Ήταν λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, όταν ο ταξιδιώτης με το πρόσωπο σταθερά κατεβασμένο στο έδαφος, σκυφτός κάτω από τον βαρύ δερμάτινο μανδύα του, προσπέρασε τις μικρές αγροικίες με τις καλοφροντισμένες αυλές και τα χωράφια για να μπει στην πόλη. Τα βήματά του αργά, αλλά δίχως τη βαρυθυμία της κούρασης, ξεδιπλώνονταν σε σταθερές ακολουθίες πάνω στο νωπό από τη νυχτερινή δροσιά μονοπάτι. Αν και είχε διανύσει μια μακριά κι επικίνδυνη διαδρομή και τα ρούχα του, όπως κι ο παλιός υφασμάτινος σάκος με τα λιγοστά υπάρχοντα τού ταξιδιού του, ήταν σκονισμένα, λασπωμένα και βρώμικα, η βραδύτητα και η ηρεμία με την οποία η σκοτεινή φιγούρα περπατούσε στο σκοτάδι έδινε, στην αρχή τουλάχιστον, την εντύπωση ενός απλού νυχτερινού οδοιπόρου.
Προσπερνώντας τα όμορφα εκείνα σπίτια με τις χαμηλές, σκεπτικές τους σκεπές κοντοστάθηκε και τους έριξε μερικές κλεφτές ματιές κάτω από το γείσο της κουκούλας του, αποσπώντας για λίγο την προσοχή του από τις έγνοιες που κουβαλούσε. Αν κάποιος επινοητικός νους μπορούσε με κάποιο τρόπο να τρυπώσει μέσα στο σκοτάδι εκείνου του μυαλού και να κατέβει πίσω από τα μισόκλειστα βλέφαρα, θα διέκρινε το φάσμα της νοσταλγίας να τρεμοσβήνει σε πολλές μικρές εικόνες που έτρεχαν βιαστικά η μια πίσω από την άλλη. Τα σπιτάκια χτισμένα από πέτρα και ξύλο, με τους λευκούς καπνούς από τα τζάκια αναμμένα σχεδόν πάντα εδώ, ακόμα και τις νύχτες του καλοκαιριού, έπλεαν τόσο γαλήνια μέσα στη νυχτερινή ομίχλη που ανέβαινε από τη θάλασσα με τα λουλούδια στους κήπους να αντανακλούν τις νυχτερινές σκέψεις των άστρων, όταν το λευκό ποτάμι που κυλούσε ανάμεσά τους τους άφηνε το περιθώριο.
Προσπερνώντας τα όμορφα εκείνα σπίτια με τις χαμηλές, σκεπτικές τους σκεπές κοντοστάθηκε και τους έριξε μερικές κλεφτές ματιές κάτω από το γείσο της κουκούλας του, αποσπώντας για λίγο την προσοχή του από τις έγνοιες που κουβαλούσε. Αν κάποιος επινοητικός νους μπορούσε με κάποιο τρόπο να τρυπώσει μέσα στο σκοτάδι εκείνου του μυαλού και να κατέβει πίσω από τα μισόκλειστα βλέφαρα, θα διέκρινε το φάσμα της νοσταλγίας να τρεμοσβήνει σε πολλές μικρές εικόνες που έτρεχαν βιαστικά η μια πίσω από την άλλη. Τα σπιτάκια χτισμένα από πέτρα και ξύλο, με τους λευκούς καπνούς από τα τζάκια αναμμένα σχεδόν πάντα εδώ, ακόμα και τις νύχτες του καλοκαιριού, έπλεαν τόσο γαλήνια μέσα στη νυχτερινή ομίχλη που ανέβαινε από τη θάλασσα με τα λουλούδια στους κήπους να αντανακλούν τις νυχτερινές σκέψεις των άστρων, όταν το λευκό ποτάμι που κυλούσε ανάμεσά τους τους άφηνε το περιθώριο.
Όμορφες, ήρεμες ζωές των απλών ανθρώπων... Ζωές που δε μας ανήκουν, που εμείς δεν έχουμε χώρο για να τις ζήσουμε...
Θυμόταν, όλο και πιο συχνά τελευταία, πολλές από τις προηγούμενες εποχές και η βαρυθυμία και η μοναξιά που ένιωθε μεγάλωναν. Κι όπως άρχισε ξανά να περπατά, λίγο πιο γρήγορα αυτή τη φορά, λες και βιαζόταν να απομακρυνθεί από τις ίδιες του τις σκέψεις, μια στυφή γεύση ανέβηκε στον ουρανίσκο του.
Καθώς τα πόδια του συνάντησαν το πλακόστρωτο του δρόμου της πόλης σταμάτησε για δεύτερη φορά. Ίσιωσε στον ώμο του τον σάκο κι ανασήκωσε το κεφάλι. Στο βάθος της βαριάς κουκούλας που με μεγάλη προσοχή είχε ρίξει πολύ χαμηλά για να καλύπτει τελείως το πρόσωπό του, έλαμψε ένα ζευγάρι κοφτερά μάτια. Ο τόπος είχε αλλάξει πολύ. Οι παλιές εκείνες πρόχειρες καλύβες που είχαν στηθεί κακοφτιαγμένες κι άτσαλες, οι πρόχειρες σκηνές και τα παραπήγματα, οι χωματένιοι παλιόδρομοι και τα αγριόδεντρα, όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους μια καλοσχηματισμένη κι ήσυχη πολιτεία με τα τακτικά της σπίτια, τις αυλές και τα υποστατικά τους. Και μέσα σε αυτά καλοζωισμένοι και τακτικοί άνθρωποι, οικογενειάρχες, πλούσιοι και φτωχοί με τις δουλειές, τις γιορτές και τις αργίες τους.
Στον αέρα όμως τριγύρω επιζούσε ακόμα εξασθενημένος αλλά διακριτικά παρών ο απόηχος εκείνης της ξεθυμασμένης σχεδόν μυρωδιάς που του ήταν γνώριμη από τις περιπλανήσεις του στους σκοτεινούς τόπους του Παλαιού Κόσμου. Μια μυρωδιά που αιωρούνταν πάνω από τις Νεκροπόλεις της Αιγύπτου, τις κατακόμβες της Ρώμης και τα γκρίζα αββαεία της βόρειας Ευρώπης. Ήξερε ωστόσο πως για απόψε τουλάχιστον μπορούσε να παραμείνει ήσυχος. Απόψε όλα ήταν στις θέσεις τους. Εκεί που ανήκαν. Κι εκείνος μπορούσε να βρει τον δρόμο του με την ηρεμία του. Ήταν ακόμα νωρίς, χρόνος υπήρχε τουλάχιστον μέχρι τη νέα σελήνη.
Άνοιξε το βήμα και προσπέρασε τα πρώτα σπίτια της πόλης την ώρα ακριβώς που το ρολόι της κεντρικής πλατείας με το μονότονο χτύπο του σηματοδοτούσε τα μεσάνυχτα.
«Αυτή η πολιτεία, η πόλη μας, θα γίνει κάποτε μια από τις μεγαλύτερες της Νέας Γης».
Τα λόγια του επικεφαλή εκείνης της αποστολής, που τέσσερις γενιές πριν είχε φτάσει εδώ αποδεκατισμένη κι εξαθλιωμένη μετά από ένα μακρύ ταξίδι από την άλλη μεριά του ωκεανού, ήχησαν σε ένα συριστικό τράβηγμα στο μυαλό του. Δεν είχαν απομείνει παρά μια χούφτα άνθρωποι εξαντλημένοι από το ταξίδι πάνω στη θάλασσα, θλιβεροί κι αδύναμοι. Είχαν όλοι εγκατελείψει τις πατρίδες τους, γυναίκες κι άντρες, γιατί εκεί οι περισσότεροι δεν είχαν καμιά ελπίδα. Όλα τα πρόσωπα φαγωμένα από την αθλιότητα, αθλιότητα που είχε πέσει στα κεφάλια τους από τις συγκυρίες της ζωής και τα παιχνίδια της μοίρας ή σε κάποιες περιπτώσεις την είχαν οι ίδιοι προκαλέσει. Δεν ήταν καλή εκείνη η πρώτη ομάδα κι ίσως να ήταν, αν μπορεί να το πει κανείς χωρίς να θεωρηθεί βλασφημία, καλύτερα που οι πιο πολλοί δεν πρόφτασαν να επιζήσουν στο ταξίδι.
Μα έπειτα ακολούθησαν κι άλλοι. Κι οι επόμενες φουρνιές ήταν καλύτερες από την πρώτη. Άνθρωποι ευκατάστατοι κι εργατικοί, κάποιοι με χρήματα και περιουσίες που αναζητούσαν εδώ αυτό που τους είχαν αρνηθεί για διαφορετικούς στον καθένα λόγους στις πρώτες τους πατρίδες: κοινωνική αναγνώριση, δύναμη, εξουσία.
Τα θυμόταν όλα πολύ καλά. Ξεκάθαρα. Λες και όλες οι σκηνές διαδραματίζονταν τώρα μπροστά του. Οι κακουχίες και ο μόχθος των πρώτων εκείνων χρόνων, οι συγκρούσεις για τη γη μεταξύ των νέων αποίκων, αλλά και οι αγώνες εναντίον των λιγοστών καχύποπτων ιθαγενών που είχαν απομείνει προτού υποχωρήσουν ηττημένοι για να εξοντωθούν στην ενδοχώρα. Μα πράγματι τώρα η πόλη είχε γίνει σπουδαία. Όχι πολύ μεγάλη, φαινόταν μάλλον σαν ένα μεγάλο χωριό, μα ευημερούσε. Όμορφα αρχοντικά σπίτια τα περισσότερα, καλοβαλμένα πέτρινα δρομάκια, ηρεμία. Κι οι ιαχές του πολέμου που προετοίμαζαν οι αποικίες για την ανεξαρτησία από τις μητροπόλεις τους στην Ευρώπη δεν έφταναν στον τόπο αυτό, παρά ως εξασθενημένοι αντίλαλοι απόμακροι κι ανίσχυροι να προκαλέσουν ανησυχίες.
Περνούσε τώρα ανάμεσα από τις μακριές σκιές των σπιτιών που ανταγωνιζόμενες η μια την άλλη απλώνονταν σαν μισολυγισμένα ακροδάχτυλα σπασμένα σε άνισες αρθρώσεις. Κι έτσι πλεγμένες τραβούσαν σε μάκρος μέχρι εκεί που τα σπίτια αραίωναν και πάλι για να δώσουν τη θέση τους σε μεγαλύτερες αρχοντικές κατοικίες των ισχυρών του τόπου.
Εδώ και ώρα η κουκούλα του είχε αρχίσει να στάζει από την υγρασία κι άρχισε να νοσταλγεί μια ζεστή φωτιά κι ένα αναμμένο τζάκι. Τόσες μέρες, τόσα χρόνια κι αιώνες σε αυτή την ατελείωτη περιπλάνηση και πάντα αυτή η γλυκιά παραμυθεία της φωτιάς και του ύπνου. Από κάπου μακριά ακούστηκε το κρώξιμο από ένα νυχτοπούλι, αφανής οριοθέτηση του χρόνου.
Έστριψε δεξιά κι ακολούθησε ένα στενό μονοπάτι, πλακόστρωτο κι αυτό από εκείνα που έβγαζαν έξω από την πόλη κατά το δάσος, μα λίγο πιο πέρα το άφησε κι αυτό. Χώθηκε στα πιο στενά δρομάκια, σπρώχνωντας τα βήματά του να ακολουθήσουν λίγο γρηγορότερο ρυθμό. Τώρα το τοπίο γύρω του είχε αλλάξει, τα ψηλά καλοφροντισμένα σπίτια είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε άλλα χαμηλότερα και με μικρότερες αυλές, κοντύτερα το ένα με το άλλο, σχεδόν σκυφτά το καθένα στην αγκαλιά του άλλου, πλεγμένα σε ένα πέτρινο δίχτυ.
Οι σκιές έπαιζαν όμορφα τα παιχνίδια τους μέσα στην ησυχία της νύχτας. Το ίδιο και τα κλαδιά των λιγοστών δέντρων ή τα μάτια μιας γάτας που εμφανιζόταν απότομα πάνω σε κάποιο φράχτη για να χαθεί το ίδιο ξαφνικά. Από κάπου μακριά ακούστηκε το αλύχτησμα ενός ξεμοναχιασμένου σκύλου, παραπονιάρικο μέσα στη νύχτα και κάπου αλλού μια πόρτα που έκλεισε με θόρυβο. Έπειτα πάλι ησυχία. Μόνο τα βήματά του το ένα πίσω από το άλλο στο πέτρινο κράσπεδο κι ο θόρυβος μιας αρμαθιάς μεταλλικών κλειδιών που κρεμόταν από τη ζώνη στη μέση του.
Δεν άργησε να βγει από την πόλη. Μπροστά του τώρα ξεχυνόταν μια απλωσιά. Η ομίχλη υγρή και παχιά ανέβαινε σχεδόν μέχρι τα γόνατά του. Γρήγορα η απλωσιά σταμάτησε και έδωσε τη θέση της σε δέντρα απροσδιόριστων μεγεθών και σχημάτων που κάλυπταν ένα φαρδύ χωμάτινο δρόμο χαμένο κάτω από τα πόδια του. Περπάτησε λίγο αφουγκραζόμενος τις μαλακές συζητήσεις των δέντρων. Μια γέρικη Ιτιά στις καλοκρυμμένες από το σκοτάδι όχθες ενός δειλού ποταμού που ξεψυχούσε με παραπονιάρικα αγκομαχητά μοιρολογώντας τον απομακρυσμένο χειμώνα που γέμιζε με νερό τα σπλάχνα του, τον γνώρισε. Τα κλαδιά της τρεμούλιασαν μαλακά, καθώς την προσπερνούσε σε ένα χαρούμενο καλωσόρισμα, μα ήταν πολύ γριά κι αδύναμη για να διακόψει τα αργοπορημένες συνομιλίες των νεότερων δέντρων και να τους συστήσει το νεοφερμένο.
Συνέχισε να προχωρά μέχρι που ο γνώριμος πετρόχτιστος τοίχος φάνηκε στα δεξιά του. Τον ακολούθησε χωρίς διακοπή κάτω από τα παγωμένα κι αμίλητα βλέματα των δέντρων που τον παρακολουθούσαν πιο αραιά φυτρωμένα τώρα και σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο. Γεροί και δυνατοί κορμοί πίεζαν σε κάποια σημεία τον ψηλό τοίχο με τις παχιές πέτρες σκύβοντας από πάνω του και ρίχνοντας κρυφές ματιές στο εσωτερικό του. Ο τοίχος συνέχιζε για αρκετά μέτρα μέχρι που έφτανε στην κλειδωμένη καγκελόπορτα με την πέτρινη αψίδα της.
Το θυμόταν κι αυτό το μέρος, τότε στις πρώτες του μέρες. Τότε που ο θάνατος ήταν ο πιο συχνός σύντροφος των ανθρώπων, αλλά το περιβόλι του μια θλιβερή παλέτα στεγνών κι αφυδατωμένων χρωμάτων. Ένα χωράφι γυμνό, λάσπη ανακατεμμένη με πέτρες και παράδοξα φυτά που φύτρωναν θρασύτατα όπου μπορούσαν και ζούσαν με τα ελάχιστα που τους έδιναν άλλοτε η ζωή κι άλλοτε πιο απλόχερα ο θάνατος ανάμεσα στους σκαμμένους λάκκους και τους προχειροβαλμένους ξύλινους σταυρούς. Μα τώρα και το θλιβερό τούτο περιβόλι θα είχε σίγουρα αλλάξει.
Στάθηκε για λίγο μπροστά στην κλειδωμένη καγκελόπορτα κι έπειτα με την ευκολία που έχει ο οικοδεσπότης που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, τράβηξε την αρμαθιά με τα μισοσκουριασμένα μεταλλικά κλειδιά που κρεμόταν από τη μέση του και ξεχωρίζοντας ένα το πέρασε στην κλειδαρότρυπα. Ακούστηκε ένα μαλακό τρίξιμο κι εκείνος με μερικά αργά βήματα πέρασε μέσα.
Εκεί στην ησυχία του λυπημένου κήπου το σκοτάδι του φαινόταν τώρα πιο απαλό, ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει. Σε αυτό το μέρος της αιώνιας σιωπής για τους θνητούς, του σκοταδιού και της γαλήνης για εκείνους που κατοικούν ακόμα στο απαλό φως της ζωής κι εκείνους που θα έχουν την τύχη να περάσουν κατευθείαν στη γαλήνη της επόμενης.
Η ομίχλη καταλάγιαζε τρυφερή ανάμεσα στα πόδια του, διασκορπιζόταν διχαλωτή στους χαμηλούς βράχους, τα μάρμαρα και τα μνημεία κι από τον ουρανό μια αόρατη σελήνη παρακολουθούσε αθέατη τη γεροδεμένη μορφή που βημάτιζε στο λιθόστρωτο με τα εκατοντάδες αστέρια να σιγοτρέμουν διστακτικά ολόγυρά της.
Γύρισε και κλείδωσε πίσω του την πόρτα. Από την αρμαθιά του ξεχώρισε ένα δεύτερο κλειδί και στράφηκε στην εκκλησία στα δεξιά. Κοντοστάθηκε για λίγο στην κεντρική της είσοδο παίζοντας με το χοντρό μεταλλικό κλειδί ανάμεσα στα δάκτυλά του, μα γρήγορα άλλαξε γνώμη. Αυτό μπορούσε να περιμένει για μετά, δεν υπήρχε άλλωστε κανένας φόβος απόψε. Συνέχισε με το κλειδί στα χέρια κι έφερε τον γύρο από την αριστερή πλευρά. Εδώ τα πάντα ήταν όπως τα θυμόταν. Σταμάτησε σε μια μικρή καλύβα που ξέκοβε ανάμεσα στα δέντρα και ξαναπέρασε την αρμαθιά με τα κλειδιά στη ζώνη του. Δε χρειάστηκε να χτυπήσει την πόρτα. Με μια ελαφριά σπρωξιά η βαριά ξύλινη πόρτα υποχώρησε αφήνοντας μια δέσμη ξεθυμασμένου φωτός να συναντήσει τρέμοντας τα πόδια του. Έσκυψε το κεφάλι κι έκανε ένα βήμα μπροστά.
Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα. Μια μικρή φωτιά παιχνίδιζε ανάμεσα στα κούτσουρα που τριζοβολούσαν παρηγορητικά στο τζάκι στο βάθος, ενώ πλάι σε ένα χαμηλό τραπέζι ένας κοντός κακοφτιαγμένος ανθρωπάκος στεκόταν όρθιος με τα χέρια πλεγμένα δουλικά μεταξύ τους και το κεφάλι σκυμμένο κρύβοντας απολογητικά το μόνιμο μειδίαμα στο πρόσωπό του. Το πρόσωπό του μισοκρυβόταν κάτω από ένα κωμικό παιχνίδισμα σκιών.
«Καλώς όρισες, αφέντη» ψιθύρισε με μια λεπτή ενοχλητική φωνή. «Σε περίμενα».
Δέσποινα Μανωλακάκη
Θυμόταν, όλο και πιο συχνά τελευταία, πολλές από τις προηγούμενες εποχές και η βαρυθυμία και η μοναξιά που ένιωθε μεγάλωναν. Κι όπως άρχισε ξανά να περπατά, λίγο πιο γρήγορα αυτή τη φορά, λες και βιαζόταν να απομακρυνθεί από τις ίδιες του τις σκέψεις, μια στυφή γεύση ανέβηκε στον ουρανίσκο του.
Καθώς τα πόδια του συνάντησαν το πλακόστρωτο του δρόμου της πόλης σταμάτησε για δεύτερη φορά. Ίσιωσε στον ώμο του τον σάκο κι ανασήκωσε το κεφάλι. Στο βάθος της βαριάς κουκούλας που με μεγάλη προσοχή είχε ρίξει πολύ χαμηλά για να καλύπτει τελείως το πρόσωπό του, έλαμψε ένα ζευγάρι κοφτερά μάτια. Ο τόπος είχε αλλάξει πολύ. Οι παλιές εκείνες πρόχειρες καλύβες που είχαν στηθεί κακοφτιαγμένες κι άτσαλες, οι πρόχειρες σκηνές και τα παραπήγματα, οι χωματένιοι παλιόδρομοι και τα αγριόδεντρα, όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί. Στη θέση τους μια καλοσχηματισμένη κι ήσυχη πολιτεία με τα τακτικά της σπίτια, τις αυλές και τα υποστατικά τους. Και μέσα σε αυτά καλοζωισμένοι και τακτικοί άνθρωποι, οικογενειάρχες, πλούσιοι και φτωχοί με τις δουλειές, τις γιορτές και τις αργίες τους.
Στον αέρα όμως τριγύρω επιζούσε ακόμα εξασθενημένος αλλά διακριτικά παρών ο απόηχος εκείνης της ξεθυμασμένης σχεδόν μυρωδιάς που του ήταν γνώριμη από τις περιπλανήσεις του στους σκοτεινούς τόπους του Παλαιού Κόσμου. Μια μυρωδιά που αιωρούνταν πάνω από τις Νεκροπόλεις της Αιγύπτου, τις κατακόμβες της Ρώμης και τα γκρίζα αββαεία της βόρειας Ευρώπης. Ήξερε ωστόσο πως για απόψε τουλάχιστον μπορούσε να παραμείνει ήσυχος. Απόψε όλα ήταν στις θέσεις τους. Εκεί που ανήκαν. Κι εκείνος μπορούσε να βρει τον δρόμο του με την ηρεμία του. Ήταν ακόμα νωρίς, χρόνος υπήρχε τουλάχιστον μέχρι τη νέα σελήνη.
Άνοιξε το βήμα και προσπέρασε τα πρώτα σπίτια της πόλης την ώρα ακριβώς που το ρολόι της κεντρικής πλατείας με το μονότονο χτύπο του σηματοδοτούσε τα μεσάνυχτα.
«Αυτή η πολιτεία, η πόλη μας, θα γίνει κάποτε μια από τις μεγαλύτερες της Νέας Γης».
Τα λόγια του επικεφαλή εκείνης της αποστολής, που τέσσερις γενιές πριν είχε φτάσει εδώ αποδεκατισμένη κι εξαθλιωμένη μετά από ένα μακρύ ταξίδι από την άλλη μεριά του ωκεανού, ήχησαν σε ένα συριστικό τράβηγμα στο μυαλό του. Δεν είχαν απομείνει παρά μια χούφτα άνθρωποι εξαντλημένοι από το ταξίδι πάνω στη θάλασσα, θλιβεροί κι αδύναμοι. Είχαν όλοι εγκατελείψει τις πατρίδες τους, γυναίκες κι άντρες, γιατί εκεί οι περισσότεροι δεν είχαν καμιά ελπίδα. Όλα τα πρόσωπα φαγωμένα από την αθλιότητα, αθλιότητα που είχε πέσει στα κεφάλια τους από τις συγκυρίες της ζωής και τα παιχνίδια της μοίρας ή σε κάποιες περιπτώσεις την είχαν οι ίδιοι προκαλέσει. Δεν ήταν καλή εκείνη η πρώτη ομάδα κι ίσως να ήταν, αν μπορεί να το πει κανείς χωρίς να θεωρηθεί βλασφημία, καλύτερα που οι πιο πολλοί δεν πρόφτασαν να επιζήσουν στο ταξίδι.
Μα έπειτα ακολούθησαν κι άλλοι. Κι οι επόμενες φουρνιές ήταν καλύτερες από την πρώτη. Άνθρωποι ευκατάστατοι κι εργατικοί, κάποιοι με χρήματα και περιουσίες που αναζητούσαν εδώ αυτό που τους είχαν αρνηθεί για διαφορετικούς στον καθένα λόγους στις πρώτες τους πατρίδες: κοινωνική αναγνώριση, δύναμη, εξουσία.
Τα θυμόταν όλα πολύ καλά. Ξεκάθαρα. Λες και όλες οι σκηνές διαδραματίζονταν τώρα μπροστά του. Οι κακουχίες και ο μόχθος των πρώτων εκείνων χρόνων, οι συγκρούσεις για τη γη μεταξύ των νέων αποίκων, αλλά και οι αγώνες εναντίον των λιγοστών καχύποπτων ιθαγενών που είχαν απομείνει προτού υποχωρήσουν ηττημένοι για να εξοντωθούν στην ενδοχώρα. Μα πράγματι τώρα η πόλη είχε γίνει σπουδαία. Όχι πολύ μεγάλη, φαινόταν μάλλον σαν ένα μεγάλο χωριό, μα ευημερούσε. Όμορφα αρχοντικά σπίτια τα περισσότερα, καλοβαλμένα πέτρινα δρομάκια, ηρεμία. Κι οι ιαχές του πολέμου που προετοίμαζαν οι αποικίες για την ανεξαρτησία από τις μητροπόλεις τους στην Ευρώπη δεν έφταναν στον τόπο αυτό, παρά ως εξασθενημένοι αντίλαλοι απόμακροι κι ανίσχυροι να προκαλέσουν ανησυχίες.
Περνούσε τώρα ανάμεσα από τις μακριές σκιές των σπιτιών που ανταγωνιζόμενες η μια την άλλη απλώνονταν σαν μισολυγισμένα ακροδάχτυλα σπασμένα σε άνισες αρθρώσεις. Κι έτσι πλεγμένες τραβούσαν σε μάκρος μέχρι εκεί που τα σπίτια αραίωναν και πάλι για να δώσουν τη θέση τους σε μεγαλύτερες αρχοντικές κατοικίες των ισχυρών του τόπου.
Εδώ και ώρα η κουκούλα του είχε αρχίσει να στάζει από την υγρασία κι άρχισε να νοσταλγεί μια ζεστή φωτιά κι ένα αναμμένο τζάκι. Τόσες μέρες, τόσα χρόνια κι αιώνες σε αυτή την ατελείωτη περιπλάνηση και πάντα αυτή η γλυκιά παραμυθεία της φωτιάς και του ύπνου. Από κάπου μακριά ακούστηκε το κρώξιμο από ένα νυχτοπούλι, αφανής οριοθέτηση του χρόνου.
Έστριψε δεξιά κι ακολούθησε ένα στενό μονοπάτι, πλακόστρωτο κι αυτό από εκείνα που έβγαζαν έξω από την πόλη κατά το δάσος, μα λίγο πιο πέρα το άφησε κι αυτό. Χώθηκε στα πιο στενά δρομάκια, σπρώχνωντας τα βήματά του να ακολουθήσουν λίγο γρηγορότερο ρυθμό. Τώρα το τοπίο γύρω του είχε αλλάξει, τα ψηλά καλοφροντισμένα σπίτια είχαν παραχωρήσει τη θέση τους σε άλλα χαμηλότερα και με μικρότερες αυλές, κοντύτερα το ένα με το άλλο, σχεδόν σκυφτά το καθένα στην αγκαλιά του άλλου, πλεγμένα σε ένα πέτρινο δίχτυ.
Οι σκιές έπαιζαν όμορφα τα παιχνίδια τους μέσα στην ησυχία της νύχτας. Το ίδιο και τα κλαδιά των λιγοστών δέντρων ή τα μάτια μιας γάτας που εμφανιζόταν απότομα πάνω σε κάποιο φράχτη για να χαθεί το ίδιο ξαφνικά. Από κάπου μακριά ακούστηκε το αλύχτησμα ενός ξεμοναχιασμένου σκύλου, παραπονιάρικο μέσα στη νύχτα και κάπου αλλού μια πόρτα που έκλεισε με θόρυβο. Έπειτα πάλι ησυχία. Μόνο τα βήματά του το ένα πίσω από το άλλο στο πέτρινο κράσπεδο κι ο θόρυβος μιας αρμαθιάς μεταλλικών κλειδιών που κρεμόταν από τη ζώνη στη μέση του.
Δεν άργησε να βγει από την πόλη. Μπροστά του τώρα ξεχυνόταν μια απλωσιά. Η ομίχλη υγρή και παχιά ανέβαινε σχεδόν μέχρι τα γόνατά του. Γρήγορα η απλωσιά σταμάτησε και έδωσε τη θέση της σε δέντρα απροσδιόριστων μεγεθών και σχημάτων που κάλυπταν ένα φαρδύ χωμάτινο δρόμο χαμένο κάτω από τα πόδια του. Περπάτησε λίγο αφουγκραζόμενος τις μαλακές συζητήσεις των δέντρων. Μια γέρικη Ιτιά στις καλοκρυμμένες από το σκοτάδι όχθες ενός δειλού ποταμού που ξεψυχούσε με παραπονιάρικα αγκομαχητά μοιρολογώντας τον απομακρυσμένο χειμώνα που γέμιζε με νερό τα σπλάχνα του, τον γνώρισε. Τα κλαδιά της τρεμούλιασαν μαλακά, καθώς την προσπερνούσε σε ένα χαρούμενο καλωσόρισμα, μα ήταν πολύ γριά κι αδύναμη για να διακόψει τα αργοπορημένες συνομιλίες των νεότερων δέντρων και να τους συστήσει το νεοφερμένο.
Συνέχισε να προχωρά μέχρι που ο γνώριμος πετρόχτιστος τοίχος φάνηκε στα δεξιά του. Τον ακολούθησε χωρίς διακοπή κάτω από τα παγωμένα κι αμίλητα βλέματα των δέντρων που τον παρακολουθούσαν πιο αραιά φυτρωμένα τώρα και σε αρκετή απόσταση το ένα από το άλλο. Γεροί και δυνατοί κορμοί πίεζαν σε κάποια σημεία τον ψηλό τοίχο με τις παχιές πέτρες σκύβοντας από πάνω του και ρίχνοντας κρυφές ματιές στο εσωτερικό του. Ο τοίχος συνέχιζε για αρκετά μέτρα μέχρι που έφτανε στην κλειδωμένη καγκελόπορτα με την πέτρινη αψίδα της.
Το θυμόταν κι αυτό το μέρος, τότε στις πρώτες του μέρες. Τότε που ο θάνατος ήταν ο πιο συχνός σύντροφος των ανθρώπων, αλλά το περιβόλι του μια θλιβερή παλέτα στεγνών κι αφυδατωμένων χρωμάτων. Ένα χωράφι γυμνό, λάσπη ανακατεμμένη με πέτρες και παράδοξα φυτά που φύτρωναν θρασύτατα όπου μπορούσαν και ζούσαν με τα ελάχιστα που τους έδιναν άλλοτε η ζωή κι άλλοτε πιο απλόχερα ο θάνατος ανάμεσα στους σκαμμένους λάκκους και τους προχειροβαλμένους ξύλινους σταυρούς. Μα τώρα και το θλιβερό τούτο περιβόλι θα είχε σίγουρα αλλάξει.
Στάθηκε για λίγο μπροστά στην κλειδωμένη καγκελόπορτα κι έπειτα με την ευκολία που έχει ο οικοδεσπότης που ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του, τράβηξε την αρμαθιά με τα μισοσκουριασμένα μεταλλικά κλειδιά που κρεμόταν από τη μέση του και ξεχωρίζοντας ένα το πέρασε στην κλειδαρότρυπα. Ακούστηκε ένα μαλακό τρίξιμο κι εκείνος με μερικά αργά βήματα πέρασε μέσα.
Εκεί στην ησυχία του λυπημένου κήπου το σκοτάδι του φαινόταν τώρα πιο απαλό, ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει. Σε αυτό το μέρος της αιώνιας σιωπής για τους θνητούς, του σκοταδιού και της γαλήνης για εκείνους που κατοικούν ακόμα στο απαλό φως της ζωής κι εκείνους που θα έχουν την τύχη να περάσουν κατευθείαν στη γαλήνη της επόμενης.
Η ομίχλη καταλάγιαζε τρυφερή ανάμεσα στα πόδια του, διασκορπιζόταν διχαλωτή στους χαμηλούς βράχους, τα μάρμαρα και τα μνημεία κι από τον ουρανό μια αόρατη σελήνη παρακολουθούσε αθέατη τη γεροδεμένη μορφή που βημάτιζε στο λιθόστρωτο με τα εκατοντάδες αστέρια να σιγοτρέμουν διστακτικά ολόγυρά της.
Γύρισε και κλείδωσε πίσω του την πόρτα. Από την αρμαθιά του ξεχώρισε ένα δεύτερο κλειδί και στράφηκε στην εκκλησία στα δεξιά. Κοντοστάθηκε για λίγο στην κεντρική της είσοδο παίζοντας με το χοντρό μεταλλικό κλειδί ανάμεσα στα δάκτυλά του, μα γρήγορα άλλαξε γνώμη. Αυτό μπορούσε να περιμένει για μετά, δεν υπήρχε άλλωστε κανένας φόβος απόψε. Συνέχισε με το κλειδί στα χέρια κι έφερε τον γύρο από την αριστερή πλευρά. Εδώ τα πάντα ήταν όπως τα θυμόταν. Σταμάτησε σε μια μικρή καλύβα που ξέκοβε ανάμεσα στα δέντρα και ξαναπέρασε την αρμαθιά με τα κλειδιά στη ζώνη του. Δε χρειάστηκε να χτυπήσει την πόρτα. Με μια ελαφριά σπρωξιά η βαριά ξύλινη πόρτα υποχώρησε αφήνοντας μια δέσμη ξεθυμασμένου φωτός να συναντήσει τρέμοντας τα πόδια του. Έσκυψε το κεφάλι κι έκανε ένα βήμα μπροστά.
Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα. Μια μικρή φωτιά παιχνίδιζε ανάμεσα στα κούτσουρα που τριζοβολούσαν παρηγορητικά στο τζάκι στο βάθος, ενώ πλάι σε ένα χαμηλό τραπέζι ένας κοντός κακοφτιαγμένος ανθρωπάκος στεκόταν όρθιος με τα χέρια πλεγμένα δουλικά μεταξύ τους και το κεφάλι σκυμμένο κρύβοντας απολογητικά το μόνιμο μειδίαμα στο πρόσωπό του. Το πρόσωπό του μισοκρυβόταν κάτω από ένα κωμικό παιχνίδισμα σκιών.
«Καλώς όρισες, αφέντη» ψιθύρισε με μια λεπτή ενοχλητική φωνή. «Σε περίμενα».
Δέσποινα Μανωλακάκη