ΡΕΙΒΕΝ
Ποιος μπορεί να
πει, πώς μοιάζει η Κόλαση; Ίσως να υπάρχουν τρομαχτικές, τεράστιες φωτιές, που
βασανίζουν τις ψυχές όλων των πλασμάτων ή δαίμονες για να στοιχειώνουν την
συνείδησή τους. Εγώ όμως είμαι σίγουρη, ότι όλα αυτά είναι ανοησίες. Βρέθηκα
εδώ όταν πέθανα. Και μπορώ με βεβαιότητα να πω, πως αυτός ο τόπος αυτοτιμωρίας
δεν είναι τίποτα περισσότερο από το απόλυτο… τίποτα! Ακριβώς! Δεν υπάρχει
τίποτα πέρα από ένα απόκοσμο μαύρο σκοτάδι και μια τρομαχτική σιωπή…
Αλλά και πάλι νιώθω την ψυχή μου να βασανίζεται. Είναι μόνη
της. Φωνάζει, μα δεν βρίσκει ανταπόκριση. Κανείς απ’ όσους γνώριζε κι αγαπούσε
δεν της απαντά. Σαν όλοι να την έχουν εγκαταλείψει σ’ έναν αθάνατο κόσμο… Αυτή
είναι η σκληρότερη τιμωρία, που μπορεί να νιώσει ένα πλάσμα! Να έχει την επίγνωση,
ότι είναι μόνο του για την αιωνιότητα. Ποιος μπορεί να τα βάλει με τη μοίρα;
Επέλεξα αυτό το μονοπάτι και παρόλο που συνήθως απελπίζομαι για το μέλλον μου,
σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να είμαι πολύ χειρότερα. Μακάρι εκείνοι που άφησα
πίσω να είναι καλά, να προσέχουν σαν το πολυτιμότερο θησαυρό την άλλη μου ψυχή.
Που… τόσα χρόνια φυλούσα, σαν να ήταν η δική μου.
Όμως μερικές
φορές ακούω κάτι μέσα στο σκοτάδι. Μια φωνή μικρού παιδιού, μια κραυγή -κάτι
σαν έκκληση για βοήθεια. Δεν καταλαβαίνω. Και μερικές φορές κάπου εκεί έρχεται
και η απάντηση. Βαριά βήματα, να πηγαίνουν πέρα δώθε στο πλακόστρωτο, μια
αρμαθιά από κλειδιά να κουδουνίζει, ένας άντρας με εφιαλτικά κόκκινα μάτια να
γρυλίζει χτυπώντας με τα χέρια του τα κάγκελα μιας αόρατης φυλακής. Γιατί η
Κόλαση αυτό είναι: Μια τεράστια φυλακή, όπου κρατούνται οι ψυχές. Είναι το
βασίλειο του Μέργκολεθ, του βασιλιά του Κάτω Κόσμου, κι εκείνος ο άντρας με τα
κλειδιά εκτελεί χρέη δεσμοφύλακα. Μας προσέχει, για να μην το σκάσουμε, μην
επιστρέψουμε στον κόσμο των ζωντανών. Μας πονά, όταν το θέλει. Μας θυμίζει την
κάθε στιγμή, το πόσο μόνοι είμαστε στην αιωνιότητα. Δεν υπάρχει διέξοδος…
Ηλιάνα Κλεφτάκη