«Βρε, κάλως τους»,
λέει ο Πήτερ ενθουσιασμένος, ενώ κρατάει στα χέρια δυο τρία πράσινα ματσάκια
από βότανα.
Μπαίνοντας στην κουζίνα, το πρώτο πράγμα που μου
τραβάει την προσοχή, μετά τον κύριο Χάλιγουελ φυσικά, είναι η έντονη μυρωδιά
φασκόμηλου. Κλασσικά, σε όλες τις περιπτώσεις εξαγνισμού είναι το βότανο που
χρησιμοποιείται από όλους. Έπειτα, παρατηρώ ότι έχουν μετακινήσει το τραπέζι
στην άκρη, και στον κενό χώρο που δημιουργήθηκε στη πρότερη θέση του, έχουν
σχεδιάσει στο δάπεδο ένα παράξενο σύμβολο από χοντρό αλάτι, μπόλικα κλαδάκια
βασιλικού, αρτεμισίας και φασκόμηλου και λευκά κεριά. Με πολύ φαντασία, θα
έλεγα ότι μοιάζει με το αστέρι του Δαυίδ, έχουν δημιουργήσει δηλαδή έξι άκρα,
έξι γωνίες, και στο κέντρο του έχουν φτιάξει δύο ομόκεντρους κύκλους. Η Ρίκα
και η Άρια κρατάνε στα χέρια του δυο μπωλ που αχνίζουν ενώ ο Κα και ο Κρίστοφερ
κάθονται όρθιοι κοντά στον πάγκο κρατώντας αναμμένα κεριά.
«Λοιπόν, όλα καλά βλέπω», ξαναλέει ο Πήτερ με ένα
χαμόγελο έξαψης να στολίζει το πρόσωπό του. Φαντάζομαι και μόνο στην ιδέα ότι
θα δοκιμάσει το νέο του ξόρκι, τον κατακλύζουν ρίγη ενθουσιασμού, σαν μικρό
κοριτσάκι σε συναυλία του Μπίμπερ. «Έλα, έλα εδώ Ματ. Κάτσε ακριβώς στο κέντρο
για να αρχίσουμε».
Ο Ματ υπάκουα και με σοβαρό ύφος, κατευθύνεται
αμέσως προς το κέντρο του μαγικού σχήματος και ρίχνει μια αβέβαιη ματιά στον
πατέρα Χάλιγουελ.
«Ε-εδώ καλά είμαι;», ρωτά διστακτικά και φαίνεται
από το κόμπιασμα στη φωνή του ότι ο μεγάλος Καζανόβας έχει αγχωθεί πραγματικά.
Η άλλοτε γαϊδουροφωνάρα του έχει κατέβει δέκα τόνους και δεν φαίνεται να έχει
καμία διάθεση για αστειάκια, όπως φαινόταν πριν από μερικά μόλις λεπτά. Έτσι
αγχωμένο που τον βλέπω, αγχώνομαι κι εγώ.
«Εμείς τι να κάνουμε πατέρα;»
«Τίποτα Τάι, τίποτα. Εγώ, η μητέρα και η αδερφή σου
θα φροντίσουμε να γίνουν όλα όπως πρέπει», λέει στον Τάι, οπότε και αυτός με
πιάνει απαλά από το μπράτσο και πηγαίνουμε να κάτσουμε λίγο πιο πέρα από το
χώρο που θα τελεστεί το ξόρκι.
Ο Ματ γυρνά και ψάχνει κάτι γύρω του, εναγωνίως.
Μόλις το βλέμμα του πέφτει στον Τάι, σταματά και τον κοιτά.
«Μην ανησυχείς φίλε μου, είσαι στα καλύτερα χέρια»,
λέει ο Τάι για να τον καθησυχάσει και του κλείνει το μάτι ζωηρά. Ο Ματ χαμογελά
και αυτός σε απάντηση στα λόγια του φίλου του και μας γυρνά την πλάτη,
στρέφοντας όλη του την προσοχή, ψιλοανακουφισμένος πλέον, στον Πήτερ.
«Μόνο που για να ξεκινήσουμε θα σε παρακαλούσα να αφαιρέσεις
την μπλούζα σου Ματ», λέει χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του ο
Πήτερ, ενώ ταυτόχρονα ανάβει μερικά ματσάκια με βότανα που έχει στο χέρι του,
τόσο όσο να αρχίσουν να καπνίζουν. Αμέσως τα αρώματά του πλημμυρίζουν τον χώρο
και χτυπάνε ευχάριστα τα ρουθούνια μου.
Ο Ματ χωρίς ιδιαίτερες αναστολές, βγάζει αμέσως την
μπλούζα του και την πετάει προς την μεριά της Μίμη, η οποία φυσικά την πιάνει
στον αέρα και έπειτα μένει τα χαζεύει το αγόρι της σαν ξερολούκουμο. Εντάξει,
δε λέω, ακόμα κι εγώ θα μπορούσα να το κάνω αυτό, αν δεν ήταν στη μέση ένα τόσο
σημαντικό ξόρκι. Ο Ματ είναι ένα πολύ γυμνασμένο αγόρι, με κάτι τεράστιες και
καλογραμμωμένες πλάτες που θα κόλαζαν ακόμα και καλόγρια. Οι τουμπανιασμένοι
και ελαφρώς ιδρωμένοι μύες της πλάτης του γυαλίζουν δελεαστικά υπό το γλυκό φως
του μεσημεριού που εισβάλλει από τα παράθυρα της κουζίνας. Και να θέλει να τους
αγνοήσει κανείς, με τόση γυαλάδα, δεν γίνεται!
«Χμ».
«Μάλιστα».
Ο Πήτερ και η Άρια φαίνονται ξαφνικά ιδιαίτερα
προβληματισμένοι και τα σχόλιά τους μόνο αινιγματικά θα μπορούσα να τα
χαρακτηρίσω, ενώ ακόμα δεν έχει καν ξεκινήσει η τελετή. Όλοι γύρω και μέσα στο
μαγικό σχήμα περιμένουμε να αρχίσει επιτέλους
το ξόρκι εξαγνισμού όμως να που τελικά, δεν ξεκινά ποτέ.
«Εντάξει Ματ, μπορείς να ντυθείς τώρα», λέει η Ρίκα
προστακτικά και σβήνει με δυο ανάσες τα κεριά που κρατούν στα χέρια τους τα
αγόρια, χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση για όλους εμάς που δεν καταλαβαίνουμε τι
συμβαίνει. Έγινε το ξόρκι ή δεν έγινε; Και αν δεν έγινε-που δεν έγινε, ας μην
κοροϊδευομαστε- γιατί δεν έγινε;
«Τ-τελειώσαμε;», ρωτά ο Ματ σαστισμένος.
«Τι; Αυτό ήταν;» συμπληρώνει την απορία του και η
Μίμη.
«Ούτε κατά διάννοια», απαντά και πάλι η Ρίκα,
συνεχίζοντας να μαζεύει τα πράγματα από τριγύρω, αφήνοντας μας στα σκοτάδια.
«Θα μας πει επιτέλους κάποιος τι συμβαίνει;», τολμώ
να ρωτήσω ψιλοεκνευρισμένη και κάνω ένα βήμα προς τη Ρίκα, προσέχοντας να μη
νιώσει κάποιου είδους απειλή από μέρους μου. «Γιατί δεν προχωρήσαμε με το
ξόρκι;»
«Γιατί δε χρειάζεται να το κάνουμε», μου απαντά τελικά
η Άρια. «Ξέρουμε τι συμβαίνει στον Ματ».
Όλοι όσοι προσπαθούμε ακόμα να καταλάβουμε τι
συμβαίνει, στρέφουμε την προσοχή μας στη Άρια.
«Ο Ματ βρίσκεται υπό την επίδραση ενός πολύ ισχυρού
ξορκιού μαύρης μαγείας. Και φυσικά, ενός ξορκιού πανάρχαιου».
«Τι ξόρκι είναι αυτό;», ρωτά με αγωνία ο Ματ.
«Είναι ένα ξόρκι αφύπνισης δαίμονα», απαντά ο Πήτερ
και το βλέμμα του προδίδει θλίψη και φόβο.
«Και εσείς πώς το ξέρετε αυτό;», ρωτά ο Τάι με το
ενδιαφέρον για το φίλο του να εκδηλώνεται έντονα στο ύφος του. Έχει ανησυχήσει.
Και είναι λογικό. Τα βλέμματα της οικογένειάς του είναι εμφανώς ανήσυχα και
απογοητευμένα από την εξέλιξη των πληροφοριών που αποκαλύπτονται.
«Κοίτα το σημάδι στο στήθος του Ματ. Αυτό τα λέει
όλα», απαντά, πάντα ψύχραιμός ο Κα και μπορώ να πω πως εντυπωσιάζομαι που δεν
χρειάζεται επεξηγήσεις, όπως εμείς οι υπόλοιποι.
Με τα λόγια του Κα, ο Ματ γυρνά επιτέλους προς το
μέρος μας. Και τότε μας αποκαλύπτεται αυτό που είδαν όλοι όσοι μπορούσαν να
κοιτάξουν το στήθος του Ματ, όταν έβγαλε την μπλούζα του: πάνω στο μέρος της
καρδιάς, υπάρχει κάτι χαραγμένο, κάτι ανάμεσα σε ουλή και τατουάζ. Από την όψη
βασικά μπορώ να καταλάβω ότι η Μαρί χρησιμοποίησε τα νύχια της γι’αυτό το
αριστούργημα που έχει τη μορφή φτερωτού δαίμονα, αποτελούμενο από τράιμπαλ
σχέδια μέσα σε ένα ανάποδο μισοφέγγαρο.
«Τι, αυτό; Αυτό είναι από το ξόρκι της Μαρί;», ρωτά
η Μίμη και κάνει λες και δεν το έχει ξαναδεί ποτέ, πράγμα που πολύ αμφιβάλλω.
«Ναι, είναι από αυτό το ξόρκι. Όσοι γνωρίζουν το
συγκεκριμένο ξόρκι μπορούν να αναγνωρίσουν το συγκεκριμένο σημάδι».
«Και, τι κάνει αυτό το ξόρκι ακριβώς;», ρωτά ο
Τι-Κέι, με τα μάτια του ολοστρόγγυλα από την έκπληξη και προσπαθώντας να
διατηρήσει την ψυχραιμία του.
«Ακριβώς, δεν ξέρουμε. Οι γνώσεις πάνω σε αυτό το
ξόρκι, το πώς λειτουργεί, τί αποτελέσματα έχει, πώς αντιστρέφεται, έχουν χαθεί
δυστυχώς, μέσα στους αιώνες. Τουλάχιστον από τη μεριά του δικού μας στρατοπέδου»,
απαντά η Ρίκα και αυτά που λέει δεν μου αρέσουν καθόλου. Δηλαδή, ξέρουμε τι
έκανε η Μαρί στον Ματ, αλλά δεν ξέρουμε ούτε το γιατί αλλά ούτε και πώς να το
αντιστρέψουμε;
«Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε, αν συνδυάσουμε
το χρόνο που έγινε το ξόρκι και τις επιπτώσεις που έχει πάνω στον Ματ, είναι
ότι κατά κάποιο τρόπο ΄ξυπνά’ τους εσωτερικούς μας δαίμονες και δημιουργούν
ανεξέλεγκτες, για το μυαλό μας, καταστάσεις».
«Αλλά όλα αυτά είναι απλά υποθέσεις όπως είπατε,
σωστά;»
«Ακριβώς Ματ. Λυπάμαι αγόρι μου. Μακάρι να μπορούσαμε
να σου πούμε περισσότερα».
«Δεν πειράζει κύριε Χάλιγουελ. Ευχαριστώ και για τον
κόπο σας και για τον χρόνο σας», απαντά θλιμμένος ο Ματ και η απογοήτευση είναι
ολοφάνερη στο ύφος του. Με αργά βήματα και ύφος σκεπτικό προχωρά προς τη Μίμη
και αφού φορέσει και πάλι την μπλούζα του, έρχεται προς το μέρος το δικό μου
και του Τάι. «Ευχαριστώ φίλε μου», λέει στον κολλητό του και χτυπά φιλικά τον
ώμο του, με το βλέμμα χαμηλωμένο. «Όλους σας, σας ευχαριστώ», λέει
απευθυνόμενος σε όλους εμάς γύρω του, χωρίς να σηκώσει όμως τα μάτια του απο το
πάτωμα, λες και τα βλέφαρά του κουβαλάνε πια όλο το βάρος του κόσμου πάνω τους.
«Ματ, μην ανησυχείς. Θα τα διορθώσουμε όλα. Τώρα που
έχουμε ένα μπούσουλα και ξέρουμε που να κατευθυνθούμε θα είναι πιο εύκολο, θα
δεις».
«Ναι, Τάι, σε ευχαριστώ», απαντά ο Ματ, χωρίς να
έχει πειστεί ιδιαίτερα και κινείται προς την εξώπορτα. «Νιώθω όμως πολύ κουρασμένος
τώρα. Πάμε Τι-Κέι;»
«Ναι, Ματ, όπως θέλεις», απαντά ο μικρός και με ένα
πηδηματάκι βρίσκεται πλάι του. «Ευχαριστούμε για όλα».
«Τίποτα, απαντά η Κάρι και τότε ο Τι-Κέι στρέφεται
προς το μέρος της και αυτή χαμηλώνει το βλέμμα ντροπαλά.
«Θα τα πούμε αύριο στο σχολείο», της λέει και έπειτα
ακολουθεί τον αδερφό του προς την έξοδο.
Ο Τάι κάνει να τον ακολουθήσει αλλά με ένα βήμα τον
προλαβαίνω και τον σταματώ τοποθετώντας το χέρι μου απαλά στο στήθος του.
«Άφησέ τον για την ώρα. Χρειάζεται λίγο χρόνο μόνος
του», του λέω και νιώθω την καρδιά μέσα στο στήθος του να χτυπάει σαν τρελή από
την ανησυχία. «Θα είναι καλά», προσπαθώ να τον ηρεμήσω και όταν ο Τάι κατεβάζει
το γλυκό του βλέμμα στα μάτια μου, νιώθω πώς εγώ χρειάζομαι κάτι να με ηρεμήσει
πλέον.
«Τον απογοήτευσα», μου εκμυστηρεύεται τη σκέψη του σχεδόν
ψιθυριστά και τα μάτια του υγραίνουν. ‘Επειτα, πιάνει το χέρι μου απαλά και
αφού το φιλήσει ανάλαφρα, το αφήνει να πέσει κάτω και τηλεμεταφέρεται μακριά
μου, σαν λευκή, ελαφριά σκόνη που λαμπιρίζει παιχνιδιάρικα στο φως του
μεσημεριού.
Foni Nats