Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 1)

ΝΤΑΡΙΑ

       Ποια είμαι; Γιατί δεν μπορώ, να θυμηθώ τίποτα; Στην αρχή μερικά σποραδικά κενά μνήμης, κατόπιν ολική απαλοιφή όλων των αναμνήσεών μου. Η Μοργκάνα, η βασίλισσά μου, λέει ότι αυτό είναι κάτι φυσιολογικό και δεν πρέπει ν’ ανησυχώ. Σε όλους συμβαίνει το ίδιο, σε όλους όσους βρίσκονται στην πλευρά των Φωτοφόρων και των Ζοφερών, πριν περάσουν σ’ εκείνη των Αβυσσαίων όπου ανήκουν πραγματικά.


       Οι Φωτοφόροι και οι Ζοφεροί ξεγελούν και χρησιμοποιούν τους Αβυσσαίους για τα πανούργα σχέδιά τους. Όσα ισχυρίζονται για την προστασία της Φλόγας της Ζωής και των επτά βιβλίων είναι ψέματα. Όλα τα θέλουν για τον εαυτό τους. Για να ικανοποιήσουν την ακόρεστη απληστία τους. Αλλά έχει πια έρθει η ώρα να σταματήσει. Εμείς θα πάρουμε τη Φλόγα της Ζωής και η βασίλισσα του Γκόρα και πρώην αδερφή μου θα πεθάνει, όπως αξίζει σε όλους όσους επιμένουν ν’ αντιστέκονται στην πανίσχυρη δύναμη των Αβυσσαίων.
       Ρίχνω μια ματιά πάνω από τον ώμο μου προς τον φρουρό, που περιπολεί τον τρίτο όροφο, και προχωρώ στον σκοτεινό διάδρομο προς τα διαμερίσματά της και έπειτα στον Ναό της Φλόγας. Το σχέδιο είναι απλό: Σκοτώνω την βασίλισσα και όλους τους μάρτυρες και παίρνω την Φλόγα της Ζωής. Η βασίλισσά μου θα είναι πολύ υπερήφανη για εμένα. Εμφανίζω το στιλέτο μου μέσα από το δερμάτινο γιλέκο μου και μεταμορφώνοντας τον εαυτό μου σε σκιά σύρομαι μέσα στη σκοτεινή σπηλιά, βαθιά ως την πέτρινη αγκαλιά του Ναού. Παίρνω θέση πίσω από την βασίλισσά μου σαν κακόβουλος εφιάλτης. Περιμένω…
       Η τελευταία κραυγή πόνου της Μάργκορι δε συνοδεύεται από τίποτα. Την βλέπω να δακρύζει από ευτυχία και πόνο μαζί και δεν μπορώ να μη μορφάσω από μίσος. Έχει αναμείξει το αίμα των μαγισσών μ’ εκείνο των κοινών θνητών. Τα παιδιά της δεν έχουν θέση σε κανέναν από τους δύο κόσμους. Θα είναι παρείσακτα, μπελάς για εμάς του Αβυσσαίους. Παρατηρώ την αδερφή μου, να παίρνει στα χέρια της την κόρη της χαμογελώντας. Τα σφίγγει πάνω της κλαίγοντας. Είναι τα μωρά της. Τα δίδυμά της. Είναι ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι με καστανά μαλλιά και μεγάλα εκφραστικά γαλάζια μάτια. Σαν την μητέρα του, αν και τα περισσότερα χαρακτηριστικά είναι του πατέρα της -του βασιλιά Φρέντερικ του περίφημου Ρασάτ και των Φωτοφόρων.
       Η βασίλισσά μου ξεροβήχει ενοχλημένα, ενώ μια ριπή παγωμένου αέρα συνοδεύει την επιβλητική της εμφάνιση. Η Μοργκάνα μέσα στο μεταξωτό, σμαραγδί της φόρεμα την σταυρώνει χαμογελώντας ύπουλα τα μπράτσα της μπροστά από το στήθος της.
       «Και τώρα την αμοιβή μου!» γρυλίζει η βασίλισσά μου.
       Τη μιμούμαι, παρόλο που ξέρω ότι καμία από τις δύο δεν μπορεί να με δει.
       «Μοργκάνα…» ψελλίζει η Μάργκορι πνιγμένη στα ίδια της τα λόγια.
Κατόπιν απλώνει νευρικά τα χέρια της, για να πάρει τον γιο της, όμως η θέση που τον άφησε είναι άδεια. Βλέπω όλο το χρώμα να στραγγίζει από το ταραγμένο πρόσωπό της. Βγαίνω από τις σκιές κρατώντας τον μικρό Άσερ στην αγκαλιά μου. Κοιμάται ήσυχος, δίχως να έχει επίγνωση όλων όσων συμβαίνουν γύρω του. Τα χείλη μου τραβιούνται προς τα πίσω αφήνοντας να φανούν οι απειλητικοί μου κυνόδοντες. Η αδερφή μου σταματά ακόμα και να αναπνέει.
       «Δώσ’ τον μου!» απλώνει με αγωνία τα χέρια της προς το μέρος μου. Τρέμει ολόκληρη. «Σε παρακαλώ». Με ικετεύει.
       «Δεν σε ακούει καλή μου. Η μόνη που ακούει πλέον, είμαι εγώ». Σαρκάζει η Μοργκάνα.
Πόσο δίκιο έχει; Οι μέρες που η βασίλισσα του Γκόρα με διέταζε να κάνω πράγματα για λογαριασμό της, έχουν πια περάσει. Τώρα η μόνη που υπηρετώ, είναι η βασίλισσα του Λανμό. Η ψυχή μου είναι αφιερωμένη μόνο σ’ εκείνη.
       «Μοργκάνα, ζήτα της να μου τον δώσει. Είναι δικός μου».
       Η αρχόντισσα όλων των Αβυσσαίων ξεσπά σε γέλια. Παίρνει το αγόρι από την αγκαλιά μου και το κρατά στα δικά της χέρια. Χαϊδεύει με τα μακριά γαμψά της νύχια τον εύθραυστο, απαλό λαιμό του και γουργουρίζει σαν ευχαριστημένη γάτα. Το μωρό έχει ξυπνήσει και τα εκφραστικά βαθιά, καστανά του μάτια την κοιτάζουν απορημένα.
       «Υπόσχομαι στην τιμή μου ν’ αφήσω εσένα και τα παιδιά σου στην ησυχία τους μόνο…»
       «Πότε είχες τιμή, για να έχεις και τώρα;» ξεσπά η Μάργκορι. «Το μόνο που κάνεις, είναι να πατάς πάνω στις πλάτες άλλων παρουσιάζοντας τα κατορθώματά τους, σαν να είναι δικά σου».
       «Μόνο αν μου δώσεις την Φλόγα της Ζωής». Συνεχίζει η Μοργκάνα δίχως να δώσει σημασία στις ανόητες προσβολές της.
       «Ποτέ!» φωνάζει.
       Η Μοργκάνα την πλησιάζει κι άλλο. Το πρόσωπό της σκοτεινιάζει από θυμό και τ’ αβυσσαλέα μαύρα της μάτια φλέγονται από οργή. «Μπορώ να σκοτώσω τον γιο σου μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου κι όταν τελειώσω, θ’ αναλάβω την κόρη σου!» την απειλεί. Η Μάργκορι σφίγγεται, μα δεν αντιδρά. Όχι ότι μπορεί, να κάνει και πολλά στην κατάστασή της. Θα καταρρεύσει, μόλις προσπαθήσει, να σηκωθεί.
«Δοκίμασε να τ’ αγγίξεις!» γρυλίζει.
       «Μην είσαι ανόητη Μάργκορι. Κάνε ό,τι σου λέει». Πετά η Ούρσουλα, η γριά μάγισσα, γονατίζοντας δίπλα της για να της χαϊδέψει τα μαλλιά. «Η Μοργκάνα δεν αστειεύεται».
       Αυτό είναι και το τελειωτικό χτύπημα για την πρώην αδερφή μου. Η Μάργκορι σιγά σιγά χάνει όλους της τους συμμάχους. Όλοι ξέρουν, ότι εμείς ήμαστε πλέον το μέλλον όλων των κόσμων και πως οι Φωτοφόροι με τους Ζοφερούς έχουν ξεμείνει στο παρελθόν.
       «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα με πρόδιδες, ότι θα περνούσες στην σκοτεινή πλευρά. Μετά απ’ όλα όσα περάσαμε…».
       «Πίστεψέ με, είναι πολύ καλύτερα, απ’ όσο νομίζεις. Χωρίς κανόνες και δεσμεύσεις. Δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να κάνεις» δικαιολογείται η Ούρσουλα. Σηκώνεται και παίρνει θέση πίσω από την Μοργκάνα. Η Μάργκορι βουρκώνει. Τώρα γνωρίζει ότι βρίσκεται στη μέση μιας μάχης, που δεν μπορεί να κερδίσει.
       Η Μοργκάνα γυμνώνει τα δόντια της πλησιάζοντας το πρόσωπό της στον λαιμό του μωρού που κρατά κάνοντας την βασίλισσα του Γκόρα, να φωνάζει από απόγνωση.
       «Εντάξει, θα σου τη δώσω. Μόνο σε παρακαλώ, μην πειράξεις τα παιδιά μου». Ικετεύει η Μάργκορι.
       Η αρχόντισσά μου νεύει καταφατικά, όμως θεωρώ την Μάργκορι πολύ έξυπνη, για να μην καταλάβει, ότι δεν θα κρατήσει την υπόσχεσή της. Όλοι οι μάρτυρες -κι εκείνη- θα εκτελεστούν απόψε. Αυτοί είναι οι κανόνες. Και η ηλίθια η αδερφή μου ήταν πάντα αρκετά ανόητη ώστε να βάζει πάνω από το καθήκον τα συναισθήματά της. Το μόνο που κάνουν τα συναισθήματα είναι να σε καταστρέφουν. Να σε διχάζουν και να σε πονούν. Να σε κάνουν αδύναμο σαν μικρό μωρό. Οι Αβυσσαίοι δεν τα χρειάζονται. Γι’ αυτό είναι οι νικητές.
       Φέρνει τα χέρια της σε πλήρη ευθεία με το στήθος της μπροστά από το σημείο, που χτυπά ξέφρενα η πύρινη καρδιά της. Την τραβά προς τα έξω απαλά κάνοντας την γαλάζια της Φλόγα, να χορεύει μέσα στις ανοιχτές παλάμες της. Η μικρή σφαίρα λάμπει για μια στιγμή φωτίζοντας με μια πανδαισία χρωμάτων όλο το δωμάτιο και παίρνει τη μορφή του προσώπου της Μάργκορι.
       Η μάγισσα των Ζοφερών μένει να την κοιτάζει μαγεμένη. Απλώνει τα χέρια της. Την θέλει απεγνωσμένα.
       «∆ωσ’ την μου!» φωνάζει με το βλέμμα της χαμένο στο μεθυστικό χορό της φωτιάς. Η Μάργκορι διστάζει κάνοντας την βασίλισσά μου να θυμώσει. «∆ώσ’ την μου που να σε πάρει!» ουρλιάζει προσπαθώντας να της την αρπάξει, αλλά η βασίλισσα του Άλβιον είναι πιο γρήγορη.
 Κλαίγοντας πιέζει βίαια τη σφαίρα στο στήθος της κόρης της. Η Φλόγα κάποτε την είχε προειδοποιήσει, να βρει έναν διάδοχο -και να που τον βρήκε! Η Μοργκάνα έξαλλη την τραβά από τα μαλλιά και την σέρνει κοντά της. «Όταν κλέψω την ψυχή σου, το μόνο που θα βλέπεις θα είναι το σκοτάδι, αφού φυσικά δεις πρώτα τα παιδιά σου, να υποφέρουν μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο της άμοιρης ζωής τους…» λέει και χώνει βίαια τα δόντια της στον λαιμό της.
       Η Μάργκορι βογκά από πόνο. Το νυχτικό της μουσκεύει αμέσως με το αίμα της. Πέφτει στα γόνατα. Αίμα τρέχει κι από το στόμα της. Νοιώθει τα πάντα γύρω της να γυρίζουν. Πριν χάσει ολοκληρωτικά τις αισθήσεις της, ακούει το κλάμα των παιδιών της και με κοιτά απογοητευμένη, όμως δε με επηρεάζει η στάση της. Ξέρω πως της άξιζε.
       Η Ούρσουλα σπεύδει να σταματήσει την Μοργκάνα, πριν αγγίξει τη νεογέννητη κόρη της Μάργκορι.
«Δεν πρέπει να την σκοτώσεις». Λέει με νόημα.
       «Δεν σκεφτόμουν αυτό. Ξέρω τι θα γίνει αν την σκοτώσω…» απαντά η Μοργκάνα κι πιάνει σκεπτική τη βάση της μύτης της. «Θα φροντίσω ώστε η Μάργκορι να πονέσει πολύ περισσότερο απ’ όσο πόνεσε η αδερφή της. Θα την πάρω αιχμάλωτη μαζί μου στο Αράν μαζί και το αγόρι που μόλις γέννησε. Ας αποφασίσει ο Μαλέφις για τη μοίρα της. Δεν με νοιάζει».
       «Και το κορίτσι κυρά μου;» ρωτά η Ούρσουλα.
       Η Μοργκάνα ξεκρεμά από τον λαιμό της ένα περιδέραιο.
«Με το Ράκσα θα ανοίξεις την πύλη για τον πρώτο κόσμο. Κρύψε το κορίτσι στη Γη». Την διατάζει και στρέφεται σ’ εμένα κουνώντας το κεφάλι της με νόημα.
Είναι ώρα. Της επιτίθεμαι δίχως να νοιώσω ενοχές. Τα δόντια μου βυθίζονται με ευκολία στον απαλό της λαιμό επιτρέποντάς μου, να γευτώ το πιο δυνατό αίμα. Ένα αίμα που τροφοδοτείται για πολύ καιρό από την Φλόγα της Ζωής.
       «Όχι!» φωνάζω ξυπνώντας από τον εφιάλτη που στοιχειώνει τις αναμνήσεις μου.
Πιάνω το στήθος μου που ανεβοκατεβαίνει βίαια και ξεφυσάω τρίβοντας ανυπόμονα τους κροτάφους μου, που με πονούν. Τα μάτια μου δακρύζουν. Πόσο κακό είχα κάνει στην πολυαγαπημένη μου αδερφή, τον Άσερ και την Ρέιβεν... Σε όλους όσους αγαπούσα. Και τώρα η Ρέιβεν είναι νεκρή. Η μικρή μου ανιψιά έχει πλέον χαθεί. Αφήνω τα δάκρυά μου να κυλήσουν ελεύθερα στα μάγουλά μου και τα αναφιλητά να τραντάξουν το στήθος μου. Θα έκανα τα πάντα, για να γυρνούσα τον χρόνο πίσω, να έπαιρνα τη θέση της Ρέιβεν στο πλευρό του Μέργκολεθ -του βασιλιά του Κάτω Κόσμου. Εκείνη ήταν τόσο νέα. Και άδικα χαμένη.
       Τραβώντας τα σκεπάσματα από πάνω μου σηκώνομαι ξέροντας, ότι ο ύπνος θα είναι ένα άπιαστο όνειρο για μένα τούτη τη νύχτα. Αναστενάζοντας παρατηρώ τα άλλα δύο κορίτσια που μοιραζόμαστε το δωμάτιο. Η Βασάλτη κοιμάται βαριά εξαντλημένη από το επιπλέον βάρος της Φλόγας, ενώ η Φλάριον είναι ξύπνια και με κοιτάζει ανήσυχη.
       «Κοιμήσου πάλι. Είναι αργά ακόμα» της λέω φορώντας μια ζακέτα πάνω από το λεπτό φανελάκι του ύπνου.
Η Φύλακας της Φωτιάς ξεγλιστρά από το διπλό κρεβάτι και σέρνεται αθόρυβα κοντά μου, για να με αγγίξει συμπαραστατικά στον ώμο. Ξέρει, τι περνάω.
       «Δεν φταις εσύ και το ξέρεις. Η μητέρα μου…» ψιθυρίζει το κορίτσι.
       «Σσσς!» κάνω ακουμπώντας τα δάχτυλά μου στα χείλη της κοπέλας. «Είχε να κάνει απλά με μερικές άσχημες αναμνήσεις τίποτα περισσότερο». Λέω συμπερασματικά γνωρίζοντας, ότι το μόνο που δεν χρειάζομαι αυτή την στιγμή, είναι μια απολογία.
       «Θέλεις να έρθω μαζί σου;» με ρωτά η Φλάριον.
       Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.

«Θα πάω μια βόλτα, να ηρεμήσω και μετά θα επιστρέψω. Μην ανησυχείς για μένα». Τη φιλάω απαλά στο μέτωπο και της χαϊδεύω το μάγουλο. «Πρόσεχε την Βασάλτη, μας χρειάζεται κοντά της όσο ποτέ άλλοτε» συμπληρώνω και φεύγω.

Ηλιάνα Κλεφτάκη