Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 26)

Damians POV

Ήμουν με τα μούτρα χωμένος στο βιβλίο μου και δεν άκουσα την φωνή του Τζέικ που μου εφιστούσε την προσοχή. Ήμουν τόσο αποροφημμένος και ρουφούσα όλες τις πληροφορίες που μπορούσα να πάρω όταν άκουσα τον Τζέικ να ουρλιάζει το όνομά μου. Η Λιλιάνα κουνήθηκε δίπλα μου στο κρεβάτι ενοχλημένη αλλά δεν ξύπνησε. Γύρισε πλευρό και ακούμπησε το ζεστό χέρι της στην κοιλιά μου όπως ήμουν καθιστός μπλοκάροντας την επίθεση μου στον Τζεικ με το σπαθί μου προτεταγμένο προς το μέρος του.

  «Δεν σας έχω πει να μιλάτε χαμηλόφωνα;» γρύλισα μέσα από τα δόντια μου.
  «Μίλησα χαμηλόφωνα αλλά δεν με άκουσες!» μου απάντησε ο Τζέικ ψιθυριστά. Ακούμπησα το βιβλίο δίπλα μου και σηκώθηκα απρόθυμα από το κρεβάτι μου, προσέχοντας ιδιαίτερα το χέρι της και ακουμπώντας το απαλά στο μαξιλάρι μου. Η κίνηση μου δεν πέρασε απαρατήρητη από τα μάτια μου και με κοίταξε καχύποπτα.
  «Τι σκατά θες;» τον ρώτησα ενώ έπαιζα με την λάμα μου και άρχιζα να χάνω την υπομονή μου.
  «Εγώ τίποτα. Ο αδερφός σου σε κάλεσε.» Τον κοίταξα σοβαρά και μου έγνεψε. Τι με ήθελε πάλι αυτός ο δαίμονας; Ξεφύσησα ενοχλημένος και βόλεψα το σπαθί μου στον ώμο μου.
  «Έλα.» πρόσταξα αλλά δίστασε. Σταμάτησα στην πόρτα.
  «Και αυτή;» έδειξε την κοιμισμένη Λιλιάνα που απλωνόταν στο κρεβάτι μου. Γύρισα τα μάτια μου.
  «Δεν θα ξυπνήσει σύντομα.» είπα λακωνικά και βγήκαμε από το δωμάτιο. Το γυμνό δέρμα στην κοιλιά μου ήταν ακόμα μουδιασμένο από το άγγιγμα της αλλά φυσικά δεν θα το παραδεχόμουν πουθενά αυτό. Βρήκα τον αδερφό μου να κάθεται χαλαρά στην αίθουσα του θρόνου μιλώντας με την Λίλιθ. Γύρισε να με κοιτάξει αφού έβηξα για να του αποσπάσω την προσοχή.
  «Όλα καλά αδερφέ;» με ρώτησε ο αδερφός μου ξαφνιάζοντας με.
  «Μια χαρά, γιατί;» απάντησα γρήγορα τρίβοντας τον σβέρκο μου προσπαθώντας να κρύψω την σύγχυση μου. Άραγε ήξερε για το φιλί; Για αυτό με καλούσε;
  «Ντέιμιαν, πήρα μια απόφαση.» Τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου και περίμενα τις επόμενες λέξεις του. «Ο άγγελος πρέπει να φύγει απο εδώ.» Είμαι σίγουρος ότι το σαγόνι μου έχασκε ανοιχτό.
  «Ορίστε; Δεν μπορείς να σοβαρολογείς.» είπα κουνώντας το κεφάλι μου πέρα-δώθε.
  «Σοβαρολογώ αδερφέ...»
  «Μπήκαμε σε τόσο κόπο για εκείνη και τώρα θες έτσι απλά να την επιστρέψω στους Αγγέλους; Και πως το φαντάζεσαι ακριβώς; Θα χτυπήσω τις Παραδεισένιες Πύλες και θα πω "Συγνώμη για την ενόχληση, αλλά σας επιστρέφω πίσω την απαχθείσα... σας;"» του ούρλιαξα και έβαλα όλη μου την δύναμη να μην αποκαλύψω την νέα πληροφορία που είχα μάθει για εκείνη. Μόνο εγώ, ο Τζέικ και η Στέφενι γνωρίζαμε και φαίνεται ότι ούτε εκείνοι είχαν μοιραστεί την πληροφορία μαζί του.
  «Προς τι όλη αυτή η οργή; Γιατί δεν με αφήνεις να τελειώσω;»
  «Δεν έχεις να τελειώσεις τίποτα. Δεν πάει πουθενά. Δεν την άρπαξα με τόσο κόπο για να την επιστρέψω χωρίς να συνέβη τίποτα.» Χτύπησα το ξίφος μου στο μαρμάρινο πάτωμα με οργή και μάτια που καίγανε με μίσος. Δεν θα μου την έπαιρνε έτσι απλά. Δεν είχα περάσει τόσα για να μου την πάρει μέσα από τα χέρια.
  «Αυτός είναι ο λόγος ή το γεγονός ότι έχεις αρχίσει να έχεις αισθήματα για εκείνη;» Πάγωσα για ένα δευτερόλεπτο αλλά συνήλθα αμέσως.
  «Αυτό δεν ισχύει.» είπα πεισματικά.
  «Ωραία. Γιατί δεν έχω σκοπό να την επιστρέψουμε. Φαίνεται όμως ότι το πείσμα της είναι μεγαλύτερο απο την πείνα της και αποτύχαμε να την κάνουμε έκπτωτο με αυτόν τον τρόπο. Έτσι θα την επιστρέψουμε στην γη.» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
  «Όχι. Πολύ ριψοκίνδυνο.»
  «Άμα μείνει εδώ είναι χειρότερα. Οι Άγγελοι περιμένουν ότι θα βρίσκεται εδώ και θα την ψάξουν. Σίγουρα ξέρουν ότι θα είναι μαζί σου αφού εσύ την άρπαξες. Δεν θα υποπτευτούν ποτέ ότι την κρύβουμε στην Γη. Είναι προσωρινό αδερφέ. Έως ότου ανακαλύψουμε τι την κάνει τόσο ξεχωριστή.» Έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου όπως τόσες φορές στο παρελθόν κάθε φορά που βασιζόταν στο συναίσθημα και στην αγάπη μου προς εκείνον περισσότερο από το αίσθημα ανωτερότητας που θα έπρεπε να αισθάνομαι για το πρόσωπο του. Γιατί ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Χαμήλωσα το βλέμμα ενώ το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς προσπαθώντας να βρω… Τι να έβρισκα; Είχε δίκιο. Έπρεπε να γυρίσει στην γη. Θα ήταν πιο εύκολο για εμάς να την ελέγξουμε εκεί και δεν θα κινδύνευε ο στρατός μου από την σαγήνη της. Σήκωσα το βλέμμα μου σε εκείνον.
  «Τότε θα πάω μαζί της.» είπα με σιγουριά βλέποντας την Λίλιθ και τον Τζέικ να με κοιτάνε σαν να είχα δυο κεφάλια.
  «Όχι. Σε χρειάζομαι εδώ να συντονίζεις τις επιθέσεις.» είπε κατηγορηματικά αλλά δεν άκουγα.
  «Δεν το διαπραγματεύομαι. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν μαζί της. Μπορεί να τους δελεάσει με αυτά τα μεγάλα πράσινα μάτια.» Ο αδερφός μου απομακρύνθηκε από εμένα σκεφτικός. Βημάτισε για λίγο πέρα-δώθε επεξεργαζόμενος τις πληροφορίες. Είχε ακούσιε σίγουρα τις φήμες για το πως ο Τζέικ είχε παρασυρθεί στην γοητεία της και μιλάμε για τον Τζέικ. Αν είχε καταφέρει εκείνον, μέχρι και την Στέφανι θα μπορούσε να αλλάξει σε άντρα.
  «Έχεις δίκιο.» έγνευσε εντέλει. «Εσύ θα πας. Εμπρός. Φεύγετε απόψε.» ένευσα και γύρισα την πλάτη μου σε εκείνον και προχώρησα μπροστά «Και Ντέιμιεν;» Σταμάτησα και γύρισα να τον κοιτάξω. «Μην την αφήσεις απο τα μάτια σου.» Γονάτισα μπροστά του με σεβασμό και απομακρύνθηκα.


Liliana’s POV

Είχα ξυπνήσει την στιγμή που είχα ακούσει την πόρτα να κλείνει πίσω τους. Άνοιξα τα μάτια μου αργά. Ευτυχώς δεν είχε σχεδόν καθόλου φως στο δωμάτιο πέρα από τις μεγάλες φωτιές που έκαιγαν έξω από την τζαμαρία και έριχναν ένα κόκκινο και πορτοκαλί χρώμα στο δωμάτιο. Μάζεψα τα άκρα μου κοντά μου νιώθοντας το δεξί μου χέρι να έχει μουδιάσει γλυκά και να καίει. Κοίταξα την πλάτη μου αινιγματικά μην μπορώντας να καταλάβω το γιατί. Ανασηκώθηκα και το χέρι μου βρήκε σε κάτι σκληρό. Έπιασα τον σκληρόδετο τόμο στα χέρια μου. “Το σκοτάδι των Νέφελιμ” διάβασα με κόπο στο αμυδρό φως. Το άνοιξα και το ξεφύλλισα γρήγορα. Μπερδεμένη άρχισα να το διαβάζω πιο προσεχτικά. Η πόρτα άνοιξε και ένας μπερδεμένος Ντέιμιαν την κοιτούσε με μεγάλα πράσινα μάτια του. Ένιωσα ένα πετάρισμα στο στήθος την στιγμή που τα μάτια τους συναντήθηκαν και το στόμα μου στέγνωσε. Τι ήταν αυτό; Γύρισα το εξώφυλλο ώστε να το βλέπει.
  «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα χαμηλόφωνα χωρίς να εμπιστεύεται την φωνή μου και υγραίνοντας τα στεγνά μου χείλη με την γλώσσα μου. Εκείνος πήδηξε στο κρεβάτι και με πλησίασε γρήγορα. Έκανα όσο πιο πίσω μπορούσα αλλά μου έπιασε το κεφάλι με το ένα χέρι του και με το άλλο κάρφωσε τον κορμό μου στην θέση του. Σκάναρε το σώμα μου γρήγορα.
  «Είσαι εντάξει;» με ρώτησε και μπορούσα να διακρίνω αληθινό ενδιαφέρον στην φωνή του. Έγνεψα ναι και άφησε μια ανάσα που δεν ήξερα ότι κρατούσε. Τον κοίταξα και πήρε το βιβλίο από τα χέρια μου. Το ακούμπησε στο κομοδίνο και σηκώθηκε. Μου πέταξε μια αλλαξιά ρούχα και με πρόσταξε να ντυθώ. « Γυρνάμε πίσω στην γη.» Τον κοίταξα άφωνη ενώ χαρά με πλημμύρισε για ένα δευτερόλεπτο πριν συνειδητοποιήσω τα λόγια του.
  «Γυρνάμε;» τόνισα το “με” και με κοίταξε.
  «Νομίζεις θα σε αφήσω μόνη;» με ρώτησε με ένα σαδιστικό χαμόγελο. Πήγα να πιάσω ξανά το βιβλίο αλλά μου έπιασε τον καρπό. «Είπα ντύσου.» γρύλισε και βγήκε από το δωμάτιο…

Damien’s POV

  «Θα μου εξηγήσεις τι ήταν αυτό εχθές;» Ο Τζέικ με έπιασε από τους ώμους και με έσπρωξε στον τοίχο.
  «Τι εννοείς;» ρώτησα παίζοντας τον ανήξερο.
  «Ντέιμιαν, ξέρεις τι διακινδύνεψες με το να την φιλήσεις;» Τίναξα τα χέρια του από πάνω μου.
  «Λες να μην ξέρω Τζέικ;» Γύρισα την πλάτη μου σε εκείνον και δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα την γλυκιά ανάσα της και τα απαλά της χείλη ξανά στα δικά μου
  «Νομίζω δεν ξέρεις. Ντέιμιαν, τι τρέχει ανάμεσα σας;» Η ερώτηση του με έβγαλε από το ονειροπόλημα μου και γύρισα να τον κοιτάξω σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος.
  «Τι θες να τρέχει; Τίποτα. Αν υπονοείς ότι την θέλω κάνεις λάθος.» του είπα όσο πιο αυστηρά μπορούσα.
  «Θα σε καταλάβαινα αν την ήθελες.» είπε και έτριψε τον σβέρκο του άβολα.
  «Σου αρέσει;» προσπάθησα να ακουστώ αδιάφορος αλλά ένιωσα τα μάτια μου να μαυρίζουν χωρίς να το θέλω και κοίταξα το πάτωμα προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμμα του.
  «Ζηλεύεις.» Δεν με ρωτούσε. «Δεν το αρνείσαι;»
  «Τι θες να σου πω Τζέικ;» ρώτησα ενοχλημένος.
  «Έχεις αισθήματα για εκείνη;» έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή. Είχα αισθήματα για εκείνη; Ακόμα και εγώ αναρωτιόμουν. Κοίταξα στα μάτια τον Τζέικ.
  «Τι και αν έχω;» ρώτησα ηττημένος.
  «Δεν μπορείς. Είναι άγγελος.» γέλασα ανόρεκτα.
  «Το ξέρω.» απάντησα κοφτά τρίβοντας το πρόσωπο μου με τα χέρια μου.
  «Αν είσαι ερωτευμένος μαζί της... Παραβιάζεις τους νόμους. Θα σταλείς Καθαρτήριο.»
  «Θα σταλώ Καθαρτήριο αν παραδεχτώ ότι έχω αισθήματα για εκείνη. Εγώ δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο.» του υπενθύμισα.
  «Τι σε συναρπάζει τόσο; Το φως;» γέλασα πικραμένα. Αθώε Τζέικ.
  «Δεν με τραβάει τόσο το φως της Τζέικ. Το σκοτάδι της είναι αυτό που με μαγεύει. Είναι άγγελος ναι, πλάσμα του ήλιου αλλά έχει ένα σκοτάδι στην ψυχή της.... Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο. Είναι μαγικό.» με κοίταξε σκεπτόμενος τα λόγια μου.
  «Πρόσεχε.» ήταν τελικά το μόνο που είπε.
  «Πάντα.» έγνεψα και ξαναμπήκα στο δωμάτιο…


Nadia