«Αποκλείεται», λέει κάθετα η νοσοκόμα.
«Μα... μα... όμως...», ψάχνω να βρω κάποιο επιχείρημα για να την μεταπείσω, αλλά αδυνατώ να σκεφτώ κάτι.
Το μόνο που κατορθώνω για την ώρα είναι να τραυλίζω, να μετατοπίζω το μπερδεμένο μου βλέμμα από το άδειο μπολ στη δύσπιστη γυναίκα και πάλι πίσω και να και να χάνω τα λόγια μου. «Το αφέ... το αφέψημα... εξαφανίστηκε».
«Αποκλείεται», επαναλαμβάνει. Ακούγεται ανυποχώρητη.
Και δεν την αδικώ.
Είναι έξι το χάραμα, δουλεύει υπερωρίες και καλείται να φέρει βόλτα ολόκληρη την πτέρυγα ανάρρωσης. Είναι εξουθενωμένη. Και σαν να μην της φτάνουν αυτές οι σκοτούρες, έχει κι εμένα, να μονοπωλώ την προσοχή της, να την φωνάζω μες στην μαύρη νύχτα και να ισχυρίζομαι ότι το τσάι μου εξατμίστηκε διά μαγείας.
«Όχι, αλήθεια», επιμένω. «Την μια στιγμή το... άφησα κάτω για να χαζέψω... τα παράθυρα... απέναντι και... και... όταν το ξαναέπιασα στα χέρια μου... το μπολ ήταν... άδειο».
Τα καστανά της φρύδια σουφρώνουν και ενώνονται σε μια ευθεία γραμμή εκνευρισμού. Δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στα λεγόμενά μου. «Δίχως να το έχεις αδειάσει εσύ;»
«Ακριβώς», λέω με στόμφο.
«Και είσαι σίγουρη για αυ-»
«Ναι», την κόβω.
Μου δίνει μια ευκαιρία να αλλάξω γνώμη. «Αντριάννα, κοίταξέ με. Είσαι απολύτως σίγουρ-»
«Ναι», την διακόπτω ξανά. «Ναι, ναι, ναι. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν το ήπια. Θα... θα το θυμόμουν εάν το είχα πιεί. Αλλά δεν το άγγιξα». Τι πρέπει να πω για να την τουμπάρω; «Το ορκίζομαι», συμπληρώνω με κάθε ειλικρίνεια. Σηκώνω τα χέρια μου, σχηματίζω ένα Χ με τα δάχτυλά μου και φιλάω σταυρό.
Ναι, το ξέρω ότι είναι μια παιδιάστικη χειρονομία χωρίς καμία αξία πειστηρίου. Όμως δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Είμαι απελπισμένη.
Σαν να της έχω δημιουργήσει κάποιο σπαστικό τικ, η γυναίκα αρχίζει να χτυπάει το πόδι της στο πάτωμα. Φλαπ, φλαπ, φλαπ. Κάθε πάτημα είναι πιο δυνατό, πιο θυμωμένο απ' το προηγούμενο. Αρχίζει να χάνει την υπομονή της.
«Δεν υπάρχει κανένας διψασμένος κλέφτης ροφημάτων εδώ πέρα», με διαβεβαιώνει. «Επίσης, οι ασθενείς σε ακτίνα δέκα μέτρων απ' το ράντζο σου είναι σε τόσο δυσμενή θέση που δεν θα μπορούσαν ποτέ να σηκωθούν, να σε πλησιάσουν και να επιδοθούν σε καψόνια και καζούρες. Το πόρισμά μου, λοιπόν, είναι ότι εσύ έκανες το μπολ να στερέψει και απλά δεν το θυμάσαι. Η μνήμη σου δεν το...»
«Όχι», το αρνούμαι πεισματικά. «Δεν έγινε έτσι».
Φλαπ, φλαπ, φλαπ, κοπανάει το πόδι της.
Ε, λοιπόν. Δεν είναι η μόνη που τα 'χει πάρει στο κρανίο.
«Γιατί δεν με ακούς, επιτέλους;», ξεσπώ.
Ετούτη εδώ η γυναίκα και η αμέριστη απάθειά της, με ωθούν τόσο πολύ στα άκρα που στέλνω τον πληθυντικό ευγενείας στον αγύριστο και της μιλώ ευθέως, σαν ίση προς ίση. «Γιατί δεν με προσέχεις για μια φορά όταν σου μιλάω;»
Φλαπ, φλαπ, φλαπ.
«Πάψε να απορρίπτεις όσα σου λέω, γαμώτο...» Σταματώ απότομα, αναζητώντας κάποια προσφώνηση για αυτήν. Θέλω να της απευθυνθώ αμεσότερα, αλλά το γυναίκα είναι πολύ σοβινιστικό για τα γούστα μου, το νοσοκόμα πολύ γενικό, και για το ηλίθια-εξουσιαστική-φιγούρα-που-παίζεις-με-τα-νεύρα-μου δεν το συζητώ καν. Πώς να την αποκαλέσω;
Με βλέπει να κοπιάζω και –παραδόξως- καταλαβαίνει.
«Χμμμ», μουγγρίζει δυσαρεστημένα. «Μάλιστα. Βλέπω πως τώρα ξεχνάς και το όνομά μου. Σου έχω συστηθεί τέσσερις φορές μέχρι τώρα, Αντριάννα. Το όνομά μου είναι Άσα Πιλάρσκι».
«Πιλάρσκι;», κάνω σαν χαζή.
Το επίθετό της δεν μου λέει τίποτα.
Στα αλήθεια μου έχει συστηθεί;
Και επανειλημμένα;
Μα πότε;
Δεν μπορώ να ανακαλέσω την στιγμή.
«Ναι», συγκατανεύει. «Οι γονείς μου μετανάστευσαν από την Πολωνία στις Ηνωμένες Πολιτείες το '53, όπως σου έχω ήδη εξηγήσει», βάζει ιδιαίτερη έμφαση στην λέξη ήδη. «Με έφεραν μαζί τους».
Τι φαεινή ιδέα!
Την βλέπω που γράφει κάτι στα κίτρινα φύλλα του ντοσιέ της, ακούω την μύτη της πένας της να ξύνει το χαρτί και δεν μπορώ παρά ν' αναρωτηθώ: «Τι... τι σημειώνεις εκεί πέρα;»
Δεν απαντά ευθέως. «Ανησυχώ», αρχίζει τις περιστροφές. «Εάν δεν θυμάσαι να πέφτεις απ' τις σκάλες, να πίνεις το τσάι σου ή να σου συστήνομαι, τότε ίσως να υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το μυαλό σου. Ίσως το πέσιμο σου προκάλεσε κάποια εγκεφαλική βλάβη».
Τι; τινάζομαι αυτόματα σαν έφαγα χαστούκι. Όχι.
«Θα χρειαστεί να κάνεις περισσότερες εξετάσεις», με ενημερώνει, σηκώνοντας το βλέμμα της από την σελίδα.
«Νόμιζα ότι είχα τελειώσει με τις ε-». Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω.
«Ίσως να πρέπει να παρακολουθήσεις μερικές συνεδρίες με τον ψυχίατρο για να δούμε τι γίνεται», αναλογίζεται μεγαλόφωνα.
«Ω», κραυγάζω έξαλλη. «Ξέρω πολύ καλά τι μου γίνεται».
«Ξέρεις;», με προκαλεί. Οι φακοί των γυαλιών της αστράφτουν επικίνδυνα και η ματιά που μου ρίχνει είναι τόσο ενσυνείδητη που μου γεννά αμφιβολίες.
Στοπ! Δεν πρέπει να αμφισβητώ τον ίδιο μου τον εαυτό.
Και βέβαια ξέρω τι τρέχει εδώ πέρα!
Το ξέρω.
Ξέρω;
Η νοσοκόμα, η οποία, συγκρατώ, ότι μόλις αυτό-ονομάστηκε Άσα Πιλάρσκι, βλεφαρίζει απότομα. Τόσο απότομα που η απειλή σβήνει απ' το βλέμμα της σε νανοδευτερόλεπτα. «Θα σου φέρω μια ακόμη κούπα», λέω εν είδει συμφιλίωσης. «Ελπίζω να μην αδειάσει κι αυτή σαν το μπολ. Ανεξήγητα».
✖
Το κομοδίνο στα δεξιά μου διαθέτει ένα μικρό, συρταρωτό ντουλάπι, μέσα στο οποίο ανακαλύπτω ένα παλιό, φθαρμένο αντίτυπο της Βίβλου. Έχω διαβάσει την Βίβλο δεκάδες φορές κατόπιν παραγγελίας των γονιών μου. Το ίδιο και η Μία.
Παρόλα αυτά, παρόλη την καταναγκαστική μελέτη της, δεν την έχω μισήσει, παρόλο που έχω πλέον αποστηθίσει κάθε της ψαλμό δεν την βαριέμαι. Γαληνεύει την ψυχή μου.
Ανασύρω το βιβλίο, φυσάω για να διώξω το παχύ, στρώμα σκόνης που καλύπτει το εξώφυλλο και το ανοίγω. Ανατρέχω σε εκείνον τον ψαλμό που μπορεί να μου προσφέρει την μεγαλύτερη ανακούφιση ετούτη την στιγμή: «Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων», διαβάζω ψιθυριστά. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Mακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται», κι ύστερα έρχεται η φράση που έχω τόσο ανάγκη να ακούσω. «Mακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν*».
Συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ στους πράους ανθρώπους, σωστά; Εντάξει, ίσως τελευταία να έχω παραστρατήσει λίγο, αλλά φταίει το Ίδρυμα. Με επηρεάζει. Το κακό, όμως, ο φθόνος, η δολιότητα δεν είναι στην φύση μου. Είμαι καλός άνθρωπος, δεν είμαι;
Θέλω να πιστεύω πως ανήκω ακόμη στους ενάρετους.
Θέλω να πιστεύω ότι θα κληρονομήσω την γη της Επαγγελίας μαζί με την αδερφή μου, τους γονείς μου, και τους άλλους πιστούς με τις αγνές καρδιές.
Έχω ανάγκη να το πιστέψω, να πιστέψω ότι μπορώ να σωθώ.
Αλλά οι αγνοί άνθρωποι δεν έχουν δεχτεί ποτέ το σιχαμερό χάδι του Άσερ, δεν έχουν πλαγιάσει ποτέ με τον Μαρκ, δεν έχουν παγιδευτεί στην βδελυρή αγκαλιά του Πιτ.
Οι αγνοί άνθρωποι δεν θα φιλούσαν ποτέ τον Γκρίφιν Σέιγουορθ.
Εγώ όμως τον φίλησα και από τότε αισθάνομαι σαν να πέφτω σε ένα υγρό, σκοτεινό πηγάδι δίχως πάτο, σε μια άβυσσο δίχως τέλος.
Κάτι δεν πηγαίνει καλά με εμένα, διατείνομαι. Καμία αγαθή κοπέλα δεν θα τα έκανε αυτά τα πράγματα.
Αλλά η Αντριάννα τα έκανε. Η Αντριάννα δεν είναι αγνή πια. Η Αντριάννα έχει καταστραφεί.
Έχει καταστραφεί...
Έχει καταστραφεί...
Έχει χαλάσει...
Το μυαλό μου αρχίζει να κολλάει σαν γρατζουνισμένο CD, να περιστρέφεται συνεχώς γύρω από την σκέψη του πόσο ρημαγμένη είμαι. Σωματικά, ψυχικά, διανοητικά...
Δάκρυα μουσκεύουν τα μάγουλά μου και το στήθος μου τραντάζεται από σιωπηλά, φιμωμένα αναφιλητά. Δεν θα είμαι ποτέ ξανά η ίδια.
Παραδίδομαι ολοκληρωτικά στο κλάμα κι αφήνω όλη την πίεση, τον φόβο, την ταλαιπωρία μου να εκτονωθούν μέσα από αυτό. Μου παίρνει κάποιες στιγμές, μου παίρνει λεπτά, μου παίρνει ώρες, αλλά κάποτε ο θρήνος σταματά.
Σηκώνομαι από την εμβρυακή στάση στην οποία έχω πέσει, ανακάθομαι βαλαντωμένη, καταβεβλημένη από τους άηχους γόους που μόνο εγώ μπορούσα να ακούσω. Παίρνω μια διακεκομμένη, μακρόσυρτη, τρεμουλιαστή ανάσα που με σταθεροποιεί και αποφασίζω ότι μου έχει λείψει η ζεστή θαλπωρή που αφήνει το ρόφημα της Πιλάρσκι μέσα μου.
Θέλω να πιώ.
Γυρνώ προς την νέα κούπα που μου έφερε, αλλά αυτή δεν βρίσκεται στο τραπέζι-κομοδίνο. «Τ-τι στην ευχή;», αναρωτιέμαι, ρουφώντας την μύτη μου. «Πού είναι;»
Το κεφάλι μου γυρνάει γύρω γύρω σαν ανεμοδείκτης, καθώς ψάχνω να βρω τον κλέφτη.
Δεν κινείται τίποτα μέσα στο αναρρωτήριο, δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Είναι λες και έχει χιονίσει, λες και ο κόσμος έχει πέσει σε χειμερία νάρκη. Σιγή. Αδράνεια.
«Έι», λέω αόριστα, η φωνή μου αντηχεί παράταιρα στην μακρόστενη αίθουσα. «Εί-είναι κ-κανείς εδώ;»
Κοιτάζω στα δεξιά μου, μα δεν βλέπω κανέναν.
Κοιτάζω στα αριστερά μου, και βρίσκω το μικρό, κίτρινο αντικείμενο με το ραγισμένο χερούλι να μου ανταποδίδει το βλέμμα από την κορυφή του μόνιτορ.
Η κούπα.
Πώς βρέθηκε εκεί;
Σβετλιν
«Μα... μα... όμως...», ψάχνω να βρω κάποιο επιχείρημα για να την μεταπείσω, αλλά αδυνατώ να σκεφτώ κάτι.
Το μόνο που κατορθώνω για την ώρα είναι να τραυλίζω, να μετατοπίζω το μπερδεμένο μου βλέμμα από το άδειο μπολ στη δύσπιστη γυναίκα και πάλι πίσω και να και να χάνω τα λόγια μου. «Το αφέ... το αφέψημα... εξαφανίστηκε».
«Αποκλείεται», επαναλαμβάνει. Ακούγεται ανυποχώρητη.
Και δεν την αδικώ.
Είναι έξι το χάραμα, δουλεύει υπερωρίες και καλείται να φέρει βόλτα ολόκληρη την πτέρυγα ανάρρωσης. Είναι εξουθενωμένη. Και σαν να μην της φτάνουν αυτές οι σκοτούρες, έχει κι εμένα, να μονοπωλώ την προσοχή της, να την φωνάζω μες στην μαύρη νύχτα και να ισχυρίζομαι ότι το τσάι μου εξατμίστηκε διά μαγείας.
«Όχι, αλήθεια», επιμένω. «Την μια στιγμή το... άφησα κάτω για να χαζέψω... τα παράθυρα... απέναντι και... και... όταν το ξαναέπιασα στα χέρια μου... το μπολ ήταν... άδειο».
Τα καστανά της φρύδια σουφρώνουν και ενώνονται σε μια ευθεία γραμμή εκνευρισμού. Δεν έχει καμία εμπιστοσύνη στα λεγόμενά μου. «Δίχως να το έχεις αδειάσει εσύ;»
«Ακριβώς», λέω με στόμφο.
«Και είσαι σίγουρη για αυ-»
«Ναι», την κόβω.
Μου δίνει μια ευκαιρία να αλλάξω γνώμη. «Αντριάννα, κοίταξέ με. Είσαι απολύτως σίγουρ-»
«Ναι», την διακόπτω ξανά. «Ναι, ναι, ναι. Είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν το ήπια. Θα... θα το θυμόμουν εάν το είχα πιεί. Αλλά δεν το άγγιξα». Τι πρέπει να πω για να την τουμπάρω; «Το ορκίζομαι», συμπληρώνω με κάθε ειλικρίνεια. Σηκώνω τα χέρια μου, σχηματίζω ένα Χ με τα δάχτυλά μου και φιλάω σταυρό.
Ναι, το ξέρω ότι είναι μια παιδιάστικη χειρονομία χωρίς καμία αξία πειστηρίου. Όμως δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Είμαι απελπισμένη.
Σαν να της έχω δημιουργήσει κάποιο σπαστικό τικ, η γυναίκα αρχίζει να χτυπάει το πόδι της στο πάτωμα. Φλαπ, φλαπ, φλαπ. Κάθε πάτημα είναι πιο δυνατό, πιο θυμωμένο απ' το προηγούμενο. Αρχίζει να χάνει την υπομονή της.
«Δεν υπάρχει κανένας διψασμένος κλέφτης ροφημάτων εδώ πέρα», με διαβεβαιώνει. «Επίσης, οι ασθενείς σε ακτίνα δέκα μέτρων απ' το ράντζο σου είναι σε τόσο δυσμενή θέση που δεν θα μπορούσαν ποτέ να σηκωθούν, να σε πλησιάσουν και να επιδοθούν σε καψόνια και καζούρες. Το πόρισμά μου, λοιπόν, είναι ότι εσύ έκανες το μπολ να στερέψει και απλά δεν το θυμάσαι. Η μνήμη σου δεν το...»
«Όχι», το αρνούμαι πεισματικά. «Δεν έγινε έτσι».
Φλαπ, φλαπ, φλαπ, κοπανάει το πόδι της.
Ε, λοιπόν. Δεν είναι η μόνη που τα 'χει πάρει στο κρανίο.
«Γιατί δεν με ακούς, επιτέλους;», ξεσπώ.
Ετούτη εδώ η γυναίκα και η αμέριστη απάθειά της, με ωθούν τόσο πολύ στα άκρα που στέλνω τον πληθυντικό ευγενείας στον αγύριστο και της μιλώ ευθέως, σαν ίση προς ίση. «Γιατί δεν με προσέχεις για μια φορά όταν σου μιλάω;»
Φλαπ, φλαπ, φλαπ.
«Πάψε να απορρίπτεις όσα σου λέω, γαμώτο...» Σταματώ απότομα, αναζητώντας κάποια προσφώνηση για αυτήν. Θέλω να της απευθυνθώ αμεσότερα, αλλά το γυναίκα είναι πολύ σοβινιστικό για τα γούστα μου, το νοσοκόμα πολύ γενικό, και για το ηλίθια-εξουσιαστική-φιγούρα-που-παίζεις-με-τα-νεύρα-μου δεν το συζητώ καν. Πώς να την αποκαλέσω;
Με βλέπει να κοπιάζω και –παραδόξως- καταλαβαίνει.
«Χμμμ», μουγγρίζει δυσαρεστημένα. «Μάλιστα. Βλέπω πως τώρα ξεχνάς και το όνομά μου. Σου έχω συστηθεί τέσσερις φορές μέχρι τώρα, Αντριάννα. Το όνομά μου είναι Άσα Πιλάρσκι».
«Πιλάρσκι;», κάνω σαν χαζή.
Το επίθετό της δεν μου λέει τίποτα.
Στα αλήθεια μου έχει συστηθεί;
Και επανειλημμένα;
Μα πότε;
Δεν μπορώ να ανακαλέσω την στιγμή.
«Ναι», συγκατανεύει. «Οι γονείς μου μετανάστευσαν από την Πολωνία στις Ηνωμένες Πολιτείες το '53, όπως σου έχω ήδη εξηγήσει», βάζει ιδιαίτερη έμφαση στην λέξη ήδη. «Με έφεραν μαζί τους».
Τι φαεινή ιδέα!
Την βλέπω που γράφει κάτι στα κίτρινα φύλλα του ντοσιέ της, ακούω την μύτη της πένας της να ξύνει το χαρτί και δεν μπορώ παρά ν' αναρωτηθώ: «Τι... τι σημειώνεις εκεί πέρα;»
Δεν απαντά ευθέως. «Ανησυχώ», αρχίζει τις περιστροφές. «Εάν δεν θυμάσαι να πέφτεις απ' τις σκάλες, να πίνεις το τσάι σου ή να σου συστήνομαι, τότε ίσως να υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το μυαλό σου. Ίσως το πέσιμο σου προκάλεσε κάποια εγκεφαλική βλάβη».
Τι; τινάζομαι αυτόματα σαν έφαγα χαστούκι. Όχι.
«Θα χρειαστεί να κάνεις περισσότερες εξετάσεις», με ενημερώνει, σηκώνοντας το βλέμμα της από την σελίδα.
«Νόμιζα ότι είχα τελειώσει με τις ε-». Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω.
«Ίσως να πρέπει να παρακολουθήσεις μερικές συνεδρίες με τον ψυχίατρο για να δούμε τι γίνεται», αναλογίζεται μεγαλόφωνα.
«Ω», κραυγάζω έξαλλη. «Ξέρω πολύ καλά τι μου γίνεται».
«Ξέρεις;», με προκαλεί. Οι φακοί των γυαλιών της αστράφτουν επικίνδυνα και η ματιά που μου ρίχνει είναι τόσο ενσυνείδητη που μου γεννά αμφιβολίες.
Στοπ! Δεν πρέπει να αμφισβητώ τον ίδιο μου τον εαυτό.
Και βέβαια ξέρω τι τρέχει εδώ πέρα!
Το ξέρω.
Ξέρω;
Η νοσοκόμα, η οποία, συγκρατώ, ότι μόλις αυτό-ονομάστηκε Άσα Πιλάρσκι, βλεφαρίζει απότομα. Τόσο απότομα που η απειλή σβήνει απ' το βλέμμα της σε νανοδευτερόλεπτα. «Θα σου φέρω μια ακόμη κούπα», λέω εν είδει συμφιλίωσης. «Ελπίζω να μην αδειάσει κι αυτή σαν το μπολ. Ανεξήγητα».
✖
Το κομοδίνο στα δεξιά μου διαθέτει ένα μικρό, συρταρωτό ντουλάπι, μέσα στο οποίο ανακαλύπτω ένα παλιό, φθαρμένο αντίτυπο της Βίβλου. Έχω διαβάσει την Βίβλο δεκάδες φορές κατόπιν παραγγελίας των γονιών μου. Το ίδιο και η Μία.
Παρόλα αυτά, παρόλη την καταναγκαστική μελέτη της, δεν την έχω μισήσει, παρόλο που έχω πλέον αποστηθίσει κάθε της ψαλμό δεν την βαριέμαι. Γαληνεύει την ψυχή μου.
Ανασύρω το βιβλίο, φυσάω για να διώξω το παχύ, στρώμα σκόνης που καλύπτει το εξώφυλλο και το ανοίγω. Ανατρέχω σε εκείνον τον ψαλμό που μπορεί να μου προσφέρει την μεγαλύτερη ανακούφιση ετούτη την στιγμή: «Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων», διαβάζω ψιθυριστά. «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Mακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται», κι ύστερα έρχεται η φράση που έχω τόσο ανάγκη να ακούσω. «Mακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν*».
Συμπεριλαμβάνομαι κι εγώ στους πράους ανθρώπους, σωστά; Εντάξει, ίσως τελευταία να έχω παραστρατήσει λίγο, αλλά φταίει το Ίδρυμα. Με επηρεάζει. Το κακό, όμως, ο φθόνος, η δολιότητα δεν είναι στην φύση μου. Είμαι καλός άνθρωπος, δεν είμαι;
Θέλω να πιστεύω πως ανήκω ακόμη στους ενάρετους.
Θέλω να πιστεύω ότι θα κληρονομήσω την γη της Επαγγελίας μαζί με την αδερφή μου, τους γονείς μου, και τους άλλους πιστούς με τις αγνές καρδιές.
Έχω ανάγκη να το πιστέψω, να πιστέψω ότι μπορώ να σωθώ.
Αλλά οι αγνοί άνθρωποι δεν έχουν δεχτεί ποτέ το σιχαμερό χάδι του Άσερ, δεν έχουν πλαγιάσει ποτέ με τον Μαρκ, δεν έχουν παγιδευτεί στην βδελυρή αγκαλιά του Πιτ.
Οι αγνοί άνθρωποι δεν θα φιλούσαν ποτέ τον Γκρίφιν Σέιγουορθ.
Εγώ όμως τον φίλησα και από τότε αισθάνομαι σαν να πέφτω σε ένα υγρό, σκοτεινό πηγάδι δίχως πάτο, σε μια άβυσσο δίχως τέλος.
Κάτι δεν πηγαίνει καλά με εμένα, διατείνομαι. Καμία αγαθή κοπέλα δεν θα τα έκανε αυτά τα πράγματα.
Αλλά η Αντριάννα τα έκανε. Η Αντριάννα δεν είναι αγνή πια. Η Αντριάννα έχει καταστραφεί.
Έχει καταστραφεί...
Έχει καταστραφεί...
Έχει χαλάσει...
Το μυαλό μου αρχίζει να κολλάει σαν γρατζουνισμένο CD, να περιστρέφεται συνεχώς γύρω από την σκέψη του πόσο ρημαγμένη είμαι. Σωματικά, ψυχικά, διανοητικά...
Δάκρυα μουσκεύουν τα μάγουλά μου και το στήθος μου τραντάζεται από σιωπηλά, φιμωμένα αναφιλητά. Δεν θα είμαι ποτέ ξανά η ίδια.
Παραδίδομαι ολοκληρωτικά στο κλάμα κι αφήνω όλη την πίεση, τον φόβο, την ταλαιπωρία μου να εκτονωθούν μέσα από αυτό. Μου παίρνει κάποιες στιγμές, μου παίρνει λεπτά, μου παίρνει ώρες, αλλά κάποτε ο θρήνος σταματά.
Σηκώνομαι από την εμβρυακή στάση στην οποία έχω πέσει, ανακάθομαι βαλαντωμένη, καταβεβλημένη από τους άηχους γόους που μόνο εγώ μπορούσα να ακούσω. Παίρνω μια διακεκομμένη, μακρόσυρτη, τρεμουλιαστή ανάσα που με σταθεροποιεί και αποφασίζω ότι μου έχει λείψει η ζεστή θαλπωρή που αφήνει το ρόφημα της Πιλάρσκι μέσα μου.
Θέλω να πιώ.
Γυρνώ προς την νέα κούπα που μου έφερε, αλλά αυτή δεν βρίσκεται στο τραπέζι-κομοδίνο. «Τ-τι στην ευχή;», αναρωτιέμαι, ρουφώντας την μύτη μου. «Πού είναι;»
Το κεφάλι μου γυρνάει γύρω γύρω σαν ανεμοδείκτης, καθώς ψάχνω να βρω τον κλέφτη.
Δεν κινείται τίποτα μέσα στο αναρρωτήριο, δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Είναι λες και έχει χιονίσει, λες και ο κόσμος έχει πέσει σε χειμερία νάρκη. Σιγή. Αδράνεια.
«Έι», λέω αόριστα, η φωνή μου αντηχεί παράταιρα στην μακρόστενη αίθουσα. «Εί-είναι κ-κανείς εδώ;»
Κοιτάζω στα δεξιά μου, μα δεν βλέπω κανέναν.
Κοιτάζω στα αριστερά μου, και βρίσκω το μικρό, κίτρινο αντικείμενο με το ραγισμένο χερούλι να μου ανταποδίδει το βλέμμα από την κορυφή του μόνιτορ.
Η κούπα.
Πώς βρέθηκε εκεί;
Σβετλιν