Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 4)

ΒΑΣΑΛΤΗ

       Το επόμενο πρωί ο λαμπερός ήλιος που στολίζει τον ουρανό, δεν μπορεί να φτιάξει τη διάθεση κανενός. Φαντάζομαι πως δείχνω ακόμα πιο χάλια από την περασμένη μέρα. Τον τελευταίο καιρό η εμφάνισή μου είναι κάτι παραπάνω από αξιολύπητη. Έχω χάσει αρκετό βάρος κάνοντας το σώμα μου έναν ζωντανό σκελετό, το δέρμα μου έχει γίνει τόσο ωχρό, που οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια μου μοιάζουν να είναι ζωγραφισμένοι με μαρκαδόρο. Αυτή η κατάσταση δεν είναι καθόλου φυσιολογική για ένα ζωντανό πλάσμα, πόσο για μια βρικόλακα όπως εγώ. Δε θα έπρεπε, να επηρεάζομαι σωματικά από τις παρενέργειες του να είσαι φύλακας της Φλόγας. Οι υπόλοιποι… απλώς δεν έχουν κέφια.
Η Ντάρια σηκώνεται όρθια και ξεροβήχει, για να τραβήξει την προσοχή τους.

«Λοιπόν». Λέει δυνατά. «Επιλογή πρώτη: Επιστρέφουμε στο Ομπλίβιον και την Ακαδημία Ντρόκοα Θέριον και συνεχίζετε να παρακολουθούμε τα μαθήματά σας σαν Φύλακες. Επιλογή δεύτερη: Επιστρέφουμε στην Θαντόρια και ο καθένας αναλαμβάνει τις δικές του υποχρεώσεις. Επιλογή Τρίτη: Συνεχίζουμε να ψάχνουμε για το τι απέγινε η Ρέιβεν».
       «Τι πράγμα;» ξεφωνίζω τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω μου. Γιατί πρέπει, να ασχοληθούμε πάλι με αυτό το θέμα; «Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε για εκείνη; Έχει περάσει ένας μήνας χωρίς κανένα νέο».
       Η Ντάρια ατάραχη σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της και χαμογελά. Τώρα όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα σε αυτήν.
«Είμαι σίγουρη πως κάποια άκρη θα υπάρχει» λέει σιβυλλικά.
«Κι εγώ; Εγώ τι θα απογίνω; Πώς θα τα βγάλω πέρα με ένα ηλίθιο κυνήγι φαντασμάτων;» επιμένω.
Δεν πρέπει να είμαι η πρώτη τους προτεραιότητα στην κατάστασή μου; Η Φλόγα με διαλύει και εκείνοι… απλά θέλουν να συνεχίσουν να κυνηγούν την σκιά της Ρέιβεν. Δεν καταλαβαίνω, τι είναι σημαντικότερο. Προφανώς… όχι η δική μου κατάσταση.
       «Όλο το βράδυ σκεφτόμουν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι εσύ Βασάλτη πλέον δεν μπορείς να ανήκεις στην ομάδα. Λόγω του καινούργιου καθήκοντος που έχεις αναλάβει, αλλά και της αδυναμίας σου. Δεν μπορείς, να πιέζεις τον εαυτό σου περισσότερο απ’ όσο πρέπει».
       «Μα, το να είμαι Φύλακας είναι όλη μου η ζωή. Εγώ…» προσπαθώ να πω, όμως κανείς δεν νοιάζεται.
       «Θα επιστρέψεις στο Αράν για να είσαι ασφαλής ή στην Ακαδημία Ντρόκοα Θέριον. Μπορείς να επιλέξεις. Όσο για το θέμα της Ρέιβεν, απλά δεν γίνεται να την αφήσουμε έτσι. Της χρωστάμε ένα μέλλον στο πλευρό του Μέργκολεθ και για να γίνει αυτό, το σώμα της θα πρέπει να ταφεί. Εγώ θα ψάξω τι απέγινε». Συνεχίζει αυστηρά η Ντάρια. «Λίγο επειδή είναι αίμα μου και είναι το καθήκον μου και λίγο επειδή θυσίασε τη ζωή της για να κρύψει τη Φλόγα. Πρέπει να την βρω και να την θάψω, όπως της αξίζει».
       «Όλοι μας έχουμε αυτό το καθήκον προς εκείνη». Προσθέτει ο Λένιξ, ο Πεμπτουσιωτής των Φωτοφόρων. Σηκώνεται όρθιος και την αγγίζει απαλά στο μπράτσο. «Εγώ θα σε βοηθήσω». Τονίζει.
       «Κι εγώ. Αν πρόκειται για την Ρέιβεν, θα κάνω τα πάντα». Πετάγεται ξαφνικά ο Μπρόουν.
Ο τρόπος που το λέει, μου φαίνεται ειρωνικός και δεν τον καταλαβαίνω καθόλου. Εκείνος ήταν που ήθελε να την κάνει βρικόλακα, την έδεσε με το Ιερό Φιλί και θα γινόταν το κορίτσι του. Υποθέτω πως… όλα αυτά ήταν προσωρινά για εκείνον. Όπως και εγώ. Οι υπόλοιποι Φύλακες γνέφουν καταφατικά. Ο μόνος που δεν λέει την άποψή του, είναι ο Άσερ και έχω μια ελπίδα, πως δεν πρόκειται να με αφήσει ολομόναχη.
       «Εσύ, Άσερ; Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» τον ρωτάω δειλά. Ο Φύλακας της Φωτιάς ανασηκώνει τους ώμους του αδιάφορα.
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Αλλά μάλλον θα επιστρέψω στην Θαντόρια. Σκέφτομαι, να περάσω πρώτα από το Ρασάτ, πριν πάω στο Αράν. Έχω επιθυμήσει τον πατέρα μου». Απαντά αφήνοντας την Ντάρια άφωνη.
       «Τι; Μα ήταν η αδερφή σου!» παγώνει η Φλάριον. «Της το χρωστάς».
       «Όχι, δεν της χρωστάω τίποτα. Ήταν επιλογή της να προστατέψει τη Φλόγα. Δεν της το ζήτησε κανείς. Δεν με χαροποιεί το γεγονός ότι πέθανε, όμως όπως είπε και η Βασάλτη, δεν μπορώ ν’ αρχίσω τώρα να κυνηγάω το φάντασμά της. Η Ρέιβεν τελείωσε για μένα, την αγαπούσα και την νοιαζόμουν, μα είναι νεκρή. Θέλω όσο τίποτε άλλο να τη βρω, έχουμε όμως το χρόνο για κάτι τέτοιο; Θα μπορέσουμε να είμαστε συνεπείς απέναντι στη Φλόγα κι εκείνη ή θ’ απογοητευτούμε κάποια στιγμή και θα τα παρατήσουμε;»
       Νιώθω όλο του το σώμα να σφίγγεται στα σκληρά του λόγια, αλλά δεν μπορούμε, να κάνουμε τίποτα άλλο γι’ αυτό. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου, για να ψάξουμε, τι απέγινε και το πώς εξαφανίστηκε. Αλλά όποιος την πήρε… σίγουρα είναι με το μέρος των Αβυσσαίων, κάτι που θα με βάλει σε πολύ δύσκολη θέση, αν με φέρει αντιμέτωπη μαζί τους. Δεν έχω καν το κουράγιο, να προστατέψω τον εαυτό μου πόσο μάλλον, να υπερασπιστώ τη Φλόγα. Η ζωή μου δεν αξίζει τίποτα αυτή τη στιγμή. Είναι θαύμα που ζω ακόμα.
Για την Ρέιβεν δεν νιώθω την παραμικρή θλίψη. Δεν την ήξερα αρκετά και από αυτό το λίγο… δε θα έλεγα ότι την συμπαθούσα. Για να είμαι ειλικρινείς δε με νοιάζει καθόλου τι απέγινε και αν ήταν στο χέρι μου να αποφασίσω… θα έσπαγα μια και καλή όλους τους δεσμούς μαζί της. Η παρουσία της μόνο προβλήματα έφερε σε όλους και ο θάνατός έπεσε σαν κύμα θλίψης ανάμεσά μας, λες και… σφίγγω τις γροθιές μου, για να σταματήσω αυτές τις ανούσιες σκέψεις. Δεν έχει νόημα πια. Δεν θα πονέσουν τόσο με το να σκαλίζουν το παρελθόν…
       «Κι αυτά που έλεγες χθες; Ότι θα έκανες τα πάντα για να τη φέρεις πίσω; Ότι την αγαπούσες;» φωνάζει η Ντάρια πλησιάζοντάς τον. Τα μάτια της ήταν υγρά και μάλλον στηρίζεται πολύ περισσότερο στην ψήφο του απ’ ότι στην ψήφο των άλλων.
       «Τα υποστηρίζω ακόμα. Όμως θα ήθελα να φέρω την Ρέιβεν πίσω στη ζωή, όχι να ψάξω το νεκρό της σώμα. Η ζωή συνεχίζεται κι εγώ θα προσπαθήσω να συνεχίσω τη δική μου. Εξάλλου, όσο εσείς θα κυνηγάτε τους διώκτες της, κάποιος θα πρέπει να μείνει πίσω για να φροντίσει την Βασάλτη και τη Φλόγα. Έχουμε και άλλο καθήκον, αν θυμάστε». Τονίζει θυμωμένα στενεύοντας τα χείλη του.

       «Δεν ξέρω τι να πω. Πραγματικά…» μορφάζει η Ντάρια απογοητευμένη και φεύγει πρώτη από τη μικρή τους συντροφιά δίχως, να πει τίποτα άλλο. Και τι να πει δηλαδή; Ο ανιψιός της είναι αρκετά μεγάλος, για να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος...

Ηλιάνα Κλεφτάκη