Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 10 - Μέρος 1ο)

Οι άρχοντες είχαν μαζευτεί στο επίσημο κτίριο όπου γίνονταν οι σημαντικές συνελεύσεις κάθε χρόνο. Επικρατούσε σύγχυση και θόρυβος, επειδή ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, που καλούσε κάποιος τη συνέλευση σε περίοδο πέρα από την καθιερωμένη.

Ο Νιλς βημάτιζε πάνω κάτω νευρικός, βλέποντας τους άρχοντες να φωνάζουν και να τσακώνονται από τα έδρανά τους, κάνοντας υποθέσεις για τον λόγο της συγκέντρωσης. Οι τέσσερεις φρουροί του κάθονταν πίσω του, ακίνητοι σαν αγάλματα. Έριξε μια ανυπόμονη ματιά στον Πρίομ. Ο φρουρός έβγαλε από το σακίδιό του ένα στιλβωμένο κέρας και φύσηξε με όλη την δύναμη των πνευμόνων του. Ο δυνατός ήχος που βγήκε από το όργανο, έκανε τα πατώματα και τα μαρμάρινα έδρανα να τρίξουν. Οι άρχοντες σκέπασαν τα αυτιά τους θορυβημένοι. Ο Πρίομ έβαλε το κέρας στη θέση του, όταν αυτό πέτυχε τον σκοπό του. Ο Νιλς έγνεψε μια σιωπηλή ευχαριστία προς το μέρος του, ενώ εκείνος την δέχτηκε με ένα επίσημο κούνημα του κεφαλιού.
«Αγαπητοί άρχοντες της Γιουβέρνα, άξιοι Καομνόιρ, ήτοι προστάτες των όμορφων πόλεων αυτής της χώρας, καλώς ήρθατε στην συνέλευση του Ίοναντ. Σας κάλεσα εδώ σήμερα, για δύο λόγους. Ο ένας θα σας κάνει να χαρείτε, ο άλλος θα σας φέρει δυσφορία.»
«Επίκειται πόλεμος;» ρώτησε ο άρχοντας Ουλ, της πόλης Λοχ.
«Πρόκεται για λοιμό;» ρώτησε ο άρχοντας Έιλε, της γειτονικής πόλης Αμράν.
«Ησυχία, παρακαλώ.» φώναξε ο Νιλς, όταν τα πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο και πάλι, με τους άρχοντες να φωνάζουν όλοι μαζί. «Μην βιάζεστε να ακούσετε τον δυσάρεστο λόγο. Θα ξεκινήσουμε πρώτα με τον ευχάριστο. Είμαι σίγουρος πως όλοι θυμάστε, την ιστορία του άρχοντα Ακάιους Μακ Λερ. Δεν είχε αίσιο τέλος.»
Έριξε το βλέμμα του στο ακροατήριο σαν παραγάδι. Είχε κερδίσει την προσοχή τους· τον κοιτούσαν σαν υπνωτισμένοι.
«Μέχρι σήμερα κυκλοφορούσαν μόνο δοξασίες και υποθέσεις σχετικά με τον θάνατο του μεγάλου άρχοντα. Υποθέσεις που τριγύριζαν γύρω από το όνομα του υποστράτηγού του, του Σίμπχακ Φέαρ. Ωστόσο, ποτέ δεν επιβεβαιώθηκαν. Ποτέ κανείς δεν έμαθε ποιός ήταν υπεύθυνος για τον χαμό του άρχοντα Ακάιους. Ήρθε όμως ο καιρός που κάθε αμφιβολία διαλύθηκε. Η μοίρα τα έφερε έτσι, που η αλήθεια μαθεύτηκε. Γιατί βρήκα εγώ ο ίδιος, με την βοήθεια των πιστών φρουρών μου» είπε και έδειξε με το χέρι του τους τέσσερεις άντρες που στέκονταν πίσω του, «τον Σίμπχακ Φέαρ. Και του μίλησα, και έμαθα όλη την αλήθεια. Γιατί όπως υποψιαζόμασταν, ο υποστράτηγος ήταν μπροστά την ώρα του θανάτου του άρχοντά του. Μόνο που δεν ήταν ο δολοφόνος του, αλλά μάρτυρας της δολοφονίας του!»
«Και πού ήταν όλα αυτά τα χρόνια;» φώναξε κάποιος από το ακροατήριο.
«Βρισκόταν ασφαλής με την οικογένειά του, μακριά από τον δολοφόνο του άρχοντά του. Γιατί όπως μπορείτε να φανταστείτε, ένας τέτοιος μάρτυρας δύσκολα μένει ζωντανός για πολύ, αν δεν μείνει κρυμένος και αθέατος και δεν κρατήσει το στόμα του κλειστό. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε έναν άνθρωπο επειδή προστάτεψε την οικογένειά του!» φώναξε προλαβαίνοντας τις αντιδράσεις του κοινού.
«Και ποιος είναι ο δολοφόνος;» φώναξε κάποιος άλλος.
«Κάποιο πολύ κοντινό του πρόσωπο. Αλλά δεν είναι ακόμα ώρα να σας γνωστοποιήσω το όνομά του. Πρώτα πρέπει να δείτε κάποιον.» είπε και έκανε νόημα στους φρουρούς του.
Ο Πρίομ βγήκε από την αίθουσα και όταν γύρισε, ένας άντρας ερχόταν πίσω του. Τράβηξε τα βλέμματα όλων πάνω του, καθώς φορούσε κουκούλα που κάλυπτε το μισό του πρόσωπο.
«Κύριοι, η ιστορία της οικογένειας του άρχοντα Ακάιους δεν τελείωσε με τον θάνατό του, αλλά με την μυστηριώδη εξαφάνιση του μοναδικού γιου του, του Όντραν. Πολλοί από εσάς πίστεψαν -όχι άδικα- ότι είχε την ίδια τύχη με τον πατέρα του. Έτσι η άμοιρη Χάνταπ έμεινε χωρίς κυβερνήτη. Σήμερα όμως, αυτή την ιδιαίτερη μέρα της συνέλευσης των Καομνόιρ, των προστατών των αυτόνομων πόλεων της Γιουβέρνα, έχω την χαρά να σας ανακοινώσω πως η Χάνταπ, δεκατέσσερα χρόνια μετά, αποκτά ξανά επίσημο άρχοντα. Κύριοι, σας παρουσιάζω τον άρχοντα της Χάνταπ.»
Ο άντρας πλησίασε τον Νιλς και στάθηκε δίπλα του. Κατέβασε την κουκούλα του πανωφοριού του και κοίταξε το ακροατήριο. Κάποιοι από τους άρχοντες έγειραν τους ώμους μπροστά για να τον δουν καλύτερα. Μερικοί σηκώθηκαν από τα έδρανα.
«Κάποιοι από εσάς, με ξέρετε με το όνομα Γκόραν Κρόσμπον.» μίλησε δυνατά ο άντρας. «Ωστώσο, το πραγματικό μου όνομα είναι Όντραν Μακ Λερ, και είμαι ο μοναδικός γιος του άρχοντα Ακάιους.»
Οι άρχοντες άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους, η ανησυχία απλώθηκε στο ακροατήριο σαν γάγγραινα και σύντομα φωνές και πανικός επικράτησε στην αίθουσα. Το κέρας του Πρίομ επέβαλε και πάλι την τάξη.
«Πώς ξέρουμε ότι είσαι όντως εσύ ο γιος του Ακάιους;» ρώτησε ένας.
Τότε ο Όντραν σήκωσε το χέρι του και το έδειξε σε όλους. Το χρυσό φάινε, το μαγικό δαχτυλίδι, τράβηξε όλα τα βλέμματα.
«Αυτό είναι το δαχτυλίδι του πατέρα μου, που είμαι σίγουρος όλοι είδατε στο χέρι του, την μέρα της κηδείας του. Και αν δεν πιστεύετε τα ίδια σας τα μάτια, πιστέψτε τον ξάδελφό μου, τον άρχοντα Νιλς. Θα είχε ποτέ την διάθεση να σπιλώσει την μνήμη του γιου του θείου του, βάζοντας κάποιον άλλον στην θέση του; Αφήνοντας κάποιον άλλον να διεκδικεί την διοίκηση την Χάνταπ; Να χρησιμοποιεί το όνομά του και τα οφέλη που αυτό προσφέρει;»
«Κοιτάξτε τον.» μίλησε ο Νιλς, περνώντας αδελφικά το χέρι του γύρω από τον ώμο του. «Είναι σαν να κοιτάτε κάποιον πίνακα, έτσι; Είναι ίδιος ο άρχοντας Ακάιους. Όλα πάνω του τον θυμίζουν.»
Όταν στο ακροατήριο ξέσπασε πάλι θόρυβος και ανησυχία, ο Όντραν πήρε πάλι τον λόγο. Προχώρησε μπροστά και κοίταξε τους άρχοντες έναν έναν.
«Η προσωπική σας περιέργεια θα ικανοποιηθεί αργότερα. Θα τα μάθετε όλα. Πού ήμουν, γιατί εμφανίστηκα δεκατέσσερα χρόνια μετά, γιατί χρησιμοποιούσα πλαστή ταυτότητα. Θέλατε να μάθετε το όνομα του δολοφόνου του πατέρα μου. Και αυτό προέχει για την ώρα. Το όνομά του λοιπόν, όλοι το ξέρετε. Ονομάζετε Μπόα Μακ Λερ.» φώναξε, για να τον ακούσουν όλοι.
Οι φωνές και η αναστάτωση που ξεκίνησαν έκαναν τον Πρίομ να βγάλει και τρίτη φορά το κέρας του.
«Ο άρχοντας Μπόα, λέω, που μετά την κηδεία του αδελφού του έφυγε για το Σκαθ, όπου ίδρυσε αποικία.»
«Πώς είστε τόσο σίγουροι ότι αυτός είναι ο δολοφόνος του Ακάιους;» ρώτησε ο άρχοντας του Κάρικ, ο Κράμερ.
«Πρώτον, γιατί αυτό είπε ο Σίμπχακ. Και εμείς τουλάχιστον, ο Νιλς και εγώ, τον πιστεύουμε. Και δεύτερον, γιατί είχα και εγώ την τύχη, εκτός από τον Σίμπχακ, να δω το αληθινό πρόσωπο του Μπόα, δεκατέσσερα χρόνια πριν, στην κηδεία του πατέρα μου.»
«Όσα λένε είναι αλήθεια.» σηκώθηκε από τα έδρανα ένας άντρας με γενειάδα και μια βαθιά χαρακιά κάτω από το μάτι, που τόσην ώρα παρακολουθούσε σιωπηλός. «Είμαι ο Σίμπχακ Φέαρ, και έγινα μάρτυρας της δολοφονίας του άρχοντα Ακάιους. Σας αρκεί λοιπόν ο λόγος ενός υποστράτηγου, μάρτυρα του φόνου του άρχοντά του, και δύο αρχόντων, ανιψιών του δράστη;»
«Εμένα μου αρκεί.» απάντησε δυνατά ο ευγενικός άρχοντας του Κάρικ. Οι υπόλοιποι έμειναν σιωπηλοί, άναυδοι και μπερδεμένοι με τις εξελίξεις.
«Συγκαλέσαμε λοιπόν από κοινού αυτήν την συνέλευση,» πήρε τον λόγο ο Νιλς, «γιατί υπάρχει πολύ σοβαρός λόγος. Σας παρακαλώ πολύ, άρχοντες, ζητώ την προσοχή σας. Ο ξάδελφός μου, Όντραν, έχει να σας ζητήσει μια πολύ σημαντική χάρη.» είπε και τον σκούντησε στον ώμο ενθαρρυντικά.
«Κύριοι, δεν σας εξήγησα ακόμη γιατί έκρυβα την αληθινή μου ταυτότητα όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν η μόνη μου επιλογή, γιατί ο Μπόα είχε κάνει σκοπό της ζωής του να με βρει και να πάρει από μένα το σημαντικότερο πράγμα που είχα κρατήσει από τον πατέρα μου, το οποίο μάλιστα ήταν και η αιτία που του αφαίρεσε την ζωή.» είπε και έβγαλε το φάινε από το δάχτυλό του, υψώνοντάς το ψηλά. «Αυτό εδώ το δαχτυλίδι, άρχοντες, είναι ο λόγος που έχασε την ζωή του ο πατέρας μου. Γιατί ο αδελφός του ήθελε να το κρατήσει για τον εαυτό του.»
«Γιατί να σκοτώσει κάποιος τον αδελφό του για ένα δαχτυλίδι; Πρέπει να παραδεχτείτε, κύριοι, ότι είναι παράλογο!» φώναξε ο άρχοντας Ουλ.
«Δεν είναι καθόλου, παράλογο. Διότι το εν λόγω δαχτυλίδι, είναι ένα φάινε. Προσδίδει μαγικές δυνάμεις σε όποιον το φοράει!»
Οι άρχοντες άδραξαν με τα αδηφάγα μάτια τους το κόσμημα που κρατούσε ο Όντραν.
«Απόδειξέ το!» φώναξε ο άρχοντας Ουλ.
«Δεν μπορώ να σας το αποδείξω.» απάντησε εκείνος. «Επειδή όμως ήξερα ότι θα ερχόμουν αντιμέτωπος με την δυσπιστία σας, έφερα μαζί μου κάποιον που μπορεί να με υποστηρίξει.»
Ο Πρίομ έφυγε και πάλι, και όταν γύρισε, εισήλθε στην αίσθουσα μαζί του και ο Γουάφ, με τα ευγενικά γκρίζα μάτια του και την ράβδο του.
«Καλησπέρα, κύριοι.» χαιρέτησε τους άρχοντες. «Είμαι ο μάγος του Μπλούμπερι, ο Γουάφ Θέρμιγκς. Γνώρισα τον Όντραν μέσα από – ομολογώ – όχι και τόσο καλές συνθήκες. Αλλά είμαι εδώ για να επιβεβαιώσω την αλήθεια των λεγόμενών του. Ζούσε για χρόνια σαν κυνηγός, αιχμαλωτίζοντας και πουλώντας μαγικά πλάσματα στις αγορές των μάγων. Κατανοώ δε, ή τουλάχιστον προσπαθώ,» είπε και του έριξε μια επικριτική ματιά, «ότι το έκανε για να επιβιώσει. Αυτό που σας ενδιαφέρει όμως, είναι αν το εν λόγω δαχτυλίδι είναι πραγματικά μαγικό. Σας λέω, λοιπόν, ότι είναι. Με κανέναν άλλον τρόπο δεν θα μπορούσε ένας άνθρωπος σαν τον Όντραν, να αντιλαμβάνεται και να αιχμαλωτίζει αιθέρια πλάσματα που είναι αόρατα στα θνητά μάτια. Αυτό σας το υπογράφω, σας το ορκίζομαι στο όνομά μου και στις μαγικές μου δυνάμεις. Και για να αποδείξω την ταυτότητά μου, στους περισσότερο καχύποπτους από εσάς, σας αφήνω να δείτε με τα μάτια σας ένα δείγμα της δύναμής μου.» είπε και χτύπησε την ράβδο του στο πάτωμα.
Το μαρμάρινο δάπεδο έτριξε και άνοιξε, γεμίζοντας μικρές ρωγμές, από τις οποίες φύτρωσαν δειλά μικροί, λεπτοί μίσχοι, οι οποίοι δυνάμωσαν και μεγάλωσαν απότομα, μέχρι που έφτασαν να μεταμορφωθούν σε κάθε λογής λουλούδια και φυτά. Οι άρχοντες κοιτούσαν τα φυτά σαστισμένοι μη μπορώντας πλέον να αντιτίθενται στα λεγόμενά του.
«Ποια είναι η χάρη που ήθελες να μας ζητήσεις;» ρώτησε ο άρχοντας Κράμερ.
«Θα ήθελα πρώτα να ακούσετε τον λόγο που σας ζητάω κάτι τέτοιο, και να σκεφτείτε καλά πριν πάρετε την απόφασή σας.» απάντησε ο Όντραν.
«Σε ακούμε.» μίλησε ο άρχοντας Κράμερ.
«Σίγουρα υπάρχουν πολλοί εδώ μέσα που να γνωρίζουν την παλιά γλώσσα της Γιουβέρνα. Προσφέρεται κάποιος από εκείνους να ανέβει για λίγο στο βήμα; Δεν θα τον απασχολήσω πολύ.»
Ένας από τους άρχοντες σηκώθηκε από το έδρανό του και παραμέρισε τους υπόλοιπους για να βρεθεί μπροστά.
«Εγώ.» είπε λακωνικά.
«Ποιο είναι το όνομά σου;»
«Ίασκ Άπρικοτ. Είμαι ο άρχοντας του Τάλαμ Ούισκε.»
«Μπορείς, Ίασκ, να διαβάσεις δυνατά τις φράσεις που αναγράφονται στον σφραγιδόλιθο του δαχτυλιδιού;» είπε, προσφέροντάς του το φάινε.
Ο άρχοντας του Τάλαμ Ούισκε πήρε το δαχτυλίδι στο χέρι του και το κοίταξε. Διάβασε από μέσα του τις φράσεις, έπειτα τις διάβασε και φωναχτά.
«Beidh an ceann a roghnaíodh a bheith ar an rí na beatha agus báis. Agus ní bheidh an domhan a bheith mar an gcéanna arís.»
«Μπορείς να το μεταφράσεις;»
«Ο εκλεκτός θα γίνει ο βασιλιάς της ζωής και του θανάτου. Και ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος.»
Οι άρχοντες σιώπησαν. Κοιτάχτηκαν όλοι μεταξύ τους, με βλέμματα βυθισμένα στον τρόμο.
«Σε ευχαριστώ, Ίασκ.» είπε. Εκείνος του έδωσε το δαχτυλίδι υπερβολικά πρόθυμα και γύρισε γρήγορα στο έδρανό του. «Όπως καταλαβαίνετε, μία είναι η εξήγηση για τον λόγο που τόσο απεγνωσμένα θέλει το δαχτυλίδι ο Μπόα. Νομίζω πως τα λόγια είναι περιττά. Να λοιπόν η χάρη που θέλω να σας ζητήσω. Θέλω να πάρω εκδίκηση για τον χαμό του πατέρα μου. Θέλω να αποδοθεί η δικαιοσύνη, έστω και αργά. Εσείς είστε πρόθυμοι να με βοηθήσετε;»
Το ακροατήριο έμεινε σιωπηλό. Οι ένοχες και έντρομες ματιές συνέχισαν να ανταλλάσσονται σαν να επρόκειτο για κάποιο παζάρι βλεμμάτων. Κανείς δεν μίλησε.
«Παρόλο που θέλετε να μην το πιστέψετε, κατά βάθος ξέρετε καλά πως η απληστία και η μεγαλομανία του Μπόα δεν θα σταματήσει με την ενδυνάμωση της αποικίας του στο Σκαθ. Ο Νιλς και εγώ, μιλήσαμε αυτοπροσώπως μαζί του πριν λίγες μέρες. Ο ίδιος αποκάλυψε αυτάρεσκα στον ίδιο τον Νιλς, πως έχει στην διάθεσή του έναν αήττητο στρατό από απέθαντους, με επικεφαλής τον Ντούλλαχαν.»
«Είστε τρελοί! Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει στην διάθεσή του ένα πλάσμα σαν τον Ντούλλαχαν!» ούρλιαξε μανιασμένα ένας άρχοντας.
«Ένας άνθρωπος μόνος του, όχι. Αν όμως έχει δίπλα του έναν ισχυρό μάγο;» αντιγύρισε ο Νιλς. «Ο ίδιος με καθησύχασε λέγοντας πως δεν έχει λόγο να επιτεθεί στη Γιουβέρνα, αλλά είστε πρόθυμοι να το ρισκάρετε;»
«Ένας άνθρωπος με τέτοιο στρατό, τόσο αιμοδιψής, που αναζητά επί δεκατέσσερα χρόνια ένα μαγικό δαχτυλίδι το οποίο μπορεί να τον κάνει κύριο της ζωής και του θανάτου, πιστεύετε ότι θα διστάσει να επιτεθεί στην ίδια του την πατρίδα;» συνέχισε ο Όντραν.
«Και πώς είμαστε σίγουροι ότι δεν θες εσύ να χρησιμοποιήσεις για τους ίδιους σκοπούς το δαχτυλίδι;» ρώτησε ο Ουλ.
«Δεν μπορείτε να είστε σίγουροι. Αλλά μπορείτε να αναρωτηθείτε γιατί δεν το χρησιμοποίησα τόσα χρόνια για αυτούς τους σκοπούς, αλλά μόνο για λόγους επιβίωσης. Σας ρωτάω λοιπόν, για μία τελευταία φορά. Είστε πρόθυμοι να ακολουθήσετε τον Νιλς και εμένα εναντίον του Μπόα; Είστε πρόθυμοι να δώσετε τη ζωή σας στο όνομα του αδικοχαμένου άρχοντα Ακάιους; Στο όνομα της δικαιοσύνης; Στο όνομα της Γιουβέρνα;»
«Το σπαθί που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος…» μίλησε πρώτος ο Σίμπχακ, «ήταν δικό μου, όπως όλοι υποψιάζεστε. Το άφησα εκεί πάνω στην φούρια μου, τρέχοντας μακριά από το κτήνος που σκότωσε το ίδιο του το αίμα. Χρόνια τώρα κουβαλάω αυτόν τον σταυρό μέσα μου. Αυτήν την ντροπή, αυτό το όνειδος. Ντρέπομαι όταν λέω ότι άφησα τον Μπόα ατιμώρητο και κράτησα το στόμα μου κλειστό, αλλά είμαι εδώ τώρα για να επανορθώσω μια και καλή. Εγώ θα σας ακολουθήσω, με όλη μου την καρδιά.»
Ο Όντραν τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα του κεφαλιού, βαθιά συγκινημένος. Ο Νιλς στάθηκε δίπλα στον ξάδελφό του, περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους του και το βλέμμα του πάνω από το διστακτικό ακροατήριο.
«Και εγώ είμαι μαζί σας.» αποφάσισε ο Κράμερ, ο άρχοντας του Κάρικ.
Ύστερα σηκώθηκε από το έδρανό του και ο άρχοντας του Τάλαμ Ούισκε, ο Ίασκ, φωνάζοντας τα ίδια λόγια με πάθος. Έπειτα τον μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι, μέχρι που όλα τα έδρανα έμειναν άδεια και όλοι οι άρχοντες σκέκονταν όρθιοι, ξεχνώντας τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς τους.
«Για την Γιουβέρνα!» φώναξε ο Όντραν υψώνοντας το δαχτυλίδι στον αέρα.
«Για την Γιουβέρνα!» φώναξαν με πάθος όλοι οι Καομνόιρ.

***

Ο Μπόα καθόταν στην κεντρική αυλή του κάστρου, παρακολουθώντας την αφύσικη σιωπή. Η Ολκ χτένιζε τα μακριά, λευκόξανθα μαλλιά της με την χρυσή της βούρτσα, ατενίζοντας νωχελικά τον γκριζογάλανο ουρανό.
Έδεσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη και βημάτισε νευρικά στο πλακόστρωτο. Κοίταξε το κάστρο του· ήταν σιωπηλό όπως πάντα, άδειο, νεκρό. Μόνο εκείνος και η Ολκ πατούσαν τη γη γύρω από αυτό. Ακόμα και τα ζώα, απέφευγαν να τριγυρίζουν εκεί, σαν να ήταν απαγορευμένη περιοχή για αυτά. Που και που κανένα σπουργίτι πετούσε πάνω από το κάστρο, αλλά άλλαζε γρήγορα πορεία τσιρίζοντας τρομαγμένο. Η υπόλοιπη πόλη βέβαια, ήταν ζωντανή, οπότε ο Μπόα είχε σκεφτεί πως αυτή η ιδιαιτερότητα του κάστρου οφειλόταν στην παρουσία της Ολκ.
Μία στριγκή φωνή έσκισε την απελπιστική σιωπή. Οι δυο τους κοίταξαν ταυτόχρονα προς την μεριά της. Ένα άσπρο πετούμενο διαγράφτηκε στον ουρανό. Πλησιάζοντας, οι δύο μοναδικοί κάτοικοι του κάστρου, είδαν έκπληκτοι πως ήταν ένας ολόλευκος κύκνος.
Πλησίασε το κάστρο όσο δεν είχε πλησιάσει κανένα άλλο ζώο. Πέρασε πάνω από το πρόπυλο, πέταξε πάνω από τους πύργους, το ναό όπου η Ολκ εκτελούσε τα μαγικά της ξόρκια, πάνω από τις σιταποθήκες, και τέλος διέγραψε κύκλο πάνω από την ανοιχτή, κεντρική αυλή. Η στριγκή λαλιά του έσκισε τη σιωπή για δεύτερη φορά. Ύστερα χαμήλωσε απότομα και προσγειώθηκε περήφανα στο πλακόστρωτο, ακριβώς μπροστά από τον Μπόα.
Ο άντρας κοίταξε το πτηνό με το ένα του φρύδι υψωμένο σαν άγρια βουνοπλαγιά. Περπάτησε προς το μέρος του αργά. Ο κύκνος τον κοιτούσε κατάματα, ατρόμητος. Στο πορτοκαλί του ράμφος κρατούσε μία τυλιγμένη περγαμηνή. Άκουσε τα ύπουλα βήματα της Ολκ πίσω του.
«Μην κάνεις βήμα.» την συμβούλεψε όσο πιο χαμηλά μπορούσε, για να μην τρομάξει το πτηνό. Ύστερα χαμήλωσε αργά και άπλωσε το χέρι του προς τον κύκνο. Το βασιλικό πουλί άφησε την περγαμηνή στο χέρι του και έφυγε.
 «Ο μυθικός λευκός κύκνος Εάλα, το ζώο προστάτης της Γιουβέρνα. Δεν μπορεί να είναι καλό αυτό.» είπε.
Περιεργάστηκε την περγαμηνή στα χέρια του. Ήταν τυλιγμένη σε κύλινδρο, στον κορμό του οποίου είχε σφραγιστεί με σφραγιδόλιθο σε κόκκινο βουλοκέρι. Κόντεψε να χάσει την ψυχραιμία του, όταν αναγνώρισε τον σφραγιδόλιθο του μαγικού δαχτυλιδιού, με την πέτρα στο κέντρο και την παλιά γραφή περιμετρικά. Άνοιξε την περγαμηνή και διάβασε δυνατά.
«Αγαπημένε μου θείε, ξέρω πόσο καιρό με αναζητάς, γι’ αυτό θέλησα να σου γράψω. Αυτό που ποθείς βρίσκεται στα χέρια μου, όπως και μόνος σου διαπίστωσες θαρρώ. Βρίσκομαι στη Γιουβέρνα, μαζί με τον Νιλς και όλους τους Καομνόιρ. Επειδή ξέρω πόσο θες το δαχτυλίδι του πατέρα μου, αποφάσισα να σου δώσω μία ευκαιρία να προσπαθήσεις να το κάνεις δικό σου. Σε ένα μήνα από τώρα, όλοι οι Καομνόιρ της Γιουβέρνα θα επιτεθούν στο Σκαθ από τη θάλασσα, κατευθυνόμενοι προς την Κόπαρ. Ανυπομονώ να σε δω από κοντά, ύστερα από τόσα χρόνια. Με εκτίμηση, Όντραν.»
Τσαλάκωσε την περγαμηνή στα χέρια του με ασυγκράτητο θυμό. Η Ολκ γέλασε στριγκά.
«Νομίζουν οι ανόητοι ότι μπορούν να τα βάλουν μαζί μας!» τσίριξε.

«Το ήξερα ότι είναι ζωντανός.» έφτυσε μοχθηρά ο Μπόα μέσα από τα δόντια του. «Σε περιμένω, ανιψιέ. Και εσένα και την παρέα σου. Αλλά πάνω από όλα περιμένω το φάινε…» είπε κοιτώντας προς την μεριά της θάλασσας του Μπι, που τον χώριζε από το δαχτυλίδι και το πεπρωμένο του.

Ιωάννα Τσιάκαλου