Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 1)




ΜΕΡΟΣ 1ο


ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΑΡΧΗ

«Κάποιοι ανοίγουν τα μάτια τους λυτρωμένοι από τη φυλακή τους, μα ξυπνούν μέσα σε μια άβυσσο. Άλλοι σωπαίνουν και δρουν, δέσμιοι των επιλογών τους. Είναι κι εκείνοι που κρατούν μυστικά που μπορούν να σπάσουν τα κόκαλα αυτών που αγαπούν. Κι αυτοί σωπαίνουν. Ο κόσμος μοιάζει θλιβερός στα μάτια τους. Όμως τότε χρειάζονται απλώς εκείνους τους άλλους, τους ξένους, που δεν σκύβουν το κεφάλι. Εκείνους που με μια ανάσα γίνονται σίφουνες και σαρώνουν όλα τα «λάθη» του κόσμου»




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1o
ΊΟΡΝΤΕΘ
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

    ΊΟΡΝΤΕΘ. Η πόλη φυλακή. Όποιος βρισκόταν εκεί ήθελε να τρέξει μακριά. Αλλά η πόλη τον υπνώτιζε και τον κρατούσε μέσα στην σκιερή αγκαλιά της. Η πόλη ήταν ζωντανή, ή έτσι έλεγαν οι παραμυθάδες και οι ταξιδιώτες. Οι ιστορίες τους ήταν φορτωμένες με θανάτους, καταστροφές, θρήνους, μα περισσότερο από όλα με μαγεία. Η πραγματική ιστορία της πόλης δεν είναι άλλη παρά αυτή: Μια πόλη-φυλακή για τους απόκληρους του Άπερον και για όσους χρειάζονταν άσυλο. Είτε την αναζητούσες είτε την έτρεμες, αν ήσουν σκοτεινός μάγος, αργά ή γρήγορα κατέληγες μέσα στη καταχνιά του Ίορντεθ. Όποιος κατέφθανε εκεί, εγκλωβιζόταν. Κανείς δεν τον ανάγκαζε να μείνει. Αλλά λέγεται πως οι σκοτεινές δυνάμεις εκεί είναι τόσο ισχυρές που ποτίζουν την πόλη με ενέργεια. Οι σκοτεινοί μάγοι εθίζονται σε αυτήν και δεν μπορούν να σπάσουν τα δεσμά της. Όσο για τους αθώους, σπάνια διασώζονται. Όταν μάγοι απαγάγουν αγνούς ανθρώπους και τους οδηγούν σε εκείνο το μέρος, μοιάζει σαν να εξαφανίζονται από τον χάρτη. Κανείς δεν τους ψάχνει, δεν τους αναζητεί. Μοιάζει σαν να ξεφτίζουν οι αναμνήσεις όσων τους ξέρουν. Μερικοί αναφέρονται στην πόλη τρομαγμένα. Δεν λένε το όνομά της από φόβο μήπως οδηγηθούν σε αυτήν. Ένα άλλο όνομα που χρησιμοποιούν είναι «η πόλη του θανάτου».
    Ο άντρας φόρεσε τη μαύρη κουκούλα του και το πρόσωπό του κρύφτηκε πίσω από τη σκιά. Μερικές ξανθές τρίχες από τα γένια του προέβαλαν στο φως και έπαιρναν χρυσές αποχρώσεις. Όποιος τον έβλεπε θα τον παρομοίαζε με έκπτωτο άγγελο. Γαλάζια μάτια, ξανθά μαλλιά, απαλά ζυγωματικά και καλλίγραμμο σώμα. Όλα αυτά όμως ήταν θαμμένα κάτω από τον άχαρο μανδύα που φορούσε. Πίσω από τον άντρα δέσποζε ένα τεραστίων διαστάσεων τόξο και μια φαρέτρα με μαύρα κοφτερά βέλη.
    Βρισκόταν πάνω στο πιο ψηλό κτήριο και ατένιζε την άσχημη πόλη. Τα περισσότερα κτίσματα αποτελούσαν άδεια κουφάρια, ερείπια. Τα υπόλοιπα ανήκαν στους μάγους. Η όψη τους συχνά προκαλούσε τρόμο μέχρι και στους ίδιους τους μάγους, όμως όχι σε εκείνον. Οι μυτερές σκεπές των σπιτιών του θύμιζαν λόγχες. Οι λόγχες όμως για εκείνον σήμαιναν δράση, ένταση, ζωή. Το σκοτεινό τοπίο τον ενθουσίαζε. Τα περίτεχνα νεκροταφεία που υπήρχαν σε κάθε γωνιά της πόλης του ήταν παγερά αδιάφορα. Οι ήχοι από τριξίματα και κραυγές προκαλούσαν ανατριχίλα σε κάθε άνθρωπο που βρισκόταν στο Ίορντεθ. Για εκείνον ήταν μονάχα ένας επαναλαμβανόμενος βόμβος, τίποτα παραπάνω.
    Ήταν αλλόκοτη και συνάμα αναμενόμενη η αγέρωχη στάση του άντρα. Δεν είχε κανέναν στο κόσμο. Κανείς δεν μπορούσε να του κάνει κακό γιατί πολύ απλά δεν είχε τίποτα να χάσει. Ήταν ερημίτης για χρόνια, άλλοτε στο Λέστ, άλλοτε στο Μόρτεστειν. Είχε καταφέρει να βγάλει εις πέρας πολλές αποστολές και έτσι δεν είχε στερηθεί χρυσάφι ή ποτό. Όμως κάτι τον είχε οδηγήσει μέσα στην παραζάλη του Ίορντεθ. Κάτι που δεν ήθελε να παραδεχτεί ποτέ του, όμως κινούσε τα νήματα της ψυχής του. Ένιωθε άδειος. Και κάτι άδειο δεν είχε ποτέ αξία για εκείνον. Δεν είχε πιστέψει πως το Ίορντεθ θα γέμιζε το κενό που επικρατούσε στη καρδιά του. Ίσως απλά να αποζητούσε όσα έλεγαν οι ιστορίες. Αποζητούσε να υπνωτιστεί, να εγκλωβιστεί, να σταματήσει να έχει συνείδηση. Ίσως αυτό να εξηγούσε την γαλήνη που αισθανόταν καθώς κοιτούσε το μακάβριο μέρος. Για αυτόν τον λόγο δεν φοβόταν. Όμως είχε κάθε λόγο να φοβάται. Ήταν ένας άντρας δίχως δύναμη, δίχως μαγεία, σε μια καταραμένη πόλη. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα ξεκινούσε ένας εφιάλτης για εκείνον. Μα δεν το ονόμαζε έτσι, το ονόμαζε «περιπέτεια».
    Τράβηξε ένα βέλος από τη φαρέτρα του και το κίνησε παιχνιδιάρικα στη παλάμη του. Είχε φτάσει επιτέλους σε αυτό το μέρος. Ήταν έτοιμος να αρχίσει τη περιπέτειά του. Όλα θα ξεκινούσαν με έναν θάνατο και θα τελείωναν με πολλούς. Έφερε το τόξο μπροστά του και τοποθέτησε το βέλος του με χάρη. Τέντωσε την χορδή και ο απαλός της ήχος γαργάλησε τις σκέψεις του. Μπορούσε να δει πως βρίσκονταν περίπου τριάντα μαυροφορεμένοι άντρες σε μια μουντή πλατεία. Τα χείλη του κύρτωσαν και σχημάτισαν ένα αμυδρό χαμόγελο καθώς διάλεγε τον στόχο του.
«Κανείς δεν θα ενδιαφερθεί αν σκοτώσεις αυτόν». Ήχησε μια μελωδική φωνή πίσω από τη πλάτη του άντρα.
    Μάλλον η περιπέτειά του είχε ήδη αρχίσει. Η ευφορία που αισθανόταν έμοιαζε με την ευχαρίστηση που αποκάλυπτε η φωνή του ξένου. Η καρδιά του ξεκίνησε να πάλλεται ενθουσιασμένη και έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα. Στράφηκε αστραπιαία προς τον εισβολέα. Ήξερε πως η ταχύτητά του ήταν το κυρίαρχο πλεονέκτημά του. Αν το ήθελε θα είχε σωριάσει τον άντρα μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Μα έτσι θα έπληττε.
«Είσαι πολύ αθόρυβος, αυτό στο αναγνωρίζω». Είπε, δίνοντας χρόνο στον αντίπαλό του. Η λεπτοκαμωμένη σιλουέτα την οποία στόχευε το βέλος του ξέσπασε στα γέλια.
«Κάθε άλλο παρά αθόρυβος είμαι. Αλλά βρίσκομαι στο Ίορντεθ. Εδώ μπορώ να κάνω ότι θέλω». Είπε πρόσχαρα με έναν υπεροπτικό τόνο η σιλουέτα.
«Πες μου το όνομά σου. Πάντα μαθαίνω το όνομα εκείνου που πρόκειται να σκοτώσω». Είπε άψυχα ο άντρας που έμοιαζε με έκπτωτο άγγελο.
«Είμαι ο πιο ισχυρός μάγος που θα γνωρίσεις ποτέ μικρέ. Μην με υπονομεύεις». Χλεύασε η σιλουέτα.
    Δίχως να απαντήσει, ο άντρας άφησε το βέλος του να ξεχυθεί προς τον στόχο του. Εκείνο έσκισε τον άνεμο με ένα σφύριγμα και ο άντρας ήξερε πως όλα είχαν τελειώσει. Το βέλος άγγιξε το σώμα του μάγου και μετά έγινε σκόνη και σκορπίστηκε στον αέρα σαν σύννεφο. Ο άντρας αισθάνθηκε ένα τσίμπημα πανικού μα τίποτε παραπάνω. Προετοιμάστηκε για να τραβήξει ένα ακόμη βέλος όταν η σιλουέτα μίλησε.
«Ήρθα εδώ για να σου κάνω μια πρόταση».
«Τι θα μπορούσε να μου προσφέρει ένας μάγος;» Ο Άντρας τράβηξε το βέλος του και το τοποθέτησε στο τόξο του. «Χρυσό, γυναίκες, ποτό;» Είπε καθώς τέντωνε τη χορδή του τόξου. «Τα έχω όλα αυτά».
«Νόημα». Είπε ο εισβολέας και ολόκληρος ο κόσμος του άντρα κλονίστηκε. Χωρίς να γνωρίζει πώς, αυτός ο άγνωστος μάγος είχε διεισδύσει μέσα του. Για πρώτη φορά ένιωθε φόβο. «Αν ενδιαφέρεσαι να συνεργαστείς μαζί μου, ακολούθησε με». Με αυτά τα λόγια ο μάγος πήδηξε από την κορυφή του ψηλού κτηρίου.
    Ο άντρας αποφάσισε πως ύστερα από πολύ καιρό, ένιωθε ζωντανός. Γραπώθηκε από τη σκεπή και ξεκίνησε την κατάβασή του. Ευλύγιστα και χωρίς δυσκολία έφτασε στο έδαφος πάνω στην ώρα που είδε την αδύνατη σιλουέτα να χάνεται μέσα σε ένα στενό. Τον ακολουθούσε χωρίς να τον απασχολεί που τον οδηγούσε. Ακόμη κι αν ήταν παγίδα, ο άντρας αδιαφορούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να βουτήξει μέσα στην αλλόκοτη περιπέτεια που το πρόσφερε απλόχερα ο μάγος. Ακόμη κι αν αυτό οδηγούσε στο θάνατό του. Άλλωστε ποτέ δεν τον είχε τρομάξει το σκοτάδι του θανάτου.
    Η σιλουέτα παρέμενε πάντα αρκετά μακριά του. Όσο κι αν επιτάχυνε το βήμα του, η απόστασή του από τον μάγο παρέμενε ίδια. Τελικά η σιλουέτα μπήκε μέσα σε ένα επιβλητικό μαύρο κτίσμα με σουβλερές σκεπές. Ένα γελάκι ξέφυγε από τον λαιμό του άντρα. Ήταν ένα τυπικό σπίτι μάγου στο Ίορντεθ. Είχαν καταλήξει σε κάτι απλό και τετριμμένο. Σε ένα μέρος που δεν έκρυβε εκπλήξεις για εκείνον. Η δίφυλλη πόρτα παρέμεινε ανοιχτή. Το εσωτερικό του σπιτιού φάνταζε άδειο και σκοτεινό. Έμοιαζε με άβυσσος που θα τον κατάπινε. Για μια στιγμή δίστασε, όμως αυτό ήταν ότι χρειαζόταν για να πειστεί πως έπρεπε να μπει στο κτήριο. Είχε μια διαφορετική αίσθηση μέσα του. Κάτι σαν ένστικτο τον οδηγούσε μέσα στη καρδιά του κτηρίου. Η πόρτες έκλεισαν με βρόντο πίσω του και ήξερε πως η επιλογή του είχε ένα τίμημα. Είχε μόλις δεχτεί να συνεργαστεί με τον άγνωστο μάγο. Είχε εγκλωβιστεί στο Ίορντεθ ακριβώς όπως του υπόσχονταν οι ιστορίες των ταξιδευτών. Η ιστορία του άντρα είχε πάρει μια περίεργη και πιο ενδιαφέρουσα τροπή από όσο ανέμενε.
    Ένας πολυέλαιος στο κέντρο του μεγάλου δωματίου πλημμύρισε με το φως πολυάριθμων κεριών το δωμάτιο. Ένα κόκκινο χαλί σαν αίμα ήταν απλωμένο από άκρη σε άκρη στο πάτωμα. Κάτω από τον πολυέλαιο βρισκόταν μια ξύλινη σκαλιστή τραπεζαρία σε μέγεθος αρκετό ώστε να δειπνήσουν τριάντα άτομα. Το τζάκι πίσω από τη τραπεζαρία ξεκίνησε να σιγοκαίει δίχως καμιά προειδοποίηση και ο άντρας ξεκίνησε να πλήττει. Είχε ξεκινήσει να δυσανασχετεί με την δειλή σιλουέτα που δεν έλεγε να εμφανιστεί μπροστά του και να αποκαλύψει τη ταυτότητά της. Στα δεξιά και στα αριστερά του διέκρινε σκάλες. Αλλά δεν ήξερε ποιο μονοπάτι έπρεπε να ακολουθήσει για να βρει τον μάγο. Η έπαυλη ήταν αρκετά μεγάλη και η κάθε σκάλα οδηγούσε σίγουρα σε διαφορετικό τμήμα της. Αποφάσισε να αφήσει πίσω του τη κομψή τραπεζαρία και ξεκίνησε να βηματίζει στην δεξιά σκάλα. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν ποδοβολητά από την άλλη σκάλα. Ο άντρας απέμεινε να κοιτάζει σαστισμένος το άτομο που τον πλησίαζε.
«Ήρθες για να μείνεις εδώ; Μαζί μου;» Μια παιδική φωνή ηχούσε στα αυτιά του άντρα και ζαλάδα απλωνόταν στο κρανίο του. Ένα παιδί. Τι έκανε εκεί ένα παιδί;
    Ο άντρας κοντοστάθηκε και κοίταξε το μικρό κορίτσι. Δυο καταπράσινα φωτεινά μάτια κοίταζαν βαθιά μέσα στα δικά του. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν μέχρι την μέση της και μακρύτερα. Τα ζυγωματικά της ήταν στρογγυλοποιημένα, όμως το σαγόνι της αρκετά τριγωνικό. Το δέρμα της είχε μια απόχρωση που θύμιζε καραμέλα. Τα μάγουλά της διατρέχονταν από αρκετές καστανόχρωμες σκούρες φακίδες, που δραπέτευαν από αυτά για να ξεχυθούν στη μύτη της. Ο άντρας γονάτισε έτσι ώστε να φτάσει στο ίδιο ύψος με εκείνη. Δεν είχε καμία πρόθεση να κάνει κάτι τέτοιο όμως ένιωθε πως το σώμα του κινούταν με δική του θέληση.
«Πως σε λένε;» Η φωνή του ήταν ψυχρή, μα τα μάτια του αποκάλυπταν την ανησυχία που ένιωθε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι του συνέβαινε. Ίσως ήταν απλά αιφνιδιασμένος από την απρόσμενη παρουσία ενός παιδιού σε αυτό το μέρος.
«Με λένε Φιέρα». Είπε το κορίτσι τραγουδιστά. «Ήρθες εδώ για μένα;» Στα μάτια της φώλιαζε προσμονή και ενθουσιασμός. Ο άντρας ήταν εγκλωβισμένος στα μάτια του παιδιού, ανίκανος να κοιτάξει μακριά.

«Μπορεί». Παραδέχτηκε και ένιωσε ένα βάρος μέσα στην καρδιά του που του ήταν ξένο. Ξεκινούσε να ανησυχεί πως το «νόημα» που αναζητούσε, τον οδηγούσε σε ένα πολύ διαφορετικό μονοπάτι. Τρόμαζε, όμως είχε μάθει να πηγαίνει εκεί που τρόμαζε και όχι να τρέπεται σε φυγή. Έπιασε το χέρι του παιδιού και το έφερε στα χείλη του. «Ονομάζομαι Εστέφαν και είμαι στις υπηρεσίες σας.»

Ράνια Ταλαδιανού