Η Αιώνια Μάχη: Η Πτώση (Εισαγωγή)

Το σώμα της πονούσε απίστευτα. Ο άγγελος γελούσε, καθώς την πλησίαζε ήρεμα, δίχως να βιάζεται. Είχε υπερεκτιμήσει τη Δύναμή της. Οι αποφάσεις της υπήρξαν όλες λάθος και η τελευταία, ίσως της στοίχιζε τη ζωή.
Ο Λύριος την είχε χτυπήσει τόσο δυνατά στο στήθος, που η πόρτα στην αίθουσα του θρόνου δεν είχε αντέξει το χτύπημα και είχε ανοίξει διάπλατα, στέλνοντάς τη να συρθεί στον πλακόστρωτο δρόμο. Το σπαθί τής έφυγε από τα χέρια της, ενώ στο κεφάλι της ένιωσε έναν οξύ πόνο. Γύρισε μπρούμυτα και προσπάθησε να ανασηκωθεί. Από τα μαλλιά της έσταζε αίμα. Είχε ανοίξει το κεφάλι της στην πρόσκρουση.
Με την άκρη του ματιού της είδε τον Λύριο να βγαίνει από την αίθουσα. Χωρίς σπαθί, μόνο η Δύναμη του αέρα της απέμενε κι ο πόνος τη βοηθούσε να συγκεντρωθεί. Περίμενε να πλησιάσει σε απόσταση αναπνοής και σηκώθηκε γρήγορα επάνω. Ένωσε τα χέρια της, με τις παλάμες ανοιχτές, τις τράβηξε προς τα πίσω και ύστερα χτύπησε το στήθος του αντιπάλου της με μια ριπή αέρα, τεντώνοντας τα χέρια της μπροστά.
Ο Λύριος δεν περίμενε την επίθεση με Δύναμη και τον τίναξε μερικά μέτρα ψηλά στον ουρανό, αλλά ισορρόπησε ανοίγοντας τα φτερά του, που τώρα είχαν ένα απαίσιο μαύρο χρώμα, αντί του λευκού. Η προσπάθειά της να εξουδετερώσει τον Λύριο την άφησε ακόμα πιο αδύναμη και την έριξε στα γόνατα.
Ο Λύριος προσγειώθηκε. Τα ματιά του καρφώθηκαν επάνω στα δικά της, χωρίς κανένα ίχνος ελέους. Μόνο περιφρόνησης.
«Ανόητη θνητή, πίστεψες πως μπορείς να νικήσεις έναν άγγελο».
Με τα λόγια αυτά τινάχτηκε μπροστά, την έπιασε από τον λαιμό και τη σήκωσε ψηλά πνίγοντάς τη. Έπιασε τον καρπό του προσπαθώντας να ανοίξει τα δάχτυλά του, προσπάθησε να σπάσει τον αγκώνα του, αλλά ήταν απίστευτα δυνατός. Εκείνος γελούσε με την προσπάθειά της.
Σήκωσε το σπαθί του σημαδεύοντας την καρδιά της. Πάνω στην απελπισία της, έκανε τη μοναδική κίνηση που ίσως της χάριζε μια πιθανότητα ακόμη. Τον κλώτσησε στα αχαμνά. Η κίνηση έφερε αποτέλεσμα μιας κι ο πόνος τον ανάγκασε να αφήσει τον λαιμό της και να πιάσει το ευαίσθητο σημείο. Εκείνη έπεσε στο ένα γόνατο. Κινήθηκε αμέσως αρπάζοντας το σπαθί από τον Λύριο και προσπάθησε να τον αποκεφαλίσει. Όμως ακόμα και χτυπημένος ήταν πολύ γρήγορος για εκείνη. Απέκρουσε με το φτερό του τη λάμα και με το χέρι του εξαπέλυσε εναντίον της έναν κεραυνό. Ένιωσε τον κορμί της να τινάζεται προς κάθε κατεύθυνση χωρίς κανέναν έλεγχο επάνω του και την καρδιά της να φτερουγίζει αδύναμα. Η κοιλιά της έκαιγε στο σημείο, όπου ο κεραυνός την είχε χτυπήσει. Ο πόνος ήταν αφόρητος, αλλά ακόμη ζούσε. Το χτύπημα την έστειλε ανάσκελα και τα μάτια της αντάμωσαν τον ουρανό. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να τον βαραίνουν ετοιμάζοντας καταιγίδα.
Παράξενο, καταιγίδα στη μέση του καλοκαιριού… Γέλασε με τη σκέψη της, μα το μετάνιωσε αμέσως. Το γέλιο τής προκάλεσε ένα ακόμη κύμα αφόρητου πόνου. Η τελευταία σκέψη της ήταν για τον καιρό κι όχι για τον Νικόλα. Ήταν οι αποφάσεις της που τον είχαν κάνει να φύγει. Τουλάχιστον ήταν ασφαλής, είχε απομακρυνθεί, πριν αρχίσει η επίθεση.
Ο ουρανός χάθηκε από την όρασή της και το εξοργισμένο πρόσωπο του Λύριου πήρε τη θέση του.
«Ο πατέρας μου σας θέλει ζωντανούς, αλλά εσύ θα πεθάνεις, όχι για τον πόνο που μου προκάλεσες, αλλά για την επιλογή σου. Επέλεξες έναν θνητό που σε παράτησε, αντί για εμένα. Τον διάδοχο του Μαύρου Θρόνου κι όλων των αγγέλων».
Οι πρώτες σταγόνες έπεσαν στο πρόσωπό της, καθώς ο Λύριος ετοιμαζόταν για το μοιραίο χτύπημα. Έκλεισε τα μάτια της και έφερε στο μυαλό της την πρώτη φορά που έκαναν έρωτα με τον Νικόλα στην όχθη του ποταμού. Ας ήταν εκείνη η τελευταία της ανάμνηση.


Νίκος Καρδαμπίκης