Μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας στην πραγματικότητα αλλά όχι στις αναμνήσεις μας.
-Stanislaw Jerzy Lec
Όταν ξύπνησε η Μελίνα η ώρα είχε πάει ήδη οχτώ. Ο Ιάσονας δεν είχε φύγει ούτε λεπτό από δίπλα της. Για λίγο μόνο είχε κλείσει τα μάτια του. Η Μελίνα, ανοίγοντας τα μάτια της, τον ένιωσε δίπλα της με το χέρι του να είναι τυλιγμένο γύρω της. Όσο κοιμόταν εκείνη, ο Ιάσονας την κρατούσε αγκαλιά και δεν σταμάτησε λεπτό να την κοιτά αναπολώντας τις όμορφες στιγμές που πέρασαν μαζί.
Γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε έτσι γαλήνιο που κοιμόταν. Δειλά το χέρι της βρέθηκε στα μαλλιά του κι έπειτα στο μάγουλο του. Εκείνος την ένιωσε, όμως δεν άνοιξε τα μάτια του. Του άρεσε το άγγιγμα της. Του είχε λείψει... Όταν αποφάσισε να ανοίξει τα μάτια του, εκείνη τρομοκρατημένη απομάκρυνε αμέσως το χέρι της και προσπάθησε να σηκωθεί μα, όπως ήταν φυσικό, εκείνος δεν την άφησε.
«Γιατί φεύγεις;» την ρώτησε και με το σώμα του κάλυψε το δικό της. Η Μελίνα τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια της καθώς δεν το περίμενε. «Τι... Τι κάνεις;» τον ρώτησε μπερδεμένη.
Ο Ιάσονας δεν της απάντησε. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και το χερι του ξεκίνησε μια διαδρομή από τον λαιμό μέχρι την κοιλιά της... Την άγγιζε αισθησιακά χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από το δικό της. Τα χείλη του κάλυψαν απαλά τα δικά της ενώ τα χέρια του συνέχιζαν να αγγίζουν το σώμα της. Ήθελε να την νιώσει. Μετά από τόσο καιρό ήθελε να την κάνει ξανά δική του... Είχε την ανάγκη να την αισθανθεί, να τη γευτεί.
Μα ξάφνου οι μνήμες ξύπνησαν. Ο εφιάλτης επέτρεψε... Οι εικόνες εκείνης της νύχτας, σαν εχθρός λυσσασμένος έτοιμος να την κατασπαράξει, ήρθαν ξανά στην επιφάνεια. Κάθε του άγγιγμα της θύμιζε την βίαιη νύχτα που έζησε. Θυμήθηκε ξανά τα χέρια εκείνου να αγγίζουν και να χτυπάνε το σωμα της χωρίς έλεος. Ένιωθε ξανά τα χείλη του να αφήνουν τα δικά του σημάδια επάνω της... Δεν έφταιγε ο Ιάσονας. Εκείνη έφταιγε. Ή μάλλον εκείνος που την κατέστρεψε χωρίς δισταγμό.
«Τι θέλεις εσύ εδώ;Ο Ιάσονας δεν έχει γυρίσει ακόμα.» Πρώτη φορά ερχόταν σπίτι τους... Πρώτη φορά που ερχόταν όταν δεν ήταν και ο άντρας της εκεί. Κάθε φορά που βρισκόταν δίπλα του ένιωθε αμηχανία. Από την πρώτη στιγμή της έδειξε πως δεν την ήθελε πλάι στο Ιάσονα .Δεν ήξερε όμως το γιατί. Μπροστά στο Ιάσονα της φερόταν γλυκά και την βοηθούσε αλλά, μόλις ο Ιάσονας απουσίαζε, δεν δίσταζε να την απειλεί και να της κανει φανερό πως θα έκανε τα παντα για να την διώξει...
«Ώστε είσαι έγκυος...»
Την έπιασε απροετοίμαστη. Πώς ήξερε εκείνος για την εγκυμοσύνη; Κανεις δεν το γνώριζε ακόμα πέρα απο την αδερφή της.
Εκείνο το βράδυ είχε πληροφορηθεί απο τους ανθρώπους του ότι η Μελίνα είχε πάει στον γυναικολόγο. Με λιγα χρήματα παραπάνω έμαθε κάτι που δεν τον ευχαρίστησε καθόλου. Η Μελίνα ηταν έγκυος, γεγονός που δεν τον συνέφερε καθόλου.
Έτσι, χωρίς να σκεφτεί, πήγε στο σπίτι της. Ήξερε πως ηταν μονη της... Για αρχή θα την απειλούσε μόνο, μα τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή. Μεθυσμένος απο την ζήλια και την κακία που τον χαρακτήριζε, άρχισε να την χτυπά. Όταν του είπε πως δεν επρόκειτο να ρίξει το παιδί θόλωσε...
«Αυτό το παιδί θα γεννηθεί. Ειναι δικό μου και του Ιάσονα.Φύγε απο το σπίτι μου τώρα!» ούρλιαξε και τον έσπρωξε μακριά της.
«Αυτό το παιδί δεν πρέπει να γεννηθεί. Με ακούς; Δεν θα το επιτρέψω εγώ να γεννηθεί.» γέλασε σαν τρελός και το χέρι του προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο μάγουλο της αφήνοντας το σημάδι του. Την χτύπησε ξανά. «Παλιό ηλίθια. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να γεννήσεις το παιδί του...»
Έσκισε τα ρούχα της και άρχισε να την φιλα βίαια. Θα έκανε τα πάντα για να μην γεννηθεί αυτό το παιδί. Ήταν τρελός, άθλιος... Ίίδιος ο διάβολος. Δεν είχε ψυχή, ήταν κενός μέσα του.
Κάθε του άγγιγμα και ένα σημάδι στο σώμα της... Αίμα έτρεχε από τις πληγές που εκείνος της προξένησε. Φοβόταν για το παιδί της. Τα χτυπήματα του εσκιζαν την καρδιά της. Με αδύναμη φωνή προσπαθούσε να φωνάξει. Κανείς δεν την άκουγε όμως. Μέχρι το τέλος πάλευε να τον διώξει, ήθελε να σώσει το μωρό που είχε στα σπλάχνα της.
«Το παιδάκι μου...» ψέλλιζε με όση δύναμη της είχε απομείνει. «Άσε με!» ξανά έκανε την προσπάθεια της να φωνάξει, εκλιπαρούσε, ικέτευε, αλλά το κτήνος δεν σταματούσε.
Τέρας! Κτήνος! Άνανδρος! Άθλιος!
Όταν εκείνος ξεκούμπωσε το παντελόνι του ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την Μελίνα. Δεν σκέφτηκε στιγμή το κακό που της έκανε,μπήκε μέσα της βίαια σκίζοντας την ψυχή της στα δύο... Δεν τον ένοιαζαν οι φωνές της. Τον παρακαλούσε να σταματήσει αλλά εκείνος δεν έκανε πίσω.
«Σταμάτα... Α! Σταμάτα....» η φωνή της σπασμένη, η καρδιά της ραγισμένη και η ψυχή της κομματιασμένη.
Μόλις τελείωσε δεν δίστασε να την απειλήσει. Αν μάθαινε πως μίλησε, όχι μόνο θα σκότωνε κάποιον από την οικογένεια της, αλλά θα την ανάγκαζε να δει και τον Ιάσονα να πεθαίνει. Θα τον έκανε να την μισήσει... Δεν θα ήταν ξανά ποτέ μαζί της! Και η απειλή του έγινε πραγματικότητα... Η ζωή της μετατράπηκε σε ένα χάος από το οποίο δεν μπορεί να σωθεί. Σε τι έφταιξε; Γιατί; Γιατί αυτή η αδικία προς το άτομο της; ΓΙΑΤΊ;
«Σταμάτα... Σταμάτα...» ψέλλισε. Δεν άντεχε. Οι μνήμες την είχαν κυριεύσει. Φοβόταν... Νόμιζε πως θα πάθαινε ξανά το ίδιο. Μα ο Ιάσονας δεν είχε καμια σχέση μαζί του. «Όχι! Όχι! Σταμάτα!» φώναξε με περισσότερη δύναμη και τον έσπρωξε απο πάνω της. Σηκώθηκε τρομαγμένη από το κρεβάτι και προσπάθησε να φύγει, μα τα πόδια της δεν της το επέτρεψαν. Λύγισε τα γόνατα της και ακούμπησε στον τοίχο με τα δάκρυα να ρέουν από τα ματια της χωρίς να σταματούν, σαν τα ορμητικά νερά ενός καταρράκτη. «Όχι... Όχι. Όχι!» μονολογουσε μέσα απο τους λυγμούς της.
Ο Ιάσονας δεν την είχε ξανά δει έτσι. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πάθει. Την έβλεπε σε αυτήν την κατάσταση σαστισμένος.
Η Λένα που είχε ακούσει τις φωνές της μπήκε γρήγορα στο δωμάτιο. Το βλέμμα της έπεσε αμέσως πάνω της και έτρεξε κοντά της. «Μωρό μου ηρέμησε. Έλα, κοριτσάκι μου, ηρέμησε...» Την είχε πιάσει ξανά κρίση. Όπως τις πρώτες νύχτες που θυμόταν αυτό που της είχε συμβεί. «Ιάσονα...» Γύρισε προς το μέρος του. Την κοιτούσε χωρίς να λέει τίποτα, σαστισμένος, σπασμένος...
Η γυναίκα του... Κάτι της είχε συμβεί και εκείνος δεν ήξερε τίποτα! Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες. Εεξαιτίας σου τα πέρασε όλα μόνη της... Το δαιμόνιο των τύψεων και της ευθύνης έκανε την εμφάνιση του. Εσύ φταις!
«Πήγαινε έξω σε παρακαλώ...» η Λένα γνώριζε πώς έπρεπε να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση. Είχε βρεθεί μπροστά σε αρκετές ανάλογες καταστάσεις από τότε. Άλλωστε είχε συμβουλευτεί μια πολύ καλή της φιλη, ψυχολόγο στο επάγγελμα.
Η Μελίνα συνέχιζε να κλαίει. Ένιωθε έναν αφόρητο πόνο στο στήθος της, που έκανε τις ανάσες της να βγαίνουν με δυσκολία. Ο Ιάσονας ήθελε να μείνει, αλλά άκουσε τελικά τη Λένα και τις άφησε μόνες τους.
Στο σαλόνι βρισκόταν μονο ο Πέτρος. Μόλις τον είδε έτσι, πήγε προς το μέρος του αμέσως.
«Τι έπαθες, ρε; Τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι;»τον βομβάρδισε με ερωτήσεις.
Όμως ο Ιάσονας δεν απάντησε σε καμία. «Είμαι ένας μαλάκας, Πέτρο! Η Μελίνα μου... Η Μελίνα μου, ρε...» η φωνή του σπασμένη. Για πρώτη φορά ο Ιάσονας λύγισε και δάκρυα γέμισαν τα ματια του. «Η Μελίνα μου...» είπε ξανά σπάζοντας. Τα γόνατα του λύγισαν. Δεν τον κρατούσαν άλλο... Σαν να κουβαλούσαν ένα τεράστιο βάρος και δεν άντεχαν.Ο Ιάσονας άφησε τον εαυτό του ελεύθερο και έπεσε στο πάτωμα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα. Έκλαιγε... Έκλαιγε! Ο πόνος της καρδιάς του τον χτυπούσε αλύπητα. Οι τύψεις έκαναν την εμφάνιση τους σε μια στιγμή, υπενθυμίζοντας του πως εκείνος
έφταιγε...
Έφταιγε όμως; Ένα πιόνι ήταν και αυτός... Ένα θύμα του ίδιου τού του αδερφού. Πόσο γελασμένος ήταν; Καρδιά, μυαλό, τύψεις, ευθύνες, λάθος, ήρθαν για να τον χτυπήσουν σαν τιμωρία. Ένα αλύπητο χτύπημα!
Σύντομα θα μάθαινε και την σκληρή αλήθεια. Την αήθεια που τους οδήγησε σε αυτή την κατάσταση. Τότε ένα νέο ξέσπασμα και μια κατάληξη δικαίωσης τους περιμένει.
Και μια τιμωρία απρόσμενη...
Αναστασία Αλεξίου
-Stanislaw Jerzy Lec
Όταν ξύπνησε η Μελίνα η ώρα είχε πάει ήδη οχτώ. Ο Ιάσονας δεν είχε φύγει ούτε λεπτό από δίπλα της. Για λίγο μόνο είχε κλείσει τα μάτια του. Η Μελίνα, ανοίγοντας τα μάτια της, τον ένιωσε δίπλα της με το χέρι του να είναι τυλιγμένο γύρω της. Όσο κοιμόταν εκείνη, ο Ιάσονας την κρατούσε αγκαλιά και δεν σταμάτησε λεπτό να την κοιτά αναπολώντας τις όμορφες στιγμές που πέρασαν μαζί.
Γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε έτσι γαλήνιο που κοιμόταν. Δειλά το χέρι της βρέθηκε στα μαλλιά του κι έπειτα στο μάγουλο του. Εκείνος την ένιωσε, όμως δεν άνοιξε τα μάτια του. Του άρεσε το άγγιγμα της. Του είχε λείψει... Όταν αποφάσισε να ανοίξει τα μάτια του, εκείνη τρομοκρατημένη απομάκρυνε αμέσως το χέρι της και προσπάθησε να σηκωθεί μα, όπως ήταν φυσικό, εκείνος δεν την άφησε.
«Γιατί φεύγεις;» την ρώτησε και με το σώμα του κάλυψε το δικό της. Η Μελίνα τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια της καθώς δεν το περίμενε. «Τι... Τι κάνεις;» τον ρώτησε μπερδεμένη.
Ο Ιάσονας δεν της απάντησε. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και το χερι του ξεκίνησε μια διαδρομή από τον λαιμό μέχρι την κοιλιά της... Την άγγιζε αισθησιακά χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από το δικό της. Τα χείλη του κάλυψαν απαλά τα δικά της ενώ τα χέρια του συνέχιζαν να αγγίζουν το σώμα της. Ήθελε να την νιώσει. Μετά από τόσο καιρό ήθελε να την κάνει ξανά δική του... Είχε την ανάγκη να την αισθανθεί, να τη γευτεί.
Μα ξάφνου οι μνήμες ξύπνησαν. Ο εφιάλτης επέτρεψε... Οι εικόνες εκείνης της νύχτας, σαν εχθρός λυσσασμένος έτοιμος να την κατασπαράξει, ήρθαν ξανά στην επιφάνεια. Κάθε του άγγιγμα της θύμιζε την βίαιη νύχτα που έζησε. Θυμήθηκε ξανά τα χέρια εκείνου να αγγίζουν και να χτυπάνε το σωμα της χωρίς έλεος. Ένιωθε ξανά τα χείλη του να αφήνουν τα δικά του σημάδια επάνω της... Δεν έφταιγε ο Ιάσονας. Εκείνη έφταιγε. Ή μάλλον εκείνος που την κατέστρεψε χωρίς δισταγμό.
«Τι θέλεις εσύ εδώ;Ο Ιάσονας δεν έχει γυρίσει ακόμα.» Πρώτη φορά ερχόταν σπίτι τους... Πρώτη φορά που ερχόταν όταν δεν ήταν και ο άντρας της εκεί. Κάθε φορά που βρισκόταν δίπλα του ένιωθε αμηχανία. Από την πρώτη στιγμή της έδειξε πως δεν την ήθελε πλάι στο Ιάσονα .Δεν ήξερε όμως το γιατί. Μπροστά στο Ιάσονα της φερόταν γλυκά και την βοηθούσε αλλά, μόλις ο Ιάσονας απουσίαζε, δεν δίσταζε να την απειλεί και να της κανει φανερό πως θα έκανε τα παντα για να την διώξει...
«Ώστε είσαι έγκυος...»
Την έπιασε απροετοίμαστη. Πώς ήξερε εκείνος για την εγκυμοσύνη; Κανεις δεν το γνώριζε ακόμα πέρα απο την αδερφή της.
Εκείνο το βράδυ είχε πληροφορηθεί απο τους ανθρώπους του ότι η Μελίνα είχε πάει στον γυναικολόγο. Με λιγα χρήματα παραπάνω έμαθε κάτι που δεν τον ευχαρίστησε καθόλου. Η Μελίνα ηταν έγκυος, γεγονός που δεν τον συνέφερε καθόλου.
Έτσι, χωρίς να σκεφτεί, πήγε στο σπίτι της. Ήξερε πως ηταν μονη της... Για αρχή θα την απειλούσε μόνο, μα τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή. Μεθυσμένος απο την ζήλια και την κακία που τον χαρακτήριζε, άρχισε να την χτυπά. Όταν του είπε πως δεν επρόκειτο να ρίξει το παιδί θόλωσε...
«Αυτό το παιδί θα γεννηθεί. Ειναι δικό μου και του Ιάσονα.Φύγε απο το σπίτι μου τώρα!» ούρλιαξε και τον έσπρωξε μακριά της.
«Αυτό το παιδί δεν πρέπει να γεννηθεί. Με ακούς; Δεν θα το επιτρέψω εγώ να γεννηθεί.» γέλασε σαν τρελός και το χέρι του προσγειώθηκε με δύναμη πάνω στο μάγουλο της αφήνοντας το σημάδι του. Την χτύπησε ξανά. «Παλιό ηλίθια. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να γεννήσεις το παιδί του...»
Έσκισε τα ρούχα της και άρχισε να την φιλα βίαια. Θα έκανε τα πάντα για να μην γεννηθεί αυτό το παιδί. Ήταν τρελός, άθλιος... Ίίδιος ο διάβολος. Δεν είχε ψυχή, ήταν κενός μέσα του.
Κάθε του άγγιγμα και ένα σημάδι στο σώμα της... Αίμα έτρεχε από τις πληγές που εκείνος της προξένησε. Φοβόταν για το παιδί της. Τα χτυπήματα του εσκιζαν την καρδιά της. Με αδύναμη φωνή προσπαθούσε να φωνάξει. Κανείς δεν την άκουγε όμως. Μέχρι το τέλος πάλευε να τον διώξει, ήθελε να σώσει το μωρό που είχε στα σπλάχνα της.
«Το παιδάκι μου...» ψέλλιζε με όση δύναμη της είχε απομείνει. «Άσε με!» ξανά έκανε την προσπάθεια της να φωνάξει, εκλιπαρούσε, ικέτευε, αλλά το κτήνος δεν σταματούσε.
Τέρας! Κτήνος! Άνανδρος! Άθλιος!
Όταν εκείνος ξεκούμπωσε το παντελόνι του ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την Μελίνα. Δεν σκέφτηκε στιγμή το κακό που της έκανε,μπήκε μέσα της βίαια σκίζοντας την ψυχή της στα δύο... Δεν τον ένοιαζαν οι φωνές της. Τον παρακαλούσε να σταματήσει αλλά εκείνος δεν έκανε πίσω.
«Σταμάτα... Α! Σταμάτα....» η φωνή της σπασμένη, η καρδιά της ραγισμένη και η ψυχή της κομματιασμένη.
Μόλις τελείωσε δεν δίστασε να την απειλήσει. Αν μάθαινε πως μίλησε, όχι μόνο θα σκότωνε κάποιον από την οικογένεια της, αλλά θα την ανάγκαζε να δει και τον Ιάσονα να πεθαίνει. Θα τον έκανε να την μισήσει... Δεν θα ήταν ξανά ποτέ μαζί της! Και η απειλή του έγινε πραγματικότητα... Η ζωή της μετατράπηκε σε ένα χάος από το οποίο δεν μπορεί να σωθεί. Σε τι έφταιξε; Γιατί; Γιατί αυτή η αδικία προς το άτομο της; ΓΙΑΤΊ;
«Σταμάτα... Σταμάτα...» ψέλλισε. Δεν άντεχε. Οι μνήμες την είχαν κυριεύσει. Φοβόταν... Νόμιζε πως θα πάθαινε ξανά το ίδιο. Μα ο Ιάσονας δεν είχε καμια σχέση μαζί του. «Όχι! Όχι! Σταμάτα!» φώναξε με περισσότερη δύναμη και τον έσπρωξε απο πάνω της. Σηκώθηκε τρομαγμένη από το κρεβάτι και προσπάθησε να φύγει, μα τα πόδια της δεν της το επέτρεψαν. Λύγισε τα γόνατα της και ακούμπησε στον τοίχο με τα δάκρυα να ρέουν από τα ματια της χωρίς να σταματούν, σαν τα ορμητικά νερά ενός καταρράκτη. «Όχι... Όχι. Όχι!» μονολογουσε μέσα απο τους λυγμούς της.
Ο Ιάσονας δεν την είχε ξανά δει έτσι. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πάθει. Την έβλεπε σε αυτήν την κατάσταση σαστισμένος.
Η Λένα που είχε ακούσει τις φωνές της μπήκε γρήγορα στο δωμάτιο. Το βλέμμα της έπεσε αμέσως πάνω της και έτρεξε κοντά της. «Μωρό μου ηρέμησε. Έλα, κοριτσάκι μου, ηρέμησε...» Την είχε πιάσει ξανά κρίση. Όπως τις πρώτες νύχτες που θυμόταν αυτό που της είχε συμβεί. «Ιάσονα...» Γύρισε προς το μέρος του. Την κοιτούσε χωρίς να λέει τίποτα, σαστισμένος, σπασμένος...
Η γυναίκα του... Κάτι της είχε συμβεί και εκείνος δεν ήξερε τίποτα! Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες. Εεξαιτίας σου τα πέρασε όλα μόνη της... Το δαιμόνιο των τύψεων και της ευθύνης έκανε την εμφάνιση του. Εσύ φταις!
«Πήγαινε έξω σε παρακαλώ...» η Λένα γνώριζε πώς έπρεπε να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση. Είχε βρεθεί μπροστά σε αρκετές ανάλογες καταστάσεις από τότε. Άλλωστε είχε συμβουλευτεί μια πολύ καλή της φιλη, ψυχολόγο στο επάγγελμα.
Η Μελίνα συνέχιζε να κλαίει. Ένιωθε έναν αφόρητο πόνο στο στήθος της, που έκανε τις ανάσες της να βγαίνουν με δυσκολία. Ο Ιάσονας ήθελε να μείνει, αλλά άκουσε τελικά τη Λένα και τις άφησε μόνες τους.
Στο σαλόνι βρισκόταν μονο ο Πέτρος. Μόλις τον είδε έτσι, πήγε προς το μέρος του αμέσως.
«Τι έπαθες, ρε; Τι έγινε; Γιατί είσαι έτσι;»τον βομβάρδισε με ερωτήσεις.
Όμως ο Ιάσονας δεν απάντησε σε καμία. «Είμαι ένας μαλάκας, Πέτρο! Η Μελίνα μου... Η Μελίνα μου, ρε...» η φωνή του σπασμένη. Για πρώτη φορά ο Ιάσονας λύγισε και δάκρυα γέμισαν τα ματια του. «Η Μελίνα μου...» είπε ξανά σπάζοντας. Τα γόνατα του λύγισαν. Δεν τον κρατούσαν άλλο... Σαν να κουβαλούσαν ένα τεράστιο βάρος και δεν άντεχαν.Ο Ιάσονας άφησε τον εαυτό του ελεύθερο και έπεσε στο πάτωμα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα. Έκλαιγε... Έκλαιγε! Ο πόνος της καρδιάς του τον χτυπούσε αλύπητα. Οι τύψεις έκαναν την εμφάνιση τους σε μια στιγμή, υπενθυμίζοντας του πως εκείνος
έφταιγε...
Έφταιγε όμως; Ένα πιόνι ήταν και αυτός... Ένα θύμα του ίδιου τού του αδερφού. Πόσο γελασμένος ήταν; Καρδιά, μυαλό, τύψεις, ευθύνες, λάθος, ήρθαν για να τον χτυπήσουν σαν τιμωρία. Ένα αλύπητο χτύπημα!
Σύντομα θα μάθαινε και την σκληρή αλήθεια. Την αήθεια που τους οδήγησε σε αυτή την κατάσταση. Τότε ένα νέο ξέσπασμα και μια κατάληξη δικαίωσης τους περιμένει.
Και μια τιμωρία απρόσμενη...
Αναστασία Αλεξίου