Η νύχτα που ο παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 28/Μέρος 2) - "Giving In"

Lilianas POV
  Χριστέ μου, πάρε με τώρα! Αυτό ήθελα να ουρλιάξω όταν ο Ντάμιαν άρπαξε με βία τους γοφούς μου και με σήκωσε, αναγκάζοντας με να κολλήσω όλο μου τον κορμό πάνω του, και να τυλίξω τα πόδια μου γύρω από την μέση του.
 Γαμώτο τον ήθελα! Τον ήθελα από την πρώτη καταραμμένη στιγμή που τον είχα δει να κάθεται στο μπαρ, το βράδυ που γνώρισα τον Λίο και τον Κάιλ. Τότε που δεν ήξερα ποια ήταν η πραγματική του φύση, και στα μάτια μου ήταν απλά ένας ακόμα πελάτης. Την στιγμή που το βλέμμα μου είχε πέσει πάνω του, ήταν σαν κάθε άλλη ύπαρξη στο μαγαζί να μην υπήρχε πια, να είμασταν μόνο εγώ και εκείνος. Καταραμένη φυσική έλξη. Εκείνο το βράδυ είχα χορέψει μόνο για εκείνον. Πράγμα που δεν θα μάθαινε ποτέ, φυσικά.
Και τώρα; Τώρα βρισκόμουν κολλημένη στον τοίχο με τα χέρια του να χαιδεύουν κάθε κομμάτι εκτεθειμένου δέρματος και τον τραβούσα πιο κοντά μου. Εάν είναι ποτέ δυνατόν!  Ήθελα να σύρω τα χείλη, την γλώσσα και τα νύχια μου σε κάθε σπιθαμή εκτεθειμένης σάρκας του, και αυτό με τρόμαζε. Ποτέ δεν είχα θελήσει κάτι στην ζωή μου, περισσότερο από αυτόν τον δαίμονα, που ψιθύριζε ένα σωρό βρώμικα πράγματα στο αυτί μου. Έκλεισα τα μάτια και έγλειψα τα ξερά μου χείλη ασυναίσθητα, ενώ άφησα έναν χαμηλό αναστεναγμό.
Ένιωσα το κορμί του να απομακρύνεται από το δικό μου, και άνοιξα τα μάτια μου τρομαγμένη. Η καρδιά μου σταμάτησε να τροφοδοτεί το σώμα μου, χάνοντας μερικούς –αρκετούς–  χτύπους. Το θέαμα που αντίκρισα αντί να με σοκάρει, έστειλε άλλο ένα κύμα ερωτικού ρίγους στα ήδη ευαίσθητα νεύρα ενός συγκεκριμένου κομματιού στην ανατομία μου.
Τα μάτια του είχαν χαθεί. Μια έκρηξη μαύρης πίσσας τα είχε αντικαταστήσει, ενώ τα δόντια του είχαν μετατραπεί σε μυτερά τρίγωνα έτοιμα να ξεσκίσουν όποιον έμπαινε στον δρόμο του. Φαινόταν να έχει χάσει κάθε έλεγχο. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε άστατα και ο τοίχος που είχε βρει σαν στήριγμα, διαλυόταν κάτω από τις σφιγμένες γροθιές που τον χτυπούσαν ρυθμικά. Τον πλησίασα αποφασισμένη. Άρπαξα το πρόσωπο του με τα δυο μου χέρια και τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
  «Ο αναστεναγμός σου…» είπε με την ίδια απόκοσμη φωνή, που είχε χρησιμοποιήσει στην πρώτη μας συνάντηση. Όμως τώρα ήταν διαφορετική. Μπορούσα να διακρίνω το πάθος και την επιθυμία πίσω από την διαταγή του. Προσπάθησε να αποτραβηχτεί από το έντονο βλέμμα μου, αλλά έδινε μια χαμένη μάχη. Η ανάγκη του για μένα ξεχυνόταν από κάθε πόρο του δέρματος του και με τύλιγε απειλητικά, σαρώνοντας κάθε προσπάθεια αυτοσυγκράτησης.
 «Νομίζεις ότι σε φοβάμαι;» πρόφερα αργά και ο Ντέιμιαν έκλεισε τα μάτια του, αναστενάζοντας.  Έριξε το κεφάλι του πίσω στον τοίχο και ένιωσα το κορμί του να χαλαρώνει. «Δεν σε φοβάμαι…» ψιθύρισα αφήνοντας την ζεστή μου ανάσα να χαϊδέψει το ευαίσθητο δέρμα πίσω από το αυτί του. «Αντίθετα...» συνέχισα, ενώ η γλώσσα μου τώρα χάραζε ένα υγρό μονοπάτι στον λαιμό του «Σε θέλω όλο και πιο πολύ».
 Αναστέναξε και με φίλησε βαθιά. Έσφιξα το κορμί μου πάνω του και ένιωσα τον μηρό του να τρίβεται στον δικό μου. Το επόμενο δευτερόλεπτο τα χέρια του με έσπρωχναν δυνατά προς τα πίσω και κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο.  «Σταμάτα…» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και έκρυψε το πρόσωπο του στα χέρια του.
Ακούμπησα το χέρι μου πάνω από την τρελαμένη μου καρδιά και τον κοίταξα. «Φοβάσαι μην πέσω;» ψιθύρισα περισσότερο στον εαυτό μου.
Με κοίταξε με τα μάτια του σκοτεινά από πόθο. Μου γύρισε την πλάτη και έκανε να φύγει.
«Γιατί σηκώνεις άμυνες πάλι;» ρώτησα λίγο πιο δυνατά. Κάθισε στον καναπέ και διέκοψε κάθε συζήτηση. Τον είδα να τρίβει το πρόσωπο του και να μασουλάει το κάτω χείλος του. «Ντάμιαν;» ρώτησα διστακτικά ενώ μια ιδέα περνούσε από το μυαλό μου τώρα που είχε αρχίσει να επαναλειτουργεί.
  «Μμμ…» μουρμούρισε.
 Μπορεί να με κάνει να αισθανθώ λιγότερο επιθυμητή; Μπα…
  «Τι είναι το Καθαρτήριο;» Το κεφάλι του γύρισε απίστευτα γρήγορα και με κοίταξε με τρόμο.
  «Γιατί ρωτάς;» Σήκωσα του ώμους μου αδιάφορα. «Τι πρόλαβε πια και σου είπε αυτή η Στέφενι;» αναστέναξε απηυδισμένος. «Εκεί στέλνουν τους νεκρούς αγγέλους και δαίμονες. Παράλληλα, είναι  μέθοδος τιμωρίας. Εκεί η ψυχή σου αποχωρίζεται από το σώμα σου, εξαγνίζεται και στέλνεται στη γη».
Η απάντηση του με σόκαρε διώχνοντας κάθε ίχνος ερωτισμού, ενώ το γεγονός ότι είχε όντως απαντήσει στην ερώτηση μου με άφηνε με περισσότερα ερωτηματικά.
«Εννοείς ότι...;»
«Κάποιοι άνθρωποι στον κόσμο σου είναι τέτοιες ψυχές» είπε γρήγορα, πριν προλάβω να διατυπώσω την ερώτηση. Αλλά ήξερε ακριβώς τι θα ρωτούσα έτσι και αλλιώς. Πάντα ήξερε.
«Και δεν το θυμούνται;» Κάθισα στην άλλη άκρη του καναπέ φροντίζοντας να κρατήσω μια απόσταση μεταξύ μας.
«Όχι. Τους προσφέρεται και καλά η ευκαιρία να διαλέξουν καλό ή κακό. Μπούρδες! Μια φορά σάπιος, πάντα σάπιος». Η φωνή του ήταν ακόμα τραχιά από το μικρό μας ατύχημα. Ξερόβηξε, προσπαθώντας να την επαναφέρει στο φυσιολογικό, αλλά ακόμα μπορούσα να δω το σώμα του να αντιδρά στην παρουσία μου.
«Εγώ είμαι;»
«Εσύ είσαι νέα ψυχή, μικρέ άγγελε». Συνοφρυώθηκα.
«Πώς το ξέρεις;» Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβω πόσο ηλίθια ήταν η ερώτηση μου. Φυσικά και το ήξερε. Δαίμονας ήταν. Αυτά έπρεπε να τα ξέρουν.
«Από την αύρα. Οι παλιές δαιμονικές ψυχές είναι στο χρώμα του κρασιού και οι αγγελικές στο χρώμα του ουρανού». Είχα δει τη δική του. Είχα αγγίξει τη δική του. Και ήταν το πιο όμορφο πράγμα που είχα δει ποτέ στην ζωή μου.
«Και η δική μου;» ρώτησα με παιδικότητα, με μεγάλα μάτια να τον κοιτάζουν παρακλητικά, ενώ κρεμόμουν από τα χείλη του.
«Η δική σου είναι στο χρώμα της λεβάντας. Είναι εκθαμβωτική. Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοια αύρα». Χαμογέλασα πλατιά, ικανοποιημένη από την απάντηση του.
«Αυτό με κάνει ξεχωριστή…» μουρμούρισα χωρίς να τον κοιτάω, χαμένη στις σκέψεις μου, χαμογελώντας σαν παιδί. Ένιωσα τα ζεστά του δάχτυλα στο πιγούνι μου και την ανάσα του πάνω μου.
«Δεν σε κάνει η αύρα ξεχωριστή, Λιλιάνα…» ψιθύρισε και του χαμογέλασα δειλά. Είδα το δικό του χαμόγελο να εμφανίζεται αργά στα χείλη του και να φωτίζει τα χαρακτηριστικά του. Όμορφο κάθαρμα, πόσο σου αρέσει να με βασανίζεις;
  «Γιατί έπεσες; Αν ήσουν ακόμα στον Παράδεισο, ίσως να πίστευα στην καλοσύνη του Θεού». Το χαμόγελο του πλάτυνε και ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει.
  «Είμαι δαίμονας Λιλιάνα. Όχι, Άγγελος. Μην λες λόγια που δεν έχουν νόημα». Το όνομα μου στα χείλη του ήταν για μένα ο πιο αισθησιακός ήχος πάνω σε αυτόν τον πλανήτη. Μικρέ σατανά, με σκοτώνεις αλλά σιγά μην σε αφήσω να παίξεις μαζί μου!
  «Είσαι περισσότερο Άγγελος από όσους συνάντησα. Παλεύεις για τους δικούς σου. Να τους πας σπίτι. Βάζεις τους άλλους πάνω από εσένα. Αυτό δε διδάσκει ο Θεός;» Με κοίταξε χωρίς να πει άλλη λέξη. Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα του την καμπύλη από το πιγούνι μου, το μάγουλο μου και πίσω από το αυτί μου, μέχρι την βάση του λαιμού μου. Έκλεισα τα μάτια μου και μισάνοιξα τα χείλη ασυναίσθητα.
  «Πήγαινε πάλι για ύπνο. Θα καθαρίσω εγώ. Καληνύχτα, Λιλιάνα…» πρόφερε αργά και αισθησιακά, σαν να ήξερε τι μου προκαλούσε η φωνή του.
Είχα κουραστεί να το κρύβω, είχα κουραστεί να προσπαθώ να αρνηθώ την έλξη μου για εκείνον, είχα κουραστεί να υποκρίνομαι. Τον πλησίασα και ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά του. Τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Χαμογέλασα επικίνδυνα.
  «Καληνύχτα, έκπτωτε άγγελε…»

 NADIA