεφάλι του φορούσε μια κουκούλα, που κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπό του. Στεκόταν πάνω σε έναν μαύρο βράχο και κοίταζε το άπειρο. Στον Νικόλα φάνηκε σαν άγαλμα της αρχαίας εποχής. Μια ακαταμάχητη περιέργεια τον κατέκλυσε και πλησίασε να κοιτάξει τη μορφή. Δεν μπορούσε να καταλάβει, εάν ήταν άντρας ή γυναίκα. Η στάση που είχε λάβει δεν πρόδιδε καν, εάν ήταν άνθρωπος, μα είχε μια απόκοσμη εμφάνιση κι όσο ο Νικόλας πλησίαζε τόσο μεγάλωνε αυτή η αίσθηση. Μόλις μερικά μέτρα τους χώριζαν, όταν η μορφή γύρισε απότομα το κεφάλι με αποτέλεσμα να πέσει η κουκούλα. Το πρόσωπό του έκανε τον Νικόλα να παγώσει στη θέση του. Δε γινόταν να είναι άνθρωπος, δεν ήταν δυνατόν. Το κεφάλι του θύμιζε νεκροκεφαλή, τα μάτια του ήταν μαύρα ακόμα και στο σημείο που θα έπρεπε να ήταν λευκά. Είχε δόντια σαν από λύκο, κιτρινισμένα κι αντί για αυτιά είχε δυο τρύπες.
Έμειναν αρκετοί ώρα έτσι. Ο Νικόλας, γιατί δεν μπορούσε να κουνηθεί, αλλά το πλάσμα, γιατί τον παρατηρούσε. Το πλάσμα άρχισε να διανύει τα μέτρα που τους χώριζαν και σταμάτησε ένα μέτρο μακριά του. Τον κοίταξε με τα μαύρα, απύθμενα μάτια του, σήκωσε το χέρι του με ανοιχτή την παλάμη κι εκεί, στη μέση της παλάμης, άρχισε να σχηματίζεται μια μαύρη σφαίρα φωτός. Κάτι ψιθύρισε και η σφαίρα άρχισε να κινείται προς το μέρος του Νικόλα. Ήταν σίγουρος πως ήταν κάτι κακό, μα δεν μπορούσε να κουνηθεί κι ας αισθανόταν λες και το σκοτεινό αντικείμενο θα απορροφούσε τη ζωή του…
Κάπου μακριά σε έναν μαύρο βράχο, μια μορφή αναρωτιόταν το πότε και το πώς. Μια άλλη μορφή με πανομοιότυπη ενδυμασία ανέβηκε στον λόφο και γονάτισε. Ψιθύρισε κάτι στον ανώτερό του κι αμέσως έλαβε τις εντολές του:
«Το συντομότερο».
Η γονατισμένη φιγούρα ύψωσε το ανάστημά της και αποχώρησε με σταθερό, αγέρωχο βήμα αφήνοντας την αρχική μορφή μόνη. Ένας αετός άνοιξε τα φτερά του πάνω από τον λόφο, ώσπου μια μαύρη μπάλα τον χτύπησε και έπεσε στο έδαφος με ένα δυνατό γδούπο. Νεκρός.
Ο κόκορας λάλησε. Σήμαινε πως είχε έρθει η μέρα και για πρώτη φορά αισθάνθηκε χαρά που ο κόκορας τον είχε ξυπνήσει.
Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα, από την κορυφή έως τα ακροδάχτυλα των ποδιών του. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό, τόσο αληθινό, μα ύστερα θυμήθηκε ότι τα όνειρα δεν μπορούσαν να βλάψουν.
Ντύθηκε στα γρήγορα και κατέβηκε στην κουζίνα. Ο Κάσιος δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Πήρε ένα κάρβουνο από τη χόβολη στο τζάκι και του έγραψε ένα σημείωμα. Δεν κάθισε να φάει πρωινό, γιατί στον Αρίωνα δεν άρεσε να τον κάνουν να περιμένει.
Ο ορίζοντας είχε ένα πορτοκαλί χρώμα, καθώς ο ήλιος ανέτειλε. Το χωριό από κάτω ήταν μέσα στην ομίχλη. Το γρασίδι γλιστρούσε από την πάχνη κι έτσι προχώρησε προσεχτικά έως τους στάβλους. Εκεί βρήκε τον Κάσιο να ταΐζει την Αφροδίτη, την οποία είχε σελώσει.
«Κάσιε» αναφώνησε. «Γιατί τόσο νωρίς;»
«Τι έκανες χθες το βράδυ;» τον ρώτησε νευριασμένος.
«Βόλτες έκανα με την Αρετή» απάντησε. «Ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Το πρόβλημα είναι ότι Αρίων έμαθε ότι αρραβωνιάστηκες». Ο Νικόλας σάστισε.
«Μα πώς;»
«Το θέμα δεν είναι πώς το έμαθε, αλλά τι θα κάνουμε τώρα. Θα προσπαθήσει να μας χτυπήσει χτυπώντας την οικογένεια της Αρετής».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί να μας χτυπήσει, αφού αν είχε καταλάβει κάτι θα είχε κινηθεί ήδη».
«Μας υποψιάζεται εδώ και καιρό και τώρα μπορεί να χρησιμοποιήσει την Αρετή εναντίων μας». Όσο ο Κάσιος μιλούσε ο Νικόλας είχε αρχίσει να σκέφτεται ένα σχέδιο δράσης, το οποίο είχε θέση σε εφαρμογή εδώ και καιρό, αλλά δίχως να αναφέρει τίποτα στον φίλο του και τώρα φοβόταν πώς θα το έπαιρνε.
«Κάσιε, θέλω να μου κάνεις μια χάρη» είπε και ανέβηκε στην Αφροδίτη.
«Λέγε» του απάντησε άγρια.
«Πήγαινε και μίλα στην Αρετή. Πες της ότι ήρθε η ώρα» και έφυγε τρέχοντας αφήνοντας τον Κάσιο πίσω του να απαιτεί εξαγριωμένος εξηγήσεις για το τι σχεδίαζε.
Σε όλη τη διαδρομή ο Νικόλας προσπαθούσε να ανακαλύψει με ποιο τρόπο είχε μάθει ο Αρίων για τον αρραβώνα. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ που η Αφροδίτη χλιμίντρισε άγρια, μόλις πλησίασαν στους στάβλους του Αρίων.
Ο άρχοντας τον περίμενε. Ήταν ψηλός, αδύνατος, με πρόσωπο σκελετωμένο, ενώ τα μάτια του έμοιαζαν με δυο σκούρες κηλίδες. Φορούσε έναν πολυτελή μανδύα που στα τελειώματά του είχε χρυσή κλωστή.
Έκανε να κατεβεί από την Αφροδίτη, αλλά ο Αρίων του έκανε νόημα να μείνει στη θέση του. Ο άρχοντας τον πλησίασε και του έδωσε ένα γράμμα, μα αυτήν τη φορά είχε βουλοκέρι με την σφραγίδα του επάνω. Ένα μάτι μέσα σε ένα κύκλο.
«Τσακίσου το γράμμα να φτάσει πριν το μεσημέρι». Ο Νικόλας ήθελε να τον ρωτήσει γιατί τόση βιασύνη. Στεκόταν εκεί πάνω από ένα λεπτό και καθώς ετοιμαζόταν να ρωτήσει ο Αρίων άρχισε να του φωνάζει. «Ρε, χαζοβιόλη, τι δεν κατάλαβες; Ξεκίνα, φύγε, εξαφανίσου». Χτύπησε στα καπούλια την Αφροδίτη εκνευρίζοντάς την, αλλά ο Νικόλας τράβηξε απότομα τα χαλινάρια για να την συγκρατήσει. Όταν ο Νικόλας απομακρύνθηκε, ο Αρίων χαμογέλασε βλέποντας το σχέδιό του να πηγαίνει, όπως το είχε προβλέψει
Δεν υπήρχε τρόπος να διαβάσει το γράμμα τώρα που ο Αρίων είχε σφραγίσει τον φάκελο με βουλοκέρι, διότι, εάν το άνοιγε, ο άρχοντας της Αυγής θα το καταλάβαινε και ήταν σίγουρος ότι ο Αρίων θα είχε ειδοποιήσει για την ώρα που θα έφτανε στο χωριό ο τρελός σταυλιάρης του.
Ο Κάσιος, στο δωμάτιο της Αρετής, είχε μείνει άφωνος από αυτό που είχε σχεδιάσει ο Νικόλας. Αυτό που τον ενοχλούσε ήταν πως ο Νικόλας δε μοιράστηκε το σχέδιο μαζί του, αλλά είχε εμπιστευτεί ένα κορίτσι, το οποίο δεν είχε καμία εκπαίδευση στη μάχη.
«Κάσιε» ξεκίνησε η Αρετή που κατάλαβε πολλά από την έκφραση του. «Ο Νικόλας δε σου είπε τίποτα γιατί…»
«Γιατί νομίζει ότι μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του».
«Όχι» έκανε η Αρετή, αλλά ο Κάσιος δεν άκουγε.
«Δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν πιστεύει...»
«Κάσιε» τον έκοψε και σηκώθηκε απότομα. «Εσύ δεν καταλαβαίνεις. Τη νύχτα που τον βρήκαμε σακατεμένο από τη μάχη, τα είχε βάλει με ολόκληρη τη φρουρά του Αρίωνα, που είχε σκοπό να σε πιάσει απροετοίμαστο και να σε σκοτώσει. Φανέρωσε το πρόσωπό του, ώστε να τον κυνηγήσουν και να σωθείς εσύ» σταμάτησε για λίγο για να πάρει ανάσα και συνέχισε. «Ο πατέρας μου τον βοήθησε να τους νικήσει, μα ένας ξέφυγε από τη συμπλοκή. Ο Νικόλας τον χτύπησε με ένα βέλος και εκείνος έπεσε, μα έπειτα που ο πατέρας μου εξαφάνισε τα πτώματα, εκείνος που χτυπήθηκε με το βέλος έλειπε».
«Τι πράγμα; Πώς εξαφανίστηκε ένα πτώμα;» έκανε ανήσυχος ο Κάσιος μπλέκοντας και ξεμπλέκοντας τα δάχτυλά του.
«Νομίζουμε ότι το πτώμα φαγώθηκε από τους λύκους, γιατί ο πατέρας μου άκουσε αρκετούς εκεί κοντά, αλλά δεν τόλμησε να πλησιάσει». Ο Κάσιος σηκώθηκε απότομα και έτρεξε προς τα έξω. Από πίσω του άκουσε την Αρετή να φωνάζει. «Τι έγινε;»
«Μεγάλα προβλήματα» αρκέστηκε να φωνάξει εκείνος.
Βγήκε στην αυλή και ανέβηκε στο άλογό του. Το σπιρούνισε με δύναμη και άρχισε να καλπάζει άγρια προς την κατεύθυνση της Αυγής.
Ο Νικόλας σήκωσε το χέρι του και έπιασε ένα μπρούτζινο ρόπτρο. Χτύπησε δύο φορές και περίμενε για λίγο. Η πόρτα άνοιξε και ένας υπηρέτης ντυμένος στα μαύρα εμφανίστηκε μπροστά του.
«Καλησπέρα» χαιρέτησε ευγενικά, μα ο Νικόλας πρόσεξε την αποδοκιμασία του για τα ρούχα που φορούσε.
«Μεταφέρω ένα γράμμα για τον άρχοντα της πόλης». Ο υπηρέτης τον κοίταξε για λίγο και ύστερα τον άφησε να περάσει μέσα.
Το σπίτι ήταν ντυμένο με πράγματα μεγάλης αξίας, μα δεν πρόλαβε να τα επεξεργαστεί. Ο υπηρέτης τον οδήγησε γρήγορα σε ένα μεγάλο δωμάτιο, το οποίο ήταν γεμάτο από φρουρούς. Σε ένα μεγάλο ξύλινο γραφείο καθόταν ένας μεγαλόσωμος ξένος άντρας, αντί για τον άρχοντα της Αυγής.
«Πού είναι ο άρχοντας του χωριού;» ρώτησε. Είχε ένα παράξενο προαίσθημα.
«Το γράμμα» πρόφερε με βραχνή, επιτακτική φωνή.
«Μόνο στον άρχοντ…» ένας οξύς πόνος τον έκανε να γονατίσει. Το γόνατο του τον πέθανε στον πόνο. Κάποιος τον είχε χτυπήσει από πίσω. Νευρίασε. Έπιασε το κυνηγετικό μαχαίρι του και σηκώθηκε για να ανταποδώσει, μα ένα ακόμα πιο δυνατό χτύπημα, αυτή τη φορά στο κεφάλι, τον εξουδετέρωσε. Έπεσε καταγής, αλλά δεν ήρθε κανένας για να ελέγξει, εάν διατηρούσε τις αισθήσεις του. Ένα λεπτό ρυάκι αίματος κύλισε στο μάτι του. Πίστευαν ότι είχε λιποθυμήσει.
Κάποιος ψαχούλεψε το σώμα του, πήρε το γράμμα από το εσωτερικό της μπλούζας του και το μαχαίρι από το χέρι. Στην κατάσταση που ήταν δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, έμεινε εκεί και παρακαλούσε σιωπηλά να διαβάσουν το γράμμα φωναχτά, έτσι ώστε, εάν κατάφερνε να δραπετεύσει, να σταματούσαν τα σχέδια του Αρίωνα.
«Ωραία» μουρμούρισε ο άντρας με την βραχνή φωνή. «Αύριο το βραδύ ο Κάσιος θα πεθάνει».
«Με αυτόν τι θα γίνει;» Κάποιος τον κλώτσησε και ακουστήκαν γέλια. Χρειάστηκε όλη η δύναμή του για να μην ουρλιάξει από τον πόνο. Τα γέλια σταμάτησαν απότομα, μόλις ο άντρας με τη βραχνή φωνή απάντησε:
«Βαλ’ τε τον μαζί με τους υπόλοιπους, μα για καλό και για κακό δώστε του το βοτάνι του ύπνου». Ωχ. Πρέπει να φύγω πριν με ναρκώσουν, σκέφτηκε. Δυο χέρια τον άδραξαν από τους ώμους και τον έσυραν έξω, ενώ ο Νικόλας ανέμενε την κατάλληλη στιγμή για να δράσει.
Κρυμμένος σε μια γωνία, ο Κάσιος έβλεπε κίνηση μέσα στο σπίτι του άρχοντα της Αυγής, αλλά δεν μπορούσε να ακούσει. Η πόρτα άνοιξε και βγήκαν δύο άντρες που έσερναν ένα πτώμα. Στο κεφάλι του υπήρχε μια μεγάλη πληγή, από την οποία έτρεχε αρκετό αίμα. Ένα σκληρό σκίρτημα χτύπησε τον Κάσιο στην καρδιά. Ήταν ο Νικόλας. Τον είχαν πιάσει και όχι… Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Νικόλας νεκρός. Νεκρός. Του ήρθε αναγούλα. Ο Κάσιος δεν μπορούσε να κοιτάει. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να πάρει το πτώμα του Νικόλα πίσω. Η Αρετή! Πώς θα το έλεγε στην Αρετή; Χθες είχαν αρραβωνιαστεί, σήμερα τον είχε χάσει.
«Τα πάντα χάθηκαν» μονολόγησε, καθώς απομακρυνόταν.
Ήταν τόσο απορροφημένος με τον βουβό θρήνο και τις σκέψεις του, ώστε δεν αντιλήφθηκε τη σύντομη μάχη που δινόταν πίσω του.
Νίκος Καρδαμπίκης