Στη λάθος πλευρά του παραδείσου (Κεφάλαιο 14)

«Φανερώσου, ω ηλιαχτίδα, φανερώσου
 στην ζωή μου τρανή ελπίδα!
Αν θέλεις πέρασμα κάνε μικρό απ' τα όνειρά μου
μήπως μου δώσεις την ψευδαίσθηση πως σε κρατώ στην αγκαλιά μου!
 Τι κι αν δεν είμαι όμοιός σου,
θέλω να βυθιστώ στο χρώμα των ματιών σου.
Φιλί σου στέλνω εγώ με περιστέρι
και λόγια αγάπης να σου ψιθυρίσει το αγέρι!"
 Ο Αντόν πέταξε μακριά το καλοξυμένο μολύβι του.
«Γελοίε!» μονολόγησε, σκίζοντας το χαρτί αρχικά σε δύο κι έπειτα σε χίλια κομμάτια, τα οποία σκόρπισε με οργή.
Ο σύντομος χάρτινος χορός τράβηξε την προσοχή του πατέρα του, του Αβραάμ «Γιε μου σε βασανίζει κάτι; Αν και τι ρωτάω; Κάτι έχω καταλάβει, τόσο από σένα, όσο κι απ’ το ύφος της μάνας σου. Αχ αυτή η γυναίκα ποτέ δεν μπορεί να μου κρυφτεί! Στα μάτια της καθρεφτίζεται ολάκερη η ψυχή της».
Ο Αντόν δαγκώθηκε τόσο πολύ που μάτωσε το κάτω χείλος του «Είναι προσωπικό πολύ προσωπικό θα έλεγα...»
Ο Αβραάμ του έπιασε τα χέρια με στοργή «Έλα Anton, άνδρες είμαστε, θα καταλάβω...»
Αφού σκούπισε τα χείλη του που μάτωναν λίγο ακόμη, πήρε βαθιά ανάσα λέγοντας «Νομίζω πως αγαπάω ένα κορίτσι. Όχι από τα δικά μας...μια Γερμανίδα...»
Ο Αβραάμ σκοτείνιασε «Αγόρι μου, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, πρέπει να τη βγάλεις από την καρδιά σου!»
«Είναι κάτι ανώτερο» είπε σκύβοντας το κεφάλι του «Δεν εξαρτάται πια από μένα. Η καρδιά μου είναι αυτή που ορίζει πια τη μοίρα μου».
«Καμιά φορά, ξέρεις, είναι κακός σύμβουλος».
«Εσύ το λες αυτό πατέρα;» είπε με μια δόση πικρίας «Που μου μάθαινες να βάζω στην άκρη τη λογική και να στηρίζομαι στο συναίσθημα; Να κλείνω τα μάτια μου και να αφήνω την καρδιά μου να με οδηγεί;»
«Αυτή τη φορά όμως σε οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια».
Ο Αντόν του γύρισε την πλάτη θλιμμένος. Χάιδεψε το βιολί του σαν να χάιδευε τη λατρεμένη του Simone. Το πήρε αγκαλιά και έκλεισε τα μάτια. Βούρκωσε. Ο πατέρας του είχε δίκιο μα δεν ήθελε να το παραδεχτεί, δεν είχε το κουράγιο. Τον περίμενε δύσκολος ανήφορος αν επέμενε σε αυτή του την απόφαση.
Ακούμπησε το βιολί στον ώμο του και άρχισε να παίζει. Μια μελαγχολική μελωδία γέμισε το δωμάτιο και σπάραξε την ψυχή του γέρο Αβραάμ. Ο γιος του, αυτό το εύθραυστο και ευαίσθητο πλάσμα που στεκόταν μπροστά του, να ακροβατεί στην άκρη του γκρεμού μ’ αυτό του το πάθος. Αναστέναξε και του χάιδεψε τα μαλλιά.
«Ο Θεός μαζί σου» του είπε και βγήκε από το δωμάτιο.
Ο Αντόν συνέχισε να παίζει με κλειστά τα μάτια. Προσπαθούσε να εξυψώσει την ψυχή του, να τη γιατρέψει από τα έντονα συναισθήματα που τον σκότωναν. Έκλαιγε, ο αφοσιωμένος εραστής του ανέφικτου και ψιθύριζε το όνομα της σαν μυστική προσευχή.

Η Σιμόν έτρεχε στους δρόμους σα χαμένη. Έτρεχε να ξεφύγει από τη δύστροπη μοίρα της και τον ιστό που είχε μπλέξει. Ήθελε να γίνει ξαφνικά ένα πουλί, να πετάξει και να νιώσει επιτέλους ελεύθερη. Ελεύθερη από όλα αυτά που την κρατούσαν δέσμια σε αυτή την άθλια φυλακή. Να πετάξει, να αγγίξει τον ουρανό, να αισθανθεί ευτυχισμένη.
«Φτωχέ μου Αντόν» ψιθύριζε, ενώ καυτά δάκρυα αυλάκωναν τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα.
Έφτασε στο σπίτι και κλείστηκε στο δωμάτιο της. Έπεσε στο κρεβάτι κλαίγοντας γοερά. Αν δεν μπορούσε να είναι μαζί, προτιμούσε να πεθάνει. Έτσι και αλλιώς, ο επικείμενος γάμος της με τον Καρλ, ισοδυναμούσε με θάνατο. Αν όχι για το σώμα της, για την ψυχή της σίγουρα.
Πήγε στο παράθυρο. Η οδύνη της ενώθηκε με το λυπητερό τραγούδι των πουλιών της νύχτας και τη μακρινή, θλιβερή και σχεδόν απόκοσμη μελωδία κάποιου μελαγχολικού βιολιού.



Χριστίνα Καρρά
Ηλίας Στεργίου