Οι νύχτες εκείνες έρχονταν πάντα.
Νύχτες ντυμένες το απαλό σκοτεινό σάβανο των νέων, απόκρυφων λέξεων. Με μάτια βαθιά και ήμερα, δέρματα χλωμά, χείλη άχρωμα. Ίδιες γυναίκες από καιρό πεθαμένες, με μυστικά ανείπωτα ανάμεσα στα λευκά τους δάκτυλα, σταυρωμένα κάτω από μαλακά στήθη. Έρχονταν πάντα με τα ίδια ρυθμικά βήματα χωρίς να αφήνουν ίχνη στον αέρα, σχεδόν αγγίζοντας το έδαφος, εκείνες οι σκοτεινές νύχτες των μεσοκαλόκαιρων της μοναχικής ζωής μου.
Ο χρόνος ο δικός μου ήταν πάντα η νύχτα. Η νύχτα και η αγρυπνία, ατελείωτες και οι δυο. Από το πέτρινο βάθρο μου παρακολουθούσα την ημέρα τις τελετουργικές ακολουθίες των ανθρώπων με το στατικό, κοίλο βλέμμα εκείνου που δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο. Άκουγα τους ασταμάτητους θρήνους που ξεχύνονταν τις νύχτες κυματιστά, μουρμουρητά από τα έγκατα του μικρού μου κήπου με την απάθεια της πέτρας που με είχε γεννήσει. Ακολουθούσα με το βλέμμα μου, από τις πέτρινες κόχες άδειων ματιών, τα φλογερά βλέμματα των μορφών εκείνων που δε λέμε τα ονόματά τους, να περιφέρονται σκυφτοί ανάμεσα στις πλάκες από μάρμαρο, μυρίζοντας σαν σκυλιά, ακατανόμαστες μορφές φτιαγμένες από σκοτάδι, να αναζητούν τις ψυχές που τους είχαν υποσχεθεί πως θα τους έθρεφαν. Και ήταν τρομακτικές οι φωνές των απελπισμένων, όταν τους έβρισκαν.
Μα εγώ ήμουν η πέτρα. Εγώ δεν είχα όνομα ούτε ψυχή να δώσω σε κανέναν. Στεκόμουν πλάι στην καγκελόφρακτη περίφραξη, περήφανος φύλακας του πιο όμορφου μνημείου στον μικρό μας κήπο. Καθισμένος πάνω στο μαρμάρινο βάθρο μου στα δεξιά της μικρής σιδερένιας πόρτας, ήξερα πως εδώ κανένας δαίμονας δε θα πλησίαζε ποτέ, γιατί εδώ κοιμόταν η πιο όμορφη, η πιο αθώα και πιο ευγενική ψυχή που είχε γεννήσει ο κόσμος αυτός. Περνώντας από εδώ ακόμα κι εκείνοι που τα ονόματά τους ποτέ δε λέμε, σταματούσαν και η σκοτεινή φωτιά στα μάτια τους τρεμόπαιζε διστακτικά για λίγο σαν να μαλάκωνε κάπως το παγωμένο σκοτάδι μέσα τους. Γυρνούσαν πάντα κατά τα πέτρινα σκαλοπάτια με τη μικρή ξύλινη πόρτα στην κορυφή τους, κοιτούσαν κι αναστέναζαν, αναθυμούνταν για λίγο το φως, εκείνο το φως που τρεμοπαίζει στις ψυχές των πλασμάτων της μέρας, κι έφευγαν γρήγορα να χωθούν και πάλι στο σκοτάδι προτού τους αφανίσει η απελπισία της μικρής αυτής αναλαμπής τρυφερότητας. Και χάνονταν πλάι μου μες την ομίχλη που σερνόταν, κουλουριαζόταν και συστρεφόταν ανάμεσα στα πόδια τους με βιαστικά σερνάμενα βήματα κι ανάσες βαριές που μύριζαν αίμα και χώμα, λάσπη και ρίζες.
Ήμουν εκεί από την αρχή. Πολύ πριν αρχίσουν εκείνοι να έρχονται. Προτού χτιστεί η εκκλησία και μπει ο περίβολος στο μικρό μας κοιμητήρι. Ακόμα και προτού θεμελιωθεί η πόλη των ανθρώπων που ήρθαν από τη θάλασσα. Θυμάμαι τους πρώτους ιθαγενείς κι ακόμα πιο πριν τα πρώτα δέντρα και τα πρώτα πρωινά του κόσμου αυτού. Ατελείωτες γαλάζιες εκτάσεις, θάλασσες και ουρανοί που ζευγάρωναν μεταξύ τους σε αμετάκλητα σχήματα, πέτρες και χώματα ζυμωμένα με τα νερά και τους ανέμους ενός καινούριου κόσμου. Εγώ ήμουν εδώ από πάντα, μόνο που ήμουν πολύ πιο μεγάλος. Τώρα πια έχω μικρύνει πολύ. Μα έχω σχήμα πιο προσιτό στον ανθρώπινο νου.
Μοιάζω αρκετά με τις μορφές των ανθρώπων. Μάλλον θυμίζω κάτι από αυτούς, από αυτό που απομένει, όταν αρχίζουν για το μεγάλο τους ταξίδι. Το αληθινό ταξίδι τους.
Εγώ είμαι πάντα εδώ. Όμως τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου τα μάγια που με δένουν στο μαρμάρινο ετούτο βάθρο λύνονται μέχρι την αυγή. Και τότε μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω κι εγώ όπως οι θνητοί στα χλοερά μονοπάτια του μικρού μας κήπου κι ανάμεσα στους δρόμους της όμορφης πολιτείας των ανθρώπων. Και πάντα σηκώνομαι. Και κάνω τον μικρό μου περίπατο στον κόσμο των θνητών. Και βλέπω πολλά κι ακούω πολλά κι ας το γνωρίζω καλά πως με το πρώτο φως της αυγής θα γίνω πάλι ένα με την πέτρα που με γέννησε, χωρίς να μπορώ να αισθανθώ και πάλι τίποτα.
Υπέροχες νύχτες του μεσοκαλόκαιρου στα μονοπάτια της μικρής μας πόλης! Να περπατώ μόνος μέσα στη νύχτα, γυμνός από την κρύα φυλακή της πέτρας, με σάρκα και κόκκαλα. Τα μαλακά φτερά μου διπλωμένα κάτω από τον μακρύ μανδύα, οι άδειες κόχες των ματιών ζωσμένες την κίτρινη φλόγα της δανεικής ενόρασης, να βλέπω τα πάντα και παντού ξεδιψώντας τη στατικότητα τόσων ζωών. Να περπατώ και να ακούω τους αναστεναγμούς ανάμεσα στα όνειρα, τις επιθυμίες που μηρυκάζουν ασυγκράτητοι οι άνθρωποι τις νύχτες, την ερημιά των μοναχικών κορμιών που δέονται για λίγη ανακούφιση.
Πόσο βασανιστικό είναι να υπάρχεις τελικά μέσα στη σάρκα. Μια διαρκής αφύπνιση είναι το κορμί. Το νιώθω κι εγώ τις λίγες ώρες που ντύνομαι τη σάρκα και τα κόκκαλα, τις μόνες ώρες που έχω το προνόμιο να νιώσω ξεχνώντας την ανάμνηση του βράχου που ήμουν κάποτε, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου.
Να περνώ λοιπόν με τα βαριά μου βήματα, σέρνοντας το μαύρο μανδύα και το σουραύλι μου από κόκκαλα μέσα σε σκοτεινούς δρόμους κρυφοκοιτάζοντας στις κάμαρες καταραμένων ποιητών που αργοπεθαίνουν στη μνήμη κάποιου από καιρό ξοφλημένου έρωτα, μπροστά από ένα μισοτελειωμένο κερί. Να ανατριχιάζουν τα φτερά μου μαζεμένα στη θέα των ματιών μιας γάτας που ξέρω πως με παρακολουθεί αθέατη πίσω από τη μισοτραβηγμένη στο πλάι κουρτίνα ενός φτωχικού σπιτιού στο πλάι του δρόμου. Να οσμίζομαι σαν κυνηγόσκυλο από μακριά τα μικρά αγκομαχητά της μάχης του έρωτα σε μακρινά δωμάτια και άγνωστά μου σπίτια κι αλλού σιγανά τραγούδια και σκοτεινά όνειρα. Να τρυπώνω ακάλεστος στους εφιάλτες αγνώστων και να δοκιμάζω τη μουσική από το σουραύλι μου στα ανατριχιαστικά μονοπάτια της νυχτερινής αγωνίας τους, να ακούω τις στάλες αλμυρού ιδρώτα που κατρακυλούν στο μέτωπό τους. Να περπατώ, να περπατώ ασταμάτητα και να συλλέγω τις στιγμές εκείνες της μικρής ζωής των ανθρώπων μέσα στη νύχτα, να τις κρατώ σαν φυλαχτά και να τις γεύομαι από απόσταση, με τη διακριτικότητα που μου δίνει η προστασία της αόρατής μου παρουσίας.
Τα μεσοκαλόκαιρα είναι γεμάτα τρόμους για τους αδαείς. Μα για τους μυημένους, μια μικρή συλλογή σκοτεινών απολαύσεων. Κι ο όμορφος μικρός μας κήπος που τον αρνούμαι για τα θέλγητρα του κόσμου των θνητών, ένας αληθινός μικρόκοσμος της θλίψης.
Ακούγονται τότε πιο δυνατά οι κραυγές και τα κλάματα των καταδικασμένων, τα μοιρολόγια για το φως εκείνων που έφυγαν νωρίς ή που πικράθηκαν αναίτια και τώρα στοιχειώνουν με τις σκέψεις τους, καθώς ξυπνούν τις νύχτες ανήσυχοι στα μικρά τους δωμάτια για να τρυπώσουν στους εφιάλτες αυτών που έμειναν πίσω. Ακούγονται όμως και οι σιωπές εκείνων που δέχτηκαν τη μοίρα των ανθρώπων με την περίσκεψη και την υπομονή που δίνουν η εγκαρτέρηση και η σοφία.
Αμέτρητες σκιές γυρίζουν τα μεσοκαλοκαίρα στο μοναχικό μας κοιμητήρι. Σκιές που αφήνουν για λίγο τις σκοτεινές τους κατοικίες κάτω από τις ρίζες των δέντρων στα βάθη του δάσους μας, τις γλιστερές σπηλιές και τα λαγούμια κάτω από άχρηστα από καιρό πηγάδια, μορφές ακατανόμαστες που περπατούν σκυφτές, ρουθουνίζοντας, με μακριά αλλοπρόσαλλα μέλη και βήματα βαριά αφήνοντας απροσδιόριστα χνάρια ζώων στο πέρασμά τους. Υβρίδια των ανθρώπινων τρόμων και των πειραμάτων των θεών, τα παραπαίδια του κόσμου της ομίχλης, τα θετά παιδιά της. Περιφέρονται εδώ κι εκεί παραπατώντας ανάμεσα στις πέτρες και τα μάρμαρα, μουρμουρίζοντας με τραχιές φωνές τα καλέσματά τους κι ανατριχιάζουν οι ψυχές που ακούνε τα ονόματά τους στα σκοτάδια.
Μα εγώ περπατώ με βήματα ακούραστα στα πλακοστρωμένα δρομάκια της πόλης, μακριά από τους τρόμους που φωλιάζουν στον μικρό μας κήπο. Οι τρόμοι αυτοί δε θα πλησιάσουν στη μαρμάρινη θέση μου, δε θα φωνάξουν ποτέ το όνομα εκείνης που κοιμάται κοντά μου, εκείνη δεν έχει να φοβάται τίποτα. Κι όταν η ώρα περάσει κι οι άνθρωποι αρχίσουν να αναδεύονται στους ύπνους τους αφήνοντας πίσω τους τα όνειρα της νύχτας και τα οράματα της αϋπνίας τους, όταν το φεγγάρι, μια μπάλα άλικη, κατρακυλήσει πίσω από τα δέντρα για να λιώσει αιμάτινο στις κορυφές τους σκορπίζοντας κάτι από τους αόρατους τρόμους της νύχτας σαν τελευταία πινελιά στην πεζή συμβατικότητα της μέρας, γυρίζω πίσω στη γνώριμη θέση μου, στο βάθρο μου από μάρμαρο πλάι στον αγαπημένο τάφο.
Κάθομαι εκεί και περιμένω την αυγή. Ακούω με την ηρεμία εκείνου που έχει αποδεχτεί το πεπρωμένο του στους τελευταίους θορύβους της νύχτας. Πουλιά και ζώα που μαζεύονται στις φωλιές και τα λαγούμια τους, χρώματα που τρυπώνουν διστακτικά στην παλέτα του κόσμου, φωνές και ψίθυροι κάτω απ’ τη γη, πόδια που σέρνονται να επιστρέψουν στα σκοτάδια που τα έθρεψαν, ένας μαύρος γάτος που κοιτά ακόμα με προσμονή μια κλειστή ξύλινη πορτα, το θρόισμα της σιωπής κόκκινων μαλλιών που θυμούνταν αργά τον άνεμο που χόρευε κάποτε ανάμεσά τους κι ένα ζευγάρι μάτια που τα κοιτούσαν με λαχτάρα, κάποτε, πριν κάμποσες ζωές.
Ανακάθομαι στο βάθρο μου στοχαστικός και ήρεμος και παίρνω τη συνηθισμένη στάση. Καθιστός με τα μακριά φτερά μου, τα μαυρισμένα και χαρακωμένα απ’ τις βροχές και τους τραχείς ψιθύρους των ανέμων των χειμώνων έξω από τον μανδύα μου, μια μορφή αποστεωμένη, κρανίο με άδειες κόγχες και μακριά λευκά κόκκαλα, στρέφω και πάλι τα χέρια κοντά στο πρόσωπο και φέρνω το σουραύλι μου από ανθρώπινα κόκκαλα μπροστά στα χείλη, να προσποιούμαι αιώνια πως μαθητεύω ακόμα τη μελωδία της ζωής εκείνη που ποτέ δεν πρόλαβα να μάθω. Γιατί είμαι καμωμένος από πέτρα ξέρετε και η πέτρα γνωρίζει τα πάντα χωρίς ποτέ της να διδάσκεται.
Κι ο μαύρος γάτος με μάτια σαν ξυράφια περνά μπροστά μου με την πρώτη αχτίδα του ήλιου κι αγγίζει με την αριστερή του πατούσα την πέτρα που ξανάγινα και με κοιτά με θλίψη. Γιατί αυτός γνωρίζει πως είναι να περιμένεις αιώνια, να ζεις για μια ζωή το όνειρο της προσμονής και να ελπίζεις ότι η πέτρα που κλείνει την ψυχή ή την αγάπη σου κάποτε θα ραγίσει κι ο Λάζαρος, ψυχή και σώμα θα ανέβει στο φως θριαμβευτής για να σου πει ότι διαλύθηκαν όλοι οι τρόμοι του θανάτου και της νύχτας.
Πόσο μεγάλο μαρτύριο αλήθεια να είσαι αιώνιος. Κι ακόμα πόσο μεγαλύτερο να μην τελειώνεις μαζί με εκείνον που αγαπάς...
Και η ομίχλη σκορπίζει κι αυτή κάτω απ’ τα πόδια μας...
Δέσποινα Μανωλακάκη
Νύχτες ντυμένες το απαλό σκοτεινό σάβανο των νέων, απόκρυφων λέξεων. Με μάτια βαθιά και ήμερα, δέρματα χλωμά, χείλη άχρωμα. Ίδιες γυναίκες από καιρό πεθαμένες, με μυστικά ανείπωτα ανάμεσα στα λευκά τους δάκτυλα, σταυρωμένα κάτω από μαλακά στήθη. Έρχονταν πάντα με τα ίδια ρυθμικά βήματα χωρίς να αφήνουν ίχνη στον αέρα, σχεδόν αγγίζοντας το έδαφος, εκείνες οι σκοτεινές νύχτες των μεσοκαλόκαιρων της μοναχικής ζωής μου.
Ο χρόνος ο δικός μου ήταν πάντα η νύχτα. Η νύχτα και η αγρυπνία, ατελείωτες και οι δυο. Από το πέτρινο βάθρο μου παρακολουθούσα την ημέρα τις τελετουργικές ακολουθίες των ανθρώπων με το στατικό, κοίλο βλέμμα εκείνου που δεν μπορεί να νιώσει τον πόνο. Άκουγα τους ασταμάτητους θρήνους που ξεχύνονταν τις νύχτες κυματιστά, μουρμουρητά από τα έγκατα του μικρού μου κήπου με την απάθεια της πέτρας που με είχε γεννήσει. Ακολουθούσα με το βλέμμα μου, από τις πέτρινες κόχες άδειων ματιών, τα φλογερά βλέμματα των μορφών εκείνων που δε λέμε τα ονόματά τους, να περιφέρονται σκυφτοί ανάμεσα στις πλάκες από μάρμαρο, μυρίζοντας σαν σκυλιά, ακατανόμαστες μορφές φτιαγμένες από σκοτάδι, να αναζητούν τις ψυχές που τους είχαν υποσχεθεί πως θα τους έθρεφαν. Και ήταν τρομακτικές οι φωνές των απελπισμένων, όταν τους έβρισκαν.
Μα εγώ ήμουν η πέτρα. Εγώ δεν είχα όνομα ούτε ψυχή να δώσω σε κανέναν. Στεκόμουν πλάι στην καγκελόφρακτη περίφραξη, περήφανος φύλακας του πιο όμορφου μνημείου στον μικρό μας κήπο. Καθισμένος πάνω στο μαρμάρινο βάθρο μου στα δεξιά της μικρής σιδερένιας πόρτας, ήξερα πως εδώ κανένας δαίμονας δε θα πλησίαζε ποτέ, γιατί εδώ κοιμόταν η πιο όμορφη, η πιο αθώα και πιο ευγενική ψυχή που είχε γεννήσει ο κόσμος αυτός. Περνώντας από εδώ ακόμα κι εκείνοι που τα ονόματά τους ποτέ δε λέμε, σταματούσαν και η σκοτεινή φωτιά στα μάτια τους τρεμόπαιζε διστακτικά για λίγο σαν να μαλάκωνε κάπως το παγωμένο σκοτάδι μέσα τους. Γυρνούσαν πάντα κατά τα πέτρινα σκαλοπάτια με τη μικρή ξύλινη πόρτα στην κορυφή τους, κοιτούσαν κι αναστέναζαν, αναθυμούνταν για λίγο το φως, εκείνο το φως που τρεμοπαίζει στις ψυχές των πλασμάτων της μέρας, κι έφευγαν γρήγορα να χωθούν και πάλι στο σκοτάδι προτού τους αφανίσει η απελπισία της μικρής αυτής αναλαμπής τρυφερότητας. Και χάνονταν πλάι μου μες την ομίχλη που σερνόταν, κουλουριαζόταν και συστρεφόταν ανάμεσα στα πόδια τους με βιαστικά σερνάμενα βήματα κι ανάσες βαριές που μύριζαν αίμα και χώμα, λάσπη και ρίζες.
Ήμουν εκεί από την αρχή. Πολύ πριν αρχίσουν εκείνοι να έρχονται. Προτού χτιστεί η εκκλησία και μπει ο περίβολος στο μικρό μας κοιμητήρι. Ακόμα και προτού θεμελιωθεί η πόλη των ανθρώπων που ήρθαν από τη θάλασσα. Θυμάμαι τους πρώτους ιθαγενείς κι ακόμα πιο πριν τα πρώτα δέντρα και τα πρώτα πρωινά του κόσμου αυτού. Ατελείωτες γαλάζιες εκτάσεις, θάλασσες και ουρανοί που ζευγάρωναν μεταξύ τους σε αμετάκλητα σχήματα, πέτρες και χώματα ζυμωμένα με τα νερά και τους ανέμους ενός καινούριου κόσμου. Εγώ ήμουν εδώ από πάντα, μόνο που ήμουν πολύ πιο μεγάλος. Τώρα πια έχω μικρύνει πολύ. Μα έχω σχήμα πιο προσιτό στον ανθρώπινο νου.
Μοιάζω αρκετά με τις μορφές των ανθρώπων. Μάλλον θυμίζω κάτι από αυτούς, από αυτό που απομένει, όταν αρχίζουν για το μεγάλο τους ταξίδι. Το αληθινό ταξίδι τους.
Εγώ είμαι πάντα εδώ. Όμως τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου τα μάγια που με δένουν στο μαρμάρινο ετούτο βάθρο λύνονται μέχρι την αυγή. Και τότε μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω κι εγώ όπως οι θνητοί στα χλοερά μονοπάτια του μικρού μας κήπου κι ανάμεσα στους δρόμους της όμορφης πολιτείας των ανθρώπων. Και πάντα σηκώνομαι. Και κάνω τον μικρό μου περίπατο στον κόσμο των θνητών. Και βλέπω πολλά κι ακούω πολλά κι ας το γνωρίζω καλά πως με το πρώτο φως της αυγής θα γίνω πάλι ένα με την πέτρα που με γέννησε, χωρίς να μπορώ να αισθανθώ και πάλι τίποτα.
Υπέροχες νύχτες του μεσοκαλόκαιρου στα μονοπάτια της μικρής μας πόλης! Να περπατώ μόνος μέσα στη νύχτα, γυμνός από την κρύα φυλακή της πέτρας, με σάρκα και κόκκαλα. Τα μαλακά φτερά μου διπλωμένα κάτω από τον μακρύ μανδύα, οι άδειες κόχες των ματιών ζωσμένες την κίτρινη φλόγα της δανεικής ενόρασης, να βλέπω τα πάντα και παντού ξεδιψώντας τη στατικότητα τόσων ζωών. Να περπατώ και να ακούω τους αναστεναγμούς ανάμεσα στα όνειρα, τις επιθυμίες που μηρυκάζουν ασυγκράτητοι οι άνθρωποι τις νύχτες, την ερημιά των μοναχικών κορμιών που δέονται για λίγη ανακούφιση.
Πόσο βασανιστικό είναι να υπάρχεις τελικά μέσα στη σάρκα. Μια διαρκής αφύπνιση είναι το κορμί. Το νιώθω κι εγώ τις λίγες ώρες που ντύνομαι τη σάρκα και τα κόκκαλα, τις μόνες ώρες που έχω το προνόμιο να νιώσω ξεχνώντας την ανάμνηση του βράχου που ήμουν κάποτε, σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου.
Να περνώ λοιπόν με τα βαριά μου βήματα, σέρνοντας το μαύρο μανδύα και το σουραύλι μου από κόκκαλα μέσα σε σκοτεινούς δρόμους κρυφοκοιτάζοντας στις κάμαρες καταραμένων ποιητών που αργοπεθαίνουν στη μνήμη κάποιου από καιρό ξοφλημένου έρωτα, μπροστά από ένα μισοτελειωμένο κερί. Να ανατριχιάζουν τα φτερά μου μαζεμένα στη θέα των ματιών μιας γάτας που ξέρω πως με παρακολουθεί αθέατη πίσω από τη μισοτραβηγμένη στο πλάι κουρτίνα ενός φτωχικού σπιτιού στο πλάι του δρόμου. Να οσμίζομαι σαν κυνηγόσκυλο από μακριά τα μικρά αγκομαχητά της μάχης του έρωτα σε μακρινά δωμάτια και άγνωστά μου σπίτια κι αλλού σιγανά τραγούδια και σκοτεινά όνειρα. Να τρυπώνω ακάλεστος στους εφιάλτες αγνώστων και να δοκιμάζω τη μουσική από το σουραύλι μου στα ανατριχιαστικά μονοπάτια της νυχτερινής αγωνίας τους, να ακούω τις στάλες αλμυρού ιδρώτα που κατρακυλούν στο μέτωπό τους. Να περπατώ, να περπατώ ασταμάτητα και να συλλέγω τις στιγμές εκείνες της μικρής ζωής των ανθρώπων μέσα στη νύχτα, να τις κρατώ σαν φυλαχτά και να τις γεύομαι από απόσταση, με τη διακριτικότητα που μου δίνει η προστασία της αόρατής μου παρουσίας.
Τα μεσοκαλόκαιρα είναι γεμάτα τρόμους για τους αδαείς. Μα για τους μυημένους, μια μικρή συλλογή σκοτεινών απολαύσεων. Κι ο όμορφος μικρός μας κήπος που τον αρνούμαι για τα θέλγητρα του κόσμου των θνητών, ένας αληθινός μικρόκοσμος της θλίψης.
Ακούγονται τότε πιο δυνατά οι κραυγές και τα κλάματα των καταδικασμένων, τα μοιρολόγια για το φως εκείνων που έφυγαν νωρίς ή που πικράθηκαν αναίτια και τώρα στοιχειώνουν με τις σκέψεις τους, καθώς ξυπνούν τις νύχτες ανήσυχοι στα μικρά τους δωμάτια για να τρυπώσουν στους εφιάλτες αυτών που έμειναν πίσω. Ακούγονται όμως και οι σιωπές εκείνων που δέχτηκαν τη μοίρα των ανθρώπων με την περίσκεψη και την υπομονή που δίνουν η εγκαρτέρηση και η σοφία.
Αμέτρητες σκιές γυρίζουν τα μεσοκαλοκαίρα στο μοναχικό μας κοιμητήρι. Σκιές που αφήνουν για λίγο τις σκοτεινές τους κατοικίες κάτω από τις ρίζες των δέντρων στα βάθη του δάσους μας, τις γλιστερές σπηλιές και τα λαγούμια κάτω από άχρηστα από καιρό πηγάδια, μορφές ακατανόμαστες που περπατούν σκυφτές, ρουθουνίζοντας, με μακριά αλλοπρόσαλλα μέλη και βήματα βαριά αφήνοντας απροσδιόριστα χνάρια ζώων στο πέρασμά τους. Υβρίδια των ανθρώπινων τρόμων και των πειραμάτων των θεών, τα παραπαίδια του κόσμου της ομίχλης, τα θετά παιδιά της. Περιφέρονται εδώ κι εκεί παραπατώντας ανάμεσα στις πέτρες και τα μάρμαρα, μουρμουρίζοντας με τραχιές φωνές τα καλέσματά τους κι ανατριχιάζουν οι ψυχές που ακούνε τα ονόματά τους στα σκοτάδια.
Μα εγώ περπατώ με βήματα ακούραστα στα πλακοστρωμένα δρομάκια της πόλης, μακριά από τους τρόμους που φωλιάζουν στον μικρό μας κήπο. Οι τρόμοι αυτοί δε θα πλησιάσουν στη μαρμάρινη θέση μου, δε θα φωνάξουν ποτέ το όνομα εκείνης που κοιμάται κοντά μου, εκείνη δεν έχει να φοβάται τίποτα. Κι όταν η ώρα περάσει κι οι άνθρωποι αρχίσουν να αναδεύονται στους ύπνους τους αφήνοντας πίσω τους τα όνειρα της νύχτας και τα οράματα της αϋπνίας τους, όταν το φεγγάρι, μια μπάλα άλικη, κατρακυλήσει πίσω από τα δέντρα για να λιώσει αιμάτινο στις κορυφές τους σκορπίζοντας κάτι από τους αόρατους τρόμους της νύχτας σαν τελευταία πινελιά στην πεζή συμβατικότητα της μέρας, γυρίζω πίσω στη γνώριμη θέση μου, στο βάθρο μου από μάρμαρο πλάι στον αγαπημένο τάφο.
Κάθομαι εκεί και περιμένω την αυγή. Ακούω με την ηρεμία εκείνου που έχει αποδεχτεί το πεπρωμένο του στους τελευταίους θορύβους της νύχτας. Πουλιά και ζώα που μαζεύονται στις φωλιές και τα λαγούμια τους, χρώματα που τρυπώνουν διστακτικά στην παλέτα του κόσμου, φωνές και ψίθυροι κάτω απ’ τη γη, πόδια που σέρνονται να επιστρέψουν στα σκοτάδια που τα έθρεψαν, ένας μαύρος γάτος που κοιτά ακόμα με προσμονή μια κλειστή ξύλινη πορτα, το θρόισμα της σιωπής κόκκινων μαλλιών που θυμούνταν αργά τον άνεμο που χόρευε κάποτε ανάμεσά τους κι ένα ζευγάρι μάτια που τα κοιτούσαν με λαχτάρα, κάποτε, πριν κάμποσες ζωές.
Ανακάθομαι στο βάθρο μου στοχαστικός και ήρεμος και παίρνω τη συνηθισμένη στάση. Καθιστός με τα μακριά φτερά μου, τα μαυρισμένα και χαρακωμένα απ’ τις βροχές και τους τραχείς ψιθύρους των ανέμων των χειμώνων έξω από τον μανδύα μου, μια μορφή αποστεωμένη, κρανίο με άδειες κόγχες και μακριά λευκά κόκκαλα, στρέφω και πάλι τα χέρια κοντά στο πρόσωπο και φέρνω το σουραύλι μου από ανθρώπινα κόκκαλα μπροστά στα χείλη, να προσποιούμαι αιώνια πως μαθητεύω ακόμα τη μελωδία της ζωής εκείνη που ποτέ δεν πρόλαβα να μάθω. Γιατί είμαι καμωμένος από πέτρα ξέρετε και η πέτρα γνωρίζει τα πάντα χωρίς ποτέ της να διδάσκεται.
Κι ο μαύρος γάτος με μάτια σαν ξυράφια περνά μπροστά μου με την πρώτη αχτίδα του ήλιου κι αγγίζει με την αριστερή του πατούσα την πέτρα που ξανάγινα και με κοιτά με θλίψη. Γιατί αυτός γνωρίζει πως είναι να περιμένεις αιώνια, να ζεις για μια ζωή το όνειρο της προσμονής και να ελπίζεις ότι η πέτρα που κλείνει την ψυχή ή την αγάπη σου κάποτε θα ραγίσει κι ο Λάζαρος, ψυχή και σώμα θα ανέβει στο φως θριαμβευτής για να σου πει ότι διαλύθηκαν όλοι οι τρόμοι του θανάτου και της νύχτας.
Πόσο μεγάλο μαρτύριο αλήθεια να είσαι αιώνιος. Κι ακόμα πόσο μεγαλύτερο να μην τελειώνεις μαζί με εκείνον που αγαπάς...
Και η ομίχλη σκορπίζει κι αυτή κάτω απ’ τα πόδια μας...
Δέσποινα Μανωλακάκη