Τα παιδιά της ομίχλης (Κεφάλαιο 1) - "Βαθιά στο δάσος"

Βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί που τα παραπλανητικά χρώματα των πρωινών αυτού του κόσμου είναι ολότελα σβησμένα, εκεί που αιωνόβια δέντρα με δειλούς ψιθύρους αφήνουν στην ατμόσφαιρα σκιές από ιστορίες ξεχασμένες από χρόνια, εκεί που τα μυστικά πλάσματα του δάσους ανασαίνουν ακόμα μέσα από λαμπυριστά χρώματα τα ναρκωτικά όνειρα μιας αιωνιότητας ξεχασμένης στους θνητούς, εκεί πριν από χρόνια με έφεραν τα βήματά μου χωρίς να το γνωρίζω.
Μέσα στην καρδιά του σκοτεινού δάσους με έφεραν, στη μαύρη από δηλητηριασμένη ομίχλη καρδιά του τα μαλακά μου βήματα, ακολουθώντας λουλούδια που φωσφόριζαν με αρρωστημένα χρώματα, παραπλανητικές φωνές και φτερουγίσματα από αόρατα πλάσματα.

Από πάντα ήμουν ανήσυχο πνεύμα με μια ροπή που με έστρεφε στις απαγορευμένες απολαύσεις και μελέτες, στις νυχτερινές περιπλανήσεις στα μονοπάτια εκείνων που αποκοιμόντουσαν στις σκιές που ανοίγουν τα παράθυρα, σε συγκινήσεις απαγορευμένες στους κοινούς ανθρώπους. Δεν έφταιγα εγώ. Δεν είχα υπάρξει ποτέ ένας κοινός άνθρωπος. Δε με ενδιέφερε ο κοινός κόσμος. Οι ορατές συγκινήσεις των συνηθισμένων ανθρώπων δεν προσέφεραν την παραμικρή ευχαρίστηση στο πνεύμα μου.

Δεν ήταν όμως το αποτέλεσμα κάποιας απαγορευμένης μελέτης που καθοδήγησε τα βήματά μου. Από τον καιρό της πρώτης μου εφηβείας είχα σταματήσει να κοιμάμαι τις νύχτες και περιπλανιόμουν σε ασυνήθιστα μέρη. Άλλοτε στο νεκροταφείο της μικρής μας πόλης κι άλλοτε στις παρυφές του δάσους. Κάθε βράδυ όλο και πιο κοντά, ένα ακόμα βήμα προς την καρδιά του. Ακολουθούσα τη διαίσθησή μου, τις μυρωδιές, τα χρώματα και τις φωνές της νύχτας. Ενίοτε, φευγαλέες παραισθήσεις με έκαναν να σταματώ και να αφουγκράζομαι. Κι ενώ τίποτα δεν έπιαναν τα μάτια μου, είχα ζωηρή την υποψία πως δεν ήμουν μόνος. Και κάπως έτσι έφτασα εκεί που από καιρό ένιωθα πως έπρεπε να είχα φτάσει.

Ήταν μια ζεστή νύχτα του μεσοκαλόκαιρου. Η πόλη μας κοιμόταν με κόπο μέσα σε μια διαβρωτική γαλήνη από συμβατικά όνειρα, οι δρόμοι ανέπνεαν χασμωδικά, προστατευμένοι από μια τρυφερή μοναξιά. Μια νύχτα χωρίς σκιές ανάμεσα στους τοίχους, τα ζώα ναρκωμένα στις φωλιές τους κι οι γάτες ήσυχες. Μονάχα το φεγγάρι, ένα αιμάτινο νύχι αλλόκοτα κόκκινο, καθοδηγούσε το βλέμμα μου στον ουρανό, κάνοντας την καρδιά μου να σκιρτά.

Υπήρχε κάτι στη σιωπή εκείνης της σελήνης. Το φως της έλαμνε, σαν το χαμόγελο της αρχαίας εκείνης Σφίγγας, ανάμεσα στα ακίνητα δέντρα της αυλής μας, στα βότσαλα του δρόμου, στις γκρίζες πλάκες του παλιού νεκροταφείου, στα αγάλματα από τις προτομές των αποίκων, στην ουρά και το εκτυφλωτικό βλέμμα της μαύρης γάτας. Κι έπειτα ήταν οι πρώτες φυλλωσιές του δάσους, οι πέτρες απ’ το παλιό μονοπάτι που γρήγορα χάθηκαν. Κορμοί, σκονισμένα φύλλα, πέτρες κι αγκάθια. Κατόπιν το απόλυτο σκοτάδι.

Κι όμως προχωρούσα. Μια όραση εσωτερική με οδηγούσε. Φωνές άγνωστες αλλά οικείες, φωνές που είχαν συντροφεύσει τα όνειρά μου τις νύχτες που αποκοιμιόμουν πάνω στις γκρίζες πλάκες του κοιμητηρίου παρασυρμένος από την αλλόκοτη οικειότητά μου για το παρελθόν και το τίποτα.

Φθορά κι αμφιβολία. Αμφιβολία και περίσκεψη. Περίσκεψη κι επιστροφή στην πρώτη αρχή: Κάθε μύθος δεν είναι παρά μια μεγάλη αλήθεια κρυμμένη κάτω από τη μαλακτική δύναμη των λέξεων με τον τρόπο που μπορούν να τις καταλάβουν οι απλοί άνθρωποι. Να μη με δηλητηριάζει το σκοτάδι, αυτό δίνει ορισμό στο φως.

Και κάπως έτσι έφτασα εκεί που έπρεπε να φτάσω. Στην καρδιά του δάσους, εκεί που συνέκλιναν όλα του τα μονοπάτια, ορατά κι αόρατα, όλες οι φυλλωσιές κι οι ψίθυροι, οι αόρατες και ορατές φωνές, εκεί που αυτά που δεν είχαν φωνή αποκτούσαν και οι χωρίς όνομα εφιάλτες γίνονταν ιστορίες να τις διηγηθούν εκείνοι που θυμούνταν το πρωί τα όνειρα που στοίχειωναν τις νύκτες τους.

Στη μέση του δάσους, σε μια σκοτεινή κι ακίνητη λίμνη, με δέντρα γερτά σε θόλο πάνω από το κέντρο της, εκεί κοιμόταν λαμπερή, αγέρωχη στην ακατάβλητη νεότητά της, εκείνη που δε θα έπρεπε ποτέ να δω. Με μάτια ολάνοιχτα, σκοτεινά σαν πετράδια από έβενο, χείλη άλικα, μαλλιά απλωμένα σε σκοτεινούς κυμματισμούς γύρω από το κάτωχρο πρόσωπό της και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με τα αρχαία ρουνικά σκαλισμένα με κόκκινη μπογιά στο μεσαίο τμήμα του κάθε της δακτύλου, κοιμόταν ακίνητη στη επιφάνεια της λίμνης, εκείνη που έδινε ζωή στα μαγικά κάποτε πλάσματα. Τριγύρω της στο μαλακό γρασίδι τρεμόπαιζαν φεγγοβολιές από αδύναμα φωτάκια και πλάσματα απρόσιτα στον κοινό νου. Χαμένα από τον κόσμο μας αιώνες τώρα, στέκονταν ακίνητα και την κοιτούσαν θλιβερά με τους λαμπυρισμούς να στροβιλίζονται σε απροσδιόριστους σχηματισμούς ανάμεσά τους.

Ένιωσα καθαρά γιατί είχα έρθει. Και διόλου δε φοβήθηκα. Ποιος πρέπει να φοβάται όταν συναντά το πεπρωμένο του; Εγώ ποτέ δεν είχα υπάρξει παιδί του κόσμου αυτού. Είχα υπάρξει πάντοτε σκιά του. Και οι πραγματικές σκιές ήταν ο αληθινός μου κόσμος.

Διέσχισα χωρίς να το σκεφτώ τη μαγική χορεία. Και βρέθηκα προσπερνώντας τις μικρές, μοναχικές σιωπές των καταραμένων πλασμάτων στις απαρχές της λίμνης. Έκανα το πρώτο βήμα στο νερό κι ένιωσα την παγωνιά να απλώνει στιβάδες τις μυστικές της λέξεις αμετάκλητα στο σώμα μου. Έκανα το δεύτερο κι έπειτα το επόμενο και συνέχισα να περπατώ, μέχρι που το νερό με έφτασε στη μέση και βρέθηκα κοντά στο πρόσωπό της. Κοίταξα τους γυάλινους καθρέπτες των ματιών της κι όλα γύρω μου τρεμούλιασαν σε απροσδιόριστα σχήματα. Κι η σιωπή έγινε πιο βαθιά. Κι οι φωτιές για λίγο σώπασαν.

Άνοιξα με μεγάλη ευκολία τον αριστερό μου καρπό κι άφησα το αίμα σταγόνα σταγόνα να κυλήσει στα χείλη της. Τα μάτια έγιναν πιο σκούρα, τα χείλη πιο κόκκινα, το πρόσωπο πιο ωχρό. Και μια ακόμα πιο βαθιά κι απρόσιτη ομορφιά απλώθηκε σε ριγηλούς κυμματισμούς τριγύρω στο άκαμπτο σώμα. Τα ρουνικά φωτίστηκαν. Οι φωτιές τρεμόπαιξαν και ξανάναψαν. Χιλιάδες μικροί ψίθυροι ανέβηκαν σαν βουητό στην κορφή του δέντρινου θόλου.

Ανασηκώθηκε κι η λίμνη αναρίγησε σε τρεμουλιαστά παραμιλητά. Τσιριχτές χαρούμενες κραυγές γέμισαν κραδασμούς τον βαρύ αέρα και οι φωσφορισμοί άρχισαν να χορεύουν ανεβαίνοντας ολοένα πιο ψηλά.

Γύρισε και με κοίταξε. Ακουμπώντας το λευκό χέρι στο πρόσωπό μου με έσπρωξε μαλακά στο νερό στη θέση της. Να κείμαι εκεί, επιπλέοντας μέσα σε αιώνια όνειρα στους αιώνες, τροφός της δίψας της για αίμα στα χρόνια που έρχονταν, για όσο ακόμα μια κόκκινη σελήνη θα ανέτελλε αόρατη για μένα πάνω από τα σκοτεινά δέντρα του δάσους μας.




Δέσποινα Μανωλακάκη