Η Αιώνια Μάχη: Η Πτώση (Κεφάλαιο 3) - "Απρόσμενη Βοήθεια"

 
Στάθηκε απότομα στα πόδια του και οι φρουροί ξαφνιάστηκαν. Χτύπησε τον έναν φρουρό στο πρόσωπο, αλλά ήταν πολύ αδύναμος και αυτό τον έκανε πιο αργό. Ο δεύτερος κατάφερε να τον χτυπήσει ξανά στο κεφάλι και αυτή τη φορά έχασε εντελώς τις αισθήσεις του.
Θόρυβος ακουγόταν από μακριά. Ήθελε να κοιμηθεί, μα δεν τον άφηναν. Το κεφάλι του πονούσε φοβερά. Ανασηκώθηκε, αλλά δεν άνοιξε τα μάτια. Στο στόμα του είχε τη γεύση του αίματος. Στο πρόσωπό του ένιωθε μια σκληρή κρούστα αίματος που ξεκινούσε από την πληγή στο κεφάλι του. Οι ομιλίες συνεχίστηκαν προκαλώντας του ακόμα περισσότερο πόνο. Τα δύο χτυπήματα τον είχαν αποπροσανατολίσει και δυσκολευόταν να βρει τον ειρμό των σκέψεών του. Άνοιξε τα μάτια του, αλλά δεν έβλεπε ακόμα καθαρά. Τώρα που οι αισθήσεις του έρχονταν ξανά πίσω ένιωθε ζεστός, επειδή ήταν σκεπασμένος με μια κουβέρτα, η οποία βρωμούσε. Σιγά σιγά η όρασή του επανερχόταν. Βρισκόταν σε ένα μικρό λευκό δωμάτιο, όπου ο ασβέστης είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει από την υγρασία. Ο πόνος στο κεφάλι τού αντλούσε όλες τις δυνάμεις, έτσι τον πήρε ξανά ο ύπνος.
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν ξύπνησε. Ο πόνος δεν είχε υποχωρήσει καθόλου, αλλά ευτυχώς όλες οι αισθήσεις του είχαν επανέλθει στο έπακρο. Το φως του φεγγαριού, που φώτιζε το δωμάτιο, έμπαινε από ένα μικρό άνοιγμα, το οποίο ήταν κλεισμένο με τρία κάθετα σίδερα.
Σε μια γωνία βρήκε δύο γυναίκες να κάθονται στο πάτωμα αγκαλιασμένες, στηριζόμενες στον γεμάτο υγρασία τοίχο. Έτρεμαν και οι δύο από το κρύο. Σιχάθηκε τον εαυτό του που δε σηκώθηκε νωρίτερα, ώστε να προσφέρει το κρεβάτι και την κουβέρτα του στις γυναίκες. Τις πλησίασε και το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Η μια από τις δυο ήταν ένα μικρό κορίτσι γύρω στα δώδεκα-δεκατρία. Τους πρόσφερε τα χέρια του για να τις βοηθήσει να σηκωθούν, αλλά εκείνες ζάρωσαν πιο πολύ στον τοίχο. Δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Ποιος ξέρει τι είχαν περάσει εκεί μέσα.
«Μη φοβάστε» άρχισε να τους μιλάει με γλυκιά φωνή και γονάτισε για να βρεθεί στο ίδιο ύψος με εκείνες. «Δε θα σας πειράξω. Καλύτερα να ξαπλώσετε στο κρεβάτι και να σκεπαστείτε». Η ειλικρίνεια στη φωνή του τις έπεισε. Η γυναίκα έπιασε το κορίτσι από τα μπράτσα της και προσπάθησε να τη σηκώσει, αλλά ήταν αδύναμη. «Άσε εμένα» είπε και έπιασε την κοπέλα και την τοποθέτησε πάνω στο κρεβάτι. Εκεί πρόσεξε ότι το χέρι τής μικρής ήταν λυγισμένο σε μια ακαθόριστη γωνία, είχε βγάλει τον ώμο της. Το κατάλαβε, διότι, πριν από καιρό τον είχε βγάλει κι εκείνος. Όταν ο Κάσιος τον έβαλε στη θέση του ήταν φοβερά επώδυνο.
«Πρέπει να βάλουμε ξανά τον ώμο στη θέση του».
«Μα ξέρεις…» τραύλισε. «Εάν πάθει τίποτα…»
«Εάν δεν το φτιάξουμε, θα είναι χειρότερα για εκείνην και το χέρι της» την έκοψε απότομα ο Νικόλας και άρχισε να ψάχνει στο δωμάτιο για οτιδήποτε θα μπορούσε να δώσει στη μικρή να δαγκώσει. Τελικά έσπασε ένα κομμάτι ξύλο από την πόρτα, το οποίο προεξείχε. Το έδωσε στη γυναίκα και της έδωσε οδηγίες.
«Το έχεις ξανακάνει;» ρώτησε με την αγωνία αποτυπωμένη στο πρόσωπό της.
«Όχι, αλλά ο φίλος μου μου έφτιαξε κάποτε το χέρι μου και θυμάμαι τον τρόπο».
Η γυναίκα κάθισε δίπλα στο κορίτσι, έβαλε στο στόμα του το ξύλο και το έκλεισε, έπειτα κράτησε το χέρι του και περίμενε. Ο Νικόλας έπιασε το χέρι της απαλά, ήξερε ότι έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, ώστε να μην την πονέσει πολύ. Τράβηξε και γύρισε ελαφρώς απότομα το χέρι προς το μέρος του και ύστερα το έσπρωξε ακόμα πιο δυνατά προς τα επάνω, ώστε να μπει στη θέση του. Το κορίτσι σφίχτηκε και ούρλιαξε από τον πόνο, αλλά το ουρλιαχτό της δεν ακούστηκε, το ξύλο έκανε τη δουλειά του. Το λιγοστό χρώμα που είχε απομείνει στο πρόσωπό της χάθηκε από τον πόνο, αλλά τώρα σιγουρα θα γινόταν καλά.
«Ποιος εισαι;» ρώτησε η γυναίκα.
«Το όνομα μου είναι Νικόλας και είμαι από τον Λαγανά» στο άκουσμα του ονόματος, ένα σημάδι αναγνώρισης φάνηκε στο πρόσωπο της γυναίκας.
«Εσύ δουλεύεις για τον Αρίωνα, έτσι δεν είναι;»
«Δουλεύω για αυτόν, αλλά όχι όπως το εννοείς». Κάθισαν για λίγο και ύστερα ρώτησε: «Εσύ ποια είσαι; Και η γλυκούλα από εδώ;»
Η γυναικά τον κοίταξε στα μάτια σαν να σκεφτόταν, εάν έπρεπε να του πει την αλήθεια. Ο Νικόλας δεν αντιλήφθηκε αυτό το βλέμμα. Τελικά, όταν αποφάσισε να του μιλήσει, ένα χτύπημα ακούστηκε στο παράθυρο.
«Νικόλα;» κάποιος ψιθύρισε.
Στο δωμάτιο έπεσε απότομα σιωπή, το μόνο που ακουγόταν ήταν η σιγανή αναπνοή του κοριτσιού που κοιμόταν.






Ο Κάσιος στεκόταν έξω από την εξώπορτα της Αρετής, ήταν σε άσχημη κατάσταση. Τα μάτια του ήταν πρησμένα από το κλάμα κι έτρεμε σύγκορμος. Δεν ήξερε πώς να το πει στην Αρετή, είναι τόσο δύσκολο να πεις σε κάποιον ότι το αγαπημένο του πρόσωπο έχει περάσει στο κενό.
Μετά το χτύπημα η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως. Στο κατώφλι στεκόταν η Αρετή, το πρόσωπό της σκοτείνιασε.
«Πέρασε μέσα».
Η κουζίνα ήταν ζεστή και καλά φωτισμένη από τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. Η μητέρα της καθόταν σε ένα σκαμπό δίπλα στη φωτιά κι έπλεκε, ενώ ο πατέρας της σε μια καρέκλα, όπου είχε γύρει πίσω και κάπνιζε την πίπα του.
«Φίλε μου, Κάσιε, τι σε φέρνει στο σπίτι μας τόσο αργά;»
Εκείνος τον αγνόησε και στράφηκε στην Αρετή:
«Μπορούμε να μιλήσουμε κάπου ήρεμα;»
«Στην πίσω αυλή» είπε εκείνη και βγήκε από την κουζίνα. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Ένα ανοιξιάτικο αεράκι φύσηξε και τους δρόσισε. «Λοιπόν;» Γύρισε, σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της και τον κοίταξε στα μάτια.
Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό του.


«Δε θα πετύχει» είπε ο Νικόλας. «Αλλά και να πετύχει, θα έρθουν εδώ φρουροί και στην κατάσταση που είμαι και χωρίς όπλα δεν μπορώ να πολεμήσω. Θα θέσουμε σε κίνδυνο το κορίτσι και τη γυναίκα που είναι εδώ μαζί μου».
«Ορίστε» του είπε και του έτεινε μέσα από τα σίδερα το ξίφος του.
«Πού το βρήκες αυτό;» ρώτησε και έβγαλε το ξίφος από τη θήκη, για να το έχει σε ετοιμότητα.
«Το βρήκα» του απάντησε χωρίς να συνεχίσει.
«Πόσα άλογα έχεις έξω;» ρώτησε δένοντας τα σχοινιά στα σίδερα.
«Τέσσερα, ένα για κάθε σίδερο. Είναι και το άλογό σου εδώ».
«Δε νομίζω να τα καταφέρουν, αλλά μια προσπάθεια δε βλάπτει. Όλα είναι έτοιμα» είπε τελικά.
«Εμπρός» διέταξε τα αλόγα και ακούστηκε ο ήχος από το καμτσίκι. Τίποτα δε φάνηκε να γίνεται. «Πιο δυνατά». Και χτύπησε ακόμα πιο δυνατά.
«Αφροδίτη» ψιθύρισε ο Νικόλας. «Έλα, μπορείς, κορίτσι μου. Βάλε πιο πολλή δύναμη, έλα». Ύστερα από ώρα τα αλόγα είχαν κουραστεί, στο στόμα τους είχε εμφανιστεί αφρός και τότε ακούστηκε ένα τρίξιμο. Τα σίδερα είχαν αρχίσει να λυγίζουν και στο σημείο όπου έμπαιναν στον τοίχο έπεσε λίγο χώμα.
«Κάτι γίνεται» ανακοίνωσε ο Νικόλας.
«Δώσε μου το ξίφος σου μαζί με τη θήκη» ζήτησε η γυναίκα.
«Τι τα θες;» τη ρώτησε, αλλά εκείνη το μόνο που είπε ήταν:
«Δωσ’ τα μου». Άπλωσε τα χέρια της και εκείνος υπάκουσε. Πέρασε το ξίφος μέσα στη θήκη, το έβαλε ανάμεσα στα σίδερα και άρχισε να σπρώχνει βοηθώντας τα αλόγα. Μόλις κατάλαβε τι έκανε πήγε να βοηθήσει και ο Νικόλας. Ύστερα από αρκετή ώρα προσπάθειας ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και τα σίδερα μαζί με ένα κομμάτι του τοίχου αποκολλήθηκαν.






«Όχι» φώναξε η Αρετή και άρχισε να τραντάζεται από τους λυγμούς. «Όχι, όχι, δε γίνεται, ο Νικόλας νεκρός…» Οι φωνές της έβγαλαν τους γονείς της στον κήπο.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Φάνης.
«Ο Ευστάθιος πρέπει να κατάλαβε τον Νικόλα και τον σκότωσε» εξήγησε και στους γονείς της Αρετής.
Ο Φάνης έσκυψε το κεφάλι και αγκάλιασε τη γυναίκα του, η οποία είχε γύρει στο στήθος του και έκλαιγε. Η ώρα περνούσε χωρίς να μπορούν να πουν τίποτα, μόνο να θρηνούν. Κάποια στιγμή η Αρετή έθεσε την ερώτηση που ο Κάσιος δεν τολμούσε να ξεστομίσει εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή.
«Τι θα γίνει με το χωριό και την επίθεση που ετοιμάζει ο Αρίων, πρέπει να τη σταματήσουμε, αυτό θα ήθελε κι εκείνος. Έτσι δεν είναι, Κάσιε;»
«Σίγουρα αυτό θα ήθελε» συμφώνησε εκείνος.
«Για μια στιγμή» τους έκοψε ο Φάνης. «Ποιος θα υπερασπιστεί το χωριό; Κανένας από εμάς δεν είναι αρκετά δυνατός για να το κάνει αυτό».
«Εγώ θα το κάνω» είπε αποφασιστικά η Αρετή.
«Πώς;» αναφώνησε η Φωτεινή και «Αποκλείεται!» συμπλήρωσε ο πατέρας της.
«Εάν το λέει η καρδιά σου και έχεις πίστη στις ικανότητές σου» την ενθάρρυνε ο Κάσιος αφήνοντας εμβρόντητους τους γονείς της






«Γρήγορα! Γρήγορα!» διέταξε και βοήθησε τους φυλακισμένους να ανεβούν στην άμαξα.
«Έχουμε να πούμε πολλά εμείς οι δύο» είπε ο Νικόλας ανεβαίνοντας στην Αφροδίτη. Ο άντρας πήγε να τον διακόψει, αλλά εκείνος συνέχισε: «Στο δάσος, όχι εδώ. Το καλό που σου θέλω, Ευστάθιε, να έρθεις».






«Όχι, όχι εσύ, μα πώς;» τραύλισε η μητέρα της, καθώς περνούσαν ξανά στην κουζίνα.
«Η Αρετή» πήρε το λόγο ο Κάσιος «είχε πείσει τον Νικόλα να της δείξει πώς να πολεμάει και να χρησιμοποιεί το ξίφος και το τόξο». Ο Φάνης πήγε να πει κάτι, αλλά ο Κάσιος τον έκοψε με ένα νεύμα του χεριού του. «Αυτό δεν το ήξερα ούτε εγώ, δηλαδή ότι ο Νικόλας είχε εκπαιδευόμενο, παρ’ όλα αυτά η Αρετή μαζί με τον Νικόλα είχαν δημιουργήσει ένα καλό σχέδιο, το οποίο όχι μόνο θα απέτρεπε την καταστροφή του οποιοδήποτε αγροκτήματος ή μαγαζιού, αλλά και θα αποκάλυπτε τον Αρίωνα. Αλλά…» έγειρε μπροστά και αναστέναξε κοιτάζοντας την Αρετή στα μάτια «δεν πήγαν όλα όπως τα είχατε σχεδιάσει».






Το δάσος τη νύχτα ήταν γεμάτο θορύβους από τους νυχτερινούς θηρευτές. Τα κλαδιά των δέντρων το πρωί δημιουργούσαν υπέροχες σκιές, που αποτελούσαν θαλπωρή για τους διάφορους ταξιδιώτες, οι οποίοι ήθελαν να αποφύγουν τον καυτό ήλιο, αλλά στο λυκόφως οι ίδιες σκιές μεταμορφώνονταν σε απειλητικές μορφές.
Το ποταμάκι, το οποίο τροφοδοτούσε το Καταράχι, περνούσε μέσα από ένα σύνδετρο στην αρχή του δάσους. Κατέβηκε από την Αφροδίτη και την άφησε να ξεδιψάσει, αφού είχε να πιει νερό από το πρωί που είχε αφήσει το αγρόκτημά τους. Έσκυψε και κοίταξε την αντανάκλαση του στο τρεχούμενο νερό. Όλη η δεξιά πλευρά του προσώπου του ήταν γεμάτη αίμα. Πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε ολόκληρο το κεφάλι του μέσα στο νερό. Ήταν παγωμένο, αλλά έμεινε μέσα. Ύστερα από λίγο έβγαλε το κεφάλι του και πήρε μια βαθιά ανάσα, ένιωθε πιο καθαρός. Ένωσε τα χέρια του και τα βούτηξε στο νερό, για να καθαρίσει το πρόσωπό του εντελώς. Μόλις τελείωσε κάθισε στο χώμα, ακούμπησε την πλάτη του σε έναν κορμό και αφέθηκε στο να παρακολουθεί τις αντανακλάσεις του φεγγαριού στο ποταμάκι.
Από το μυαλό του διάφορα σενάρια περνούσαν για το πώς θα αξιοποιούσε την κατάσταση προς όφελός του, μα μια πιο δυνατή σκέψη ήρθε και θρονιάστηκε στο κέντρο του μυαλού του. Η Αρετή τον περίμενε. Το ίδιο και ο Κάσιος. Ο Κάσιος δε θα ανησυχούσε, επειδή ήξερε ότι μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό του καλά, αλλά η Αρετή σιγουρα θα είχε τρελαθεί από την αγωνία.
«Νικόλα». Μια αντρική φωνή ακούστηκε μες στο δάσος, ήταν ο Ευστάθιος.
«Εδώ, δίπλα στο ποτάμι». Σε λίγο ένας ψηλός κι εύσωμος άντρας εμφανίστηκε μπροστά του. Στο χέρι του κρατούσε ένα μακρύ ξίφος. Μην μπορώντας να το διακινδυνεύσει, ο Νικόλας όρμησε, του άρπαξε το όπλο από το χέρι του και έβαλε τη λάμα στον λαιμό του.
«Μη, σε παρακαλώ, μην το κάνεις» είπε τρέμοντας.
«Γιατί όχι; Έχεις κάνει τόσα κακά στο χωριό μου, γιατί να μη σε σκοτώσω παίρνοντας εκδίκηση για όλους εκείνους που πέθαναν εξαιτίας σου;».
«Γιατί δεν τα έκανε εκείνος» ακούστηκε μια γνώριμη γυναικεία φωνή από πίσω του.






«Το νέο σχέδιο θα πετύχει» είπε ο Φάνης. «Αλλά αυτήν τη φορά θα πολεμήσω κι εγώ, ο Νικόλας είναι πιο νέος, αλλά πολεμούσε για το χωριό και, παρόλο που το ήξερα από τότε που τον σώσαμε, δεν έκανα τίποτα για να τον βοηθήσω».
«Όχι» ακούστηκε η Αρετή. «Μόνο εγώ κι ο Κάσιος».
«Δε θα μου πεις εσύ τι να κάνω».
«Δε θα κάνεις τίποτα» μίλησε αποφασιστικά η Φωτεινή. «Η Αρετή έχει εκπαιδευτεί από τον Νικόλα, ο οποίος είχε εκπαιδευτεί από τον Κάσιο, ο οποίος τα έχει καταφέρει περίφημα όλο αυτό τον καιρό, ενώ εσύ έχεις μόνο τα νεύρα σου».
«Μα…»
«Κουβέντα μην ακούσω! Καληνύχτα. Και Κάσιε, Αρετή, μην το ξενυχτίσετε».






«Εσύ;» ξαφνιάστηκε ο Νικόλας.
«Εγώ. Αυτός που κρατάς είναι ο άντρας μου και εγώ είμαι ο λόγος που έκανε όλες εκείνες τις πράξεις». Έπεσε στα γόνατα. «Η αγάπη σε οδηγεί σε τρομερές πράξεις». Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπό της. «Ο Αρίων με είχε κλειδωμένη εκεί μέσα πέντε χρόνια. Ο Ευστάθιος δεν μπορούσε να υπακούει άλλο σε αυτά που τον διέταζαν, για αυτό τον έριξαν από άρχοντα της Αυγής και για εκδίκηση θα μας κρεμούσαν το πρωί».
Ο Νικόλας ένιωσε την ειλικρίνεια στη φωνή της κι έτσι άφησε τον Ευστάθιο, ο οποίος έτρεξε κι αγκάλιασε τη γυναίκα του. Δυνατές φωνές άρχισαν να ακούγονται από το χωριό.
«Σε λίγο θα έχουμε παρέα» ανακοίνωσε στον Ευστάθιο.
«Ας έρθουν, ώρα να καθαρίσουμε το χωριό» σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί του. «Είκοσι άντρες μου θα τους καθαρίσουν, αλλά από ότι ξέρω έχουν φύγει αρκετοί για το χωριό σου και γι’ αυτόν τον λόγο πέντε άντρες πλήρως εξοπλισμένοι σε περιμένουν λίγο έξω από τον Λαγανά, έτοιμοι να ακολουθήσουν τις διαταγές σου» του ανακοίνωσε.
Ο εκβιασμός του Αρίωνα προς τον Ευστάθιο κρατώντας όμηρο τη γυναίκα και την κόρη του κι ο ακέραιος χαρακτήρας του αποτελούσαν τεράστια έκπληξη για τον Νικόλα. Άπλωσε το χέρι του για να χαιρετήσει τον Ευστάθιο και εκείνος ύστερα από έναν στιγμιαίο δισταγμό ανταπέδωσε.
«Ευχαριστώ για τη βοήθεια σήμερα και για αυτήν που μου προσφέρεις, αλλά αυτά δεν αναιρούν όσα έχεις κάνει για το χωριό μου και στο μέλλον περιμένω να επανορθώσεις». Σταμάτησε τη χειραψία και ανέβηκε στην Αφροδίτη.
«Εάν τελειώσω και όλα πάνε καλά, θα έρθω να βοηθήσω να καθαρίσεις το χωριό».
«Δε χρειάζεται, καλή τύχη».
«Ευχαριστώ. Και σε σένα».
Ο Νικόλας κάλπασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το χωριό του. Το φεγγάρι έριχνε αρκετό φως στον δρόμο του. Ο ουρανός ήταν γεμάτος από αστέρια και γρήγορα εντόπισε τον αγαπημένο του αστερισμό, τον Δρακόντειο. Ο μύθος έλεγε ότι, όταν ένας δράκος τελείωνε τη διαδρομή του στην επίγεια ζωή, το πνεύμα του γινόταν αστέρι, με μια προϋπόθεση: Να ήταν ενάρετος όσο ήταν ζωντανός.
Βρήκε τους στρατιώτες του Ευστάθιου να τον περιμένουν σε ένα σύδεντρο, διακόσια μέτρα έξω από τον Λαγανά, όπου είχαν στήσει έναν μικρό καταυλισμό. Ο αρχηγός των στρατιωτών τον καλωσόρισε και τον ενημέρωσε για τον εξοπλισμό και τις ικανότητές τους ως ομάδα. Ο Νικόλας δεν καταλάβαινε από αυτά, δεν είχε πολεμήσει ποτέ μαζί με άλλους στρατιώτες.
Μια μεθυστική μυρωδιά τον χτύπησε στη μύτη και έκανε την κοιλιά του να γουργουρίσει. Δεν είχε φάει τίποτα από χθες το πρωί.
«Μήπως σας περισσεύει τίποτα φαγώσιμο, σας παρακαλώ;» ζήτησε ευγενικά από τον άντρα απέναντί του.
«Έλα, ελπίζω να σου αρέσει ο ψητός λαγός». Τον έβαλε να καθίσει μπροστά από τη φωτιά και ύστερα από λίγο του έφερε ένα μεγάλο πιάτο με έναν ολόκληρο λαγό μέσα. Όταν πλέον η κοιλιά του είχε γεμίσει και είχε ανακτήσει τις δυνάμεις, στράφηκε ξανά προς τον αρχηγό της μικρής ομάδας.
«Πώς σε λένε;»
«Τιμόθεο».
«Λοιπόν, Τιμόθεε, θέλω να μου κάνεις μια χάρη».

Και ξεκίνησε να εξηγεί το σχέδιο που είχε συλλάβει.


Νίκος Καρδαμπίκης