Όταν τον ξύπνησε ο Κάσιος, ένοιωθε πως μόλις πριν λίγη ώρα μόνο τον είχε πάρει ο ύπνος. Είχε ξενυχτήσει κάνοντας όνειρα γι’ αυτόν και την Αρετή. Ο Κάσιος κούνησε το κεφάλι του εκνευρισμένος με την απροθυμία του να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν το ήθελε, δεν υπήρχε λόγος να το κάνει τώρα για ένα χαζό κυνήγι. Μόλις το σκέφτηκε, η νύστα τού πέρασε μονομιάς. Την προηγούμενη μέρα του είχε πει ότι θα ξεκινούσε την πραγματική εκπαίδευση, οπότε δεν ήταν μόνο ένα απλό κυνήγι.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τεντώθηκε. Ένιωσε ένα τρίξιμο στην σπονδυλική του στήλη, καθώς τεντωνόταν. Πλύθηκε με καθαρό νερό από μια λεκάνη, ντύθηκε με τα ρούχα της δουλειάς και φόρεσε την ασημένια ζώνη του, όπου κρέμασε και το κυνηγητικό του μαχαίρι. Πέρασε τη θήκη για τα βέλη και το τόξο του στην πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο. Δίπλα στην πόρτα βρήκε τις μπότες και τις φόρεσε.
Το αρχοντικό ήταν ήσυχο, όλοι κοιμόντουσαν. Βγήκε έξω και προχώρησε προς τον στάβλο, όπου βρήκε τον Κάσιο, τον Ορέστη, τον Βασίλειο, τον Φάνη και τον σταβλίτη που, μόλις τον αντίκρισε, άρχισε να τρέμει.
«Καλημέρα» χαιρέτισε κι εκείνοι ανταποκρίθηκαν όλοι μαζί το ίδιο, μα ο Φάνης δεν κρατήθηκε κι άρχισε.
«Ρε τεμπέλη και παλιό υπναρά, εσένα θα περιμένουμε για να ξεκινήσουμε; Ο ήλιος κοντεύει να φανεί στον ορίζοντα και τα ζώα θα κρυφτούν, ανεπρόκοπε» τελείωσε τα καλά του λόγια.
«Κι εγώ σε αγαπώ, Φάνη» του απάντησε και όλοι έσκασαν στα γέλια με την απάντησή του. Ύστερα πήγε να σελώσει την Αφροδίτη για να ξεκινήσουν για το κυνήγι.
Στη διαδρομή δεν αντάλλαξαν πολλές κουβέντες για να μην ξυπνήσουν τους συγχωριανούς τους, μα μόλις βγήκαν από το χωριό, άρχισαν για τα καλά οι κουβέντες. Ο καθένας καυχιόταν ότι θα σκότωνε το μεγαλύτερο αγριογούρουνο ή οποιοδήποτε άλλο θήραμα.
Ο Νικόλας πλησίασε τον Φάνη και τον πήρε λίγο παραπέρα από τους υπόλοιπους συντρόφους τους.
«Λέγε και γρήγορα» τον αποπήρε όπως συνήθως. «Έχω αφήσει μια σημαντική κουβέντα στη μέση με τον γέρο-Ορέστη για το πώς στήνεις παγίδες στα αγριογούρουνα».
«Η Αρετή τι κάνει;, Πώς είναι; Δεν τραυματίστηκε στη μάχη;» στο πρόσωπο του αποτυπώθηκε μια έκφραση αγωνίας.
«Είναι μια χαρά, όμως εμείς έχουμε να πούμε πολλά το βράδυ. Τώρα πρέπει να τελειώσω την κουβέντα μου με τον Ορέστη».
Μόλις απομακρύνθηκε από κοντά του ο Φάνης χτύπησε απαλά την Αφροδίτη στα πλευρά και ξεκίνησαν να καλπάζουν με ταχύτητα. Αυτό ήταν. Ένοιωθε ελεύθερος, το ίδιο και η Αφροδίτη, ο αέρας έκανε τα μαλλιά του και τη χαίτη τής Αφροδίτης να ανεμίζουν. Μόλις βρέθηκαν στην αρχή της συστάδας των δέντρων στην ανατολική πλευρά του δάσους Έκναταν, ο Νικόλας τράβηξε τα χαλινάρια και η Αφροδίτη σηκώθηκε στα πισινά της πόδια και χλιμίντρισε.
Μόλις τον έφτασαν και οι υπόλοιποι, ο Κάσιος τον διέταξε να κατέβει από την Αφροδίτη.
«Γιατί;» αντέδρασε έντονα. «Εγώ δε θα κυνηγήσω».
«Και βέβαια θα κυνηγήσεις, αλλά με διαφορετικό τρόπο, τον οποίο θα σε μάθει να γίνεσαι ένα με το άλογό σου και να μπορείς να πολεμάς καλυτέρα από ποτέ» σταμάτησε για λίγο κι έκανε νόημα στους υπόλοιπους να ξεκινήσουν. Και έτσι έκαναν.
«Θέλω να ξεσελώσεις την Αφροδίτη και να της βγάλεις τα χαλινάρια». Όσο παράξενο και να του φάνηκε αυτό που του είπε να κάνει ο Κάσιος, το έκανε. Κι ύστερα γύρισε προς το μέρος του και είπε:
«Και τώρα, Κάσιε;».
«Και τώρα θα μάθεις να ιππεύεις». Ένα πλατύ χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Κάσιου, καθώς ξεστόμιζε τα λόγια αυτά.
«Μα ξέρω να ιππεύω» αντέδρασε μα ο Κάσιος τον διέκοψε σηκώνοντάς του το χέρι. «Μπορεί να ξέρεις, αλλά όχι να ιππεύεις σαν να είσαι ένα με το άλογο, να ξέρεις ποτέ θα αναπτύξει ταχύτητα, τις κινήσεις της για να αποφύγει ένα εμπόδιο ή να στρίψει κι αλλά πολλά. Και τώρα ανέβα επάνω και ξεκίνα το κυνήγι». Έκανε μεταβολή κι ακολούθησε τους υπόλοιπους μέσα στο δάσος.
«Για να δούμε» είπε κι ανέβηκε στην Αφροδίτη. «Τι λες θα τα καταφέρουμε;» τη ρώτησε και εκείνη ξεκίνησε. Αμέσως βρέθηκε στο έδαφος πέφτοντας από το πλάι της Αφροδίτης. Αναστέναξε καθώς το κεφάλι του άρχισε να τον πονάει. Θα είναι αρκετά δύσκολο αυτό και θα γεμίσω μώλωπες, σκέφτηκε.
Εκείνη τη φορά που καβάλησε την Αφροδίτη πιάστηκε από τη μακριά χαίτη της και τη σκούντησε για να ξεκινήσουν και για όσο προχωρούσαν ευθεία ήταν αρκετά καλά, μα μόλις έστριψε η Αφροδίτη κι εκείνος κρατήθηκε από τη χαίτη της, ανασηκώθηκε απότομα ρίχνοντάς τον κάτω. Αυτήν τη φόρα ο πισινός του δέχτηκε όλο το χτύπημα κάνοντας τη σπονδυλική του στήλη να τρανταχτεί.
«Κάσιε» φώναξε με δύναμη, καθώς σηκωνόταν από το έδαφος και στηρίχτηκε σε ένα κορμό δέντρου. Ο Κάσιος έκανε την εμφάνισή του σχεδόν αμέσως. «Τι έγινε;»
τον ρώτησε.
«Δε γίνεται με τίποτα».
«Κι όμως γίνεται, τα πάντα γίνονται» ανέτεινε.
«Δε γίνεται, πώς μπορείς να κρατήσεις την ισορροπία σου επάνω σε ένα άλογο χωρίς τη σέλα;» αντέδρασε.
«Μπορείς, οι αρχαίοι πώς ίππευαν χωρίς σέλα πριν τόσους αιώνες; Σήκω και ξαναπροσπάθησε. Πέφτουμε για να ξανασηκωνόμαστε» του είπε συνετά.
«Καινούργιο αυτό το τελευταίο;» τον ρώτησε.
«Παλιό είναι το δίδαγμα αυτό, αλλά καινούργιο για σένα» του είπε. «Σήκω και συνέχισε την εκπαίδευση».
«Η εκπαίδευση θα με σακατεύσει, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, τόσα χρόνια ιππεύω με σέλα, δε γίνεται έτσι στα ξαφνικά να αλλάξω».
«Αχα» έκανε ο Κάσιος. «Φτάσαμε στο σημείο που πρέπει να αναλύσουμε» αναφώνησε. «Δηλαδή φοβάσαι τον πόνο της εκπαίδευσης ή δε θέλεις;»
«Και τα δυο μαζί, αλλά πιο πολύ δε θέλω. Δε χρειάζεται τώρα πια η εκπαίδευση και μαζεύω χτυπήματα με το τσουβάλι χωρίς να υπάρχει λόγος».
«Υπάρχει σοβαρός λόγος για να εκπαιδευτείς και πίστεψέ με θα το καταλάβεις άμεσα».
Το σώμα τού έλεγε να τα παρατήσει, αλλά η καρδιά του τον παρακινούσε να συνεχίσει. Δεν είχε χάσει ποτέ όσο είχε ακολουθήσει τις συμβουλές του Κάσιου. Γιατί να τις αγνοούσε τώρα;
«Εντάξει, θα το κάνω, δείξε μου μόνο πώς» ανακοίνωσε κι ανέβηκε στην πλάτη της Αφροδιτης.
«Περάσαμε το δύσκολο μέρος» σταμάτησε λίγο, αναστέναξε και για να δώσει έμφαση στα λόγια του πήρε σοβαρό ύφος και τέντωσε τον δεξιό δείκτη του προς το μέρος του. «Άκουσε με καλά, Νικόλα. Όσο καλή και να είναι η εκπαίδευση, όσο καλό δάσκαλο και να έχεις, εάν δεν το θέλεις εσύ πραγματικά, κανένας δεν μπορεί να σε αναγκάσει» . Ο Νικόλας έγνεψε καταφατικά κι ο Κάσιος συνέχισε. «Η εκπαίδευση δεν κάνει τίποτα, αλλά η θέληση είναι το παν. Και τώρα θέλω να ανέβεις, στην Αφροδίτη και να μάθεις να ιππεύεις όπως και οι αρχαίοι. Θα πάρει λίγο καιρό αλλά όταν τα καταφέρετε, θα ήσαστε πραγματικά δυνατοί στη μάχη και στο κυνήγι». Τελειώνοντας τη φράση του κατέβηκε από το άλογό του και στάθηκε δίπλα σε αυτόν και την Αφροδίτη. «Το μόνο που θα κάνεις για να κρατηθείς επάνω της είναι να σφίγγεις απαλά με τα πόδια σου τα πλευρά της και να νιώθεις την αναπνοή της. Αν το καταφέρεις αυτό, θα ξέρεις πότε είναι έτοιμη να τρέξει, να σταματήσει, πότε είναι έτοιμη να επιτεθεί, αλλά και πότε είναι κουρασμένη».
«Αυτά μόνο για να μπορώ να κρατιέμαι στην πλάτη της;» ρώτησε κάπως ειρωνικά αλλά ακούγοντας προσεχτικά.
«Ναι, γιατί εάν καταλάβεις αυτά, όλα τα υπόλοιπα είναι απλά και τώρα κάτσε ακίνητος και προσπάθησε να νιώσεις την αναπνοή της. Όταν την αισθανθείς, ξεκίνα να καλπάζεις κάνοντας ό,τι θα έκανες με την σέλα, αλλά χωρίς να κρατιέσαι».
Στην αρχή ο Νικόλας δεν μπορούσε να καταλάβει πότε η Αφροδίτη ήταν έτοιμη να κάνει μια κίνηση κι όταν την έσφιγγε δυνατά, εκείνη σηκωνόταν απότομα με αποτέλεσμα να βρεθεί άλλες πέντε φορές στο έδαφος. Στην τελευταία πτώση είχε στραμπουλίξει λίγο το χέρι του με αποτέλεσμα να τον πονάει για λίγη ώρα και μόλις συνήρθε, ίππευσε ξανά την Αφροδίτη. Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Έσφιξε απαλά με τα πόδια του την πλάτη της και ένιωσε απαλά την αναπνοή της. Έτσι ξαφνικά και για λίγο οι αναπνοές τους έγιναν μία, αλλά από τη χαρά του να το πει στον Κάσιο έχασε αυτόν τον συγχρονισμό.
«Μπράβο, τώρα που το κατάλαβες θα είναι πιο εύκολο να το αισθανθείς ξανά. Όταν το ξαναβρείς το συγκεκριμένο αίσθημα, μπες στο κυνήγι κι εσύ και χτύπα κάτι. Δε νομίζω να αντέξεις τον Φάνη, εάν αυτός χτυπήσει κάποιο ζώο και εσύ γυρίσεις με άδεια χέρια» τον πείραξε και μπήκε ξανά στο δάσος.
Αφίππευσε για λίγο την Αφροδίτη για να κρύψει τη σέλα πίσω από έναν θάμνο. Όπως είχε πει ο Κάσιος, αυτήν τη φόρα την αισθάνθηκε πιο εύκολα, χτύπησε απαλά τα πλευρά της και ξεκίνησαν, μα αυτήν τη φορά δεν έπεσε από την πλάτη της. Στην πρώτη στροφή κινδύνευσε να βρεθεί στο έδαφος, αλλά τελικά δεν έπεσε.
Όσο περνούσε η ώρα τόσο ένοιωθε πιο άνετα κι ανέπτυξαν ταχύτητα. Δεν μπορούσαν να φτάσουν στο μέγιστο ακόμα χωρίς τη σέλα, αλλά κάτι ήταν και αυτό.
Πέρασαν αρκετά ζώα από μπροστά του, αλλά τα βέλη πάντα αστοχούσαν, δεν μπορούσε να χτυπήσει με ακρίβεια τον στόχο. Κάποια στιγμή, ύστερα από ένα αποτυχημένο χτύπημα, καθώς το βέλος του καρφώθηκε στον κορμό μιας ιτιάς, μια κραυγή ακούστηκε μερικά μέτρα από εκεί που στεκόταν. Έγειρε λίγο το σώμα προς την πλευρά όπου ακούστηκε η κραυγή και η Αφροδίτη χωρίς καμία εντολή δικιά του ξεκίνησε.
Η συγκέντρωση του και η έννοια του για τους συντρόφους του τον είχε κάνει να αντιδράσει σωστά στον νέο τρόπο ίππευσης, αλλά μετά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα, γιατί αυτό που είδε έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά και την όρεξή του για δράση να ανέβει.
Ένα μεγάλο αγριογούρουνο είχε ρίξει κάτω τον Φάνη και είχε χτυπήσει με τους χαυλιόδοντες το άλογό του στο στήθος. Το αγριογούρουνο είχε πάρει θέση να χτυπήσει τον Φάνη. Είχε γύρει το κεφάλι του προς τα κάτω.
Ο Κάσιος, ο Βασίλειος κι ο γέρο-Ορέστης είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από το ζώο προσπαθώντας να το απομακρύνουν από τον πεσμένο Φάνη, αλλά εκείνο είχε μάτια μόνο για εκείνον. Δεν τολμούσαν να ρίξουν με τα τόξα, σε περίπτωση που κάποιο χτυπούσε τον σύντροφό τους. Το αγριογούρουνο όρμησε κι ο Κάσιος μαζί με τους άλλους δεν μπόρεσαν να το απομακρύνουν.
Κάτι μέσα του φούντωσε, αφίππευσε την Αφροδίτη και έπεσε με φόρα πάνω στο αγριογούρουνο βγάζοντας το μαχαίρι του από τη θήκη. Ένιωσε σαν να έπεσε επάνω σε βράχο, το τρίχωμα του ήταν απίστευτα σκληρό.
Άνθρωπος και ζώο κύλισαν αρκετά μέτρα μακριά από τον πεσμένο Φάνη. Το ζώο σηκώθηκε πιο γρήγορα από τον ίδιο. Ευτυχώς ήταν ακόμα ζαλισμένο και δεν επιτέθηκε αμέσως, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν άσχημα.
Το κεφάλι καθώς και το δεξί του χέρι πόνεσαν από την πτώση με το αγριογούρουνο. Βλέποντας πως το ζώο είχε συνέλθει κι έτρεχε προς το μέρος του με το κεφάλι κάτω, μα τους χαυλιόδοντες να σημαδεύουν το σώμα του, σάρωσε με το καλό του χέρι το έδαφος για να βρει το μαχαίρι του, αλλά δε το βρήκε και τελευταία στιγμή πρόλαβε να πιάσει τα δόντια του αγριογούρουνου και να κρατήσει μερικά εκατοστά μακριά από την κοιλιά του. Το ζώο ήταν πολύ δυνατό κι αυτός δε θα άντεχε για πολύ ακόμα. Άρχισε να καλεί σε βοήθεια
Πρώτος έφτασε ο Φάνης κρατώντας το μαχαίρι του και του Νικόλα στα χέρια του. Όρμησε προς το μέρος τού αγριογούρουνου και το χτύπησε στον λαιμό με τα μαχαίρια. Το ζώο άρχισε να τινάζεται με δύναμη από τον πόνο αι έριξε κάτω τον Φάνη. Ο Νικόλας βρήκε την ευκαιρία και τράβηξε το μαχαίρι του από τον λαιμό τού πληγωμένου ζώου, σηκώθηκε γρήγορα επάνω κι ανέβηκε στην πλάτη του. Έπιασε με δύναμη έναν από τους χαυλιόδοντες και τον τράβηξε φανερώνοντας το ευαίσθητο σημείο του λαιμού, πέρασε το χέρι του μαζί με το μαχαίρι κάτω από αυτό και τού έκοψε το λαρύγγι. Το αγριογούρουνο άρχιζε να τραντάζεται πιο δυνατά, καθώς ξεψυχούσε, μα γράπωσε γερά με τα δυο του χέρια το κεφάλι του, ρίχνοντας όλο το βάρος του πάνω του. Πάλεψαν για λίγη ώρα ώσπου τα πόδια του λύγισαν, έπεσε στο γεμάτο με αίματα χορταριασμένο έδαφος και δεν κουνήθηκε ξανά.
Ήταν ιδρωμένος και γεμάτος αίματα, μα τα είχε καταφέρει. Ένα τρεμάμενο χέρι τον ακούμπησε στην πλάτη λέγοντάς του:
«Μπράβο, μικρέ, σε ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή».
«Κι εγώ σε ευχαριστώ, Φάνη, γιατί λίγο να αργούσες και θα με είχε σουβλίσει με τους χαυλιόδοντές του, όπως εμείς τα κατσίκια» κι έπιασε το απλωμένο χέρι του Φάνη για να σηκωθεί από το κουφάρι του αγριογούρουνου.
«Λοιπόν, για τι πράγμα θα ήθελες να μιλήσουμε;» τον ρώτησε καθώς έπιαναν το νεκρό αγριογούρουνο από τους χαυλιόδοντες κι άρχισαν να το τραβάνε προς τους υπόλοιπους. Τα πάντα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, αλλά του Νικόλα του είχε φανεί σαν μια ολόκληρη ημέρα.
«Είστε καλά;» φώναζαν με αγωνία, καθώς ερχόντουσαν προς το μέρος τους.
«Μια χαρά, ο μικρός από εδώ σκοτώνοντας το αγριογούρουνο μού έσωσε τη ζωή». Στο τελείωμα της φράσης του, όλοι άρχισαν να τον συγχαίρουν.
«Κι ο Φάνης μου έσωσε τη ζωή, οπότε αξίζει κι αυτός κάτι από τα συγχαρητήρια. Ωστόσο, εάν δεν ήταν αυτός, το κυνήγι θα είχε τελειώσει πιο νωρίς και χωρίς να έχουμε χτυπήσει» τον πείραξε κι όλοι σκάσανε στα γέλια. Τράβηξαν όλοι μαζί το νεκρό ζώο και το μετέφεραν στο ξέφωτο που άφησαν τα άλογα. «Ποιος θα πάρει το ζώο πίσω στο χωριό;» ακούστηκε η φωνή του μέσα στην ομάδα.
«Εσύ βέβαια! Κάσιε, τι νομίζεις, πέρασε τη δοκιμασία;» είπε ο γέρο-Ορέστης.
«Ποια δοκιμασία;» ρώτησε κοιτώντας έναν-έναν τους συντρόφους του. Όταν κοίταξε τον Βασίλειο, εκείνος απάντησε:
«Είναι παράδοση κάθε χρόνο, μια ημέρα πριν το Πανηγύρι της Πρώτης Ημέρας της Άνοιξης, να πηγαίνουμε για κυνήγι μαζί με έναν νέο και να τον θέτουμε αντιμέτωπο με ένα αγριογούρουνο».
«Και τι αποδεικνύει αυτό;» ρώτησε ξανά ο Νικόλας καθώς τον βοηθούσε ο Κάσιος να βάλουν τη σέλα και ύστερα να δέσουν στην πλάτη της Αφροδίτης το κουφάρι. Δεν της άρεσε καθόλου, μιας κι από τον κομμένο λαιμό του ζώου έτρεχε ακόμα αίμα και λέρωνε το τρίχωμά της. «Περίμενε» είπε, έβγαλε το χιλιομπαλωμένο πανωφόρι του και το τύλιξε γύρω από την πληγή. Όταν ξεκίνησε, ξαναρώτησε τι σήμαινε αυτό το κυνήγι και αυτή τη φόρα πηρέ το λόγο ο Κάσιος για να του εξηγήσει.
«Το κυνήγι αυτό σημαίνει ότι είσαι έτοιμος να μπεις στο συμβούλιο του χωριού και ότι θα κάνεις τα πάντα για να προστατεύεις κάποιον συγχωριανό σου, αλλά και για να υπάρχει κάτι να φάμε στο πανηγύρι».
«Μα όλοι είδατε τι μπορώ να κάνω για το χωριό και για τους συγχωριανούς μου τις προάλλες και δεν έχετε πειστεί ακόμα;» τους φώναξε μην μπορώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε.
«Όπως είπα και πιο πριν, είναι έθιμο να δοκιμάζουμε έναν νέο κάθε χρόνο στην παραμονή του πανηγυριού και επειδή εσύ είχες την ηλικία, αλλά όλοι σε θεωρούσαμε…» σταμάτησε για λίγο. Παρόλο που του άρεσε να τον πειράζει ο Φάνης, όταν μιλούσαν σοβαρά ποτέ δεν έλεγε κακίες. «Τέλος πάντων, σε θεωρούσαμε τρελό και ίσως ήταν επικίνδυνο να σε πάρουμε μαζί μας στο κυνήγι».
Είχε ησυχάσει αλλά δε ζήτησε συγγνώμη. Μετά από αυτήν τη συζήτηση κουβέντιασαν για άλλα πιο ευχάριστα θέματα και έτσι πέρασε και το μεσημέρι.
Όταν φτάσανε στο χωριό ο καθένας τους πήρε διαφορετικό δρόμο. Ο Κάσιος μαζί με τον Ορέστη έφυγαν για το αρχοντικό του τελευταίου, μιας και το βράδυ θα τρώγανε εκεί και έπειτα θα επέστρεφαν στο σπίτι τους πάνω στον λόφο. Ο Βασίλειος πήγε στο μαγαζί του κι ο Φάνης έκανε παρέα στον Νικόλα που πήγαινε το νεκρό ζώο στο σφαγείο για να ετοιμαστεί για τη γιορτή.
Στο σφαγείο χωρίστηκαν, μα πιο πριν ο Φάνης είπε ότι θα τον περίμενε στο Γλυκό Κρασί το βράδυ για να μιλήσουν.
«Καλησπέρα στο μαγαζί» χαιρέτησε ο Νικόλας μόλις άνοιξε την πόρτα. Παρότι ήταν σφαγείο και κρεοπωλείο, δε μύριζε αίμα, αλλά ήταν καθαρό και στην ατμόσφαιρα αιωρούταν ένα παράξενο άρωμα.
«Καλησπέρα» είπε με ένα χαμόγελο ο κρεοπώλης. Ήταν ένας μικροκαμωμένος άντρας, με ξανθά μαλλιά, τα οποία είχαν αρχίσει να αραιώνουν στην κορυφή του κεφαλιού του και στο αριστερό χέρι του έλειπε ο δείκτης του.
Ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα του σε έναν πάγκο με μπαλτάδες, μαχαίρια διαφορετικού μεγέθους και είδους. Όπως όλοι οι καταστηματάρχες είπε:
«Σε τι μπορώ να σε εξυπηρετήσω;» και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να παρουσιάζει το εμπόρευμά του. «Έχω αρνάκι γάλακτος, χοιρινές μπριζόλες, κατσικίσια παιδάκια…»
«Έφερα το αγριογούρουνο για τη γιορτή» τον διέκοψε απότομα.
«Εσύ;» έκανε απότομα ο κρεοπώλης. «Έβαλαν τον ηρώα του χωριού να περάσει την δοκιμασία;»
«Μη με λες έτσι, για όλους είμαι ο Νικόλας και όχι κάποιος ήρωας».
«Μα…»
«Δεν έχει μα» τον διέκοψε ξανά.
«Τότε σου οφείλω μια συγγνώμη για όλα όσα σου έχω πει και κάνει στο παρελθόν, όσο πίστευα ότι ήσουν…» δίστασε για λίγο φοβούμενος την αντίδραση του Νικόλα, αλλά συνέχισε «Τρελός».
«Ναι, αλλά αυτό δε σε σταματούσε από να με βρίζεις κι όποτε έβρισκες την ευκαιρία να ρίχνεις την κλοτσιά σου, όταν ερχόμουν να πάρω τις παραγγελίες του Αρίωνα» του θύμισε για να τον στριμώξει λίγο. Τώρα πια δεν ήταν ο τρελός του χωριού, που τραβούσε τα πάνδεινα από μερικούς που νόμιζαν ότι ήταν καλύτεροι από εκείνον και μπορούσαν να του κάνουν ότι ήθελαν. Είχε έρθει η ώρα να τελειώσουν αυτά. «Μα τώρα αυτά είναι παρελθόν, ο Αρίωνας μάς τελείωσε» τον ηρέμησε, δεν ήθελε να είναι με κανέναν τσακωμένος κι άπλωσε το χέρι του για να συμφιλιωθούν. Ο κρεοπώλης δίστασε για λίγο, μα ύστερα άπλωσε το καλό του χέρι κι έσφιξε το δικό του.
«Πάμε να πάρουμε το τομάρι» είπε χαμογελώντας αφού συμφιλιώθηκαν κι ο Νικόλας δεν ήθελε κάτι σε αντάλλαγμα για την απαράδεκτη συμπεριφορά του στο παρελθόν.
«Ωραίο ζώο» είπε ο κρεοπώλης και συμπλήρωσε καθώς ο Νικόλας έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Το άλογο σου… Όχι το αγριογούρουνο».
«Α… Το όνομά της είναι Αφροδίτη» τον ενημέρωσε και χάιδεψε τη μουσούδα της. Σήκωσαν μαζί το νεκρό ζώο και το μετέφεραν στο πίσω μέρος του μαγαζιού.
«Νικόλα, θέλεις να σου βγάλω τους χαυλιόδοντες και να στους δώσω;».
«Για ποιο λόγο να μου δώσεις τα δόντια του αγριογούρουνου;» ρώτησε με περιέργεια.
«Εάν ήταν πιο μικρά δε θα σου τα έδινα, γιατί δε θα είχαν καμία αξία, αλλά αυτά είναι αρκετά μεγάλα για να φτιάξεις κάποια θήκη για μαχαίρια, να διακοσμήσεις κάποιο κόσμημα ή να γίνει κι αυτό κόσμημα» τον ενημέρωσε, καθώς ακουμπούσαν το νεκρό ζώο σε έναν πάγκο.
«Ναι, εάν δε σου είναι κόπος» είπε χαμογελώντας. Του πέρασε μια υπέροχη ιδέα από το μυαλό για το τι θα έκανε με τους χαυλιόδοντες.
«Πέρνα το βράδυ, θα τους έχω βγάλει και θα είναι έτοιμοι για οποιαδήποτε επεξεργασία θελήσεις να τους κάνεις».
«Ευχαριστώ» είπε ο Νικόλας και βγήκε από το μαγαζί του.
«Το φαγητό ήταν υπέροχο, Ευανθία» αναφώνησε ο Κάσιος.
«Ναι, ήταν υπέροχο και σε ευχαριστούμε» συμπλήρωσε ο Νικόλας. Η ώρα πέρασε γρήγορα όπως πάντα, όταν περνάς καλά με φίλους. Όταν ήταν έτοιμοι να φύγουν ο Νικόλας και ο Κάσιος ευχαρίστησαν τον γέρο-Ορέστη και την Ευανθία για τη φροντίδα τους και τη φιλοξενία που τους προσέφεραν όλον αυτό τον καιρό.
«Δεν ήταν τίποτα, εσείς τόσο καιρό κάνετε αυτό που έπρεπε να είχαμε κάνει εμείς, οπότε σας χρωστούσαμε χάρη» τους είπε η Ευανθία κι ο Ορέστης ρώτησε τον Νικόλα:
«Και τώρα τι λες να κάνεις που δε χρειάζεται να παριστάνεις τον τρελό και να δουλεύεις για ένα μανιακό;»
Δεν το είχε σκεφτεί καθόλου. Αλήθεια… Tι θα έκανε; Εάν ήθελε να φτιάξει ένα σπιτικό μαζί με την Αρετή θα έπρεπε να έχει μια δουλειά.
«Αλήθεια δεν ξέρω, δεν έχω σκεφτεί καθόλου τι θα κάνω».
«Ωραία, τότε σε περιμένω μόλις τελειώσει το πανηγύρι, εάν θέλεις κι εσύ, στο σιδηρουργείο για να πιάσεις δουλειά» του πρότεινε με ένα χαμόγελο.
«Θα έρθω, να είσαι σίγουρος, αλλά με μια προϋπόθεση».
«Και ποια είναι αυτή» ρώτησε να μάθει ο γέρος.
«Να σταματήσεις να τραγουδάς όσο θα είμαι εγώ στο σιδηρουργείο» είπε γελώντας βλέποντας το πρόσωπο του γέρο Ορέστη.
«Φύγετε από εδώ» τους έδιωξε από το αρχοντικό κάνοντας τον θυμωμένο, αλλά ο Νικόλας τον είδε με την άκρη του ματιού του να χαμογελά.
«Κάσιε, κατά πάσα πιθανότητα θα αργήσω να γυρίσω, με θέλει ο Φάνης για να μιλήσουμε» του είπε ο Νικόλας.
«Ναι αλλά αύριο θέλω να καθαρίσεις τον στάβλο και να ταΐσεις τα ζώα σε παρακαλώ, Νικόλα. Έχω αρχίσει να γερνάω κι αυτές είναι βαριές δουλειές για κάποιον σαν έμενα» είπε με ένα κουρασμένο ύφος ο Κάσιος.
Ο Νικόλας χαμογέλασε, γιατί ο Κάσιος μπορεί να ήταν μεγάλος σε ηλικία ,αλλά δεν κουραζόταν ποτέ μα ποτέ να ασχολείται με τα ζώα και το κτήμα του.
«Κάσιε, άσε τα σάπια ότι κουράζεσαι εύκολα και ιδιαίτερα ότι δεν μπορείς να δουλέψεις. Πες ότι θέλεις να το κάνω εγώ απλά και θα το κάνω. Έχω καιρό να ασχοληθώ με το δικό μας κτήμα». Και στην πλατεία του χωριού χωρίστηκαν.
Ο κρεοπώλης περίμενε τον Νικόλα για να του παραδώσει τους χαυλιόδοντες και έπειτα να κλείσει το μαγαζί.
«Αυτά είναι ποιο μεγάλα από εκείνα που είχε το αγριογούρουνο» παρατήρησε ο Νικόλας.
«Τα δόντια αυτά επεκτείνονται λίγο ακόμα και μέσα στο κρανίο, εγώ τα έβγαλα όλα και να τα. Τι θα σου έδινα μόνο όσο φαινόταν;» του εξήγησε ο κρεοπώλης.
«Ευχαριστώ» ευχαρίστησε τον κρεοπώλη και κίνησε για το Γλυκό Κρασί.
Το Γλυκό Κρασί ήταν γεμάτο τέτοια ώρα από τους κατοίκους του Λαγανά, συνήθως άντρες αλλά και μερικές γυναίκες. Ο Νικόλας δε σύχναζε στο Γλυκό Κρασί λόγω του Αρίωνα, αλλά τώρα δεν υπήρχε πρόβλημα. Μόλις μπήκε μέσα όλοι σηκώθηκαν και τον χαιρέτησαν. Στους περισσότερους είχε σώσει τους βίους τους και τώρα αυτό ήταν η καλύτερη επιβράβευση. Δεν ήθελε χρήματα ή οτιδήποτε άλλο, μόνο την αγάπη των συγχωριανών του. Όσοι τον συμπαθούσαν από πριν, ήρθαν και τον ευχαρίστησαν που απάλλαξε το χωριό τους από τον Αρίωνα κι αυτοί που νόμιζαν ότι ήταν καλύτεροι από αυτόν, πρώτα του ζήτησαν συγγνώμη και έπειτα τον ευχαρίστησαν κι αυτοί. Πολλοί ήθελαν να κάτσει μαζί τους και να τον κεράσουν, αλλά εκείνος πήγε στο μοναδικό πρόσωπο που δε σηκώθηκε για να τον ευχαριστήσει. Στον Φάνη.
«Καλησπέρα, Φάνη» τον χαιρέτησε ο Νικόλας κι έκατσε απέναντί του.
«Καλησπέρα και σε εσένα, ήρωα του Λαγανά. Τι μπορώ να κάνω για να σε ευχαριστήσω που έσωσες το χωριό μου από έναν τρελό;» Ακόμα δεν είχε κάτσει κι ο Φάνης είχε πάρει θάρρος από τη συμπεριφορά των συγχωριανών του.
«Θα ήθελα, μιας και προσφέρεσαι, να μου παραδώσεις το σπιτικό σου μιας και εγώ δεν έχω, αλλά και σαν προίκα που στο μέλλον θα παντρευτώ την κορούλα σου».
«Δε σου δίνω καλύτερα την προβατίνα μου μαζί με τον στάβλο της;» είπε γελώντας. «Θα πιεις κρασί;» του πρόσφερε, τείνοντάς του ένα ποτήρι γεμάτο κρασί, αλλά εκείνος το αρνήθηκε.
«Φάνη, ευχαριστώ, θα έπινα αλλά ήδη έχω πιει αρκετά στο αρχοντικό του γέρο-Ορέστη και τώρα για πες μου τον λόγο που ήθελες να βρεθούμε».
«Έκανες κάτι που με πείραξε αρκετά και κανονικά δε θα έπρεπε ούτε να σου μιλάω».
«Και ποιο είναι αυτό;» ρώτησε με περιέργεια ο Νικόλας σκύβοντας πάνω στο τραπέζι, ώστε να μπορεί να κοιτάζει τον Φάνη στα μάτια.
«Έβαλες σε μεγάλο κίνδυνο την Αρετή τις προάλλες» είπε ξερά.
«Πότε;»
«Τότε που όλοι σε νομίζαμε για νεκρό. Μόλις το έμαθε τρελάθηκε και ήθελε να πολεμήσει. Να πολεμήσει η Αρετή, η οποία ούτε μυρμήγκι δεν πείραζε. Εσύ» τον χτύπησε με το δάχτυλο στο στήθος «της έμαθες να πολεμά και να σκοτώνει. Την ώρα που λιποθύμησες κι εκείνη πήρε μέρος στη μάχη, δεν την αναγνώριζα. Στα μάτια της είχε μια λάμψη, την οποία δεν είχα ξαναδεί και μια δύναμη που δεν πίστευα ότι κατείχε».
«Και πού είναι το κακό σε αυτό; Τη δίδαξα πώς να υπερασπίζεται τον εαυτό της».
«Οι μέθοδοί σου την έβαλαν εκείνη την ημέρα σε τεράστιο κίνδυνο»… φώναξε ο Φάνης κι έπειτα χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι αναποδογυρίζοντας το ανέγγιχτο ποτήρι με το κρασί. «Κάτι που μου ορκίστηκες ότι δε θα έκανες ποτέ».
Σε αυτό είχε δίκιο. Είχε υποσχεθεί ότι δε θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο τη ζωή της Αρετής και ότι δε θα την στενοχωρούσε ποτέ. Εκείνη τη νύχτα όμως είχε κάνει και τα δυο μαζί.
«Φάνη, ξέρω ότι έχεις δίκιο, μα δε φταίω μόνο εγώ».
«Τι μου λες τώρα;» φώναξε και μερικοί μεθυσμένοι χωριάτες γύρισαν προς το μέρος τους νομίζοντας ότι ξεκινούσε καυγάς. Όταν είδαν ότι δε θα γινόταν κάτι τέτοιο, γρήγορα έχασαν το ενδιαφέρον τους και ξαναγύρισαν στα ποτήρια τους με το κρασί.
«Θέλω να σου πω ότι εκείνη το αποφάσισε και μου το επέβαλε» απολογήθηκε στον Φάνη.
«Δηλαδή κατάφερες να νικήσεις τον Αρίωνα, αλλά δεν μπορείς να τα βάλεις με μια γυναίκα» άρχισε να γελάει
«Μα ούτε εσύ τα βγάζεις πέρα με τη Φωτεινή, αγαπητέ Φάνη» έφερε σαν παράδειγμα ο Νικόλας και αμέσως το γέλιο του Φάνη κόπηκε μαχαίρι.
«Ε… Άσε αυτό το θέμα και πάμε στο δικό σου» υποχώρησε ο Φάνης. Ήξερε ότι όλοι οι άντρες μπορεί στο χωριό να έλεγαν ότι εκείνοι έκαναν ό,τι ήθελαν, αλλά αυτό δεν ίσχυε. Κανένας δεν έκανε το οτιδήποτε, εάν δεν το συζητούσε πρώτα με τη γυναίκα του και όταν αυτές ήθελαν κάτι, είχαν τον τρόπο να περνάει το δικό τους.
«Φάνη, ξέρεις πόσο πολύ αγαπώ την Αρετή, θα έκανα τα πάντα για να είναι ευτυχισμένη και να μην πληγωθεί με κανέναν δυνατό τρόπο. Θα έδινα και τη ζωή μου για εκείνη. Αλλά δεν μπορούσα να της τα προσφέρω αυτά όσο ο Αρίωνας ζούσε. Δεν ήθελα να την μπλέξω σε αυτό, αλλά η αγάπη σπρώχνει τον άνθρωπο να κάνει πράγματα που σε άλλες περιπτώσεις είναι αδύνατον κι αυτό γίνεται πιο δυνατό, εάν έχεις το μυαλό και την καρδιά της Αρετής» του εξήγησε με λόγια βγαλμένα από την καρδιά του.
«Ναι έχεις δίκιο σε αυτό, αλλά έχεις δώσει τον λόγο σου να μη συμβεί κανένα από τα δυο» του θύμισε ξανά ο Φάνης.
«Τότε σου δίνω μια άλλη υπόσχεση» ανακοίνωσε σοβαρά. «Σου υπόσχομαι να προσπαθώ να την κάνω ευτυχισμένη, αλλά και να κάνω το οτιδήποτε δυνατόν για να είναι ασφαλής. Δε θα προσπαθήσω να της επιβάλλω κάτι που εκείνη δε θα αποδεχτεί και θα κάνει την καρδιά της να πονέσει». Η υπόσχεση του ήταν καλά διατυπωμένη, ώστε να ευχαριστεί και τους τρεις τους, Είχε δώσει στον Φάνη ό,τι ήθελε και παράλληλα άφηνε την Αρετή να αποφασίζει τι θα έκανε, εάν κάτι δεν της άρεσε ή πήγαινε αντίθετα με αυτό που ήθελε.
«Είσαι πολύ πονηρός, Νικόλα, και πραγματικά χαίρομαι που υπάρχει περίπτωση να γίνεις γαμπρός μου. Η υπόσχεσή σου έχει μεγάλο βάρος και όταν λες ότι είναι ασφαλής, ελπίζω να μην υπολογίζεις τίποτα άλλο εκτός από τη ζωή της» σηκώθηκε από το τραπέζι, έριξε μερικά νομίσματα πάνω σε αυτό κι έτεινε το χέρι του στον Νικόλα. Εκείνος το έπιασε, αντάλλαξαν χειραψία και καληνύχτισαν ο ένας τον άλλο.
Η νύχτα ήταν γλυκιά. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε κάνοντας το χορτάρι να χορεύει. Ένα υπέροχο λιλιπούτιο πλάσμα παρακολουθούσε δυο ανθρώπους που ίσως άλλαζαν τον κόσμο της Λέινορ αλλά και τη δίκια τους. Παντού στον κόσμο υπάρχουν δυνάμεις που στην αρχή δε φαίνονται υπολογίσιμες, αλλά αργότερα κάνουν έναν κόσμο καλύτερο κι εκείνη η ώρα είχε έρθει, καθώς ο Νικόλας γυρνούσε στο αγρόκτημα του Κάσιου, περιμένοντας να έρθει η αυριανή μέρα για να συναντηθεί με την Αρετή.
Νίκος Καρδαμπίκης
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και τεντώθηκε. Ένιωσε ένα τρίξιμο στην σπονδυλική του στήλη, καθώς τεντωνόταν. Πλύθηκε με καθαρό νερό από μια λεκάνη, ντύθηκε με τα ρούχα της δουλειάς και φόρεσε την ασημένια ζώνη του, όπου κρέμασε και το κυνηγητικό του μαχαίρι. Πέρασε τη θήκη για τα βέλη και το τόξο του στην πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο. Δίπλα στην πόρτα βρήκε τις μπότες και τις φόρεσε.
Το αρχοντικό ήταν ήσυχο, όλοι κοιμόντουσαν. Βγήκε έξω και προχώρησε προς τον στάβλο, όπου βρήκε τον Κάσιο, τον Ορέστη, τον Βασίλειο, τον Φάνη και τον σταβλίτη που, μόλις τον αντίκρισε, άρχισε να τρέμει.
«Καλημέρα» χαιρέτισε κι εκείνοι ανταποκρίθηκαν όλοι μαζί το ίδιο, μα ο Φάνης δεν κρατήθηκε κι άρχισε.
«Ρε τεμπέλη και παλιό υπναρά, εσένα θα περιμένουμε για να ξεκινήσουμε; Ο ήλιος κοντεύει να φανεί στον ορίζοντα και τα ζώα θα κρυφτούν, ανεπρόκοπε» τελείωσε τα καλά του λόγια.
«Κι εγώ σε αγαπώ, Φάνη» του απάντησε και όλοι έσκασαν στα γέλια με την απάντησή του. Ύστερα πήγε να σελώσει την Αφροδίτη για να ξεκινήσουν για το κυνήγι.
Στη διαδρομή δεν αντάλλαξαν πολλές κουβέντες για να μην ξυπνήσουν τους συγχωριανούς τους, μα μόλις βγήκαν από το χωριό, άρχισαν για τα καλά οι κουβέντες. Ο καθένας καυχιόταν ότι θα σκότωνε το μεγαλύτερο αγριογούρουνο ή οποιοδήποτε άλλο θήραμα.
Ο Νικόλας πλησίασε τον Φάνη και τον πήρε λίγο παραπέρα από τους υπόλοιπους συντρόφους τους.
«Λέγε και γρήγορα» τον αποπήρε όπως συνήθως. «Έχω αφήσει μια σημαντική κουβέντα στη μέση με τον γέρο-Ορέστη για το πώς στήνεις παγίδες στα αγριογούρουνα».
«Η Αρετή τι κάνει;, Πώς είναι; Δεν τραυματίστηκε στη μάχη;» στο πρόσωπο του αποτυπώθηκε μια έκφραση αγωνίας.
«Είναι μια χαρά, όμως εμείς έχουμε να πούμε πολλά το βράδυ. Τώρα πρέπει να τελειώσω την κουβέντα μου με τον Ορέστη».
Μόλις απομακρύνθηκε από κοντά του ο Φάνης χτύπησε απαλά την Αφροδίτη στα πλευρά και ξεκίνησαν να καλπάζουν με ταχύτητα. Αυτό ήταν. Ένοιωθε ελεύθερος, το ίδιο και η Αφροδίτη, ο αέρας έκανε τα μαλλιά του και τη χαίτη τής Αφροδίτης να ανεμίζουν. Μόλις βρέθηκαν στην αρχή της συστάδας των δέντρων στην ανατολική πλευρά του δάσους Έκναταν, ο Νικόλας τράβηξε τα χαλινάρια και η Αφροδίτη σηκώθηκε στα πισινά της πόδια και χλιμίντρισε.
Μόλις τον έφτασαν και οι υπόλοιποι, ο Κάσιος τον διέταξε να κατέβει από την Αφροδίτη.
«Γιατί;» αντέδρασε έντονα. «Εγώ δε θα κυνηγήσω».
«Και βέβαια θα κυνηγήσεις, αλλά με διαφορετικό τρόπο, τον οποίο θα σε μάθει να γίνεσαι ένα με το άλογό σου και να μπορείς να πολεμάς καλυτέρα από ποτέ» σταμάτησε για λίγο κι έκανε νόημα στους υπόλοιπους να ξεκινήσουν. Και έτσι έκαναν.
«Θέλω να ξεσελώσεις την Αφροδίτη και να της βγάλεις τα χαλινάρια». Όσο παράξενο και να του φάνηκε αυτό που του είπε να κάνει ο Κάσιος, το έκανε. Κι ύστερα γύρισε προς το μέρος του και είπε:
«Και τώρα, Κάσιε;».
«Και τώρα θα μάθεις να ιππεύεις». Ένα πλατύ χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Κάσιου, καθώς ξεστόμιζε τα λόγια αυτά.
«Μα ξέρω να ιππεύω» αντέδρασε μα ο Κάσιος τον διέκοψε σηκώνοντάς του το χέρι. «Μπορεί να ξέρεις, αλλά όχι να ιππεύεις σαν να είσαι ένα με το άλογο, να ξέρεις ποτέ θα αναπτύξει ταχύτητα, τις κινήσεις της για να αποφύγει ένα εμπόδιο ή να στρίψει κι αλλά πολλά. Και τώρα ανέβα επάνω και ξεκίνα το κυνήγι». Έκανε μεταβολή κι ακολούθησε τους υπόλοιπους μέσα στο δάσος.
«Για να δούμε» είπε κι ανέβηκε στην Αφροδίτη. «Τι λες θα τα καταφέρουμε;» τη ρώτησε και εκείνη ξεκίνησε. Αμέσως βρέθηκε στο έδαφος πέφτοντας από το πλάι της Αφροδίτης. Αναστέναξε καθώς το κεφάλι του άρχισε να τον πονάει. Θα είναι αρκετά δύσκολο αυτό και θα γεμίσω μώλωπες, σκέφτηκε.
Εκείνη τη φορά που καβάλησε την Αφροδίτη πιάστηκε από τη μακριά χαίτη της και τη σκούντησε για να ξεκινήσουν και για όσο προχωρούσαν ευθεία ήταν αρκετά καλά, μα μόλις έστριψε η Αφροδίτη κι εκείνος κρατήθηκε από τη χαίτη της, ανασηκώθηκε απότομα ρίχνοντάς τον κάτω. Αυτήν τη φόρα ο πισινός του δέχτηκε όλο το χτύπημα κάνοντας τη σπονδυλική του στήλη να τρανταχτεί.
«Κάσιε» φώναξε με δύναμη, καθώς σηκωνόταν από το έδαφος και στηρίχτηκε σε ένα κορμό δέντρου. Ο Κάσιος έκανε την εμφάνισή του σχεδόν αμέσως. «Τι έγινε;»
τον ρώτησε.
«Δε γίνεται με τίποτα».
«Κι όμως γίνεται, τα πάντα γίνονται» ανέτεινε.
«Δε γίνεται, πώς μπορείς να κρατήσεις την ισορροπία σου επάνω σε ένα άλογο χωρίς τη σέλα;» αντέδρασε.
«Μπορείς, οι αρχαίοι πώς ίππευαν χωρίς σέλα πριν τόσους αιώνες; Σήκω και ξαναπροσπάθησε. Πέφτουμε για να ξανασηκωνόμαστε» του είπε συνετά.
«Καινούργιο αυτό το τελευταίο;» τον ρώτησε.
«Παλιό είναι το δίδαγμα αυτό, αλλά καινούργιο για σένα» του είπε. «Σήκω και συνέχισε την εκπαίδευση».
«Η εκπαίδευση θα με σακατεύσει, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, τόσα χρόνια ιππεύω με σέλα, δε γίνεται έτσι στα ξαφνικά να αλλάξω».
«Αχα» έκανε ο Κάσιος. «Φτάσαμε στο σημείο που πρέπει να αναλύσουμε» αναφώνησε. «Δηλαδή φοβάσαι τον πόνο της εκπαίδευσης ή δε θέλεις;»
«Και τα δυο μαζί, αλλά πιο πολύ δε θέλω. Δε χρειάζεται τώρα πια η εκπαίδευση και μαζεύω χτυπήματα με το τσουβάλι χωρίς να υπάρχει λόγος».
«Υπάρχει σοβαρός λόγος για να εκπαιδευτείς και πίστεψέ με θα το καταλάβεις άμεσα».
Το σώμα τού έλεγε να τα παρατήσει, αλλά η καρδιά του τον παρακινούσε να συνεχίσει. Δεν είχε χάσει ποτέ όσο είχε ακολουθήσει τις συμβουλές του Κάσιου. Γιατί να τις αγνοούσε τώρα;
«Εντάξει, θα το κάνω, δείξε μου μόνο πώς» ανακοίνωσε κι ανέβηκε στην πλάτη της Αφροδιτης.
«Περάσαμε το δύσκολο μέρος» σταμάτησε λίγο, αναστέναξε και για να δώσει έμφαση στα λόγια του πήρε σοβαρό ύφος και τέντωσε τον δεξιό δείκτη του προς το μέρος του. «Άκουσε με καλά, Νικόλα. Όσο καλή και να είναι η εκπαίδευση, όσο καλό δάσκαλο και να έχεις, εάν δεν το θέλεις εσύ πραγματικά, κανένας δεν μπορεί να σε αναγκάσει» . Ο Νικόλας έγνεψε καταφατικά κι ο Κάσιος συνέχισε. «Η εκπαίδευση δεν κάνει τίποτα, αλλά η θέληση είναι το παν. Και τώρα θέλω να ανέβεις, στην Αφροδίτη και να μάθεις να ιππεύεις όπως και οι αρχαίοι. Θα πάρει λίγο καιρό αλλά όταν τα καταφέρετε, θα ήσαστε πραγματικά δυνατοί στη μάχη και στο κυνήγι». Τελειώνοντας τη φράση του κατέβηκε από το άλογό του και στάθηκε δίπλα σε αυτόν και την Αφροδίτη. «Το μόνο που θα κάνεις για να κρατηθείς επάνω της είναι να σφίγγεις απαλά με τα πόδια σου τα πλευρά της και να νιώθεις την αναπνοή της. Αν το καταφέρεις αυτό, θα ξέρεις πότε είναι έτοιμη να τρέξει, να σταματήσει, πότε είναι έτοιμη να επιτεθεί, αλλά και πότε είναι κουρασμένη».
«Αυτά μόνο για να μπορώ να κρατιέμαι στην πλάτη της;» ρώτησε κάπως ειρωνικά αλλά ακούγοντας προσεχτικά.
«Ναι, γιατί εάν καταλάβεις αυτά, όλα τα υπόλοιπα είναι απλά και τώρα κάτσε ακίνητος και προσπάθησε να νιώσεις την αναπνοή της. Όταν την αισθανθείς, ξεκίνα να καλπάζεις κάνοντας ό,τι θα έκανες με την σέλα, αλλά χωρίς να κρατιέσαι».
Στην αρχή ο Νικόλας δεν μπορούσε να καταλάβει πότε η Αφροδίτη ήταν έτοιμη να κάνει μια κίνηση κι όταν την έσφιγγε δυνατά, εκείνη σηκωνόταν απότομα με αποτέλεσμα να βρεθεί άλλες πέντε φορές στο έδαφος. Στην τελευταία πτώση είχε στραμπουλίξει λίγο το χέρι του με αποτέλεσμα να τον πονάει για λίγη ώρα και μόλις συνήρθε, ίππευσε ξανά την Αφροδίτη. Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Έσφιξε απαλά με τα πόδια του την πλάτη της και ένιωσε απαλά την αναπνοή της. Έτσι ξαφνικά και για λίγο οι αναπνοές τους έγιναν μία, αλλά από τη χαρά του να το πει στον Κάσιο έχασε αυτόν τον συγχρονισμό.
«Μπράβο, τώρα που το κατάλαβες θα είναι πιο εύκολο να το αισθανθείς ξανά. Όταν το ξαναβρείς το συγκεκριμένο αίσθημα, μπες στο κυνήγι κι εσύ και χτύπα κάτι. Δε νομίζω να αντέξεις τον Φάνη, εάν αυτός χτυπήσει κάποιο ζώο και εσύ γυρίσεις με άδεια χέρια» τον πείραξε και μπήκε ξανά στο δάσος.
Αφίππευσε για λίγο την Αφροδίτη για να κρύψει τη σέλα πίσω από έναν θάμνο. Όπως είχε πει ο Κάσιος, αυτήν τη φόρα την αισθάνθηκε πιο εύκολα, χτύπησε απαλά τα πλευρά της και ξεκίνησαν, μα αυτήν τη φορά δεν έπεσε από την πλάτη της. Στην πρώτη στροφή κινδύνευσε να βρεθεί στο έδαφος, αλλά τελικά δεν έπεσε.
Όσο περνούσε η ώρα τόσο ένοιωθε πιο άνετα κι ανέπτυξαν ταχύτητα. Δεν μπορούσαν να φτάσουν στο μέγιστο ακόμα χωρίς τη σέλα, αλλά κάτι ήταν και αυτό.
Πέρασαν αρκετά ζώα από μπροστά του, αλλά τα βέλη πάντα αστοχούσαν, δεν μπορούσε να χτυπήσει με ακρίβεια τον στόχο. Κάποια στιγμή, ύστερα από ένα αποτυχημένο χτύπημα, καθώς το βέλος του καρφώθηκε στον κορμό μιας ιτιάς, μια κραυγή ακούστηκε μερικά μέτρα από εκεί που στεκόταν. Έγειρε λίγο το σώμα προς την πλευρά όπου ακούστηκε η κραυγή και η Αφροδίτη χωρίς καμία εντολή δικιά του ξεκίνησε.
Η συγκέντρωση του και η έννοια του για τους συντρόφους του τον είχε κάνει να αντιδράσει σωστά στον νέο τρόπο ίππευσης, αλλά μετά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα, γιατί αυτό που είδε έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά και την όρεξή του για δράση να ανέβει.
Ένα μεγάλο αγριογούρουνο είχε ρίξει κάτω τον Φάνη και είχε χτυπήσει με τους χαυλιόδοντες το άλογό του στο στήθος. Το αγριογούρουνο είχε πάρει θέση να χτυπήσει τον Φάνη. Είχε γύρει το κεφάλι του προς τα κάτω.
Ο Κάσιος, ο Βασίλειος κι ο γέρο-Ορέστης είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από το ζώο προσπαθώντας να το απομακρύνουν από τον πεσμένο Φάνη, αλλά εκείνο είχε μάτια μόνο για εκείνον. Δεν τολμούσαν να ρίξουν με τα τόξα, σε περίπτωση που κάποιο χτυπούσε τον σύντροφό τους. Το αγριογούρουνο όρμησε κι ο Κάσιος μαζί με τους άλλους δεν μπόρεσαν να το απομακρύνουν.
Κάτι μέσα του φούντωσε, αφίππευσε την Αφροδίτη και έπεσε με φόρα πάνω στο αγριογούρουνο βγάζοντας το μαχαίρι του από τη θήκη. Ένιωσε σαν να έπεσε επάνω σε βράχο, το τρίχωμα του ήταν απίστευτα σκληρό.
Άνθρωπος και ζώο κύλισαν αρκετά μέτρα μακριά από τον πεσμένο Φάνη. Το ζώο σηκώθηκε πιο γρήγορα από τον ίδιο. Ευτυχώς ήταν ακόμα ζαλισμένο και δεν επιτέθηκε αμέσως, αλλιώς τα πράγματα θα ήταν άσχημα.
Το κεφάλι καθώς και το δεξί του χέρι πόνεσαν από την πτώση με το αγριογούρουνο. Βλέποντας πως το ζώο είχε συνέλθει κι έτρεχε προς το μέρος του με το κεφάλι κάτω, μα τους χαυλιόδοντες να σημαδεύουν το σώμα του, σάρωσε με το καλό του χέρι το έδαφος για να βρει το μαχαίρι του, αλλά δε το βρήκε και τελευταία στιγμή πρόλαβε να πιάσει τα δόντια του αγριογούρουνου και να κρατήσει μερικά εκατοστά μακριά από την κοιλιά του. Το ζώο ήταν πολύ δυνατό κι αυτός δε θα άντεχε για πολύ ακόμα. Άρχισε να καλεί σε βοήθεια
Πρώτος έφτασε ο Φάνης κρατώντας το μαχαίρι του και του Νικόλα στα χέρια του. Όρμησε προς το μέρος τού αγριογούρουνου και το χτύπησε στον λαιμό με τα μαχαίρια. Το ζώο άρχισε να τινάζεται με δύναμη από τον πόνο αι έριξε κάτω τον Φάνη. Ο Νικόλας βρήκε την ευκαιρία και τράβηξε το μαχαίρι του από τον λαιμό τού πληγωμένου ζώου, σηκώθηκε γρήγορα επάνω κι ανέβηκε στην πλάτη του. Έπιασε με δύναμη έναν από τους χαυλιόδοντες και τον τράβηξε φανερώνοντας το ευαίσθητο σημείο του λαιμού, πέρασε το χέρι του μαζί με το μαχαίρι κάτω από αυτό και τού έκοψε το λαρύγγι. Το αγριογούρουνο άρχιζε να τραντάζεται πιο δυνατά, καθώς ξεψυχούσε, μα γράπωσε γερά με τα δυο του χέρια το κεφάλι του, ρίχνοντας όλο το βάρος του πάνω του. Πάλεψαν για λίγη ώρα ώσπου τα πόδια του λύγισαν, έπεσε στο γεμάτο με αίματα χορταριασμένο έδαφος και δεν κουνήθηκε ξανά.
Ήταν ιδρωμένος και γεμάτος αίματα, μα τα είχε καταφέρει. Ένα τρεμάμενο χέρι τον ακούμπησε στην πλάτη λέγοντάς του:
«Μπράβο, μικρέ, σε ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή».
«Κι εγώ σε ευχαριστώ, Φάνη, γιατί λίγο να αργούσες και θα με είχε σουβλίσει με τους χαυλιόδοντές του, όπως εμείς τα κατσίκια» κι έπιασε το απλωμένο χέρι του Φάνη για να σηκωθεί από το κουφάρι του αγριογούρουνου.
«Λοιπόν, για τι πράγμα θα ήθελες να μιλήσουμε;» τον ρώτησε καθώς έπιαναν το νεκρό αγριογούρουνο από τους χαυλιόδοντες κι άρχισαν να το τραβάνε προς τους υπόλοιπους. Τα πάντα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, αλλά του Νικόλα του είχε φανεί σαν μια ολόκληρη ημέρα.
«Είστε καλά;» φώναζαν με αγωνία, καθώς ερχόντουσαν προς το μέρος τους.
«Μια χαρά, ο μικρός από εδώ σκοτώνοντας το αγριογούρουνο μού έσωσε τη ζωή». Στο τελείωμα της φράσης του, όλοι άρχισαν να τον συγχαίρουν.
«Κι ο Φάνης μου έσωσε τη ζωή, οπότε αξίζει κι αυτός κάτι από τα συγχαρητήρια. Ωστόσο, εάν δεν ήταν αυτός, το κυνήγι θα είχε τελειώσει πιο νωρίς και χωρίς να έχουμε χτυπήσει» τον πείραξε κι όλοι σκάσανε στα γέλια. Τράβηξαν όλοι μαζί το νεκρό ζώο και το μετέφεραν στο ξέφωτο που άφησαν τα άλογα. «Ποιος θα πάρει το ζώο πίσω στο χωριό;» ακούστηκε η φωνή του μέσα στην ομάδα.
«Εσύ βέβαια! Κάσιε, τι νομίζεις, πέρασε τη δοκιμασία;» είπε ο γέρο-Ορέστης.
«Ποια δοκιμασία;» ρώτησε κοιτώντας έναν-έναν τους συντρόφους του. Όταν κοίταξε τον Βασίλειο, εκείνος απάντησε:
«Είναι παράδοση κάθε χρόνο, μια ημέρα πριν το Πανηγύρι της Πρώτης Ημέρας της Άνοιξης, να πηγαίνουμε για κυνήγι μαζί με έναν νέο και να τον θέτουμε αντιμέτωπο με ένα αγριογούρουνο».
«Και τι αποδεικνύει αυτό;» ρώτησε ξανά ο Νικόλας καθώς τον βοηθούσε ο Κάσιος να βάλουν τη σέλα και ύστερα να δέσουν στην πλάτη της Αφροδίτης το κουφάρι. Δεν της άρεσε καθόλου, μιας κι από τον κομμένο λαιμό του ζώου έτρεχε ακόμα αίμα και λέρωνε το τρίχωμά της. «Περίμενε» είπε, έβγαλε το χιλιομπαλωμένο πανωφόρι του και το τύλιξε γύρω από την πληγή. Όταν ξεκίνησε, ξαναρώτησε τι σήμαινε αυτό το κυνήγι και αυτή τη φόρα πηρέ το λόγο ο Κάσιος για να του εξηγήσει.
«Το κυνήγι αυτό σημαίνει ότι είσαι έτοιμος να μπεις στο συμβούλιο του χωριού και ότι θα κάνεις τα πάντα για να προστατεύεις κάποιον συγχωριανό σου, αλλά και για να υπάρχει κάτι να φάμε στο πανηγύρι».
«Μα όλοι είδατε τι μπορώ να κάνω για το χωριό και για τους συγχωριανούς μου τις προάλλες και δεν έχετε πειστεί ακόμα;» τους φώναξε μην μπορώντας να πιστέψει αυτά που άκουγε.
«Όπως είπα και πιο πριν, είναι έθιμο να δοκιμάζουμε έναν νέο κάθε χρόνο στην παραμονή του πανηγυριού και επειδή εσύ είχες την ηλικία, αλλά όλοι σε θεωρούσαμε…» σταμάτησε για λίγο. Παρόλο που του άρεσε να τον πειράζει ο Φάνης, όταν μιλούσαν σοβαρά ποτέ δεν έλεγε κακίες. «Τέλος πάντων, σε θεωρούσαμε τρελό και ίσως ήταν επικίνδυνο να σε πάρουμε μαζί μας στο κυνήγι».
Είχε ησυχάσει αλλά δε ζήτησε συγγνώμη. Μετά από αυτήν τη συζήτηση κουβέντιασαν για άλλα πιο ευχάριστα θέματα και έτσι πέρασε και το μεσημέρι.
Όταν φτάσανε στο χωριό ο καθένας τους πήρε διαφορετικό δρόμο. Ο Κάσιος μαζί με τον Ορέστη έφυγαν για το αρχοντικό του τελευταίου, μιας και το βράδυ θα τρώγανε εκεί και έπειτα θα επέστρεφαν στο σπίτι τους πάνω στον λόφο. Ο Βασίλειος πήγε στο μαγαζί του κι ο Φάνης έκανε παρέα στον Νικόλα που πήγαινε το νεκρό ζώο στο σφαγείο για να ετοιμαστεί για τη γιορτή.
Στο σφαγείο χωρίστηκαν, μα πιο πριν ο Φάνης είπε ότι θα τον περίμενε στο Γλυκό Κρασί το βράδυ για να μιλήσουν.
«Καλησπέρα στο μαγαζί» χαιρέτησε ο Νικόλας μόλις άνοιξε την πόρτα. Παρότι ήταν σφαγείο και κρεοπωλείο, δε μύριζε αίμα, αλλά ήταν καθαρό και στην ατμόσφαιρα αιωρούταν ένα παράξενο άρωμα.
«Καλησπέρα» είπε με ένα χαμόγελο ο κρεοπώλης. Ήταν ένας μικροκαμωμένος άντρας, με ξανθά μαλλιά, τα οποία είχαν αρχίσει να αραιώνουν στην κορυφή του κεφαλιού του και στο αριστερό χέρι του έλειπε ο δείκτης του.
Ακούμπησε με τα ακροδάχτυλα του σε έναν πάγκο με μπαλτάδες, μαχαίρια διαφορετικού μεγέθους και είδους. Όπως όλοι οι καταστηματάρχες είπε:
«Σε τι μπορώ να σε εξυπηρετήσω;» και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να παρουσιάζει το εμπόρευμά του. «Έχω αρνάκι γάλακτος, χοιρινές μπριζόλες, κατσικίσια παιδάκια…»
«Έφερα το αγριογούρουνο για τη γιορτή» τον διέκοψε απότομα.
«Εσύ;» έκανε απότομα ο κρεοπώλης. «Έβαλαν τον ηρώα του χωριού να περάσει την δοκιμασία;»
«Μη με λες έτσι, για όλους είμαι ο Νικόλας και όχι κάποιος ήρωας».
«Μα…»
«Δεν έχει μα» τον διέκοψε ξανά.
«Τότε σου οφείλω μια συγγνώμη για όλα όσα σου έχω πει και κάνει στο παρελθόν, όσο πίστευα ότι ήσουν…» δίστασε για λίγο φοβούμενος την αντίδραση του Νικόλα, αλλά συνέχισε «Τρελός».
«Ναι, αλλά αυτό δε σε σταματούσε από να με βρίζεις κι όποτε έβρισκες την ευκαιρία να ρίχνεις την κλοτσιά σου, όταν ερχόμουν να πάρω τις παραγγελίες του Αρίωνα» του θύμισε για να τον στριμώξει λίγο. Τώρα πια δεν ήταν ο τρελός του χωριού, που τραβούσε τα πάνδεινα από μερικούς που νόμιζαν ότι ήταν καλύτεροι από εκείνον και μπορούσαν να του κάνουν ότι ήθελαν. Είχε έρθει η ώρα να τελειώσουν αυτά. «Μα τώρα αυτά είναι παρελθόν, ο Αρίωνας μάς τελείωσε» τον ηρέμησε, δεν ήθελε να είναι με κανέναν τσακωμένος κι άπλωσε το χέρι του για να συμφιλιωθούν. Ο κρεοπώλης δίστασε για λίγο, μα ύστερα άπλωσε το καλό του χέρι κι έσφιξε το δικό του.
«Πάμε να πάρουμε το τομάρι» είπε χαμογελώντας αφού συμφιλιώθηκαν κι ο Νικόλας δεν ήθελε κάτι σε αντάλλαγμα για την απαράδεκτη συμπεριφορά του στο παρελθόν.
«Ωραίο ζώο» είπε ο κρεοπώλης και συμπλήρωσε καθώς ο Νικόλας έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Το άλογο σου… Όχι το αγριογούρουνο».
«Α… Το όνομά της είναι Αφροδίτη» τον ενημέρωσε και χάιδεψε τη μουσούδα της. Σήκωσαν μαζί το νεκρό ζώο και το μετέφεραν στο πίσω μέρος του μαγαζιού.
«Νικόλα, θέλεις να σου βγάλω τους χαυλιόδοντες και να στους δώσω;».
«Για ποιο λόγο να μου δώσεις τα δόντια του αγριογούρουνου;» ρώτησε με περιέργεια.
«Εάν ήταν πιο μικρά δε θα σου τα έδινα, γιατί δε θα είχαν καμία αξία, αλλά αυτά είναι αρκετά μεγάλα για να φτιάξεις κάποια θήκη για μαχαίρια, να διακοσμήσεις κάποιο κόσμημα ή να γίνει κι αυτό κόσμημα» τον ενημέρωσε, καθώς ακουμπούσαν το νεκρό ζώο σε έναν πάγκο.
«Ναι, εάν δε σου είναι κόπος» είπε χαμογελώντας. Του πέρασε μια υπέροχη ιδέα από το μυαλό για το τι θα έκανε με τους χαυλιόδοντες.
«Πέρνα το βράδυ, θα τους έχω βγάλει και θα είναι έτοιμοι για οποιαδήποτε επεξεργασία θελήσεις να τους κάνεις».
«Ευχαριστώ» είπε ο Νικόλας και βγήκε από το μαγαζί του.
«Το φαγητό ήταν υπέροχο, Ευανθία» αναφώνησε ο Κάσιος.
«Ναι, ήταν υπέροχο και σε ευχαριστούμε» συμπλήρωσε ο Νικόλας. Η ώρα πέρασε γρήγορα όπως πάντα, όταν περνάς καλά με φίλους. Όταν ήταν έτοιμοι να φύγουν ο Νικόλας και ο Κάσιος ευχαρίστησαν τον γέρο-Ορέστη και την Ευανθία για τη φροντίδα τους και τη φιλοξενία που τους προσέφεραν όλον αυτό τον καιρό.
«Δεν ήταν τίποτα, εσείς τόσο καιρό κάνετε αυτό που έπρεπε να είχαμε κάνει εμείς, οπότε σας χρωστούσαμε χάρη» τους είπε η Ευανθία κι ο Ορέστης ρώτησε τον Νικόλα:
«Και τώρα τι λες να κάνεις που δε χρειάζεται να παριστάνεις τον τρελό και να δουλεύεις για ένα μανιακό;»
Δεν το είχε σκεφτεί καθόλου. Αλήθεια… Tι θα έκανε; Εάν ήθελε να φτιάξει ένα σπιτικό μαζί με την Αρετή θα έπρεπε να έχει μια δουλειά.
«Αλήθεια δεν ξέρω, δεν έχω σκεφτεί καθόλου τι θα κάνω».
«Ωραία, τότε σε περιμένω μόλις τελειώσει το πανηγύρι, εάν θέλεις κι εσύ, στο σιδηρουργείο για να πιάσεις δουλειά» του πρότεινε με ένα χαμόγελο.
«Θα έρθω, να είσαι σίγουρος, αλλά με μια προϋπόθεση».
«Και ποια είναι αυτή» ρώτησε να μάθει ο γέρος.
«Να σταματήσεις να τραγουδάς όσο θα είμαι εγώ στο σιδηρουργείο» είπε γελώντας βλέποντας το πρόσωπο του γέρο Ορέστη.
«Φύγετε από εδώ» τους έδιωξε από το αρχοντικό κάνοντας τον θυμωμένο, αλλά ο Νικόλας τον είδε με την άκρη του ματιού του να χαμογελά.
«Κάσιε, κατά πάσα πιθανότητα θα αργήσω να γυρίσω, με θέλει ο Φάνης για να μιλήσουμε» του είπε ο Νικόλας.
«Ναι αλλά αύριο θέλω να καθαρίσεις τον στάβλο και να ταΐσεις τα ζώα σε παρακαλώ, Νικόλα. Έχω αρχίσει να γερνάω κι αυτές είναι βαριές δουλειές για κάποιον σαν έμενα» είπε με ένα κουρασμένο ύφος ο Κάσιος.
Ο Νικόλας χαμογέλασε, γιατί ο Κάσιος μπορεί να ήταν μεγάλος σε ηλικία ,αλλά δεν κουραζόταν ποτέ μα ποτέ να ασχολείται με τα ζώα και το κτήμα του.
«Κάσιε, άσε τα σάπια ότι κουράζεσαι εύκολα και ιδιαίτερα ότι δεν μπορείς να δουλέψεις. Πες ότι θέλεις να το κάνω εγώ απλά και θα το κάνω. Έχω καιρό να ασχοληθώ με το δικό μας κτήμα». Και στην πλατεία του χωριού χωρίστηκαν.
Ο κρεοπώλης περίμενε τον Νικόλα για να του παραδώσει τους χαυλιόδοντες και έπειτα να κλείσει το μαγαζί.
«Αυτά είναι ποιο μεγάλα από εκείνα που είχε το αγριογούρουνο» παρατήρησε ο Νικόλας.
«Τα δόντια αυτά επεκτείνονται λίγο ακόμα και μέσα στο κρανίο, εγώ τα έβγαλα όλα και να τα. Τι θα σου έδινα μόνο όσο φαινόταν;» του εξήγησε ο κρεοπώλης.
«Ευχαριστώ» ευχαρίστησε τον κρεοπώλη και κίνησε για το Γλυκό Κρασί.
Το Γλυκό Κρασί ήταν γεμάτο τέτοια ώρα από τους κατοίκους του Λαγανά, συνήθως άντρες αλλά και μερικές γυναίκες. Ο Νικόλας δε σύχναζε στο Γλυκό Κρασί λόγω του Αρίωνα, αλλά τώρα δεν υπήρχε πρόβλημα. Μόλις μπήκε μέσα όλοι σηκώθηκαν και τον χαιρέτησαν. Στους περισσότερους είχε σώσει τους βίους τους και τώρα αυτό ήταν η καλύτερη επιβράβευση. Δεν ήθελε χρήματα ή οτιδήποτε άλλο, μόνο την αγάπη των συγχωριανών του. Όσοι τον συμπαθούσαν από πριν, ήρθαν και τον ευχαρίστησαν που απάλλαξε το χωριό τους από τον Αρίωνα κι αυτοί που νόμιζαν ότι ήταν καλύτεροι από αυτόν, πρώτα του ζήτησαν συγγνώμη και έπειτα τον ευχαρίστησαν κι αυτοί. Πολλοί ήθελαν να κάτσει μαζί τους και να τον κεράσουν, αλλά εκείνος πήγε στο μοναδικό πρόσωπο που δε σηκώθηκε για να τον ευχαριστήσει. Στον Φάνη.
«Καλησπέρα, Φάνη» τον χαιρέτησε ο Νικόλας κι έκατσε απέναντί του.
«Καλησπέρα και σε εσένα, ήρωα του Λαγανά. Τι μπορώ να κάνω για να σε ευχαριστήσω που έσωσες το χωριό μου από έναν τρελό;» Ακόμα δεν είχε κάτσει κι ο Φάνης είχε πάρει θάρρος από τη συμπεριφορά των συγχωριανών του.
«Θα ήθελα, μιας και προσφέρεσαι, να μου παραδώσεις το σπιτικό σου μιας και εγώ δεν έχω, αλλά και σαν προίκα που στο μέλλον θα παντρευτώ την κορούλα σου».
«Δε σου δίνω καλύτερα την προβατίνα μου μαζί με τον στάβλο της;» είπε γελώντας. «Θα πιεις κρασί;» του πρόσφερε, τείνοντάς του ένα ποτήρι γεμάτο κρασί, αλλά εκείνος το αρνήθηκε.
«Φάνη, ευχαριστώ, θα έπινα αλλά ήδη έχω πιει αρκετά στο αρχοντικό του γέρο-Ορέστη και τώρα για πες μου τον λόγο που ήθελες να βρεθούμε».
«Έκανες κάτι που με πείραξε αρκετά και κανονικά δε θα έπρεπε ούτε να σου μιλάω».
«Και ποιο είναι αυτό;» ρώτησε με περιέργεια ο Νικόλας σκύβοντας πάνω στο τραπέζι, ώστε να μπορεί να κοιτάζει τον Φάνη στα μάτια.
«Έβαλες σε μεγάλο κίνδυνο την Αρετή τις προάλλες» είπε ξερά.
«Πότε;»
«Τότε που όλοι σε νομίζαμε για νεκρό. Μόλις το έμαθε τρελάθηκε και ήθελε να πολεμήσει. Να πολεμήσει η Αρετή, η οποία ούτε μυρμήγκι δεν πείραζε. Εσύ» τον χτύπησε με το δάχτυλο στο στήθος «της έμαθες να πολεμά και να σκοτώνει. Την ώρα που λιποθύμησες κι εκείνη πήρε μέρος στη μάχη, δεν την αναγνώριζα. Στα μάτια της είχε μια λάμψη, την οποία δεν είχα ξαναδεί και μια δύναμη που δεν πίστευα ότι κατείχε».
«Και πού είναι το κακό σε αυτό; Τη δίδαξα πώς να υπερασπίζεται τον εαυτό της».
«Οι μέθοδοί σου την έβαλαν εκείνη την ημέρα σε τεράστιο κίνδυνο»… φώναξε ο Φάνης κι έπειτα χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι αναποδογυρίζοντας το ανέγγιχτο ποτήρι με το κρασί. «Κάτι που μου ορκίστηκες ότι δε θα έκανες ποτέ».
Σε αυτό είχε δίκιο. Είχε υποσχεθεί ότι δε θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο τη ζωή της Αρετής και ότι δε θα την στενοχωρούσε ποτέ. Εκείνη τη νύχτα όμως είχε κάνει και τα δυο μαζί.
«Φάνη, ξέρω ότι έχεις δίκιο, μα δε φταίω μόνο εγώ».
«Τι μου λες τώρα;» φώναξε και μερικοί μεθυσμένοι χωριάτες γύρισαν προς το μέρος τους νομίζοντας ότι ξεκινούσε καυγάς. Όταν είδαν ότι δε θα γινόταν κάτι τέτοιο, γρήγορα έχασαν το ενδιαφέρον τους και ξαναγύρισαν στα ποτήρια τους με το κρασί.
«Θέλω να σου πω ότι εκείνη το αποφάσισε και μου το επέβαλε» απολογήθηκε στον Φάνη.
«Δηλαδή κατάφερες να νικήσεις τον Αρίωνα, αλλά δεν μπορείς να τα βάλεις με μια γυναίκα» άρχισε να γελάει
«Μα ούτε εσύ τα βγάζεις πέρα με τη Φωτεινή, αγαπητέ Φάνη» έφερε σαν παράδειγμα ο Νικόλας και αμέσως το γέλιο του Φάνη κόπηκε μαχαίρι.
«Ε… Άσε αυτό το θέμα και πάμε στο δικό σου» υποχώρησε ο Φάνης. Ήξερε ότι όλοι οι άντρες μπορεί στο χωριό να έλεγαν ότι εκείνοι έκαναν ό,τι ήθελαν, αλλά αυτό δεν ίσχυε. Κανένας δεν έκανε το οτιδήποτε, εάν δεν το συζητούσε πρώτα με τη γυναίκα του και όταν αυτές ήθελαν κάτι, είχαν τον τρόπο να περνάει το δικό τους.
«Φάνη, ξέρεις πόσο πολύ αγαπώ την Αρετή, θα έκανα τα πάντα για να είναι ευτυχισμένη και να μην πληγωθεί με κανέναν δυνατό τρόπο. Θα έδινα και τη ζωή μου για εκείνη. Αλλά δεν μπορούσα να της τα προσφέρω αυτά όσο ο Αρίωνας ζούσε. Δεν ήθελα να την μπλέξω σε αυτό, αλλά η αγάπη σπρώχνει τον άνθρωπο να κάνει πράγματα που σε άλλες περιπτώσεις είναι αδύνατον κι αυτό γίνεται πιο δυνατό, εάν έχεις το μυαλό και την καρδιά της Αρετής» του εξήγησε με λόγια βγαλμένα από την καρδιά του.
«Ναι έχεις δίκιο σε αυτό, αλλά έχεις δώσει τον λόγο σου να μη συμβεί κανένα από τα δυο» του θύμισε ξανά ο Φάνης.
«Τότε σου δίνω μια άλλη υπόσχεση» ανακοίνωσε σοβαρά. «Σου υπόσχομαι να προσπαθώ να την κάνω ευτυχισμένη, αλλά και να κάνω το οτιδήποτε δυνατόν για να είναι ασφαλής. Δε θα προσπαθήσω να της επιβάλλω κάτι που εκείνη δε θα αποδεχτεί και θα κάνει την καρδιά της να πονέσει». Η υπόσχεση του ήταν καλά διατυπωμένη, ώστε να ευχαριστεί και τους τρεις τους, Είχε δώσει στον Φάνη ό,τι ήθελε και παράλληλα άφηνε την Αρετή να αποφασίζει τι θα έκανε, εάν κάτι δεν της άρεσε ή πήγαινε αντίθετα με αυτό που ήθελε.
«Είσαι πολύ πονηρός, Νικόλα, και πραγματικά χαίρομαι που υπάρχει περίπτωση να γίνεις γαμπρός μου. Η υπόσχεσή σου έχει μεγάλο βάρος και όταν λες ότι είναι ασφαλής, ελπίζω να μην υπολογίζεις τίποτα άλλο εκτός από τη ζωή της» σηκώθηκε από το τραπέζι, έριξε μερικά νομίσματα πάνω σε αυτό κι έτεινε το χέρι του στον Νικόλα. Εκείνος το έπιασε, αντάλλαξαν χειραψία και καληνύχτισαν ο ένας τον άλλο.
Η νύχτα ήταν γλυκιά. Ένα απαλό αεράκι φυσούσε κάνοντας το χορτάρι να χορεύει. Ένα υπέροχο λιλιπούτιο πλάσμα παρακολουθούσε δυο ανθρώπους που ίσως άλλαζαν τον κόσμο της Λέινορ αλλά και τη δίκια τους. Παντού στον κόσμο υπάρχουν δυνάμεις που στην αρχή δε φαίνονται υπολογίσιμες, αλλά αργότερα κάνουν έναν κόσμο καλύτερο κι εκείνη η ώρα είχε έρθει, καθώς ο Νικόλας γυρνούσε στο αγρόκτημα του Κάσιου, περιμένοντας να έρθει η αυριανή μέρα για να συναντηθεί με την Αρετή.
Νίκος Καρδαμπίκης