Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 9)


ΈΡΑΜΠΟΡΝ

    ΉΤΑΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ και το αμυδρό φως του φεγγαριού έμπαινε μέσα από τις γυάλινες επενδύσεις του σπιτιού. Σκιές δέντρων έβρισκαν τον δρόμο τους μέσα στο μεγάλο δωμάτιο με τον διαφανή τοίχο. Το φεγγάρι ήταν ολόγιομο, και οι σκιές έφταναν ακόμη μακρύτερα στο εσωτερικό του δωματίου, από ότι τις υπόλοιπες νύχτες. Το νυχτερινό αεράκι λίκνιζε τα δέντρα, και οι σκιές τους ακλουθούσαν χορεύοντας αρμονικά μέσα στο δωμάτιο. Άλλοτε ενώνονταν και άλλοτε αποχωρίζονταν μεταξύ τους.

    Ο Κίλιαν δεν είχε κοιμηθεί ακόμη, ούτε είχε μείνει στο γραφείο του. Αντίθετα είχε καθίσει στην μέση του μεγάλου δωματίου, μέσα στο οποίο ήταν χτισμένο το μικρότερο της Άισλιν. Ήταν καθισμένος πάνω σε ένα μεγάλο μαξιλάρι. Το δάπεδο του δωματίου αυτού ήταν καλυμμένο από πολλά παραλληλόγραμμα χαλιά, μπεζ αποχρώσεων. Ήταν τοποθετημένα έτσι ώστε να θυμίζουν τούβλινο τοίχο. Μπροστά από το σώμα του Κίλιαν υπήρχε ένα ξύλινο τραπέζι, του οποίου τα πόδια δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλά.
    Η Άισλιν ονειρευόταν. Βρισκόταν στο όμορφο σιντριβάνι που είχε επισκεφτεί νωρίτερα. Χωρίς να ξέρει τον λόγο ξεκίνησε να προχωρά προς τις πράσινες φυλλωσιές αφήνοντας πίσω της  το μονοπάτι. Απλά προχωρούσε. Όσο πιο βαθιά χωνόταν στο πράσινο τοπίο, τόσο εκείνο άλλαζε. Οι ζωντανές και λαμπερές αποχρώσεις έδιναν την θέση τους σε μουντές και θαμπές. Τα φυλλώματα των δέντρων γίνονταν πιο πλατιά και βαριά. Το πιο περίεργο όμως ήταν η ομίχλη που τύλιγε το μέρος ολοένα και περισσότερο. Η Άισλιν δεν αντιλαμβανόταν την αλλαγή του περιβάλλοντος, ούτε και φαινόταν να προσέχει την πνιγερή ομίχλη. Έμοιαζε υπνωτισμένη μέσα στο ίδιο της το όνειρο, και προχωρούσε. Ξαφνικά άκουσε φωνές από κάπου κοντά. Κρύφτηκε πίσω από έναν χοντρό κορμό και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Σε παρακαλώ, άφησέ την». Είπε μια κοπέλα. Η φωνή της ήταν απόλυτα οικεία. Τα μάτια της Άισλιν γούρλωσαν μόλις κατάλαβε πως η φωνή αυτή ήταν η δική της. Πλησίασε περισσότερο σε μια προσπάθεια να δει τι συνέβαινε. Με δυσκολία κατάφερε να διακρίνει τρεις σιλουέτες. Μισάνοιξε το στόμα της καθώς πρόσεξε πως η μια σιλουέτα βρισκόταν στον αέρα. Η καρδιά της ξεκίνησε να πάλλεται τρομαγμένη.
«Πολύ καλά, όπως θες». Η αντρική φωνή που είχε ακουστεί ανήκε σε μια από τις δυο σιλουέτες που στέκονταν όρθιες. Η Άισλιν κοίταξε τρομαγμένη το θαμπό σώμα, που ως τότε αιωρούταν, καθώς ξεκινούσε να πέφτει. Δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα πόδια της καθώς έτρεχαν προς την σιλουέτα. Ένιωθε τόσο ανάλαφρη, τόσο γρήγορη που πίστευε πως θα μπορούσε να σώσει το άτομο που έπεφτε. Έφτασε εκεί πάνω στην ώρα για να πιάσει το σώμα. Μόνο που αυτό πέρασε μέσα από τα χέρια της σαν να ήταν απλά ένα φάντασμα. Το σώμα μιας νέας κοπέλας συγκρούστηκε με το έδαφος και ένας αποκρουστικός ήχος συνόδεψε την πτώση. Τα μάτια της Άισλιν γέμισαν με δάκρυα.
«Γιατί; Γιατί Γιατί;» Μονολόγησε καθώς έκλαιγε. Κοίταξε την άψυχη κοπέλα καθώς μια κηλίδα αίματος απλωνόταν γύρω από το κεφάλι της. Οι καστανές μπούκλες της έκρυβαν το ωχρό της πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά της δεν ήταν οικεία για την Άισλιν. Ήταν ξένα. Όμως δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Δεν μπορούσε να δεχτεί πως εκείνη η κοπέλα είχε χάσει τη ζωή της μέσα σε μια στιγμή.
    Κοίταξε τις δυο σιλουέτες αναζητώντας εξηγήσεις, αλλά αυτό που είδε έκανε το σώμα της να παγώσει. Ένιωσε σαν να βρισκόταν παγιδευμένη σε έναν καθρέπτη. Η κοπέλα είχε το ίδιο βλέμμα με εκείνη, ένιωθε τα ίδια πράγματα με εκείνη και τα μάτια της ήταν επίσης υγρά. Κοιτούσε τον εαυτό της, μόνο που ήξερε πως δεν ήταν πραγματικός. Γιατί εκείνος δεν είχε κάνει ούτε βήμα για να σώσει τη κοπέλα. Ο ψεύτικος εαυτός έπεσε κάτω και κοίταξε με απελπισία την καστανή κοπέλα.
«Πάμε να φύγουμε Άισλιν». Είπε ο άντρας που στεκόταν όρθιος πίσω τους. Η κοπέλα γύρισε για να τον αντικρίσει, αλλά η άλλη Άισλιν παρέμεινε σκυμμένη πάνω από το κορίτσι. Μια σπίθα αναγνώρισης έλαμψε στα μάτια της κοπέλας καθώς παρατηρούσε το πρόσωπο του αγοριού. Κεχριμπαρένια μάτια, λευκό δέρμα, σκούρα καστανά μαλλιά. Κοίταζε κατάματα τον άντρα που της είχε πει το όνομά της. Κοίταζε εκείνο το χτυπημένο και ρακένδυτο αγόρι που την είχε βασανίσει με το πετράδι. Κοίταζε τον δολοφόνο της κοπέλας. Ένιωσε ένα κύμα οργής να την κυριεύει. Όσο τον κοίταζε, όλο και περισσότερο τον μισούσε. Δεν ήξερε τίποτα για εκείνον αλλά μέσα της υπήρχε απέχθεια. Ήταν τόσο εξοργισμένη που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της. Και ούρλιαξε.
    Ολόκληρο το μικρό, ξύλινο δωμάτιο της Άισλιν ταρακουνιόταν. Ο Κίλιαν το αντιλήφθηκε και βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του. Με γρήγορες και απαλές ταυτόχρονα κινήσεις στάθηκε όρθιος και πλησίασε το δωμάτιο. Σκαρφάλωσε από τη σκάλα, η οποία έτρεμε και τράνταζε το σώμα του, και έφτασε κοντά στη κοπέλα. Το πρόσωπό της ήταν συνοφρυωμένο. Άγγιξε το μέτωπό της με τον μεσαίο και τον δείκτη του και ψιθύρισε μερικές συλλαβές. Σιγά σιγά το δωμάτιο σταθεροποιήθηκε και η έκφραση της κοπέλας γαλήνεψε. Τα μάτια της πετάρισαν και κοίταξαν έκπληκτα το πρόσωπο του άντρα. Κοίταξε γύρω της μπερδεμένη και ύστερα τινάχτηκε αγχωμένα.
«Που βρίσκομαι;» Απαίτησε να μάθει. Ανακάθισε και βόλεψε μια τούφα, που έπεφτε στο πρόσωπό της, πίσω από το αυτί της.
«Σπίτι». Είπε ο Κίλιαν και της έδωσε χρόνο να περιεργαστεί το μικρό της δωμάτιο.
«Κίλιαν, αυτό είναι ένα δωμάτιο. Και δεν ξέρω αν θεωρείται καν δωμάτιο. Το κελί μου ήταν μεγαλύτερο». Τον κοίταξε πειρακτικά. Εκείνος γέλασε.
«Έλα μαζί μου, θα σου δείξω». Με αυτά τα λόγια το σώμα του βγήκε από το οπτικό πεδίο της κοπέλας. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθια όμως το κεφάλι της χτύπησε πάνω στο γυάλινο ταβάνι. Ξεφύσησε θυμωμένα και βιάστηκε προς την έξοδο του μικρού δωματίου, μπροστά από την οποία είχε εξαφανιστεί λίγα δευτερόλεπτα πριν ο Κίλιαν.
«Δεν καταλαβαίνω ποιο κομμάτι αυτού το μέρους.». Ξεκίνησε να λέει πριν βρεθεί στον αέρα. Το σώμα της είχε προχωρήσει ευθεία καθώς έβγαινε από το δωμάτιο. Αυτό ήταν φυσικό, δεν ήξερε πως βρισκόταν κάπου ψηλά. Ούτε γνώρισε πως η είσοδος του δωματίου ήταν συνδεδεμένη με μια κάθετη ξύλινη σκάλα.
    Την μία στιγμή το σώμα της βρισκόταν ασφαλές πάνω στο στρώμα του κρεβατιού και την άλλη δεν υπήρχε τίποτα για να το συγκρατήσει. Ξεκίνησε να κινεί τα χέρια και τα πόδια της σε μία προσπάθεια να βρει από κάπου να κρατηθεί, όμως έπιανε μόνο αέρα. Ένιωσε τον φόβο του εφιάλτη της να πολλαπλασιάζεται και το σώμα της να τρεμουλιάζει από αυτόν. Θυμήθηκε το σώμα της κοπέλας που έπεσε με βρόντο στο έδαφος. Θυμήθηκε την κηλίδα αίματος που την είχε τυλίξει. Τρεμούλιασε τρομαγμένη, στον αέρα ακόμα. Πριν την πρόσκρουσή της με το έδαφος έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και σταμάτησε να κινείται. Άλλωστε, ήταν μάταιο. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της αγχωμένη. Όμως, πριν νιώσει το σώμα της να συγκρούεται με το δάπεδο, τα χέρια του Κίλιαν έπιασαν την μέση της. Την κράτησε στον αέρα, πριν καν ακόμη τα πέλματά της αγγίξουν το πάτωμα.
«Ξέχασα να αναφέρω πως υπήρχε μια σκάλα εκεί. Είναι δικό μου φταίξιμο». Της είπε παιχνιδιάρικα όσο εκείνη προσπαθούσε να ανασάνει. «Είσαι καλά;» Την ρώτησε αφήνοντας τα πόδια της να αγγίξουν προσεκτικά το έδαφος. Δεν σταμάτησε να κρατάει την μέση της. Ίσως δεν ήταν ακόμη σίγουρος αν το σώμα της θα κατέρρεε στο πάτωμα. Την κρατούσε σφιχτά, όμως δεν της προκαλούσε καθόλου πόνο. Η Άισλιν τραβήχτηκε από τα χέρια του για να του δείξει πως μπορούσε να σταθεί όρθια.
«Όχι, πως θα μπορούσα να είμαι; Την μια στιγμή ήμουν στο κελί μου». Τον κοίταξε επικριτικά μέσα στο μισοσκόταδο. «Μετά λιποθύμησα ενώ ένιωθα όλο μου το σώμα να καίγεται και μάντεψε. Όταν συνήλθα βρισκόμουν σε κάποιο πολυτελές δωμάτιο». Ο Κίλιαν άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει όμως εκείνη τοποθέτησε τον δείκτη της στα χείλη του για να τον εμποδίσει. «Δεν τελείωσα. Ύστερα γνώρισα εσένα. Κι εσύ τι έκανες; Με έκανες να λιποθυμήσω ξανά με κάποιον τρόπο και με έφερες εδώ. Λες και θα μπορούσα να αρνηθώ». Γέλασε σκληρά σκεπτόμενη πως χωρίς αναμνήσεις, δεν είχε κάποιο μέρος να πάει. «Και από όλα τα μέρη με έφερες εδώ; Σε ένα δωμάτιο που να θυμίζει φυλακή;» Απαίτησε να μάθει εξοργισμένη.
«Άισλιν, σε έφερα εδώ για να νιώσεις πως έχεις ένα σπίτι. Ήθελα να έχεις έναν χώρο δικό σου. Αν έμενες σε εκείνο το πρώτο δωμάτιο, θα ζούσες σαν φυλακισμένη. Καταλαβαίνεις;» Της είπε με μαλακή φωνή και φρόντισε να συναντηθούν οι ματιές τους.
«Δεν ξέρω». Είπε πεισματάρικα και κοίταξε μακριά. Πραγματικά δεν ήξερε αν ο άντρας της έλεγε αλήθεια ή ψέματα. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ένα κομμάτι μέσα της χαιρόταν που ήταν στο σπίτι του.
«Και αν μου επιτρέπεις, συγνώμη που άσκησα μαγεία επάνω σου». Έκανε μια υπόκλιση με σεβασμό και τράβηξε το χέρι της κοντά του. Φίλησε τον καρπό της και την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη ένιωσε μια περίεργη δυσφορία. Ήταν σαν ζαλάδα. Ατένισε την γυάλινη επένδυση του μεγάλου δωματίου και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Όμορφα είναι εδώ». Ανακοίνωσε καθώς απομακρυνόταν από εκείνον.
«Άισλιν, θέλω να μιλήσουμε». Της είπε ο άντρας. Εκείνη ξαφνιάστηκε αλλά δεν απάντησε. Απλά συνέχισε να πλησιάζει το διάφανο τζάμι. «Από τη στιγμή που ξύπνησες είσαι.». Η φωνή του έσβησε.
«Διαφορετική;» Πρότεινε η Άισλιν με σκληρή φωνή.
«Ναι».
«Απλά νιώθω.. Νιώθω θυμό, οργή». Παραδέχτηκε και ξεφύσησε δυνατά. Ο Κίλιαν πήγε κοντά της και τράβηξε τη μέση της κοντά του. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τοποθέτησε το χέρι του στον αυχένα της.
«Μπορώ να σε βοηθήσω με αυτό».
«Πως;» Ρώτησε ενώ η ανάσα της είχε κοπεί για άλλη μια φορά. Όποτε την πλησίαζε τόσο, ένιωθε πως ήθελε να τρέξει μακριά. Αλλά αντίθετα, είχε παγώσει εκεί που βρισκόταν.
«Πρώτα πρέπει να σου εξηγήσω τι σου συμβαίνει». Της είπε και ξεκίνησε να βηματίζει μακριά της. «Όταν εκείνος ο άντρας είχε τοποθετήσει το πετράδι στο πίσω μέρος του λαιμού σου μουρμούριζε κάποιες λέξεις σωστά;» Την κοίταξε και όταν εκείνη ένευσε συνέχισε. «Αυτό ήταν μια τελετή. Ασκούσε μαγεία πάνω σου». Η Άισλιν ανατρίχιασε και σημείωσε στο μυαλό της την αλλόκοτη αντίδρασή της. «Ας πούμε πως μετά από αυτό μπορείς και εσύ να ασκήσεις μαγεία». Τα μάτια της κοπέλας έμειναν διάπλατα ανοιχτά και οι ανάσες της έγιναν γρήγορες και κοφτές. Θυμήθηκε τον εφιάλτη της. Εκεί ο κακός ήταν εκείνος ο μάγος, και η κοπέλα ήταν το θύμα του. Αν μπορούσε να ασκήσει μαγεία, σήμαινε πως θα γινόταν σαν κι αυτόν;
«Αν δεν θέλω;» Ο Κίλιαν γέλασε απαλά και την κοίταξε παιχνιδιάρικα.
«Θες να μου πεις πως δεν σου αρέσει η μαγεία;» Σήκωσε τα φρύδια του με γοητεία. Εκείνη κοίταξε αδιάφορα τα δέντρα που έμοιαζαν μαύρα μέσα στη νύχτα. «Έχει να κάνει με τον εφιάλτη σου;» Το πρόσωπό της τινάχτηκε προς το μέρος του.
«Τι γνωρίζεις για τον εφιάλτη μου;» Η φωνή της βγήκε πιο υστερική από όσο περίμενε.
«Απλά πως σε επηρέασε πολύ. Άθελά σου έκανες ολόκληρο το δωμάτιο να τρέμει». Η Άισλιν αναρρίγησε και τον πλησίασε.
«Ήταν εκείνος. Ο άντρας με το κόκκινο πετράδι. Και μια κοπέλα. Την σκότωσε με μαγεία». Είπε και ο θυμός της αποτυπώθηκε στα μάτια της.
«Αυτό που είδες, ήταν μια δική σου ανάμνηση». Της εξήγησε με ήρεμη φωνή.
«Αποκλείεται. Όλον αυτό τον καιρό δεν έχω θυμηθεί τίποτα απολύτως. Δεν γίνεται έτσι ξαφνικά.».
«Μαζί με τη μαγεία, μπορεί σιγά σιγά να ανακτήσεις τις αναμνήσεις σου». Τα λόγια του την πανικόβαλαν. Αν όλες οι αναμνήσεις της ήταν έτσι, τότε δεν τις ήθελε. Τα μάτια της βούρκωσαν. Ο Κίλιαν την πλησίασε και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Την κράτησε εκεί για λίγο καθώς το σώμα της παρέμενε άψυχο, τρομαγμένο. Η κοπέλα αποτραβήχτηκε και τον κοίταξε στα μάτια.
«Δεν θέλω να γίνω σαν αυτόν». Του είπε με βαρύ και σοβαρό βλέμμα και εκείνος ένευσε με την ίδια σοβαρή έκφραση.

Ράνια Ταλαδιανού