Faded Memories - "Έγκλημα ζωής" (Διήγημα 9ο)




Το μονοπάτι ήταν δύσβατο, γεμάτο ξερά κλαδιά και κιτρινισμένα, σάπια φύλλα. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά στη ζωή των κατοίκων του Όρεγκον. Το δάσος αυτή την περίοδο του χρόνου, συνήθως ήταν από τα πιο μαγευτικά σημεία της πόλης που θα μπορούσε κανείς να επισκεφτεί. Όμως τη συγκεκριμένη μέρα είχε χάσει ένα κομμάτι από την ομορφιά του. Φάνταζε απειλητικό, γεμάτο μυστικά. Μερικά βήματα στα αμέτρητα μονοπάτια του κι ήταν πολύ εύκολο να φτάσει κανείς στη γνωστή Ψευδοακακία, που ετοιμαζόταν να βγάλει τους νέους της καρπούς. Οι θάμνοι γύρω της ήταν πυκνοί και άγριοι, μοναδικό στολίδι γύρω από τις ρίζες της. Αυτή τη φορά βέβαια, υπήρχε κάτι το ανατριχιαστικά διαφορετικό. 
            Ο καθένας που έφτανε εκεί θα μπορούσε να διακρίνει το μπιτόνι από βενζίνη, που βρισκόταν πεταμένο στο έδαφος. Ήταν μισογεμάτο και βουτηγμένο στη λάσπη, που ήταν ακόμα υγρή λόγω της υγρασίας. Ήταν παράξενο, γιατί η ρίψη σκουπιδιών απαγορευόταν αυστηρά στην περιοχή, λόγω της πυκνής βλάστησης της φύσης. Οι οικολόγοι είχαν κάνει μεγάλο αγώνα για να επιβληθεί αυτός ο νόμος. Βέβαια το πλαστικό μπιτόνι δεν ήταν το μόνο παράξενο θέαμα.
            Πιο δίπλα μια σκισμένη, λασπωμένη, κόκκινη ζακέτα κάλυπτε τα πρώτα μανιτάρια, που είχαν αρχίσει να φυτρώνουν κοντά στις ρίζες των δέντρων. Μαζί κι ένα τσαλακωμένο χαρτί, μουσκεμένο, με αλλοιωμένο, σχεδόν ολοκληρωτικά, το περιεχόμενο των γραφομένων του. Λέξεις έντονες, γεμάτες συναίσθημα. Σαν απόσπασμα ημερολογίου. Σε κοντινή απόσταση βρισκόταν και μια κομμένη αλυσίδα λαιμού που αντανακλούσε το φως του ήλιου, αποκαλύπτοντας ένα, χωμένο στο υγρό χώμα, κραγιόν με χρυσή εξωτερική συσκευασία. Έδινε την αίσθηση ότι, όποιος το είχε χρησιμοποιήσει, είχε προσπαθήσει να το κρύψει εκεί ανεπιτυχώς. Μια τούφα ξανθών, γυναικείων μαλλιών, ξεριζωμένων από το κεφάλι, συμπλήρωνε το σκηνικό. Το ξεραμένο αίμα στις ρίζες των μπλεγμένων μαλλιών είχε ήδη γίνει σκούρο, αποδεικνύοντας το χρονικό διάστημα που είχε παρέλθει από το αποτρόπαιο έγκλημα.
Το σώμα του πιθανού θύματος ήταν άφαντο. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική κι ανατριχιαστική. Σπάζοντας ανά διαστήματα τη σιωπή, από κάπου μακριά, ταξίδευε ακόμα ο απόηχος του αλλόφρονου εκείνου γέλιου. Ένα γέλιο που έδειχνε ευχαρίστηση, που χάθηκε μια αθώα, νέα ψυχή.

Σέρβου Θεοδώρα