Η Μάγισσα του Αέρα (Κεφάλαιο 23) - "Μαύρη ιστορία" (Μέρος 1ο)



Μαζεύω την τσάντα μου από εκεί που την είχα παρατήσει στο σαλόνι των Χάλιγουελ και βγαίνω τρέχοντας στο δρόμο, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή πίσω μου. Βιάζομαι να φύγω από κει μέσα, μην τυχόν και ξεπηδήσει κανένας από τους συγγενείς του Τάι και αρχίσει την ανάκριση. Και δεν έχω όρεξη να δώσω εξηγήσεις σε κανέναν τώρα. Είμαι σίγουρη ότι τα μάτια μου είναι κατακόκκινα από τον χείμαρρο των καυτών δακρύων που ρέεουν ασταμάτητα στα μάγουλά μου αλλά και από την οργή που νιώθω αυτή τη στιγμή για τον Τάι και την αντιμετώπισή του.
Μα πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Σε μια τόσο ιδιαίτερη στιγμή μεταξύ μας, πώς μπόρεσε να βάλει ανάμεσά μας τις βλακείες της Νόρα; Ακόμα και αν ζηλεύει, αν τον πονάει που ο ίδιος του ο ξάδερφος φαίνεται να με διεκδικεί, δεν είναι συμπεριφορά αυτή. Ούτε φυσικά και το βάρος των ευθυνών του το τελευταίο καιρό μπορούν να γίνουν δικαιολογία για να του επιτραπεί τέτοια συμπεριφορά. Έχω κι εγώ συναισθήματα. Έχω αξιοπρέπεια και εγωισμό. Και ο Τάι, ο οποιοσδήποτε Τάι, οφείλει να το σεβαστεί αυτό. Κουράστηκα να δικαιολογώ. Κουράστηκα να τον δικαιολογώ.
Μα να μου πει ότι με εκμεταλλεύτηκε; Ότι χρησιμοποίησε αυτά που νιώθω για να με ρίξει στο κρεβάτι και να νιώσει αυτός καλύτερα; Πόσο κλασσικά μαλακισμένη αντρική συμπεριφορά είναι αυτή;
Χρησιμοποιώ την αναστροφή του χεριού μου για να σκουπίσω την υγρασία στο πρόσωπό μου. Αν και έχω χαρτομάντηλα στην τσάντα, δεν το ρισκάρω να σταματήσω στην άκρη για να τα ψάξω. Ακόμα νιώθω ότι δεν έχω απομακρυνθεί αρκετά από το σπίτι του και δεν πρόκειται να σταματήσω να απομακρύνομαι μέχρι να εκμηδενιστεί η πιθανότητα να συναντήσω κάποιον Χάλιγουελ στο διάβα μου.
Καθώς συνεχίζω να περπατάω σκυφτή στην άκρη του δρόμου με κατεύθυνση προς το σπίτι μου, το δροσερό αεράκι που με χτυπά νιώθω να με συνεφέρει κάπως. Δεν είμαι σίγουρη αν είμαι εγώ αυτή που το δημιούργησε, αλλά η αίσθηση στο πρόσωπό μου που ακόμα το νιώθω να καίει, είναι αναζωογονητική. Κάποια στιγμή συνειδητοποιώ ότι έχει πέσει λίγο το φως. Σηκώνω το κεφάλι μου για να δω τον ουρανό ψηλά και εκτός από το ότι καταλαβαίνω ότι έχει περάσει αρκετά η ώρα και είναι πια απόγευμα, παρατηρώ πως έχουν μαζευτεί λίγα ‘κακά’ συννεφάκια στον ουρανό της πόλης μας. Μάλλον το πάει για βροχή. Καλό θα ήταν να επιταχύνω, μιας και ακόμα δεν έχω τη δύναμη να επηρεάσω τον καιρό για να γλιτώσω τη μπόρα.

Μέχρι να φτάσω σπίτι μου, έχει πιάσει για τα καλά πια η βροχή και έχω γίνει μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο.
Μπουκάρω στο σπίτι σα βρεγμένη γάτα και πετάω αμέσως τα λασπωμένα παπούτσια μου και τη τσάντα μου στην άκρη. Μπαίνω στο σαλόνι στις μύτες των ποδιών μου με την ψευδαίσθηση ότι έτσι δεν θα αφήσω πολλά νερά στο πάτωμα αλλά έτσι όπως στάζω από πάνω μέχρι κάτω, δεν το γλιτώνω το σφουγγάρισμα η καημένη. Μέσα στο μισοσκόταδο όμως, αφού με τόση συννεφιά έχει πέσει μαύρη πίσσα σκοτάδι έξω, σκοντάφτω πάνω σε κάτι σχετικά μαλακό. Σηκώνομαι αμέσως αναστατωμένη και ανάβω το φως. Μπροστά στα πόδια μου, απλωμένος στο πάτωμα φαρδύς πλατύς, ένας νεκρός δαίμονας Μίσι. Είναι ένας πολύ ισχυρός δαίμονας, αν τον πετύχεις χορτάτο και σε ανθρώπινη μορφή, με πολύ μεγάλη μυική δύναμη, απίστευτα αντανακλαστικά και άθραυστα κόκκαλα. Τον αναγνωρίζω από το τριχωτό δέρμα και τα μεγάλα, ποντικίσια, μπροστινά δόντια.Συνήθως τριγυρνάνε στον κόσμο μας σε μορφή αρουραίου, ποντικιού ή χάμστερ για να τρυπώνουν στα σπίτια των ανθρώπων και να βρίσκουν εύκολα φαγητό, καθώς χρειάζονται πολύ μεγάλες ποσότητες για να φτάσουν στο απόγειο των δυνατοτήτων τους. Έχουν ιδιαίτερη αδυναμία στο κίτρινο τυρί γιατί τους χορταίνει πιο γρήγορα και αρέσκονται στο να λερώνουν τα χέρια τους με αίμα, γιατί θεωρεί η φυλή τους ότι απλά έχει πλάκα να σκοτώνεις.
Το ότι βρίσκεται ένας τέτοιος δαίμονας στο σπίτι μου δεν μου προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη. Μπορεί να έψαχνε φαγητό, κάποιον να σκοτώσει για να ικανοποιήσει τη δίψα του για αίμα ή μπορεί ακόμα και να τον έβαλε η Μαρί να τρυπώσει εδώ, για να ψάξει για το μενταγιόν του Αέρα ή την Πέτρα του Νερού. Όμως το ότι βρίσκεται ένας τέτοιος δαίμονας νεκρός στο πάτωμά μου, ε, αυτό ναι, είναι άξιο απορίας. Και είμαι σίγουρη ότι είναι νεκρός και δεν έχει απλά αράξει για να ξεκουραστεί, γιατί έχει καρφωμένο στο μέτωπό του ένα μαύρο βέλος.
«Τι στο καλό συμβαίνει;», εκφράζομαι φωναχτά και ρίχνω μια γρήγορη εξεταστική ματιά τριγύρω για να διαπιστώσω ότι υπάρχουν άλλα τρία πτώματα δαιμόνων στο σαλόνι μου, όλοι νεκροί και όλοι με ένα βέλος καρφωμένο στο ‘δόξα πατρί’.
«Απίστευτο ε; Τέσσερα στα τέσσερα, ακριβώς στο κέντρο», ακούω μια φωνή να έρχεται από τις σκάλες και αμέσως εξαπολύω επίθεση με μια μπάλα αέρα προς τον άγνωστο εισβολέα. Πάρα την γρήγορη αντίδρασή μου, η μπάλα βρίσκει επιτυχώς τον στόχο της και ο άγνωστος χτυπά δυνατά με την πλάτη στο τοίχο, έπειτα κουτρουβαλά αγκομαχώντας στα τελευταία σκαλοπάτια και σωριάζεται στο πάτωμα, ενώ η βαλίστρα του γλιστρά λίγα μέτρα πιο πέρα.
Είναι άοπλος. Τώρα είναι η ευκαιρία μου.
Με ένα άλμα, αρπάζοντας στο δρόμο μου από το πάτωμα τη βαλίστρα, βρίσκομαι πάνω από τον εξουδετερωμένο εισβολέα, να τον σημαδεύω τώρα  με το ίδιο του όπλο.
«Ποιος είσαι και τι θέλεις εδώ;», ρωτώ όσο πιο απειλητικά μπορώ, ενώ την ίδια στιγμή τρέμει το φυλλοκάρδι μου για τον άγνωστο εχθρό. Έχει ήδη εξοντώσει τέσσερις πολύ επικίνδυνους δαίμονες και μια άπειρη μάγισσα σαν και μένα δεν ξέρω αν θα μπορούσε όντως να του κάνει κακό.
Ο άγνωστος έχει πέσει ανάσκελα στο πάτωμα, αλλά ένα κομμάτι της καπαρντίνας του έχει καλύψει μέρος του προσώπου του, έχοντας αφήσει όμως σε κοινή θέα τα μάτια του. Και αυτά τα μαύρα μάτια κάτι μου θυμίζουν.
«Μπόνι, περίμενε, περίμενε!», λέει και σηκώνει τα χέρια του ψηλά σε ένδειξη παράδοσης. «Δε με θυμάσαι; Ο Ταϊσίν είμαι!»
«Ο Ταϊσίν;» Ο φίλος της Ρέη;
Με την μύτη του μαύρου βέλους που προεξέχει από την οπλισμένη βαλίστρα που κρατώ, απομακρύνω προσεκτικά, χωρίς να ρίξω τις άμυνές μου, το κομμάτι του υφάσματος  που κρύβει την ταυτότητα του εισβολέα. Αποκαλύπτεται τελικά το τρομαγμένο –αλλά γνώριμο- ευγενικό πρόσωπο του Μαύρου Κυνηγού με το προσεγμένο γενάκι, που με βοήθησε να αποδράσω από τον Κάτω Κόσμο και γλίτωσε την κοπέλα του Κρις από ‘μόνιμο’ θάνατο.
Αφήνω τη βαλίστρα στην άκρη και του παρατείνω το χέρι μου για να τον βοηθήσω να σηκωθεί, έχοντας μαλακώσει την έκφραση στο προσωπό μου, ώστε να καταλάβει ότι τον αναγνώρισα.
«Χρόνια και ζαμάνια,ε;», μου λέει χαριτολογώντας και μου χαμογελά πλατιά.
«Τι κάνεις εσύ εδώ; Τι συνέβει στο σαλόνι μου;», τον ρωτάω αμέσως, διατηρώντας το σοβαρό ύφος στο πρόσωπό μου, παρά την προσπάθειά του να με κάνει να χαμογελάσω.
«Όπως καταλαβαίνεις, έγινε μάχη εδώ», μου λέει και σοβαρεύει τώρα κι αυτός. «Κοίτα, το καταλαβαίνω ότι μπορεί να έχεις θυμώσει που μπούκαρα έτσι στο σπίτι σου...»
«Μπορεί;», τον διακόπτω για να επιβεβαιώσω με το ενοχλημένο ύφος μου την υπόθεσή του.
«Καλά οκ, έχεις θυμώσει», λέει και τώρα μου χαμογελά αλλά αυτή τη φορά το χαμογέλο του είναι λίγο χλιαρό και προδίδει την αμηχανία του. Ο Ταϊσίν είναι ο πρώτος Μαύρος Κυνηγός που συναντώ στη ζωή μου και έχει τόσο καθαρό και απόλυτα εκφραστικό πρόσωπο. Πραγματικά μου είναι πολύ εύκολο να καταλαβώ τις διαθέσεις και τα συναισθήματά του. «Αλλά να ξέρεις, ότι είσαι τυχερή που έπρεπε εγώ να αντιμετωπίσω όλους αυτούς τους δαίμονες, γιατί θα τα είχες βρει λίγο σκούρα. Είναι ζόρικα αυτά τα ποντίκια».
«Όλοι αυτοί ήταν εδώ όταν ήρθες;»
«Ω, ναι. Και μάλλον σε περίμεναν».
«Ναι, προφανώς», του απαντώ και πραγματικά χαίρομαι που δεν χρειάστηκε να έρθω αντιμέτωπη εγώ ή η Νόρα μαζί τους. Στην συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος, χαλαρώνω λίγο τη στάση μου απέναντι στον λιγότερο επικίνδυνο εισβολέα του σπιτιού μου. Η αλήθεια είναι ότι μας έσωσε. Για δεύτερη φορά. «Είσαι καλά; Έχεις χτυπήσει κάπου;»
«Ναι, μην ανησυχείς για μένα, μια χαρά είμαι. Εσύ όμως είσαι μουσκίδι. Δεν πας να αλλάξεις καλύτερα;», μου λέει και το ενδιαφέρον του είναι συγκινητικό και πέρα για πέρα αληθινό. Και είναι τόσο παράξενο να βλέπω τέτοιο ενδιαφέρον και περιποίηση από έναν άγνωστο τύπο και μάλιστα εκπρόσωπο του Κακού – που λέει ο λόγος.
«Θα πάω, μόλις μου πεις γιατί είσαι εδώ τελικά».
«Α, ναι. Βασικά, δεν είχα πού να πάω. Στο σπίτι των Χάλιγουελ ένιωθα λίγο άβολα, με τόσο κόσμο να με κοιτά με μισό μάτι και στον Κάτω Κόσμο θα αργήσω λίγο να ξαναεμφανιστώ, για λόγους ασφαλείας όπως καταλαβαίνεις. Μπορεί να είμαι και επικυρηγμένος πια, δεν ξέρω...»
«Και η Ρέη; Είναι η πιο κοντινή σου φίλη απ’ ότι καταλαβαίνω».
«Δεν θα ήθελα να δημιουργήσω πρόβλημα στη σχέση της», μου εξομολογείτε σχεδόν χαμηλόφωνα. «Ξέρεις, ο Κρις μάλλον ζηλεύει λίγο».
«Δε θα ‘πρεπε;», τον ρωτάω στα ίσια.
«Όχι βέβαια!», διαμαρτύρεται αμέσως. «Με τη Ρέη είμαστε μόνο φίλοι!»
«Εντάξει, σε πιστεύω, δεν ήθελα να σε αναστατώσω!», λέω αμέσως. «Άρα, ψάχνεις ένα μέρος για να μείνεις».
«Αν δε σε πειράζει...»
Μένω για λίγο να τον κοιτάζω αμίλητη, σοβαρή και με βλέμμα σταθερό. Το ίδιο ακριβώς κάνει και ο Ταϊσίν. Για να ζυγίσω λίγο τις επιλογές μου. Αν αφήσω τον Ταϊσίν να μείνει εδώ, η Νόρα θα φρίξει. Όχι ότι έχω πρόβλημα με αυτό, αν είναι να κάνω κάτι που νιώθω σωστό. Απλά θα γίνει λίγο κουραστική. Από την άλλη, αν όντως μείνει μαζί μας, θα έχουμε κάποιον να μας βοηθήσει απέναντι σε ξαφνικές επιθέσεις και εχθρικές εισβολές, όπως αυτή των δαιμόνων Μίσι. Όμως, αν τελικά διώξω τον Ταϊσίν και πάθει κάτι επειδή δεν μπόρεσε να βρει καταφύγιο, θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου για το υπόλοιπο της ζωής μου, ειδικά όταν ξέρω πως είναι πια κατατρεγμένος από το ίδιο του το συνάφι, κυρίως εξαιτίας μου.
«Οκ, μπορείς να μείνεις», είναι η απόφασή μου και ελπίζω η Νόρα να το αντέξει.
«Σε ευχαριστώ!»
«Τίποτα, μη το συζητάς», του απαντώ με χαμόγελο. «Και τώρα πάω να αλλάξω, πριν πάθω καμιά πνευμονία», λέω και στρέφομαι προς τις σκάλες.
«Μπόνι; Μήπως μπορώ να φάω κάτι;», λέει διστακτικά ο Ταϊσίν, καθώς αφαιρεί από πάνω του την μακριά καμπαρντίνα που φορά και την ακουμπά απαλά στον καναπέ κοντά του.
«Ναι, διάλεξε ό,τι θες από την κουζίνα. Λογικά, κάτι θα υπάρχει στο ψυγείο», του λέω, αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά. Με τη Νόρα σχεδόν ποτέ δε μαγειρεύουμε και συνήθως αποθηκεύουμε στην ψύξη ό,τι περισσεύει από τις παραγγελίες μας, για να έχουμε κάτι να τσιμπολογάμε πριν το βραδινό μας. Όμως, την τελευταία φορά είχαμε και απρόσκλητο επισκέπτη, τον Ίβο Ντι Κάρλο, ο οποίος δείπνησε τελικά με την Νόρα, οπότε δεν μπορώ να ξέρω αν τελικά περίσσεψε τίποτα για να αποθηκευτεί.
Αφήνω τον Ταϊσίν να δοκιμάσει την τύχη του στο ψυγείο μας και φεύγω σφαίρα για το δωμάτιό μου, πριν αρχίσουν να χτυπάνε τα δόντια μου από το κρύο.




Foni Nats