ΈΡΑΜΠΟΡΝ
ΌΤΑΝ Η ΆΙΣΛΙΝ
ΞΕΚΙΝΗΣΕ ΝΑ ΣΥΝΕΡΧΕΤΑΙ, κειτόταν ξαπλωμένη σε ένα μέρος πολύ διαφορετικό από το
κελί της. Τα μαλλιά της ήταν περιπλεγμένα μεταξύ τους, και οι μακριές τούφες
απλώνονταν πάνω σε ένα μαλακό λευκό μαξιλάρι. Το πρόσωπό της είχε βρει ξανά το
συνηθισμένο, αρκετά λευκό ακόμη, χρώμα του. Το σώμα της ήταν κρυμμένο κάτω από
ένα μάλλινο καφετί σκέπασμα. Το κρεβάτι στο οποίο βρισκόταν είχε μεταλλικό
σκελετό και μερικές μεταλλικές ράβδοι διαπλέκονταν δημιουργώντας λουλούδια στο
προσκέφαλο του.
Οι τοίχοι του
δωματίου ήταν διακοσμημένοι με πολλούς πίνακες ζωγραφικής. Όλοι τους εξέπεμπαν
κάτι μοναχικό. Ο πρώτος απεικόνιζε έναν άνθρωπο σε έναν έρημο δρόμο, και ήταν
χρωματισμένος με γκρίζες αποχρώσεις. Ο επόμενος έδειχνε μία ψηλή βουνοκορφή που
ένα κομμάτι της κρυβόταν από την στρώση των σύννεφων. Ο τρίτος έδειχνε μία
γυναίκα, χωρίς κανένα χαρακτηριστικό στο πρόσωπό της. Το σώμα της ήταν σκυφτό
και τα χέρια της ήταν ακουμπισμένα στο μέτωπό της προδίδοντας απόγνωση. Ο
τελευταίος ήταν η απεικόνιση μίας τσουχτερής χειμωνιάτικης νύχτας. Οι μαύροι
κορμοί των δέντρων και τα άδεια κλαδιά τους διαγράφονταν έντονα. Κάτω από αυτά
κούρνιαζε μια παχιά στρώση χιονιού που κάλυπτε το έδαφος. Κάθε πίνακας
καταλάμβανε πολύ μεγάλο μέρος σε έναν από τους τέσσερις τοίχους. Ένα χαλί με
μελί αποχρώσεις σκέπαζε το δάπεδο του δωματίου κρύβοντάς το ολοσχερώς. Στο
δωμάτιο δεν υπήρχε κανένα άλλο έπιπλο εκτός από το κρεβάτι.
Τα μάτια της
Άισλιν πετάρισαν και μόλις συνειδητοποίησε πως δεν βρισκόταν στο κελί της,
άνοιξαν διάπλατα. Με τα χέρια της έκρυψε τα μάτια της, τα οποία είχαν μόλις
έρθει σε επαφή με το μεγάλο φωτιστικό, που βρισκόταν λίγα μέτρα πάνω από το
κεφάλι της. Είχε συνηθίσει το μισοσκόταδο, και το απρόσμενο φως την είχε
πονέσει. Τα κράτησε ερμητικά κλειστά και απομάκρυνε το χέρι της από το πρόσωπό
της. Ο πόνος που είχε νιώσει όταν είχε αντικρύσει το φως κατάματα ήταν η
απόδειξη πως ζούσε ακόμη. Αλλά την είχε πληροφορήσει επίσης, πως δεν βρισκόταν
πια μέσα στο κελί της. Χωρίς να μπορεί να το πιστέψει άφησε τα χέρια της να
ψηλαφήσουν μανιωδώς τα σκεπάσματα του κρεβατιού. Ήταν απαλά. Το κελί της ήταν
πάντοτε σκληρό. Τώρα που το σκεφτόταν, η δυσωδία της σαπισμένης σάρκας και του
αίματος δεν υπήρχε πια. Το στομάχι της ανακατεύτηκε επικίνδυνα από την αγωνία
και τον φόβο. Αν δεν βρισκόταν στο κελί της, τότε ήταν στον πραγματικό κόσμο.
Οι αναμνήσεις από
την φωτιά έκαψαν τα μάτια της. Το σώμα της αναρίγησε και τα ζυγωματικά του
προσώπου της σκλήρυναν. Τώρα καταλάβαινε το βάρος που είχαν οι αναμνήσεις. Είχε
αποκτήσει μόλις μια κακή ανάμνηση κι όμως ολόκληρο το σώμα της έτρεμε. Όλον
αυτό τον καιρό θρηνούσε για όσα δεν θυμόταν. Μα αν είχε πολλές τέτοιες
–τρομακτικές και επώδυνες- στιγμές να θυμάται, ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Παρά
την δυσφορία που αισθανόταν, άφησε το μυαλό της να επιστρέψει στην θύμηση όσων
είχαν συμβεί. Την έλεγαν Άισλιν και είχε γνωρίσει κάποιον σακατεμένο άντρα που
την γνώριζε. Εκείνος ο άντρας με ένα κόκκινο πετράδι είχε βάλει φωτιά στον
αυχένα της. Η φωτιά είχε εξαπλωθεί ραγδαία σε όλο της το σώμα κι εκείνη είχε
λιποθυμήσει. Όχι, δεν ήταν πραγματική φωτιά. Τώρα που το σκεφτόταν, ίσως να
ήταν απλά ένα ζωντανό όνειρο. Βρισκόταν τόσο καιρό στο κελί που δεν θα ήταν
αδύνατο να ξεκινούσε να τρελαίνεται. Μπορεί μάλιστα να είχε ψευδαισθήσεις. Πώς
ήταν σίγουρη πως το φως που είχε πονέσει νωρίτερα τα μάτια της ήταν αληθινό;
Πως ήξερε ότι δεν βρισκόταν μέσα στο κελί; Κι αν βρισκόταν σε κάποιο άλλο
μέρος, μήπως ονειρευόταν;
Μισάνοιξε τα μάτια
της εξεταστικά. Για μια ακόμη φορά δέσμες φωτός επιτέθηκαν στα μάτια της. Η όρασή
της παρέμεινε θολή για μερικές στιγμές. Όταν τα μάτια της δεν πονούσαν πια από
το άπλετο φως, η όρασή της ξεκίνησε να καθαρίζει. Ανακάθισε ταραγμένη και
παρατήρησε το δωμάτιο που την περιέβαλλε. Τώρα πια ήξερε πως δεν κοιτούσε το
κελί της. Στιγμιαία τα μάτια της έμειναν στους θλιβερούς πίνακες, και ένιωσε
μία στρώση μοναξιάς να την τυλίγει. Αναστέναξε ανακουφισμένη από την ίδια της
τη μοναξιά. Τότε που οι άντρες είχαν
μπει στη φυλακή της είχε αισθανθεί τόσο εγκλωβισμένη που δεν μπορούσε να
ανασάνει. Τώρα, καθώς κοιτούσε τους μεγάλους πίνακες, ένιωθε ασφαλής και μόνη.
Δεν μπορούσε να
πάψει να αναρωτιέται αν βρισκόταν μέσα σε κάποιο όνειρο. Πέταξε τα σκεπάσματα
από πάνω της και προς μεγάλη της έκπληξη είδε ότι φορούσε ένα λευκό φόρεμα. Δεν
ήταν το ένδυμα που φορούσε όταν είχε λιποθυμήσει, δεν ήταν αυτό το ρούχο των
φυλακισμένων. Κοίταξε τα χέρια της, ψάχνοντας για τις γκρίζες στάχτες και
σκόνες του κελιού της όμως το δέρμα της έλαμπε καθαρό κάτω από τον έντονο
φωτισμό της λάμπας. Όλα όσα παρατηρούσε παρέπεμπαν πως ονειρευόταν.
Σηκώθηκε όρθια και
ένιωσε τα πέλματά της να αγγίζουν το χαλί. Ήταν τόσο απαλά. Ως τότε δεν είχε
ιδέα πως ήταν να περπατάει χωρίς να νιώθει τα πόδια της να σκίζονται και να
πονάνε από την αδρή πέτρα. Τώρα ήξερε πως το χαλί την έκανε να νιώθει ζεστασιά.
Όλο της το σώμα φάνταζε πιο ανάλαφρο τώρα. Ξεφύσησε ικανοποιημένη και συνέχισε
την πορεία προς την μία πόρτα του δωματίου. Συνολικά υπήρχαν δύο. Η πρώτη πόρτα
ήταν λευκή ενώ η δεύτερη ήταν σκουρόχρωμη καφέ. Η Άισλιν έφτασε στην σκουρόχρωμη
πόρτα και γύρισε το πόμολο. Την έσπρωξε, όμως εκείνη έμεινε ανένδοτη στην πίεσή
της. Ήταν κλειδωμένη. Το πρόσωπό της κοπέλας μόρφασε με αδιαφορία. Προχώρησε
στην άσπρη πόρτα, η οποία άνοιξε με ευκολία αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο μπάνιο.
Το χέρι της έσφιξε το πόμολο εκπέμποντας την ένταση που ένιωθε. Υπήρχε ένας
καθρέπτης. Αν έκανε ένα βήμα, θα μπορούσε να αντικρύσει την αντανάκλασή της.
Μερικές ώρες νωρίτερα θα πίστευε πως κάτι τέτοιο ήταν ακατόρθωτο όνειρο. Μα
τώρα που μπορούσε να δει τον εαυτό της, δίσταζε.
Με μια βαθειά
ανάσα μπήκε στο μπάνιο και στάθηκε μπροστά από τον νιπτήρα. Παρατήρησε τον
κατοπτρισμό του εαυτού της. Ήταν αρκετά αδύνατη. Τα χέρια της έμοιαζαν
περισσότερο οστεωμένα τώρα που τα κοιτούσε από μακριά. Τα μαλλιά της κυμάτιζαν
γύρω της και έφταναν μέχρι τη μέση της. Το χρώμα τους ήταν ξανθό αναμειγμένο με
σταχτί. Η κοπέλα αναρωτήθηκε αν οφειλόταν η σκόνη της φυλακής που τα μαλλιά της
θύμιζαν στάχτη. Τα μάτια της είχαν μια γαλαζοπράσινη απόχρωση κοντά στη κόρη
και γκρι χρώμα μακρύτερα. Άγγιξε το πρόσωπό της σε μια προσπάθεια να το
συνηθίσει. Ώστε αυτό έβλεπαν όσοι την κοιτούσαν.
Τα μάτια του
ειδώλου της κοίταζαν βαθειά μέσα στα δικά της. Ποια είσαι; Ρώτησε την
αδυνατισμένη σιλουέτα. Πριν το καταλάβει βρισκόταν μέσα στην άβυσσο του μυαλού
της και έπεφτε. Αντρικά γέλια και χλευαστικές φωνές στριφογύριζαν δίπλα της.
Φρουροί, σκέφτηκε σκληρά. Συνέχισε να πέφτει για ώρα. Όταν οι φωνές κόπασαν
επικράτησε απόλυτη ησυχία. Πνιγερή ησυχία. Κάπου από μακριά άκουγε κάποια
σταγόνα να στάζει. Ξανά και ξανά. Αγκάλιασε τον εαυτό της τρομαγμένη και
κράτησε τα μάτια της ερμητικά κλειστά. Ύστερα από ένα λεπτό σταμάτησε να νιώθει
σαν να πέφτει. Μόλις άνοιξε τα μάτια της αναστέναξε ανακουφισμένη. Βρισκόταν
ξανά μέσα στο μπάνιο και κοιτούσε την αντανάκλασή της στον καθρέπτη. Το μυαλό
της έπαιζε παιχνίδια μαζί της, αυτό ήταν σίγουρο. Ακόμη το ένιωθε μουδιασμένο.
Κοίταζε τα μάτια
του κατοπτρισμού της όταν άκουσε την φωνή της να ηχεί δυνατά στο κεφάλι της.
‘Ποια είσαι; Ποια;’ Τα μάτια της γούρλωσαν έκπληκτα από την ζωντάνια των
παραισθήσεών της. Ένιωθε σαν να της μιλούσαν οι ίδιες της οι σκέψεις. Ένα
γάργαρο γέλιο ήχησε μέσα στο κεφάλι της. ‘Ά-ισ-λιν’ είπε τραγουδιστά η φωνή
της, ‘Ή μήπως δεν είσαι εκείνη; Μήπως είσαι ότι ήθελε να απομείνει;’. Η φωνή στο
κεφάλι της ξεκινούσε να την τρελαίνει. Η καρδιά της παλλόταν τόσο γρήγορα που
τράνταζε όλο της το κορμί.
«Ποια είσαι;» Ρώτησε υστερικά με βραχνή φωνή ενώ ακόμη τα
μάτια της παρέμεναν προσηλωμένα στον καθρέπτη. ‘Εγώ είμαι εσύ. Μα εσύ δεν είσαι
σαν και εμένα.’ Της απάντησε η σκέψη για μια ακόμη φορά μελωδικά.
«Άισλιν εσύ είσαι; Θέλεις να θυμηθώ;» Ρώτησε πανικόβλητα η
κοπέλα ενώ δάκρυα ανάβλυζαν από τα μάτια της. ‘Θέλω δύναμη, δύναμη, δύναμη!’
Ούρλιαξε η φωνή στο κεφάλι της.
Η κοπέλα κύλισε
στο πάτωμα και άφησε το σώμα της να καταρρεύσει. Ένιωθε τόσο κουρασμένη
ξαφνικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν η φωνή που άκουγε μέσα στο μυαλό
της. Κι όσο δεν καταλάβαινε, δεν ήξερε πώς να την διώξει. ‘Όχι, μην θυμηθείς.’
Αυτή ήταν για άλλη μια φορά η δική της φωνή μέσα στο κεφάλι της. Μα δεν ήταν
ίδια. Δεν είχε την υστερική χροιά που είχε νωρίτερα. Ακουγόταν σοβαρή και
επιβλητική. Η απάντηση που της έδωσε την βοήθησε να ηρεμήσει. Κατάφερε να
ανασάνει και πριν το καταλάβει είχε αποκοιμηθεί πάνω στο χαλί. Τώρα που ήξερε
πως δεν χρειαζόταν όσα δεν θυμόταν ένιωθε ήρεμη. Εκείνη η δεύτερη φωνή που
υπήρχε μέσα της ήταν σίγουρα πολύ ξεχωριστή. Η κοπέλα την ταύτισε με γαλήνη.
Ενώ η Άισλιν
βρισκόταν κοιμισμένη στο πάτωμα του μπάνιου, κάποιος ξεκλείδωνε την πόρτα του δωματίου
της. Ήταν ένας άντρας που κρατούσε στα χέρια του μερικές πετσέτες και ρούχα.
Φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο και το είχε αφήσει λίγο ξεκούμπωτο. Πάνω από το
πουκάμισο φορούσε ένα δερμάτινο πανωφόρι με τον γιακά ανεβασμένο. Τα μελαχρινά
μαλλιά του, τα οποία δεν ήταν πολύ κοντά, έδειχναν ατημέλητα. Φαινόταν πως είχε
λίγες μέρες να ξυριστεί και αυτό τόνιζε το γωνιώδες σαγόνι του. Τα μάτια του
ήταν πράσινα, εκτός από ένα καστανό κυκλικό περίγραμμα στο εσωτερικό τους. Τα
χείλη του ήταν αρκετά σαρκώδη.
Το πρόσωπό του
ήταν εύθυμο, μέχρι που το βλέμμα του έπεσε πάνω στο άδειο κρεβάτι της Άισλιν.
Τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν και τα μάτια του κοίταξαν εξονυχιστικά τον
άδειο χώρο. Μόλις είδε την μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου αναστέναξε και το
βλέμμα του μαλάκωσε. Προχώρησε προς το κρεβάτι της κοπέλας και άφησε εκεί τα
ρούχα και τις πετσέτες που είχε φέρει. Μόλις τα ξεφορτώθηκε κινήθηκε προς το
μπάνιο. Αρχικά χτύπησε την πόρτα. Όταν δεν έλαβε καμία απάντηση την έσπρωξε
ελαφρά με τη παλάμη του. Εκείνη άνοιξε διάπλατα, υπερβολικά πρόθυμη να τον
υπακούσει. Μόλις ο άντρας αντίκρισε την κοπέλα που κειτόταν στο πάτωμα έτρεξε
κοντά της. Τοποθέτησε τα χέρια του γύρω της και την ανασήκωσε. Πρόσεξε πως
ανέπνεε κανονικά και τα χείλη του σχημάτισαν ένα στραβό χαμόγελο. Αφού ήταν
σίγουρος πως η κοπέλα ήταν καλά, στην σήκωσε και την μετέφερε προς το κρεβάτι
της.
Την στιγμή που το
σώμα της άγγιξε τα σκεπάσματα τα μάτια της πετάρισαν και ύστερα άνοιξαν
διάπλατα. Η πρώτη της σκέψη ήταν πως αισθανόταν δύο ξένα χέρια να την αγγίζουν.
Το ένα βρισκόταν στη μέση της και το άλλο στα πόδια της. Όλα ήταν τόσο περίεργα
από την στιγμή που είχε εμφανιστεί στη ζωή της ο ρακένδυτος άντρας. Αναστέναξε
και κοίταξε τον άντρα του οποίου τα χέρια άγγιζαν το σώμα της.
Δεν είχε
αντικρύσει πολλά πρόσωπα. Έτσι, δεν ήξερε αν τα πράσινα μάτια του άντρα ήταν
ξεχωριστά ή όχι. Εκείνη όμως τα έβρισκε ελκυστικά. Διέφεραν από τα δικά της. Το
χρώμα τους ήταν πιο ζεστό και οικείο. Οι κρύσταλλοι που είχε εκείνη ήταν
παγωμένοι και ψυχροί. Το σταρένιο δέρμα του ήταν πολύ πιο διαφορετικό από
εκείνο του ρακένδυτου άντρα και το δικό της. Και αυτό της φαινόταν όμορφο.
Ολόκληρο το πρόσωπό του ήταν θερμό. Άφησε τα μάτια της να κοιτάξουν εξεταστικά
τα μούσια και τα χείλη του άντρα, που έβρισκε επίσης ελκυστικά. Η Άισλιν έπιασε
τον εαυτό της να τον κοιτάζει έντονα και έστρεψε το βλέμμα της μακριά του.
Εκείνη δεν είχε την αίσθηση του χρόνου, ο άντρας όμως σίγουρα είχε. Όσο εκείνη
τον κοίταζε αφηρημένα του έδειχνε πως τον έβρισκε όμορφο.
Η κοπέλα
ξεροκατάπιε αναστατωμένη από την άβολη κατάσταση. Ο προσωπικός της χώρος
συνέχιζε να απειλείται από τότε που είχε ανοίξει η πόρτα της φυλακής της και
ύστερα. Μόνο που τώρα ένιωθε πιο προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Τώρα μπορούσε
να το αντέξει.
«Κίλιαν χάρηκα». Είπε ο άντρας κομματιάζοντας την σιωπή του
δωματίου. Όταν η κοπέλα δεν ανταποκρίθηκε, τραβήχτηκε μακριά της. Στο σημείο
που τα χέρια του σταμάτησαν να αγγίζουν το σώμα της, η Άισλιν αισθάνθηκε μια
ψύχρα. « Εσένα πώς σε λένε;» Ρώτησε υπομονετικά καθώς στεκόταν όρθιος μπροστά
της.
«Άισλιν». Είπε τελικά η κοπέλα, με τρεμάμενη βραχνή φωνή. Τα
χείλη του Κίλιαν κύρτωσαν σε ένα στραβό χαμόγελο και της έτεινε το χέρι του.
«Θα με αφήσεις να σε συνοδεύσω σε κάποιο μέρος Άισλιν;»
Ράνια Ταλαδιανού