Ο Κίαν φυλλομετρούσε το βιβλίο που του είχε χαρίσει η
Ζαμπρίνα λίγο πριν φύγει. Δεν μπορούσε να διαβάσει μέσα στο σκοτάδι –η φλόγα
του μισοτελειωμένου κεριού της αποθήκης ήταν έτοιμη να σβήσει- έτσι απλά
μετρούσε τις σελίδες. Το περιεχόμενό τους στριφογύριζε στο μυαλό του αργά,
βασανιστικά, γραμμένο πάνω στην γλυκιά φωνή της Ζαμπρίνα.
«Λέγεται, πως αν ευχηθείς
κάτι πολύ, πολύ δυνατά –σε ένα πεφταστέρι, ή σε ένα τετράφυλλο τριφύλλι, δεν
έχει σημασία- τότε η Ευχή σου κινεί γη και ουρανό για να σε βρει. Και όταν σε
βρει, πραγματοποιεί αυτό που ευχήθηκες με όλη σου την ψυχή· γιατί αυτό κάνουν
οι Ευχές. Αυτός είναι ο σκοπός τους.»
Θυμήθηκε εκείνη την κρύα νύχτα, στο φτωχό καλύβι του,
όταν ο αέρας χτυπούσε την φαγωμένη πόρτα και έκανε τα δόντια του να
κροταλίζουν, τότε που είχε ευχηθεί σε εκείνο το αστέρι. Θυμόταν καλά την ευχή
του. Δεν είχε να κάνει με γλυκά, δώρα ή ένα καινούριο σπίτι. Είχε ευχηθεί για
το σημαντικότερο πράγμα που υπήρχε στον κόσμο. Αυτό που ενώνει τον ουρανό με
την γη, τους ζωντανούς με τις ψυχές στο Άναμ Άιτ, τους θεούς με τους θνητούς.
Το μόνο πράγμα που είχε σημασία.
Την αγάπη.
Κοίταξε τριγύρω. Το μικρό δωμάτιο της αποθήκης ήταν
αραχνιασμένο, σκονισμένο και κρύο. Μία μικρή αράχνη κρεμόταν πάνω από το κεφάλι
του. Ανασηκώθηκε στο σκληρό, χωρίς μαξιλάρια ή σκεπάσματα κρεβάτι και άπλωσε το
χέρι του. Το έντομο κάθισε στην παλάμη του και περπάτησε αθόρυβα πάνω στις
γραμμές της. Για πολύ καιρό αυτή η αράχνη ήταν η μόνη του συντροφιά. Αυτή και
το φιλικό πρόσωπο της Έιπριλ, που ερχόταν πότε πότε και του άφηνε φαγητό.
Οι εντολές της κυρίας του σπιτιού ήταν αυστηρές: Μόνο δύο
φορές την ημέρα έπρεπε να του πηγαίνει ένα πιάτο χυλό, ένα κομμάτι ξερό ψωμί
και μία μικρή κανάτα με νερό. Η Έιπριλ, ωστόσο, του έφερνε πού και πού κρυφά
καμία λιχουδιά, λέγοντας στην κυρία της πως ήταν για την ίδια.
Έκλεισε τα μάτια του και ξάπλωσε πάλι πίσω. Το πρόσωπο
της μητέρας του εμφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Χαμογελούσε. Ύστερα έσβησε και τη
θέση του πήρε η Τρέα, με τα σχιστά, χαμογελαστά μάτια της. Τέλος εμφανίστηκε η
Ζαμπρίνα.
«Με ξέχασες…» ψιθύρισε το αγόρι στο σκοτάδι. «Όπως με
ξέχασαν και όλοι οι υπόλοιποι…» είπε και έκλαψε σιωπηλά, με παράπονο. «Δεν
υπάρχουν Ευχές! Είναι όλα ψέματα! Είναι όλα παραμύθια για παιδιά!»
Το βιβλίο με τις ιστορίες έπεσε από τα χέρια του στο
πάτωμα. Η αράχνη έτρεξε μακριά, ανέβηκε πάλι πίσω στον ιστό της που κρεμόταν
από το ταβάνι. Η φλόγα του κεριού έσβησε. Και το αγόρι έκλαψε γοερά, χάνοντας
και την τελευταία σταγόνα της ελπίδας του.
Τότε ένα φως έσπασε το σκοτάδι, εκατό φορές φωτεινότερο
από την φλόγα του μικρού κεριού. Δεν έκανε τον κόπο να ανοίξει τα μάτια του.
Ούτε όταν το φως δυνάμωσε· ούτε καν όταν άκουσε την μελωδική, γυναικεία φωνή
που του μιλούσε.
«Όλα τελείωσαν τώρα, Κίαν… Είμαι εδώ. Για εσένα.»
Αισθάνθηκε δύο ζεστά χέρια να τον αγκαλιάζουν τρυφερά.
Τότε μόνο άνοιξε τα κλαμμένα, θαμπά του μάτια. Και είδε μία πανέμορφη γυναίκα
με λευκό πέπλο στα μαλλιά, να του χαμογελά πλατιά, και να του τραγουδά εκείνο
το παλιό τραγούδι που του τραγουδούσε η μητέρα του, όταν ξυπνούσε κάθιδρος από
κάποιον τρομακτικό εφιάλτη.
«Ná bíodh eagla ort.
Is é an ghrian beagnach suas.
Aisling olc atá imithe
Agus aisling maith atá ag fanacht leat
Beidh siad a thabhairt duit réaltaí
Ionas gur féidir leat a dhéanamh do mhianta
Agus creidim é
Thagann mianta agus brionglóidí fíor!»
«Μην φοβάσαι.
Ο ήλιος είναι σχεδόν ήδη ψηλά.
Οι εφιάλτες έφυγαν
Και καλά όνειρα σε περιμένουν.
Θα σου δώσουν αστέρια
Ώστε να μπορείς να κάνεις τις ευχές σου.
Και πίστεψέ το
Οι ευχές και τα όνειρα βγαίνουν αληθινά!»
«Μαμά;» είπε μέσα από τα αναφιλητά του, παρόλο που ήξερε
πως δεν ήταν η μητέρα του, γιατί δεν της έμοιαζε καθόλου, και γιατί εκείνη δεν
ήταν πια στη ζωή.
«Μην κλαις πια, γλυκιέ μου Κίαν. Σκούπισε τα δάκρυά σου
και χαμογέλα, γιατί είμαι εδώ πια. Μπορεί να πέρασε πολύς καιρός, αλλά δεν
υπάρχουν πια άλλα εμπόδια να με κρατούν μακριά σου. Όχι, δεν είμαι η μητέρα
σου. Είμαι εκείνη στην οποία ευχήθηκες πολύ καιρό πριν. Είμαι η Ευχή σου…»
Τα μαύρα, φωτεινά της μάτια γελούσαν από ευτυχία. Και τον
κρατούσε στην αγκαλιά της με τόση χαρά και αγάπη, που θαρρούσες δεν μπορούσε να
χωρέσει σε μια ανθρώπινη καρδιά. Και ήταν λογικό, γιατί η Φιντέλμα δεν ήταν
άνθρωπος. Ο Κίαν το έβλεπε. Ήταν άγγελος, νεράιδα, καλή μάγισσα. Ήταν το πρωινό
αστέρι, ο Αυγερινός, εκείνο το φωτεινό ουράνιο σώμα που έλαμπε λίγο πριν βγει ο
ήλιος. Και του το είχε πει, ο ήλιος είχε σχεδόν ανατείλει. Δεν έπρεπε να
φοβάται πια.
Το αστέρι με την θηλυκή, αγγελική μορφή έλαμψε. Το πέπλο
που φορούσε στα μαλλιά λαμπύρισε ακόμα πιο δυνατά. Το φως γέμισε κάθε σκοτεινή
γωνιά της αποθήκης, δεν έμεινε καμία σκιά να τον τρομάζει. Και τα μάτια του
πονούσαν γιατί ήταν σαν να έβλεπε κατάματα τον ήλιο την ώρα που ήταν πιο ψηλά
στον ουρανό, το καταμεσήμερο. Αλλά δεν ήθελε να τα κλείσει.
Το φως τον πλημμύρισε. Και το αστέρι γελούσε. Γελούσε
μελωδικά, με την ψυχή του, σαν να του χαμογελούσε ο ίδιος ο ήλιος, με την
υπόσχεση της νέας μέρας. Και χαμογέλασε και εκείνος, καθώς στέγνωναν τα δάκρυά
του. Και ύστερα έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε, και για πρώτη φορά μετά
από καιρό, είδε όμορφα όνειρα, με κάστρα στα σύννεφα και σπίτια φτιαγμένα από
ζαχαρωτά, ζώα που μιλούσαν, καλοκαιρινές μέρες, φωτεινά πρόσωπα και γέλια,
πολλά γέλια.
Η Φιντέλμα ένιωσε την ψυχή της να λυτρώνεται. Γελούσε,
και ήταν γεμάτη χαρά. Ο άνθρωπός της, ο μικρός Κίαν Χάκαν, χαμογελούσε καθώς
ονειρευόταν μέσα στην αγκαλιά της. Αυτό ήταν. Είχε πραγματοποιήσει την ευχή
του· είχε εκπληρώσει τον σκοπό της υπάρξεώς της. Δεν είχε άλλον λόγο να
υπάρχει. Έτσι τυλίχτηκε με το πέπλο της και έλαμψε, ακόμα πιο δυνατά, μέχρι που
ολόκληρη η Γιουβέρνα φωτίστηκε, και τότε έγινε λαμπερή, αστραφτερή, αγνή και
λευκόχρυση σκόνη.
Η σκόνη πέταξε και ταξίδεψε, πέρασε ανάμεσα από θνητούς
και αερικά, υψώθηκε στον ουρανό και στερεώθηκε πάνω του, σαν καρφίτσα σε μαύρο,
μεταξωτό ένδυμα.
Η Ευχή της αγάπης με το όνομα Φιντέλμα είχε γίνει πια
αστέρι.
***
Οι πρωινές αχτίδες χρύσιζαν μέσα από τα κλειστά του
βλέφαρα. Δεν κρύωνε πια. Είχε ξυπνήσει αλλά δεν είχε ανοίξει ακόμα τα μάτια
του. Είχε δει ένα τρελό όνειρο το προηγούμενο βράδυ. Τρελό, αλλά όμορφο, και
κατά έναν περίεργο τρόπο, τόσο αληθινό. Η βελούδινη φωνή της γυναίκας που
έμοιαζε με αστέρι έπαιζε στο βάθος του μυαλού του ζωηρά, λες και την είχε
ακούσει πράγματι να τραγουδά. Και ένιωθε λες και βρισκόταν ακόμη μέσα στην
ζεστή της αγκαλιά.
Άνοιξε τα μάτια του. Αντί για το αραχνιασμένο ταβάνι της
παλιάς αποθήκης, αντίκρισε τον επενδυμένο με κόκκινο βελούδο ουρανό μιας
άμαξας. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες στο πλάι, αφήνοντας τον ανοιξιάτικο ήλιο
να μπαίνει άφθονα και να λούζει το εσωτερικό του οχήματος. Ήταν ξαπλωμένος στην
ποδιά μίας γυναίκας, ενώ τα χέρια της έκλειναν τρυφερά γύρω του.
Ανασηκώθηκε και την κοίταξε απορημένος. Ήταν όμορφη, νέα,
ξανθιά και κοιμόταν. Και έμοιαζε καταπληκτικά στην Ζαμπρίνα. Πήγε γρήγορα στο
παράθυρο. Βρίσκονταν στο Κάρικ, αλλά ήταν πολύ μακριά από το σπίτι των
Κέριγκαν. Τσίμπησε το χέρι του για να δει αν ονειρεύεται ακόμη. Ο πόνος τον
έπεισε πως ήταν ξύπνιος.
«Ζαμπρίνα!» φώναξε και έπεσε πάλι στην αγκαλιά της.
«Ήρθες! Δεν με ξέχασες!»
Η κοπέλα ξύπνησε απότομα.
«Και βέβαια γύρισα! Πώς θα μπορούσα να σε ξεχάσω;» είπε
γελώντας και του τσίμπησε τρυφερά τα μάγουλα.
«Τι συνέβη;» ρώτησε κατόπιν. «Πού πάμε;»
«Είναι έκπληξη.» απάντησε εκείνη. «Όσο για το τι συνέβη
είναι μεγάλη ιστορία.»
«Ο πόλεμος;»
«Ο πόλεμος τελείωσε, Κίαν.»
«Και; Ποιος κέρδισε;»
«Κανείς.»
Το αγόρι ανοιγόκλεισε τα μάτια μπερδεμένο.
«Η Γιουβέρνα και το Σκαθ ενώθηκαν και πάλι. Φαίνεται πως
τελικά οι ιστορίες ήταν αληθινές. Ο Μαύρος και ο Λευκός Εάλα συμφιλιώθηκαν.
Μοιράστηκαν το στέμμα.» είπε και χαμογέλασε. «Δεν θα γίνει πόλεμος ποτέ ξανά.»
«Και ο Τίσον;» ανησύχησε το αγόρι. «Είναι καλά;»
«Γιατί δεν τον ρωτάς ο ίδιος;» ρώτησε εκείνη και κοίταξε
μπροστά.
Το αγόρι έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο. Ο Τίσον
βρισκόταν στην θέση του συνοδηγού. Γύρισε και τον κοίταξε. Έβγαλε το καπέλο του
σε χαιρετισμό και του έκλεισε το μάτι. Ο
Κίαν χαμογέλασε με ανακούφιση.
«Η μητέρα σου συμφώνησε με την βόλτα μας;» ρώτησε
έκπληκτος.
«Δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς.»
«Τι εννοείς;»
«Όταν γύρισα, σε βρήκα να κοιμάσαι στην αποθήκη. Η Έιπριλ
μου τα εξήγησε όλα, για το πώς ήρθε ο δικαστής Γιόλε, πώς κατάφερε η μητέρα να
τον πείσει πως όλα ήταν ένα αστείο, πώς σε τιμώρησε και σε κλείδωσε στην
αποθήκη για να πάρεις το μάθημά σου. Έτσι κι εγώ αποφάσισα να πάω να βρω τον
δικαστή προτού εκείνη ξυπνήσει. Όταν γυρίσαμε σπίτι μαζί, η μητέρα δεν είχε
άλλη επιλογή από το να πει την αλήθεια. Σε είδαμε μαζί να κοιμάσαι στην
αποθήκη, τόσο γαλήνια. Έμοιαζες να ονειρεύεσαι κάτι πολύ όμορφο. Δεν ήθελα να
σε ξυπνήσω, έτσι σε πήρα αγκαλιά και σε μετέφερα απευθείας στην άμαξα.»
«Τι συνέβη με την μητέρα σου;»
«Η μητέρα μου είχε
χάσει την ψυχή της, Κίαν. Δεν νομίζω πως θα την πειράξει που έχασε και την
υπόληψή της. Ο δικαστής ήθελε να την δικάσει δημόσια και να αφήσει τους
ευυπόληπτους πολίτες του Κάρικ να αποφασίσουν για την τιμωρία της, αλλά επειδή
σίγουρα θα ήταν σκληρή, του ζήτησα απλώς να την τιμωρήσει με κοινωνική εργασία
στα ορφανοτροφεία της Γιουβέρνα. Βέβαια, οι κάτοικοι του Κάρικ έμαθαν τα
καμώματά της και δεν νομίζω να την συγχωρήσουν σύντομα.»
«Λυπάμαι, Ζαμπρίνα…»
«Μην λυπάσαι, Κίαν. Θυμάσαι την ιστορία που σου είχα
γράψει στο βιβλίο για τις Ευχές και τις Αντευχές; Οι άνθρωποι έχουν πολλές
επιλογές. Μπορούν να επιλέξουν ανάμεσα στο καλό και το κακό, την αγάπη και το
μίσος, τις Ευχές και τις Κατάρες. Εκείνη έκανε την επιλογή της και τιμωρήθηκε
για αυτό. Έτσι πρέπει να είναι ο κόσμος. Δίκαιος. Και θα στο ομολογήσω, Κίαν.
Μπορεί κάποτε να μην πίστευα ολότελα σε αυτές τις ιστορίες, τώρα πια όμως
πιστεύω. Οι Ευχές υπάρχουν στα αλήθεια. Και πάντα θα μάχονται ενάντια στις
Κατάρες, σε οτιδήποτε κακό και σκοτεινό. Και πάντα θα περιμένουν τον επόμενο
άνθρωπο που θα ευχηθεί βλέποντας κάποιο πεφταστέρι, ή βρίσκοντας σε κάποιο
λιβάδι ένα τετράφυλλο τριφύλλι, ή ακόμα ρίχνοντας ένα κέρμα σε κάποιο
συντριβάνι. Τι λες και εσύ;»
Ο Κίαν κοίταξε τα μάτια της κοπέλας, καφετιά σαν ζεστά
κάστανα. Θυμήθηκε το περίεργο όνειρό του, την πανέμορφη μυστήρια γυναίκα που
του τραγουδούσε, ενώ τον είχε αγκαλιά, φωτίζοντας στο σκοτάδι σαν κάποια μεγάλη
πυγολαμπίδα.
«Ναι, Ζαμπρίνα. Σίγουρα υπάρχουν.» συμφώνησε.
Θα πρέπει να ήταν μεσάνυχτα όταν σταμάτησε η άμαξα.
«Ξύπνα, Κίαν.» ψιθύρισε η Ζαμπρίνα τρυφερά στο αγόρι.
Ο Κίαν στριφογύρισε στο κάθισμα και τεντώθηκε. «Τι
έγινε;» ρώτησε καθώς έτριβε τα μάτια του.
«Φτάσαμε.»
Πετάχτηκε σαν ελατήριο. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι
πλακόστρωτοι δρόμοι με τους αναμμένους φανοστάτες, οι πάγκοι με τα εμπορεύματα
και τα χαρούμενα πρόσωπα που τραγουδούσαν και γελούσαν δεν του θύμιζαν τίποτε.
Κατέβηκε από την άμαξα με την έκπληξη φανερή στο πρόσωπό του. Έφερε τα μάτια
του μια γύρα και τα σταμάτησε θαμπωμένος πάνω στο απέραντο γαλάζιο θέαμα που του
έκοβε την ανάσα.
«Ζαμπρίνα…» είπε ξέπνοα.
Μια απέραντη έκταση, σαν λιβάδια σπαρμένα με αεικίνητες
γαλάζιες μαργαρίτες. Θα μπορούσαν να είναι τα λιβάδια των ξωτικών που μιλούσαν
τα παραμύθια. Αλλά μπορούσαν τα λιβάδια να κινούνται ασταμάτητα, να στραφταλίζουν
στο φεγγαρόφως, να ψιθυρίζουν τραγούδια σε μια ολότελα ξένη, ξωτική γλώσσα, ή
να χορεύουν;
Το γαλάζιο λιβάδι χόρευε εκστατικά, αρμονικά,
ακολουθώντας τα βήματα των χορών της Γιουβέρνα. Ένα βήμα μπρος, ένα πίσω.
Πιρουέτα, στροφή, και πάλι από την αρχή.
«Είναι…;» έκανε δειλά ο Κίαν και η Ζαμπρίνα έγνεψε
καταφατικά, σαν να είχε ακούσει την ερώτηση.
«Θες να το δεις από κοντά;» ρώτησε και το αγόρι έβαλε το
χέρι του μέσα στο δικό της.
Περπάτησαν οι δυο τους αργά μέχρι την αμμουδιά. Το αγόρι
κοιτούσε μαγεμένο. Πρώτη του φορά έβλεπε θάλασσα. Την αξιοζήλευτη,
πολυτραγουδισμένη θάλασσα του Μπι.
«Είναι πιο όμορφη από ότι μου είχες περιγράψει.»
παραδέχτηκε.
«Στο είχα πει, δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν την
ομορφιά της. Το ήξερα ότι θα την λατρέψεις. Όπως και το Τάλαμ Ούισκε.»
«Σε ευχαριστώ, Ζαμπρίνα.»
«Γιατί;»
«Γιατί κράτησες την υπόσχεσή σου.»
Το χέρι της έσφιξε το δικό του, καθώς οι δυο τους βύθιζαν
ξανά το βλέμμα τους στην γαλάζια ομορφιά της θάλασσας του Μπι. Η μεγάλη πέτρινη
γέφυρα έμοιαζε βγαλμένη από κάποιον άλλον κόσμο, έτσι όπως ανακάτευε τα
χρώματα, τα αρώματα και τις φωνές, ενώνοντας τους δύο κόσμους.
«Ξέρεις, σκεφτόμουνα… Το Κάρικ δεν είναι αρκετό για να
μας χωρέσει, Κίαν. Ούτε εσένα, ούτε εμένα, ούτε τον Τίσον.»
«Τι εννοείς;»
«Ο Τίσον και εγώ σκεφτήκαμε… τι θα έλεγες να μείνουμε
όλοι μαζί εδώ, στο Τάλαμ Ούισκε;»
Το αγόρι γούρλωσε τα μάτια του. «Το εννοείς;»
«Φυσικά.»
Ο Κίαν έπεσε στην αγκαλιά της βουρκώνοντας, αλλά δεν
άφησε τα δάκρυά του να πέσουν, γιατί ήταν πια μεγάλο αγόρι.
«Ναι, θα το ήθελα πολύ!» είπε με ενθουσιασμό.
Η Ζαμπρίνα φίλησε τα μαλλιά του. Τέτοια χαρά είχε να
αισθανθεί από τότε που είχε καταφέρει να αλλάξει το χρώμα των μαλλιών της με
κυπαρισσόμηλα, φίον και κράνα.
«Είναι αργά.» είπε αφού αντάλλαξε μία ματιά με τον Τίσον,
που τους περίμενε λίγα μέτρα πίσω. «Καλύτερα να γυρίσουμε στην άμαξα. Άλλωστε,
δεν θέλουμε να κάνουμε την καλεσμένη μας να περιμένει. Έτσι;»
«Καλεσμένη;» ρώτησε ο Κίαν.
Η Ζαμπρίνα κοιτούσε έντονα την άμαξα. Στράφηκε κι εκείνος
με τη σειρά του να δει τι ήταν αυτό που αποσπούσε τόσο έντονα την προσοχή της.
Δίπλα στον Τίσον, βρισκόταν μία νέα γυναίκα με μαύρα μαλλιά, μαύρα σχιστά μάτια
και φτωχικά ρούχα.
«Τρέα;» ψιθύρισε, αβέβαιος. Η γυναίκα του χαμογέλασε
πλατιά και καλοσυνάτα. Τότε σιγουρεύτηκε. «Τρέα!» φώναξε χαρούμενος και έτρεξε
κοντά της. Έπεσε στην αγκαλιά της και εκείνη γέλασε δυνατά.
«Πόσο μου έλειψες!» του είπε και φίλησε τα ροδαλά του
μάγουλα. «Σε είχα συνέχεια στο μυαλό μου, δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Τώρα όμως
είμαι ήρεμη, γιατί βλέπω πως είσαι σε καλά χέρια.» είπε κοιτώντας με
ευγνομωσύνη τους νέους που στέκονταν τώρα δίπλα δίπλα, κρατώντας τα χέρια τους
ενωμένα. Την γλυκιά κόρη των παλιών, άκαρδων αφεντικών της και τον ευγενικό νέο
που είχε κλέψει την καρδιά της.
«Πες μου ότι θα μείνεις εδώ!» παρακάλεσε το αγόρι.
«Λυπάμαι, Κίαν, αλλά δεν μπορώ να μείνω για πολύ. Η
δεσποινίς Ζαμπρίνα μου πρότεινε να με φιλοξενήσετε στο σπίτι σας στην πόλη,
αλλά θα πρέπει να γυρίσω πίσω σε λίγες μέρες.»
«Έχω μια πρόταση για σένα, Τρέα.» μίλησε η Ζαμπρίνα. «Θα
ήθελες να μείνεις μαζί μας στο Τάλαμ Ούισκε; Εννοώ… για πάντα.»
«Ω, Ζαμπρίνα…» ψέλλισε η Τρέα συγκινημένη, μα
αναποφάσιστη.
«Θα χαρούμε να φιλοξενήσουμε και την οικογένειά σου.»
συνέχισε, γνωρίζοντας την αγάπη που είχε για την πολυμελή μα άπορη οικογένειά
της.
«Είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας…» είπε απευθυνόμενη
στο ζευγάρι, «αλλά δεν ξέρω…»
«Το σπίτι μας θα είναι πάντα ανοιχτό για εσένα και την
οικογένειά σου, Τρέα.» πήρε τον λόγο ο Τίσον. «Σκέψου το όσο χρόνο θες.»
Η Τρέα κοίταξε τον Κίαν. Τα μάτια του, υγρά από την
συγκίνηση και την χαρά, την ικέτευαν σιωπηλά. Τότε πήρε την απόφασή της. Δεν
μπορούσε να αντισταθεί στο αθώο βλέμμα του ορφανού αγοριού, που η μοίρα του
είχε στερήσει τόσο άδικα την ζεστασιά και την χαρά μίας οικογένειας και ενός
αληθινού σπιτικού.
«Εντάξει.» δέχτηκε την πρόταση και οι χαρούμενες φωνές
του αγοριού χάλασαν τον κόσμο.
Καθώς οι τέσσερείς τους έμπαιναν στην άμαξα που θα τους
οδηγούσε σπίτι, ο Κίαν κοίταξε μία τελευταία φορά την θάλασσα του Μπι. Ήταν
ήρεμη και καθαρή σαν καθρέπτης. Μπορούσε να δει τα αστέρια και το ολόγιομο
φεγγάρι μέσα της. Τότε του φάνηκε πως ένα έλαμπε περισσότερο από τα άλλα.
Κοίταξε τον ουρανό και κατάλαβε πως είχε δίκιο. Ήταν υπέροχο, ολόλαμπρο.
Έμοιαζε να αφήνει λευκή και χρυσή αστερόσκονη μέσα στην γαλήνια αυτή νύχτα που
εκπλήρωνε όνειρα. Του θύμιζε την γυναίκα με το λευκό πέπλο και την αγγελική
μορφή.
«Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.» ψιθύρισε στο αστέρι, γνωρίζοντας
με βεβαιότητα πως ήταν η δική του, προσωπική, εκπληρωμένη πια Ευχή.
***
Ο Όντραν κοιτούσε το φάινε που κοσμούσε το δάχτυλό του.
Μπροστά του απλωνόταν η ομορφιά της νύχτας που ξημέρωνε, αλλά δεν τολμούσε να
πάρει το βλέμμα του από το χρυσό κόσμημα. Ο Νατχάιρ πίσω του, έξυνε την ράχη
του στο γρασίδι σαν παιχνιδιάρικο πουλάρι. Ο Γουάφ ήταν ο μόνος που απολάμβανε
την εναλλαγή των χρωμάτων στον ουρανό.
«Γιατί το κρατάς ακόμη;» ρώτησε ξαφνικά.
«Ξέρεις γιατί.» απάντησε εκείνος άτονα.
«Δεν πρόκειται να την φέρει πίσω.»
«Έτσι την νιώθω πιο κοντά.»
«Δεν είναι και το ξέρεις. Πρέπει να το παραδεχτείς για να
προχωρήσεις.» απάντησε, γνωρίζοντας πως τα αιχμηρά του λόγια τον πλήγωναν την
ίδια στιγμή, αλλά έπρεπε έτσι κι αλλιώς να τα πει.
«Θέλω να την δω… Μου λείπει τόσο πολύ… Ποτέ δεν μου έχει
λείψει κάποιος τόσο.»
«Την βλέπεις κάθε βράδυ. Το μόνο που χρειάζεται είναι να
υψώσεις το βλέμμα στον ουρανό.»
Ο Όντραν κούνησε το κεφάλι του έντονα. Δεν μπορούσε να
δεχτεί ότι εκείνη δεν υπήρχε πια. Ότι ήταν πια αστέρι.
«Πώς είσαι σίγουρος;» ρώτησε, καθώς δεν μπορούσε να το
χωρέσει το κεφάλι του.
«Πώς γίνεται να μην με πιστεύεις, όταν εσύ ο ίδιος με έχρισες
επίσημο σύμβουλό σου; Σου έδωσα ποτέ λάθος συμβουλή για τα θέματα της Χάνταπ;»
«Όχι.» αποκρίθηκε ο Όντραν, φέρνοντας στο μυαλό του την
αγαπημένη του πόλη με το ελατόδασός της και το κάστρο στο οποίο μεγάλωσε. Τους
αλλοτινούς έρημους δρόμους της, που τώρα έσφυζαν από ζωή και τα παλιά
εγκαταλελειμένα αρχοντικά της, που πια ήταν ακμαία και θαλερά.
«Συγνώμη.» είπε ύστερα. Απλά δεν μπορώ να το δεχτώ. Έχει
περάσει ένας χρόνος από τότε που έφυγε. Και η αλήθεια είναι ότι πάντα πίστευα
ότι θα γυρνούσε πίσω.»
«Τα παλιά ξόρκια δεν λένε ψέματα, Όντραν. Και εσύ μου
ζήτησες να κάνω το πιο παλιό ξόρκι, θυμάσαι; Μπροστά σου άναψα εκείνο το κερί,
μπροστά από το ημερολόγιο στο οποίο κατέγραφες τα γεγονότα κάθε μέρας. Μπροστά
σου έκανα την ερώτηση στα πνεύματα. Τα ρώτησα πού βρίσκεται εκείνη. Μπροστά σου
γέμισε εκείνη η άδεια σελίδα. Και θυμάσαι καλά τι έγραφε. Και αν δεν θυμάσαι,
μπορείς απλά να ανοίξεις το βιβλίο σου σε εκείνη τη σελίδα και θα το δεις. Η
Φιντέλμα δεν είναι πια εδώ...»
«…Είναι πλέον αστέρι…» συμπλήρωσε.
«Ακριβώς.»
«Κι αν τα πνεύματα κάνανε λάθος;»
«Τα πνεύματα δεν κάνουν λάθος, Όντραν. Απλά πέτα αυτό το
παλιό δαχτυλίδι, γιατί δεν σου προσφέρει τίποτα. Μόνο κινδύνους μπορεί να σου
φέρει.»
Το έβγαλε από το χέρι του. Το στριφογύρισε, το κοίταξε
από όλες τις μεριές, λες και το έβλεπε για πρώτη φορά. Διάβασε ξανά την
προφητεία που ήταν χαραγμένη πάνω του, στην παλιά γλώσσα. Παραδέχτηκε πως ο
μάγος είχε δίκιο. Εκείνη είχε φύγει και δεν θα γυρνούσε ποτέ ξανά. Και αυτό το
παλιό δαχτυλίδι ήταν άχρηστο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να
αιχμαλωτίζει αθώα μαγικά πλάσματα.
Σηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Το μέρος που κάποτε
ονομαζόταν «Κοιλάδα του Θανάτου» ήταν πια ολοζώντανο. Το μουσκεμένο γρασίδι
πάνω στο οποίο έπαιζε ο Νατχάιρ, τα αγριολούλουδα στα χρώματα του ήλιου και του
ουρανού, η μεγάλη βελανιδιά που αντικαθιστούσε επάξια την παλιά, καμένη,
καταραμένη Ντάιρ, όλα, του θύμιζαν την ζωή του.
Πόσο μαύρη και ψυχρή ήταν κάποτε, και πόσο άλλαξε όταν
ήρθε εκείνη στην ζωή του. Μα εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Έσφιξε το φάινε στο χέρι
του και κοίταξε τον ουρανό. Τα αστέρια έτρεμαν. Σε λίγο θα έσβηναν. Αναρωτήθηκε
ποιο από όλα να ήταν εκείνη.
«Δεν μπορείς να το καταστρέψεις.» μίλησε ο Γουάφ, που
είχε έρθει δίπλα του. «Μπορείς όμως να το ξεφορτωθείς για πάντα, και μαζί του
όλο το βάρος που κουβαλάει.»
«Πώς;»
«Επέστρεψέ το εκεί από που ήρθε.»
Έγνεψε σοβαρά. Γονάτισε και άρχισε να σκάβει με τα γυμνά
του χέρια. Ο Γουάφ γονάτισε και εκείνος και τον βοήθησε. Όταν φτάσανε στο μισό
μέτρο, ο Όντραν έριξε μέσα το δαχτυλίδι χωρίς να του ρίξει ούτε μια τελευταία
ματιά. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, είδαν το χώμα γύρω του να
πυρρακτώνεται, να λιώνει και να κοχλάζει σαν καυτή λάβα. Το δαχτυλίδι θάφτηκε
κάτω από την αγκαλιά της πυρωμένης γης. Ύστερα το χώμα πάγωσε και το φάινε
έγινε ένα μαζί του.
«Αυτό ήταν. Τώρα κανείς δεν θα μπορέσει να το βρει.» είπε
ο Γουάφ και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.
***
Σερνόταν στο χώμα, βρώμικος, κουρελιασμένος, διψασμένος.
Για καιρό δεν μπορούσε να βρει ησυχία πουθενά. Όσοι τον αναγνώριζαν, τον
κυνηγούσαν, με όπλα ή χωρίς. Τον είχαν διώξει από το κάστρο του σαν ψωριάρικο
σκυλί. Τον είχαν αναγκάσει να αφήσει την Κόπαρ, την πόλη που ο ίδιος είχε
φτιάξει, λες και ήταν κανένας κοινός εγκληματίας. Για μήνες έτρεχε από εδώ και
από εκεί, ψάχνοντας τον άνθρωπο που του είχε κλέψει τα πάντα.
«Όντραν…» σφύριξε μέσα από τα δόντια του, όταν τον είδε
από τον λοφίσκο όπου κρυβόταν, μαζί με τον άθλιο μάγο.
Το άκουσμα του ονόματός του και μόνο του έφερνε αναγούλα.
Έφτυσε στο χώμα, θαρρείς και η λέξη του άφησε πικρή γεύση στο στόμα. Στηρίχτηκε
στις αμυχές του βράχου και σύρθηκε για να δει από πιο κοντά. Ο άντρας που
έφερνε τον τίτλο του Καομνόιρ της Χάνταπ έριξε το πολύτιμο φάινε στην τρύπα που
είχε ανοίξει στο χώμα.
«Τι ηλίθιος!» μουρμούρισε.
Γι’ αυτό αποφάσισε
να κρατήσει το δαχτυλίδι για τον εαυτό του; Για να το πετάξει σαν σκουπίδι;
«Δεν πειράζει, χρυσό μου.» μουρμούρισε καθώς
ξερογλυφόταν. «Τώρα που σε βρήκα δεν θα σε αφήσω ξανά. Ήρθε η στιγμή να βρεθείς
στο χέρι αυτού που πραγματικά του αξίζει.» είπε και έβγαλε από την λερωμένη του
μπότα ένα μικρό μαχαίρι.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις;» ακούστηκε μια φωνή πίσω του.
«Ολκ.» απάντησε με το θολό του μάτι να στάζει μίσος. «Με
πρόδωσες. Μην νομίζεις ότι το έχω ξεχάσει.»
«Αυτό που έχεις στο μυαλό σου να το ξεχάσεις.» απάντησε
εκείνη.
«Τι σε νοιάζει εσένα; Να κοιτάς τη δουλειά σου. Εσύ
έφυγες σαν να ήσουν το θήραμα και όχι ο κυνηγός. Τι γυρεύεις τώρα; Το
δαχτυλίδι; Σου είναι άχρηστο πια· ο εκλεκτός σου το πέταξε σαν σκουπίδι.»
«Δεν με νοιάζει το δαχτυλίδι Μπόα.»
«Τότε δεν έχεις λόγο να βρίσκεσαι εδώ.» είπε εκείνος και
κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια που σχημάτιζαν οι πέτρες.
Η Ολκ βρέθηκε μπροστά του πριν κάνει το επόμενο βήμα.
«Άσε με να ξεμπερδεύω μια ώρα αρχύτερα με αυτόν τον
βλάκα!» θύμωσε και την έσπρωξε για να περάσει.
«Δεν θα σε αφήσω να του κάνεις κακό.» ανακοίνωσε
δυναμικά.
Ο Μπόα γέλασε με την καρδιά του. Γύρισε και την κοίταξε.
«Τι έγινε; Πού πήγε η ατρόμητη ιέρεια του θανάτου που
γνώρισα; Πού πήγε η σκληρή, άκαρδη Ολκ, η μάγισσα με τα χίλια πρόσωπα;»
«Δεν υπάρχει πια. Αποφάσισα να κάνω ό, τι περνάει από το
χέρι μου για να γυρίσω πίσω. Να με δεχτεί η Θεά της Ζωής.»
«Δικό σου πρόβλημα αυτό. Άσε με τώρα να ασχοληθώ με το
δικό μου.»
Η Ολκ άρπαξε το χέρι του με δύναμη. Το μέτωπο του Μπόα
ζάρωσε από θυμό.
«Δεν σε φοβάμαι πια. Τα έχω χάσει όλα, δεν μου μένει
τίποτα να χάσω πια. Μόνο ένα πράγμα μου μένει να κάνω και θα το κάνω.» είπε και
τράβηξε το χέρι του πίσω.
Πάτησε πάνω στις επίπεδες πέτρες και συνέχισε τον δρόμο
του. Η Ολκ όμως βρέθηκε και πάλι μπροστά του και τον σταμάτησε.
«Άκου πρώτα αυτό που θα σου πω και μετά αποφασίζεις. Αλλά
άκου με.» του ζήτησε σοβαρά.
Την κοίταξε ανέκφραστος. Το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι
δεν χαλάρωσε καθόλου.
«Έρχονται κάποιες στιγμές στην ζωή των ανθρώπων που
βρίσκονται μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα. Μπορείς να φανταστείς ποιο είναι
αυτό;»
Ο Μπόα άκουγε αδιάφορα χωρίς να μιλά. Μόνο η σφυριχτή του
ανάσα ακουγόταν.
«Μπορούν να επιλέξουν αν θα είναι ευχές ή κατάρες για τον
κόσμο γύρω τους. Να φερθούν με καλοσύνη, να κάνουν κάτι καλό, κάτι που
πραγματικά θα μετρήσει, για το οποίο κάποτε θα καμαρώνουν, ή να φερθούν με
γνώμονα τον φόβο ή το μίσος και να κάνουν κάτι που θα μετανιώσουν αργότερα. Εσύ
τι αποφασίζεις, Μπόα; Σκέψου καλά πριν απαντήσεις, ζύγισέ τα όλα μέσα σου.
Θέλεις να είσαι ευχή ή κατάρα για τον Όντραν;»
Χαμήλωσε το κεφάλι του. Κοίταξε τις μπότες του. Ήταν
φθαρμένες, λασπωμένες. Κάποτε έβλεπε το πρόσωπό του να καθρεφτίζεται στο
λουστραρισμένο δέρμα τους. Κάποτε ήταν ο Μπόα Μακ Λερ, ο άρχοντας της Κόπαρ,
εκείνος που όλοι χαμήλωναν το βλέμμα στη θέα του από φόβο και δέος. Τώρα ήταν
ένα τίποτα. Ένας κοινός θνητός που όλοι εχθρεύονταν και κανένας τους δεν ήθελε
να θυμάται. Κοίταξε ξανά την μάγισσα.
«Όσο αφορά τον Όντραν Μακ Λερ, θέλω να είμαι η κατάρα και
η καταδίκη του. Ο λόγος της δυστυχίας του, το τελευταίο πρόσωπο που θα δει πριν
πεθάνει.»
«Αυτή είναι η επιλογή σου; Η λύση στο δίλημμά σου;»
«Αυτή. Και τώρα με συγχωρείς αλλά έχω μία εκδίκηση να
πάρω.» είπε και έστρεψε την πλάτη του, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει βήμα.
«Lig dom a fheiceáil do féin fíor!» ψιθύρισε η Ολκ και το ξόρκι που έπεσε πάνω στον Μπόα,
τον μετέτρεψε ευθύς σε ένα μεγάλο, μαύρο φίδι.
Το ερπετό σύριξε και η διχαλωτή του γλώσσα τρεμούλιασε
θυμωμένα προς το μέρος της.
«Και αυτό, καλέ μου Μπόα, πιστέ μου σύντροφε, είναι το
ξόρκι που μεταμορφώνει κάποιον στον αληθινό του εαυτό. Θύμησέ μου πώς σε
φώναζαν οι εχθροί σου… Α ναι… Φίδι. Ειρωνία, έτσι;»
Ο Νατχάιρ, από ένα χιλιόμετρο μακριά, κάτω, στην κοιλάδα,
σταμάτησε να κυλιέται στο χορτάρι. Σήκωσε το κεφάλι του και οσφρύστηκε τον αέρα
με ξαφνικό ενδιαφέρον. Ύστερα άνοιξε τα φτερά του.
«Ω… νομίζω πως θα έχεις πρόβλημα.» είπε μόλις είδε τον
δράκο να υψώνεται στον αέρα και να κατευθύνεται προς το μέρος τους. «Από τις
λίγες γνώσεις μου για τους δράκους, νομίζω ότι τα φίδια είναι οι αγαπημένες
τους λιχουδιές.»
Το φίδι σύρθηκε γρήγορα στο χώμα, προσπαθώντας να
τρυπώσει κάτω από τις πέτρες. Ο Νατχάιρ πρόλαβε και το άρπαξε με τα νύχια του.
Ύστερα υψώθηκε και πάλι στον αέρα, αγνοώντας τις απελπισμένες προσπάθειές του
να του ξεφύγει.
Η Ολκ παρατήρησε σιωπηλή τον Όντραν και τον Γουάφ από
μακριά. Ο Νατχάιρ προσγειώθηκε δίπλα τους για να γευματίσει. Οι δυο τους τον
κοίταξαν να κατασπαράζει το φίδι και ύστερα έχασαν το ενδιαφέρον τους για το
θηρίο και το θήραμά του. Άρχισαν να μιλούν σιγανά και η μάγισσα υπέθεσε ότι
ήταν κάτι πολύ σοβαρό αυτό για το οποίο συζητούσαν. Το έβλεπε στην έκφραση του
μάγου.
Ανέβηκε στον βράχο από τον οποίο είχε κατέβει για να
τσακώσει τον Μπόα και έριξε μια τελευταία, θλιμμένη ματιά στον Γουάφ. Δεν
φάνηκε να την αντιλαμβάνεται. Δεν είχε καν οσμιστεί την μαγική της παρουσία. Θα
πρέπει να ήταν πολύ απορροφημένος. Δεν θα μάθαινε ποτέ για την συμβολή της στην
προστασία της ζωής του αγαπημένου του φίλου. Ποτέ σε όλη την διάρκεια της ζωής
της, μέχρι να βρεθούν στο μέρος σύναξης των ψυχών.
«Στο Άναμ Άιτ, τότε.» μουρμούρισε και έφυγε.
***
Ο Όντραν και ο Γουάφ παρατηρούσαν τον τρόπο που ο Νατχάιρ
καταβρόχθιζε την λεία του. Γύρισαν στην κουβέντα τους με κάποια αηδία.
«Σε λίγο θα ξημερώσει.» παρατήρησε ο Γουάφ.
«Πώς το ξεπέρασες;» ρώτησε ξαφνικά ο Όντραν.
«Ποιο;»
«Τον θάνατο της Γκλόρια.» απάντησε εκείνος, χαμηλώνοντας
την φωνή του στην αναφορά του θανάτου.
«Δεν το ξεπέρασα. Η Φιντέλμα είχε προσφερθεί κάποτε να
πάρει τον πόνο μου μακριά, αλλά δεν δέχτηκα. Από όλες τις πληγές μου, αυτή
είναι η μόνη που θέλω να κρατήσω ανοιχτή.»
Ο Όντραν έγνεψε σιωπηλός. Το καταλάβαινε απόλυτα.
«Αν θες την γνώμη μου, και συγχώρα με που σου την δίνω
χωρίς να την ζητήσεις, δέξου την επιθυμία των ανθρώπων του Άονταχτ και γίνε
βασιλιάς τους. Σε χρειάζονται. Εσένα διάλεξαν ανάμεσα σε όλους τους άλλους,
γιατί εσύ είσαι εκείνος που έμελλε να ενώσει τη Γιουβέρνα και το Σκαθ, εσύ
είσαι εκείνος που πήρε το ρίσκο να παλέψει σώμα με σώμα με τον ίδιο τον θάνατο
και τους πιστούς ακολούθους του. Σε εσένα ανήκει ο τίτλος του βασιλιά, Όντραν.
Και τώρα με συγχωρείς, στο δάσος έξω από
την κοιλάδα έχει σπάνια βότανα που χρειάζομαι για την συλλογή μου. Πρέπει να
προλάβω να μαζέψω όσα περισσότερα μπορώ πριν γυρίσουμε πίσω.» είπε ο Γουάφ και
σηκώθηκε, χτυπώντας τον στην πλάτη.
Ο Όντραν έμεινε μόνος με τον Νατχάιρ, ο οποίος τώρα
χώνευε το δείπνο του γουργουρίζοντας νωχελικά. Κοίταξε τον τρόπο που θρόιζε το
γρασίδι στον ανοιξιάτικο αέρα. Τέτοια εποχή, έναν χρόνο πριν, ήταν που έφυγε η
Φιντέλμα για να βρει τον άνθρωπό της.
Θυμήθηκε τις τελευταίες τους στιγμές. Τα λόγια τους, το
απερίγραπτο συναίσθημα της λύτρωσης που ένιωθε όταν την κοιτούσε, γνωρίζοντας
πως όλα είχαν τελειώσει, πως ήταν ελεύθεροι και οι δύο. Το σφυροκόπημα της
καρδιάς του την στιγμή που την φιλούσε, την στιγμή που παρέδιδε την καρδιά του
ολοκληρωτικά στα χέρια της. Τον πόνο που ένιωθε την στιγμή που την έβλεπε να
ξεμακραίνει.
Άκουσε ξανά μες το μυαλό του την ερώτηση που της είχε
κάνει.
«Θα γυρίσεις πίσω; Κάποτε;» την είχε ρωτήσει.
«Ίσως κάποτε…» του είχε απαντήσει. «Αν το ευχηθείς με όλη σου την καρδιά…»
Το βλέμμα του έπεσε πάνω στον λεπτό μίσχο ενός
τριφυλλιού. Το κοίταξε με θλίψη, σαν να έφταιγε εκείνο που η Ευχή του ήταν
μακριά. Ύστερα το κοίταξε καλύτερα. Δεν ήταν ένα απλό τριφύλλι. Αντί για τρία
πέταλα, είχε τέσσερα. Ένα μαγικό, τετράφυλλο τριφύλλι, καμάρωνε ανάμεσα στα
υπόλοιπα με την αλαζονεία ενός άρχοντα.
Άπλωσε το χέρι του και το έκοψε.
«Ίσως κάποτε… Αν το
ευχηθείς με όλη σου την καρδιά…» έλεγε η γλυκιά, μελωδική φωνή που τόσο είχε λείψει στα
αυτιά του.
Έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Είχε πολύ καιρό να ευχηθεί.
Δεν θυμόταν πώς να το κάνει. Αλήθεια, πώς γινόταν μια ευχή; Πώς το είχε κάνει
παλιότερα, σαν παιδί; Έφερε το τριφύλλι κοντά στα χείλη του. Και ύστερα του
ψιθύρισε την ευχή του σαν να είχε αυτιά, σαν να μπορούσε να ακούσει όπως ένα
οποιοδήποτε πλάσμα με κάποια νοημοσύνη.
«Εύχομαι να μου φέρεις πίσω την Ευχή μου… Εύχομαι να μου
φέρεις πίσω την Φιντέλμα. Εύχομαι μόλις ανοίξω τα μάτια μου, να την δω. Να
μπορέσω να την αγγίξω ξανά, να ακούσω την φωνή της, να μυρίσω τα μαλλιά της. Να
την δω, έστω για λίγο. Απλά να την δω…»
Άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε τριγύρω, κάπως
απογοητευμένος. Η Φιντέλμα δεν ήταν πουθενά. Ούτε μία στάλα από την λάμψη της,
ούτε το θρόισμα του πέπλου της στον άνεμο, ούτε το γέλιο της, ούτε η ανάσα της.
Στράφηκε στον ουρανό. Σε λίγο θα ξημέρωνε, και δεν θα
μπορούσε να δει ούτε τα αστέρια, για να φαντάζεται τουλάχιστον πως είναι κάπου
εκεί, ανάμεσά τους.
«Σε παρακαλώ… Σε παρακαλώ…» στράφηκε απελπισμένος στο
τριφύλλι που κρατούσε στα χέρια του. «Φέρ’ την μου πίσω. Την χρειάζομαι όσο και
τον αέρα που αναπνέω… Δεν έχω άλλες ευχές να κάνω, καμία άλλη ευχή δεν θέλω να
σου ζητήσω. Ούτε εκδίκηση, ούτε τίτλους, ούτε δόξα. Θέλω απλά την μοναδική μου
αγάπη πίσω. Εκείνη και μόνο εκείνη. Και αυτή είναι η μόνη και τελευταία μου
ευχή.»
Στράφηκε και πάλι στον ουρανό. Ένα αστέρι του φάνηκε πως
φώτιζε περισσότερο από τα άλλα. Ήταν όμορφο, πραγματικά όμορφο. Έκανε την
καρδιά του να ζεσταίνεται καθώς το κοιτούσε. Όπως ακριβώς όταν κοιτούσε εκείνη.
Και τότε, μόλις τελείωσε την ευχή του, το αστέρι έπεσε.
Χάθηκε από τον ουρανό στα βάθη του ορίζοντα και εξαφανίστηκε σαν όραμα
σαλεμένου μυαλού. Άφησε το τριφύλλι στο γρασίδι, με τον φόβο ότι η ευχή του δεν
θα πραγματοποιούνταν ποτέ. Η νύχτα είχε ήδη ξεφτίσει όταν σήκωσε το βλέμμα του
ξανά. Ο ήλιος έβγαινε δειλά, σκορπίζοντας φως με την παρουσία του.
Η πρώτη πρωινή αχτίδα άγγιξε το πλούσιο χορτάρι της
κοιλάδας. Το παρατήρησε με θλίψη. Οι χρυσαφένιες αχτίδες απλώνονταν με τρυφερά
χάδια στο μέρος, μα ο Όντραν ένιωθε σαν να βρισκόταν βυθισμένος στο σκοτάδι.
Μέχρι που τα μάτια του αιχμαλώτισαν ένα θέαμα που μόνο
μαγικό μπορούσε να χαρακτηρίσει. Μαγικό ή τρελό.
Ανάμεσα στις πρώτες χρυσαφένιες, πρωινές αχτίδες,
ξεπρόβαλε μία γυναικεία, αστραφτερή μορφή. Ένα αστέρι, μία νεράιδα, ένας
άγγελος που του χαμογελούσε.
«Φιντέλμα;» είπε με την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή,
δυνατότερα από τα κύμβαλα που έδιναν τον ρυθμό βηματισμού στην πορεία του
πολέμου.
«Ευχήθηκες για μένα…» μίλησε η γυναίκα.
Ήταν η φωνή της, δεν χωρούσε αμφιβολία. Κατευθύνθηκε προς
το μέρος της, μα δεν τόλμησε να περάσει
μέσα από τις ηλιαχτίδες.
«Είσαι αλήθεια εσύ;» ρώτησε με κάποιο φόβο.
Η μορφή άνοιξε την αγκαλιά της.
«…Με όλη σου την καρδιά!» συνέχισε και ο Όντραν πέρασε
μέσα από τις ηλιαχτίδες χωρίς φόβο πια και βρέθηκε κοντά της.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του, την φίλησε, γέλασε με την
ψυχή του. Και οι δυο τους έμειναν αγκαλιασμένοι μέσα στο χρυσαφένιο, πρωινό
φως.
Η ευχή του είχε βγει αληθινή.
***
Ο Λευκός και ο Μαύρος Εάλα πετούσαν πάνω από τους
μεγάλους βασιλικούς κήπους, όπου ανέμιζε η καινούρια σημαία, με τους δύο
κύκνους ενωμένους σε μία αγκαλιά. Ο Όντραν και η Φιντέλμα, εστεμμένοι πια
βασιλιάδες του ενωμένου Άονταχτ, περπατούσαν αγκαλιασμένοι μέσα από τα μεγάλα
μαρμάρινα αγάλματα των κύκνων, με πρόσωπα που έλαμπαν από ευτυχία. Ο Γουάφ τους
κοιτούσε χαμογελαστός από τον δικό του, ξεχωριστό πύργο από όπου εκτελούσε τα
καθήκοντά του, σαν γνήσιος, επίσημος σύμβουλος του βασιλιά. Είχε καιρό να
νιώσει τέτοια γαλήνη. Έκλεισε τα μάτια και αφουγκράστηκε.
Στο Άονταχτ ακούγονταν οι ήχοι των καινούριων τραγουδιών,
εκείνων που οι ενωμένοι πια κάτοικοι είχαν γράψει για να θυμούνται πάντα το
μάθημα που είχαν πάρει μετά τον τελευταίο πόλεμο που έμελλε να φέρει την
ειρήνη.
«Nach bhfuil níos mó cogaí
agus aon eagla níos mó.
Chomh fada agus is solas na réaltaí ar an oíche,
Ní bheidh dóchas bás..»
«Όχι άλλοι πόλεμοι, όχι άλλος φόβος.
Όσο τα αστέρια φέγγουν τη νύχτα,
Η ελπίδα δεν θα πεθάνει.»
Η νύχτα σκορπούσε το σκοτάδι παντού, άφηνε στο διάβα της
σκιές και τρόμο. Οι Αντευχές ζούσαν ακόμα μέσα της, περιμένοντας να ξεσκίσουν
ανθρώπινες σάρκες με τα σουβλερά τους δόντια και τα γαμψά τους νύχια, να
σκοτώσουν όνειρα, να χαλάσουν οτιδήποτε όμορφο και καλό στον κόσμο. Να έρθουν
αντιμέτωπες με τις Ευχές και να τελειώσουν αυτό που άρχισαν κάποτε, όταν τις
δημιούργησε η Θεά του Θανάτου.
Αλλά τα αστέρια έλαμπαν και εκείνα μέσα στη νύχτα, άφηναν
πίσω τους αστερόσκονη για να φωτίζουν τα σκοτάδια και τις χαμένες ψυχές των
απελπισμένων ανθρώπων. Μυριάδες Ευχές που περίμεναν καρτερικά για τον επόμενο
άνθρωπο που θα ευχόταν για κάποια από αυτές, με όλη του την καρδιά.
Και η θάλασσα του Μπι τραγουδούσε σαν στοργική μητέρα
εκείνο το παλιό νανούρισμα που είχε σκοπό να διώχνει τους εφιάλτες:
«Ná bíodh eagla ort.
Is é an ghrian beagnach suas.
Aisling olc atá imithe
Agus aisling maith atá ag fanacht leat
Beidh siad a thabhairt duit réaltaí
Ionas gur féidir leat a dhéanamh do mhianta
Agus creidim é
Thagann mianta agus brionglóidí fíor!»
«Μην φοβάσαι.
Ο ήλιος είναι σχεδόν ήδη ψηλά.
Οι εφιάλτες έφυγαν
Και καλά όνειρα σε περιμένουν.
Θα σου δώσουν αστέρια
Ώστε να μπορείς να κάνεις τις ευχές σου.
Και πίστεψέ το
Οι ευχές και τα όνειρα βγαίνουν αληθινά!»
Τ Ε Λ Ο Σ
Ιωάννα Τσιάκαλου