Άβατο:Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 7/Μέρος Β) - "Αποφάσεις"

Είχα χάσει το μέτρημα των ημερών και ήμουν πολύ κοντά στο να ξεχάσω την όψη του ήλιου, την αίσθηση του δροσερού αέρα και όλες τις ανέμελες στιγμές με τους φίλους και τα μέλη της οικογένειάς μου.  
Πολλές φορές αισθανόμουν την ανάγκη να λυγίσω και να παραδοθώ στη μοίρα μου παρακαλώντας τον φθονερό Θεό να τελειώνει μια και καλή μαζί μου. Μολαταύτα η σκέψη πως υπήρχαν ακόμη κάποιοι από μας ελεύθεροι εκεί έξω, έκανε τη φλόγα την ελπίδας να σιγοκαίει στην καρδιά μου. Δίχως να κρατώ ημερολόγιο, είχα υπολογίσει πως είχαν περάσει περίπου δέκα μέρες από τότε που βρεθήκαμε κλεισμένοι εδώ κάτω. Συντηρούμασταν από το λιγοστό νερό που μας προσέφεραν, από μερικά ξερά κομμάτια ψωμιού και μουχλιασμένου πολλές φορές κράκερ. Οι αστυνομικοί που ήταν υπεύθυνοι για την επίβλεψή μας, καθώς ο ίδιος ο Σούλφους δεν κατέβαινε σχεδόν ποτέ, μας υπέβαλαν σε πολλά ψυχολογικά κυρίως βασανιστήρια προκειμένου να κάμψουν το ηθικό μας. Πόσο πουλημένη είναι η ανθρώπινη φυλή, σκεφτόμουν από μέσα μου με πικρία.
Ωστόσο τις μαύρες μου σκέψεις διέκοψε ένα αιφνίδιο περιστατικό. Οι φύλακες άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο, σημάδι πως είχε συμβεί κάτι που είχε ταράξει την ησυχία του Αφέντη τους. Ο Εμίλ που τόσες μέρες παρέμενε πεσμένος σαν σε κώμα, ξαφνικά άρχισε να χτυπιέται, ενώ το καφέ χρώμα των ματιών του είχε δώσει τη θέση του στο απόλυτο λευκό. Έτρεξα προς το μέρος του παρακαλώντας τον να μου πει τι είχε συμβεί.
            «Κάτι αναστάτωσε το τέρας. Το εκνεύρισε. Κάποιος εμφανίστηκε μπροστά του, μα δεν μπορώ να δω καθαρά. Ιζαμπέλα, πρέπει να σου πω κάτι. Θα πεθάνω. Ο Σούλφους με εξουσιάζει απόλυτα. Έχει δέσει την ψυχή μου. Πρέπει να βγείτε από εδώ κι αυτή είναι μια ευκαιρία, καθώς οι φύλακες λείπουν. Πρέπει να φύγετε, γιατί κι ο φίλος σας δε θα αντέξει πολύ ακόμη. Έχετε να σταματήσετε έναν πόλεμο, τον οποίο όλοι πιστεύουν πως έχω ξεκινήσει εγώ».
Δε γνώριζα τι απάντηση έπρεπε να του δώσω, μονάχα ήμουν σίγουρη για ένα πράγμα. Αν δεν εμφανιζόταν ο ίδιος να σταματήσει τη λαίλαπα της εκδίκησης του Μαύρου Θεού, κανείς άλλος δε θα μπορούσε να το κάνει.
Την ίδια ακριβώς στιγμή στα προεδρικά γραφεία μαινόταν μία μάχη σώμα με σώμα. Ο Βελφεγκόρ είχε πέσει στην παγίδα που τον είχε οδηγήσει κατευθείαν μπροστά στον Σούλφους. Ο Χειμώνας σήκωσε τη βαριά του ράβδο και τον σημάδεψε.
 «Για πες μου, Φύλακα, γιατί έφυγες από το Άβατο; Δε σου άρεσε η συντροφιά του Τζίλτα μήπως; Ή τον σιχάθηκες μόλις κατάλαβες πως πήγε να σε χειραγωγήσει στερώντας σου τη φυσική ανάπτυξη της προσωπικότητάς σου;» του είπε αφήνοντας έναν μορφασμό αηδίας να αυλακώνει το πρόσωπό του.
Ο Δαίμονας τον κοίταξε μπερδεμένος. Να πάρει! Έχει εν μέρει δίκιο, μονολόγησε σφίγγοντας τα δόντια του. Ωστόσο επανέφερε γρήγορα τον εαυτό του στην πραγματικότητα κοιτάζοντας τον χώρο γύρω του. Με την άκρη του ματιού του ανακάλυψε την ύπαρξη ενός τεράστιου σκαλιστού καθρέπτη. Το ξύλο που πλαισίωνε το γυαλί ήταν μαύρο με γοτθικού τύπου σχέδια, προσδίδοντας στον καθρέπτη ένα μυστικιστικό χαρακτήρα. Στη δεξιά του πλευρά ήταν στριμωγμένη μία φωτογραφία του Βελφεγκόρ με την ανθρώπινη φυσικά μορφή του. Είχε τραβηχτεί στο σπίτι των παππούδων του Θοδωρή στο Λονδίνο.
«Έδεσες την ψυχή μου!» του ούρλιαξε ο δαίμονας συγκλονισμένος με ετούτη τη διαπίστωση.
Ο Σούλφους έκανε ακόμη ένα βήμα προς το μέρος του.
«Έκανε καλή δουλειά ο Έλυον στη μεταμόρφωση. Επιτέλους μπορείς να αντικρίσεις το είδωλό σου στον καθρέπτη δίχως να ντρέπεσαι για τη φριχτή σου εμφάνιση» τελείωσε και το γέλιο του αντηχούσε σε όλη την αίθουσα.
Ο Δαίμονας ένιωσε το μίσος να τον κυριεύει και να κοχλάζει μέσα του σαν καυτή λάβα. Κατόπιν προχώρησε αργά και στάθηκε μπροστά από τον απόκοσμο καθρέπτη.
«Λύσε!» ψιθύρισε και στο επόμενο δευτερόλεπτο το σώμα του άρχισε να έχει σπασμούς, καθώς η παλιά του ανθρώπινη εμφάνιση έδινε θέση στη νέα. Εκείνη του Δαίμονα. Το ανθρώπινο δέρμα σκιζόταν σαν να άνοιγε φερμουάρ και το μαύρο σκληρό έπαιρνε τη θέση του. Το ανθρώπινο ύψος έδωσε επίσης τη θέση του στο τεράστιο του δαίμονα, ενώ τα μαύρα του φτερά σαν γιγάντιας νυχτερίδας τινάχτηκαν προς τα πίσω με δύναμη.
«Αρκετά εντυπωσιακό» είπε ο Σούλφους σε ήρεμο τόνο. «Η ερώτηση που έχω να σου θέσω όμως είναι, αν εσύ είσαι έτοιμος να αντικρίσεις τη δική μου φυσική εμφάνιση» κάγχασε.
Μονομιάς σήκωσε ψηλά τη ράβδο της έχιδνας και έλουσε τον εαυτό του με ένα εκτυφλωτικό φως. Μέσα από τη λάμψη ξεπρόβαλε μία φιγούρα γιγαντόσωμη που έμοιαζε με ξωτικό. Τα μαλλιά του έπεφταν σπαστά σαν άγριες οροσειρές ως τους ώμους του, ενώ το πρόσωπό του ήταν χλωμό και λιπόσαρκο. Τη θέση των ματιών του είχε καταλάβει η μαύρη άβυσσος, ενώ το χαμόγελό του αποκάλυπτε τα μυτερά του δόντια που έσταζαν φαρμάκι. Το σώμα του έντυνε μία βελούδινη, μακριά, μαύρη κάπα, ενώ στο ύψος του στήθους του υπήρχε ένα πέτσινο προστατευτικό σε περίπτωση που δεχόταν αιφνίδια επίθεση. Άφησε να του βγει ένας μακρόσυρτος βρυχηθμός κι απλώνοντας το χέρι του, άρπαξε τον λαιμό του δαίμονα σηκώνοντάς τον ψηλά.
«Θα μπορούσες να γίνεις ένας σπουδαίος σύμμαχος. Αλλά διάλεξες τη λάθος πλευρά». Καθώς ο Σούλφους πρόφερε την τελευταία του κουβέντα, δεν είχε παρατηρήσει μία τρομαγμένη φιγούρα που στεκόταν πίσω από την μισάνοιχτη πόρτα, μην μπορώντας να πιστέψει στον απόκοσμο χορό των τεράτων που είχε πάρει σάρκα και οστά μπροστά του.


Έκανε κρύο εκείνο το βράδυ. Ο Μιχάλης καθώς παρέμενε με τα ίδια ρούχα από την ημέρα της ξαφνικής του απαγωγής, αδημονούσε να έρθει εκείνη η άγια μέρα που θα ξεκούραζε το κορμί και το δέρμα του κάτω από το καυτό νερό. Το δεύτερο κινητό του, καθώς το πρώτο παρέμενε νεκρό για κάποιον ανεξήγητο λόγο, είχε ελάχιστη μπαταρία, ενώ οι κλήσεις στα κινητά των φίλων του ήταν οι μόνες που είχαν κάνει κατάληψη στη μνήμη του τηλεφώνου του. Ωστόσο όλες οι προσπάθειες είχαν αποβεί μάταιες. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να παρατήσει κάθε προσπάθεια, το βλέμμα του έπεσε πάνω στο όνομα του θείου του Θοδωρή. Ευτυχώς για τον ίδιο είχαν καλές σχέσεις κι έτσι ένιωθε πως είχε όλο το θάρρος να ζητήσει τη βοήθειά του. Δίχως να χάσει καθόλου χρόνο πληκτρολόγησε τον αριθμό του και περίμενε στωικά να απαντήσει. Η γραμμή χτυπούσε ξανά και ξανά. Την ώρα που ο Μιχάλης πίστεψε αποκαρδιωμένος πως θα ακούσει το μήνυμα του τηλεφωνητή, μία βραχνή φωνή ακούστηκε:
            «Παρακαλώ;» Το χέρι του Μιχάλη άρχισε να τρέμει, ενώ ένιωσε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια του.
«Ο Μιχάλης είμαι..» κατάφερε να ψελλίσει με φωνή αδύναμη.
«Παιδί μου! Για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει; Νόμιζα πως είχες πάθει κανένα μεγάλο κακό!» ακούστηκε δυνατά αυτή τη φορά η φωνή του.
«Ο Θοδωρής είναι καλά;» ρώτησε ο Μιχάλης με αγωνία.
«Ποιος είναι ο Θοδωρής; Δε γνωρίζω κανέναν με ετούτο το όνομα» του απάντησε η άλλη γραμμή.
Τη στιγμή που ο Μιχάλης ήταν έτοιμος να μιλήσει, συνειδητοποίησε πως η φωνή δεν έβγαινε από τον λάρυγγά του. Μα ποιος ήταν στ’ αλήθεια αυτός ο Θοδωρής; Η εικόνα του για εκείνον ήταν θολή. Σαν να ρουφούσε κάποιος τις αναμνήσεις του. Ξεχνούσε. Ο πανικός ήταν έτοιμος να τον κατακλύσει, αλλά εκείνος προσπάθησε να τον διώξει μακριά.
«Θέλω να μου πεις κάτι» είπε στον θείο του Θοδωρή.
«Ό,τι θες, παλικάρι μου. Θα χαρώ πολύ να βοηθήσω». Ο Μιχάλης ανασκουμπώθηκε και συνέχισε:
«Τι φαινόμενο περιμένουμε φέτος; Εννοώ αστρικό ή φυσικό φαινόμενο;» Σιωπή απλώθηκε για λίγο από την άλλη άκρη της γραμμής. Έπειτα όμως η τραχιά φωνή ακούστηκε και πάλι.
«Ξέρεις, Μιχάλη, το φαινόμενο ξεκίνησε ήδη. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε η Αμερική έχει θερμοκρασίες άνοιξης, η Ευρώπη και η Αφρική σχεδόν καλοκαιριού, η πλευρά που βρίσκεται η Κίνα φθινόπωρο, ενώ η Ωκεανία και η μισή κεντρική Ασία χειμώνα. Αυτό με τη σειρά του πυροδοτεί ένα ουράνιο φαινόμενο που σε συνδυασμό με το γεγονός της πλήρους σελήνης και της ευθυγράμμισης των γαλαξιών, οι οποίοι με γυμνό μάτι και πολλή παρατηρητικότητα μοιάζουν με μακρινά άστρα, μας δίνουν μία ενέργεια που όμως θα είναι ορατή και υπαρκτή στον βόρειο πόλο της      Γης. Είναι ένα σπάνιο και μυστηριώδες κοσμικό φαινόμενο περίσσειας ομορφιάς. Με ενημέρωσε το Ευρωπαϊκό Νότιο Αστεροσκοπείο της Χιλής» τελείωσε.
Τη στιγμή εκείνη το τηλέφωνο έκλεισε από μπαταρία, ωστόσο ο Μιχάλης είχε πάρει τις πολυπόθητες απαντήσεις. Δίχως να χάσει χρόνο πήρε ένα κομμάτι βρώμικο χαρτί και ένα στυλό που κουβαλούσε πάντοτε στο σακίδιό του. Πάνω του σημείωσε το όνομα του Θοδωρή. Για την στιγμή που θα το ξεχάσω τελείως, συλλογίστηκε.
Από μακριά φάνηκε η φιγούρα του Ορλάντο να κατευθύνεται προς το μέρος του με μεγάλη ταχύτητα.
 «Φεύγουμε! Απόψε κιόλας!» είπε. Ο Μιχάλης τον κοίταξε εμβρόντητος.
«Αφού θα ζητούσαμε βοήθεια από…»
            «Μας πρόδωσαν! Οι άνθρωποι τελικά είναι ανάξιοι εμπιστοσύνης. Γνωρίζεις τι ακριβώς έχει στο μυαλό του ο Κιουσέ; Να μας δολοφονήσει και να σύρει τα κουφάρια μας σε κάποιο έρημο φαράγγι. Αλλά ετούτο το σχέδιό του δε θα τελεσφορήσει. Στο υπόσχομαι. Θα τον περιμένω και θα τον σκοτώσω πρώτος. Δε θέλουμε κανέναν άλλο σύμμαχο. Θα πάμε μόνοι μας» τελείωσε το ξωτικό ξεκινώντας να εξηγεί στον νεαρό τον τρόπο με τον οποίο θα έθεταν το σχέδιό του σε εφαρμογή.
           
Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά εδώ και ώρα, μα άστρα δε φαίνονταν πουθενά στον ουρανό. Μία κόκκινη λάμψη διακρινόταν στον ορίζοντα σαν φλόγα. Η ατμόσφαιρα άρχισε να μυρίζει πυρκαγιά και μπαρούτι. Ο Ορλάντο με το Μιχάλη ανέβηκαν τα μισογκρεμισμένα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο κύριο μέρος της σπηλιάς. Οι πιο πολλοί παρακολουθούσαν σιωπηλοί πίσω από ένα αυτοσχέδιο παράθυρο, το οποίο είχαν δημιουργήσει γκρεμίζοντας τον βράχο σε ορισμένα σημεία, την πορτοκαλοκόκκινη λάμψη. Η αμηχανία είχε άτσαλα κυριεύσει την ατμόσφαιρα μέχρι τη στιγμή που οι περισσότεροι αποχωρούσαν για να ξεκουραστούν. Ο Μιχάλης με τον Ορλάντο αποχώρησαν κι εκείνοι με την σειρά τους, με το ξωτικό να σφίγγει στα χέρια του το λεπτεπίλεπτο σλάϊντερ.
«Θα τον περιμένω» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και ξαπλώνοντας πάνω σε ένα πεσμένο στρώμα, γύρισε στο πλάι ώστε να αποφύγει να κινήσει υποψίες. Τη στιγμή που τα τσιμπλιασμένα φώτα έσβηναν, ο Κιουσέ κρατώντας έναν σουγιά στο χέρι του, κινήθηκε αθόρυβα προς τη μεριά του δωματίου, όπου ξάπλωναν οι «δυτικοί», όπως τους αποκαλούσε. Το ίδιο λεπτό η φιγούρα του Κάτα απομακρυνόταν ταχύτατα από το κρησφύγετο. Ο Κιουσέ δεν το είχε καν προσέξει. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βάλει ένα τέλος σε ό,τι στενόμυαλο έκρινε πως τον απειλούσε.
Όταν έφτασε στο κατώφλι ένιωσε έναν οξύ πόνο κοντά στην καρδιά. Σωριάστηκε ευθύς κάτω αναίσθητος. Μέσα από το σκοτεινό δωμάτιο φάνηκε το Ξωτικό. Τον κλώτσησε δυνατά για να βεβαιωθεί πως ήταν νεκρός. Κατόπιν με μία γρήγορη κίνηση άρπαξε το ματωμένο σλάϊντερ στα χέρια του. Αυτό ευθύς μίκρυνε και πήρε το αρχικό μέγεθος της οδοντογλυφίδας. Ο Ορλάντο το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του και μαζί με τον Μιχάλη που διατηρούσε κλειστά τα μάτια  προκειμένου να μην αντικρύσει τον νεκρό, έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προτού γίνει αντιληπτή η δολοφονία του αρχηγού της οργάνωσης. Προχωρώντας στην έρημο, το βλέμμα τους καρφώθηκε σε εκείνη την κόκκινη λάμψη.
 «Νομίζω πως ο πόλεμος άρχισε» είπε με τρεμάμενη φωνή ο Μιχάλης.
«Ακόμη χειρότερα. Νομίζω πως ξεκίνησε ο αντιπερισπασμός» είπε το ξωτικό φανερά ταραγμένο.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη