Τα παιδιά της ομίχλης (Κεφάλαιο 9) - "Συναντήσεις"

Το απομεσήμερο, ξεθωριασμένο κάτω από τα απομεινάρια της βροχής που από ώρα είχε σταματήσει, μοιραζόταν ανάμεσα στις πέτρες, τους ίσκιους των δέντρων και τα ανακουφισμένα βλέμματα των πουλιών, για να τρέξει έπειτα πιο γρήγορα πάνω στα μάρμαρα και τα φρεσκοπλυμμένα βλέμματα των αγαλμάτων, στις πέτρινες περγαμηνές και τα αυλάκια από τα σκαλισμένα πάνω στις πλάκες γράμματα.

Το μαλακό φως που είχε διαδεχτεί την καταιγίδα κι έγερνε στον δρόμο για το σούρουπο άλλοτε αργοπατώντας κι άλλοτε τρέχοντας, έπεσε ενοχλητικό πάνω στα μάτια του. Ο Μελκόρ στάθηκε με την πλάτη στη βαριά εξώθυρα της εκκλησίας κρατώντας τα κλειδιά και με τα δυο του χέρια. Τα μάτια του ήταν πρησμένα και τον ενοχλούσε το φως.

Γύρισε και κλείδωσε την πόρτα κι έπειτα με μεγάλες δρασκελιές και τις βαριές του μπότες να βουλιάζουν σχεδόν μέσα στη λάσπη, πήρε τον δρόμο για την καρδιά του κοιμητηρίου, όχι όμως από τον κεντρικό πλακόστρωτο δρόμο αλλά από τα γεμάτα χώμα, μουσκεμένα από τη βροχή, στενά δρομάκια που περιτύλιγαν σαν μακριά, μπλεγμένα μεταξύ τους δάκτυλα, τους παλαιότερους τάφους. Κι όπως προσπερνούσε τις γκρίζες πλάκες και η ματιά του σκαρφάλωνε ακούσια απάνω στις γερασμένες τους ράχες, τα χαραγμένα ονόματα και οι ημερομηνίες αρπάζονταν από τη μνήμη του με την απελπισία ετοιμοθάνατου που εκλιπαρεί για τη ζωή του.

Κι εκείνος περπατούσε, γλιστρώντας σχεδόν, πάνω στο χώμα κι ευχόταν να έρθει λίγο πιο γρήγορα το σούρουπο να τον γλιτώσει από αυτό το ισχνό φως του απομεσήμερου που αργοπέθαινε γύρω του, μα έκανε τα μάτια του να καίνε και να πονούν αδικαιολόγητα.

***

«Δεν αρμόζει να κλαις, παιδί μου» του είχε πει Εκείνος και η φωνή του κατέβηκε παρηγορητική να τρυπώσει στην ψυχή του και να συναντήσει τις σκέψεις του. «Όχι εσύ που διάλεξες σωστά τότε που έπρεπε, αν και το φορτίο σου ήτανε πράγματι βαρύ. Αλλά το διάλεξες κι έμεινες πιστός και στο φορτίο σου και στον δρόμο που επέλεξες να ακολουθήσεις».

Ναι, δεν ταίριαζε πράγματι σε έναν άνθρωπο όπως εκείνος να κλαίει. Σήκωσε το κεφάλι, με τα μάτια θολά ακόμα, και κοίταξε τον Παλαιό στο πρόσωπο. Μέσα στα βαθιά κόκκινα μάτια, σε εκατοντάδες φασματικές αναλαμπές μπορούσε τώρα να δει, ακόμα και πίσω από το θολό πρίσμα του δικού του ζαλισμένου βλέμματος, όλη τη χρόνια τώρα μαζεμένη μέσα του λύπη να παίρνει σάρκα και οστά και να στέκεται μπροστά του ζωντανή, η θλίψη αιώνων περιπλάνησης στη μοναξιά και το σκοτάδι, μακριά από τους ανθρώπους, στις σκιές, ανάμεσα στους φόβους και τη βασανιστική απομάκρυνση της ζωής που είναι ήδη χαρισμένη στον θάνατο.

«Είμαι ένας ζωντανός νεκρός, αιώνες τώρα, Κύριε» απάντησε «κι όσο κι αν εγώ το διάλεξα, γιατί έτσι έπρεπε να κάνω, νομίζω πως θέλω πια να κλείσω τον κύκλο μου».

Η κόκκινη φλόγα των ματιών αγκάλιασε το βλέμμα του με οίκτο, το κεφάλι έγειρε λίγο εμπρός, μια γέφυρα προς τις ίδιες του τις σκέψεις και η φωνή έγινε πιο μαλακιά.

«Μελκόρ, γιε μου, μας υπηρέτησες σωστά και παραπάνω από όσο έπρεπε. Αν το επιθυμείς να αναπαυθείς, εμείς αυτό το δώρο δε θα σου το στερήσουμε».

Τα μάτια του είχαν τώρα στεγνώσει μέσα στη χρυσαφένια θαλπωρή του στοργικού βλέμματος του Παλαιού. Έσκυψε για άλλη μια φορά το κεφάλι από σεβασμό προς τον Πατέρα της Γης κι έπειτα τον κοίταξε ξανά μέσα στα μάτια.

«Το επιθυμώ, Κύριε» απάντησε και η φωνή του ανακούφισε τις ίδιες του τις σκέψεις κι όλη την αγωνία των τελευταίων ημερών. «Μα πρώτα θα τελειώσω αυτό για το οποίο με καλέσατε, τότε μονάχα θα είμαι ήσυχος να αναπαυθώ».

***

Περπατώντας τώρα ανάμεσα στους τάφους με το βήμα του πιο αργό και ήρεμο και τα σύννεφα του δειλινού να αυλακώνουν με τα απομεινάρια τους τον ουρανό με κουρέλια μελανά και δυσοίωνα, αναρωτιόταν αν θα τα κατάφερνε αυτή τη φορά να αντιπαλέψει με όσα έφερνε το σκοτάδι, το σκοτάδι μέσα του και το σκοτάδι από την άλλη πλευρά του κόσμου, εκείνο που έπρεπε κυρίως να αντιπαλέψει.

Οι τρόμοι του παρελθόντος, εκείνων των χρόνων που σκούριαζαν κάτω από τους τροχούς της αργής μνήμης του κόσμου είχαν αναδευτεί μέσα στον ύπνο τους, σιγά σιγά ξυπνούσαν, ανέβαιναν απ΄τα σκοτάδια και περπατούσαν συχνότερα στη Γη τις νύχτες που η Σελήνη γέμιζε. Κάτω από το φευγαλέο βλέμμα του χρόνου που διαπερνά τα πάντα, τα νερά των ονείρων ταράζονταν και τρύπωναν βαθιά στις πιο ευαίσθητες ψυχές άγνωστοι στην αρχή κι αδιόρατοι μέχρι που να ριζώσουν στο στεγανό έδαφος του φόβου.

Τα σύννεφα πάνω από το κεφάλι του, έπαιρναν ολοένα πιο σκούρους χρωματισμούς, καθώς κατέβαινε η νύχτα. Σταματούσε πολύ συχνά και σκεφτόταν αφηρημένα και χωρίς ειρμό πράγματα για αρκετά λεπτά ή σιγομουρμούριζε κάποιο από τα ονόματα στις πλάκες που προσπερνούσε κουνώντας το κεφάλι.

***

«Πράττεις σωστά, παιδί μου» απάντησε ο Πατέρας της Γης και το σοβαρό πρόσωπό του τυλίχτηκε στον ιστό μιας αβρής περηφάνειας. «Κι αυτό τιμά πριν απο σένα, εμένα που σε επέλεξα».

Αυτήν τη φορά ήταν η σειρά του Μελκόρ να χαμογελάσει, μα δεν μπόρεσε να απαντήσει τίποτα. Η φιγούρα του Παλαιού αναδεύτηκε ολόκληρη μπροστά του μέσα στη λάσπη που φώλιαζε προστατευτική τριγύρω της. Τα μακριά χέρια αποκολλήθηκαν με δυσκολία από την επιφάνεια της λίμνης αφήνοντας μακριά ρυάκια πηχτής λάσπης να κυλήσουν από τα ακροδάχτυλά τους για να συναντήσουν και πάλι τη σκοτεινή επιφάνεια.

Ο Μελκόρ θυμήθηκε με λύπη τα πρώτα εκείνα χρόνια που ο πατέρας Ιλ Μινάρ περπατούσε ακόμα επάνω στη Γη ορίζοντας τα όρια της στεριάς και της θάλασσας, σπέρνοντας φυτεύοντας και τραγουδώντας, με τα πουλιά να πετούν γύρω από τα μαλλιά του και τα ζώα να χορεύουν ανάμεσα στα πόδια του.

Τα δύσκαμπτα δάχτυλα πλέχτηκαν μεταξύ τους με δυσκολία.

«Ξέρω τι σκέφτεσαι» η βαθια φωνή απάντησε στις σκέψεις του Μελκόρ. «Όμως πρέπει να το πάρουμε απόφαση και να είμαστε γενναίοι ως το τέλος. Σιγά σιγά πεθαίνουμε, εδώ μέσα στη λάσπη».

«Ακόμα και τώρα; Τώρα που κι Εκείνη έχει ξυπνήσει;»

«Προπάντων τώρα, παιδί μου. Εκείνη θα διαφυλάξει τα μικρότερα που της ανήκουν, εκείνα που μπορεί να προστατεύσει κι εσύ πρέπει να τη βοηθήσεις. Εμείς θα σβηστούμε. Αυτό θα είναι το σωστό. Η εποχή μας έχει παρέλθει».

Είχε δει το ξύπνημά της σε ένα από τα πολλά οράματά του. Ένα κομμάτι του παλαιού κόσμου που ζούσε στη μνήμη και το αίμα της ερχόταν ξανά στον κόσμο, φέρνοντας κάτι από τη ζωντανή πνοή των ημερών εκείνων πίσω ξανά από το παρελθόν μέσα στα σχήματα του παρόντος. Μα ήταν δύσκολο να προβλέψει ποια θα ήταν ετούτη τη φορά η τελική κατάληξη, αν υπάρχει ποτέ ένα τέλος.

«Μα από εσένα εξαρτάται η έκβαση των πραγμάτων» βούιξε συριστικά μέσα στο μυαλό του, παραμορφωμένη από την ξαφνική ενσωμάτωση στις σκέψεις τους η φωνή του Ιλ Μινάρ. Τον κοίταξε απορημένος.

«Χωρίς να το θέλω διαβάζω τις σκέψεις σου» απάντησε εκείνος «μα είναι κάτι που δε χρειάζεται να σε ξαφνιάζει».

***

Είχε από ώρα σταματήσει να περπατά. Καθισμένος στην άκρη μιας παλιάς επιτάφιας πλάκας καλωσόρισε τον ερχομό της νύχτας παρά την υγρασία και τη θολή ομίχλη που ξανασκαρφάλωνε από τη θάλασσα και τρύπωνε πειραχτικά ανάμεσα στις πέτρες και τα χαμηλά λουλουδάκια. Τα κοράκια είχαν κρυφτεί επιτέλους στις φωλιές τους και οι ήχοι της νύχτας μαζί με το αθέατο τραγούδι του ωκεανού ξετρυπώνονταν παρηγορητικοί ολόγυρά του.

Σκέπασε το κεφάλι του με την κουκούλα φέρνοντάς τη χαμηλά σχεδόν μέχρι τα μάτια του. Σκοτάδι και σιωπή. Σιωπή και σκοτάδι. Πώς είναι άραγε να πεθαίνεις;

Σήκωσε το κεφάλι να βρει τη Σελήνη, μα εκείνη κρυβόταν προσεκτική πίσω από τα σύννεφα. Ανήσυχο, φοβισμένο φεγγάρι, δε θα έβγαινε απόψε. Το ήξερε με τη βεβαιότητα που είχε και ο γηραιός Ιλ Μινάρ, όταν διάβαζε τις σκέψεις του. Δεν είχε χρειαστεί να του πει κάτι άλλο. Απόμεινε να τον κοιτά μέσα στα μάτια και ο Μελκόρ είδε μέσα στα σκοτεινά τώρα κόκκινα πηγάδια τον τρόμο που έπρεπε να αντιμετωπίσει για να διασώσει τη μνήμη των παλαιών ημερών και να κερδίσει επιτέλους τη γαλήνη. Είδε μπροστά του το πρόσωπο του φόβου, ξανάκουσε το όνομα που απαγορευόταν να προφερθεί και για λίγο τη στιγμή εκείνη ο κόσμος γύρω του σκοτείνιασε και η λάσπη τον τύλιξε, τον αγκάλιασε ασφυκτικά ανάμεσα σε εκατοντάδες ακατανόμαστους ψιθύρους από άγνωστα στόματα μα γρήγορα αναδύθηκε από το όνειρο η φωνή του Ιλ Μινάρ σταθερή και βαθιά τον τράβηξε από την άβυσσο.

«Τον είδες;» ρώτησε ο γηραιός.

«Τον είδα» απάντησε ο Μελκόρ «και αν και είναι εξασθενημένος ακόμα, φοβάμαι ότι υπερβαίνει τις δυνάμεις μου να τον αντιμετωπίσω»

«Τις υπερβαίνει, όμως θα πολεμήσουμε με ό,τι έχουμε, δεν υπάρχει άλλος τρόπος».

Αφήνοντας πίσω του την Αίθουσα της Λίμνης και τον αρχαίο Ιλ Μινάρ στα όνειρα της ζωντανής του αγρύπνιας, μόλις άρχισε η ανάβαση και η επιστροφή του στο ζωντανό κόσμο, ο Μελκόρ ένιωσε και πάλι τη συντροφιά της γνώριμης θλίψης του, γιατί ξαφνικά το ένιωσε, σκαρφαλώνοντας αργά μέσα στο σκοτάδι τη σκάλα που θα τον έφερνε στο κεντρικό επίπεδο του υπογείου κι από εκεί έξω από το ναό (και το ένιωσε ξεκάθαρα και δυνατά με τη σοφία που προικίζουν τον άνθρωπο οι ατελείωτες περιπλανήσεις) ότι αυτό θα ήταν και το τελευταίο του ταξίδι. Η τελευταία περιπλάνηση.

Κι όταν το σκέπασμα του πηγαδιού μπήκε στη θέση του και η πύλη έκλεισε πίσω από την πλάτη του σφραγίζοντας προσωρινά το πέρασμα στην κατοικία του Ιλ Μινάρ δεν ξαφνιάστηκε, όταν στη ρίζα της σκάλας που προετοίμαζε την επιστροφή του για τον κόσμο των ζωντανών ένιωσε δυνατή τη γνώριμη μυρωδιά και είδε καθισμένο σε στάση προσοχής το μαύρο γάτο να τον περιμένει.

Από τα γειτονικά κελιά οι ψίθυροι είχαν τώρα σταματήσει και οι σκιές πίσω από τις βαριές πόρτες αφουγκράζονταν περιμένοντας και οι πυρσοί τρεμόπαιζαν αθόρυβοι κι αυτοί. Ο Μελκόρ έριξε μια ματιά στο σοβαρό πρόσωπο του ζώου με τα κοφτερά του μάτια καρφωμένα σταθερά στα δικά του με μια ασίγαστη επιμονή κι έπειτα, παίρνοντας έναν πυρσό με το δεξί του χέρι, πλησίασε το ζώο που το στιλπνό του τρίχωμα γυάλιζε παρήγορα κάτω από το φως.

«Δε σε έχω ξεχάσει» ψιθύρισε καλοσυνάτα στο ζώο που τον παρατηρούσε ακίνητο «δε σας ξέχασα ποτέ, Έκτορα, ούτε εσένα ούτε τη Ρεβέκκα».

Ο γάτος τέντωσε το κεφάλι του ακολουθώντας με το χρυσαφένιο λίκνισμα της ματιάς του τα παρήγορα λόγια που το άκουσμά τους σβήστηκε γρήγορα μέσα στην αμεριμνησία του σκοταδιού. Οι χρυσαφένιες μπάλες έλαμψαν παρακλητικά αυτή τη φορά στο φως του πυρσού.

«Ελπίζαμε να μη μας έχεις ξεχάσει» ψιθύρισε στο μυαλό του Μελκόρ μια γνώριμη φωνή από το παρελθόν.

«Δεν ξέχασα ποτέ» απάντησε εκείνος δυνατά. «Πώς θα μπορούσα εγώ ποτέ να σας ξεχάσω;»

Ο γάτος ανασηκώθηκε και πήδηξε στο πάνω σκαλοπάτι. Κοντοστάθηκε, γύρισε και τον κοίταξε ξανά με το στρογγυλά κίτρινα μάτια του. Κι έπειτα γλίστρισε μέσα στο σκοτάδι τρέχοντας μαλακά κι αθόρυβα μπροστά, τραβώντας πίσω του εκείνη τη θλιβερή μυρωδιά του κάτω κόσμου. Και χάθηκε βιαστικός μέσα στο ανοιχτό στόμα της σκάλας που ξεγλυστρούσε και ανέβαινε ψηλά σαν άχρωμο φίδι.

***

Κι έτσι τώρα καθισμένος μέσα στην υγρασία της νύχτας στο περιβόλι του θανάτου ξαναμετρούσε τα χρέη του, άπλωνε το βλέμμα του μια στον ουρανό και μια στη γη κι άλλοτε στην ομίχλη που έκρυβε τα πόδια του μέσα στη μαλακή της αρπάγη. Στο βάθος πίσω του πέρα από τον ψηλό πέτρινο τοίχο, κρυμμένο από το σκοτάδι, θρόιζε τα μυστικά του το παλιό δάσος. Μπροστά του στα όρια του μαντρότοιχου το κοιμητήριο, το δανεικό του σπίτι σε αυτό του το ταξίδι, το τελευταίο. Κι εκείνος καθισμένος εκεί μια σκοτεινή φιγούρα μέσα στη λύπη και την κούραση της μοναξιάς του να πρέπει να αντιπαλέψει με τους φόβους του, αδικαιολόγητους και όχι.

«Είναι σκοτεινή η νύχτα απόψε» ακούστηκε η αδύναμη φωνή του Χιλς και ο μικροσκοπικός ανθρωπάκος πρόβαλε με το φανάρι του μέσα από την ομίχλη σαν φάντασμα του παρελθόντος ανάμεσα στις επιτύμβιες στήλες.

«Η σελήνη μας κρύβεται» πρόσθεσε χαμογελώντας φιλικά. «Νομίζω είναι ώρα για το δείπνο».

Ο Μελκόρ σηκώθηκε και τον ακολούθησε αφήνοντας πίσω του, πανω στο κρύο μάρμαρο και τα απομεινάρια της λάσπης από τη βροχή που είχε περάσει κι ένα μέρος από τις σκέψεις του. Κι ακολούθησε το φύλακα που ξεδιάλεγε το μονοπάτι ανάμεσα στις λάσπες με επιδεξιότητα, όσο πιο γρήγορα είχε τη διάθεση να το κάνει.

Οι φιγούρες τους σβήνονταν γρήγορα η μια πίσω από την άλλη, καθώς ξετύλιγαν τα βήματά τους στο σκοτάδι, ενώ ένας αργοπορημένος άνεμος ανέβαινε από τη θάλασσα φέρνοντας μαζί του τις δικές του ξεχασμένες διηγήσεις.






Δέσποινα Μανωλακάκη