Το άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 1) - Αγγελικά Πλασμένος

«Αυτός που φέρνει το φως. Πρώτος ανάμεσα σε όλες τις τάξεις των αγγέλων, φαινόταν να στέκει αγέρωχος και ασυναγώνιστος μέσα στην ηρεμία του» Έχετε διαβάσει πουθενά αυτές τις κουβέντες και τις συγκρίνετε με το παρόν; Λοιπόν, εγώ μπορώ να συνεχίσω την αφήγησή μου αδίστακτα και να σας αναγκάσω να μείνετε ξάγρυπνοι όλη τη νύχτα, αναλογιζόμενοι τι κακό με βρήκε τελοσπάντων και ενώ είχα όλα τα άστρα και τη γη στα πόδια μου, εγώ επέλεξα τη μιζέρια, το σκοτάδι και τη μοναξιά. Θα σας απαντήσω, πως και για τα τρία αυτά κακά, λύσεις υπάρχουν μυριάδες. Τόσα χρόνια, τόσους αιώνες, πλάι τους πορεύτηκα και δεν με πείραξε καθόλου. Ωστόσο, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να μπορέσετε να με συνοδεύσετε μέχρι την ολική μου καταστροφή στο σήμερα. Είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή αναρωτιέστε, τι χειρότερο θα μπορούσε να μου έχει συμβεί, πέρα από την κληρονομιά της ίδιας της Κολάσεως. Μη βιάζεστε καθόλου να με κρίνετε και ακολουθήστε με σε μία σύντομη αναδρομή, στο πολύ μακρινό παρελθόν μου.

Όπως πολύ καλά γνωρίζετε, εμείς τα αγγελικά όντα, δημιουργηθήκαμε πολύ καιρό πριν από το θνητό σας γένος. Αυτά συμβαίνουν όταν ο Δημιουργός και Πατέρας νιώθει πως έχει έμπνευση. Κάπου εδώ σίγουρα θα αναρωτιέστε, ποιο ήταν το πρώτο αγγελικό Του δημιούργημα. Όπως προείπα, είχε έμπνευση και έπλασε εμένα. Ακόμη και αν μπροστά σε αυτή τη δήλωση δεν νιώθετε να τρομοκρατήστε αρκετά, περιμένετε για την συνέχεια. Ήμουν λοιπόν ο πιο ισχυρός και ο πιο όμορφος άγγελος που γνώρισε ποτέ το σύμπαν. Ως και ο Πατέρας μου ενθουσιάστηκε για το κατόρθωμά του και μην σας πω, πως διέκρινα και ένα ανεπαίσθητο, πονηρό χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Έχετε πέσει από τα σύννεφα ή όχι ακόμη; Συνεχίζω λοιπόν. Υπήρξα το πιο κοντινό σε Εκείνον δημιούργημα. Η λάμψη μου, το κρυστάλλινο σώμα μου, καθώς και τα χιλιάδες άστρα που στεφάνωναν τη μορφή μου, ήταν μονάχα λίγα από τα υπέροχα χαρακτηριστικά μου. Αυτά όμως που στην κυριολεξία έκλεβαν την παράσταση, ήταν τα δύο πάλλευκα φτερά μου, που είχαν μία υπέροχη, απαλή αίσθηση, για όσους φυσικά δεν ήταν αλλεργικοί στα πούπουλα. Εγώ ήμουν, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκα ποτέ. Τα φορτώθηκα στην πλάτη μου και υπέμεινα στωικά το μαρτύριό μου, αμίλητα και αγόγγυστα. Μία θυσία που δεν εκτιμήθηκε ποτέ και από κανέναν. Κάπου εδώ, είμαι βέβαιος πως έχετε ήδη αρχίσει να με δικαιολογείτε. Δεν είναι δα και λίγο πράγμα, να πρέπει να παρουσιάζεσαι μονίμως υπέρλαμπρος και περήφανος, να κρατάς το φως του κόσμου, ενώ εσύ το μόνο που θα ήθελες εκείνη τη στιγμή, είναι να φτερνίζεσαι σαν να μην υπάρχει αύριο. Ούτε αυτό εκτιμήθηκε ποτέ και λυπάμαι που το δηλώνω έτσι κοφτά.
Ωστόσο, όλα αυτά φαντάζουν μικρές, απλές και ανούσιες λεπτομέρειες μπροστά στο γεγονός πως τιμωρήθηκα, γιατί αγαπούσα πολύ τον εαυτό μου. Εντάξει, ίσως υπερβολικά πολύ, αλλά γιατί να μην τον αγαπώ, αφού υπήρξα ο ομορφότερος και ο δυνατότερος όλων; Περπατούσα πάντοτε μπροστά και γύρω μου, με δοξολογούσαν ατελείωτα και μερικές φορές παράφωνα, χιλιάδες μικροσκοπικά, κατώτερα αγγελικά πλάσματα, τα οποία είχαν επωμιστεί με το καθήκον, να αναγγέλουν την είσοδό μου. Όλα αυτά φυσικά, συνέβαλαν στο να φθάσουμε στην πρώτη θλιβερή στιγμή της ιστορίας μου και στην απόφασή μου, να απαιτήσω περισσότερα. Κανείς δεν καταλάβαινε το γιατί και φυσικά ο αδερφός μου, ο Μιχαήλ, έσπευσε να με κατηγορήσει για το αμάρτημα της αλαζονείας. «Κανείς δεν μπορεί να φθάσει τον Πατέρα. Είναι αμαρτία και μόνο να το σκέφτεσαι» μου είχε πει κοφτά και αυστηρά, λίγο πριν ξεσπάσει εκείνος ο φριχτός πόλεμος και εξεσφενδονιστώ σαν χαρωπό πεφταστέρι, κατευθείαν στα Τάρταρα. Αλλά φυσικά, αυτήν την κατάληξη ούτε που μπορούσα να την διανοηθώ. Για εμένα ήταν αυτονόητο, πως αν υπήρχε η δυνατότητα να φθάσω ψηλότερα, γιατί να την άφηνα ανεκμετάλλευτη; Γιατί να αρκούμουν σε αυτά που είχα, ενώ μπορούσα εμφανέστατα να αποκτήσω περισσότερα; Ο Μιχαήλ και μόνο στη σκέψη πως ένας Αρχάγγελος ποθούσε διακαώς δόξα και τιμή, έχανε το χρώμα του. Το ίδιο και ο άλλος μου ο αδερφός, ο Γαβριήλ. Εγώ πάλι, δεν έβρισκα τίποτε το αφύσικο, σε αυτές τις υπέροχες ιδέες που κατέβαζε το πολυμήχανο μυαλό μου.
Αν φυσικά με ρωτούσατε σήμερα, τι θα έπραττα σε μία ανάλογη περίσταση, θα σας απαντούσα πως θα προτιμούσα να δαγκώσω τη γλώσσα μου και να καταπιώ όλο μου το δηλητήριο, παρά να ξεστόμιζα στον Πατέρα εκείνες τις κουβέντες. Τουλάχιστον, εκεί ψηλά θα διατηρούσα το τομάρι μου ασφαλές και ανέγγιχτο, μακριά από το ανθρώπινο είδος και αν ποτέ με όριζαν υπεύθυνο για εκείνους, θα προσποιούμουν αγγελική ανικανότητα ή υπερβολικό φόρτο εργασίας, διατηρώντας την καθημερινή μου ρουτίνα, με τα χιλιάδες παράφωνα πλασματάκια να με εξυμνούν αιώνια. Μολαταύτα, δεν το έκανα, εξαιτίας της υπερβολικής μου αισιοδοξίας, πως όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Ωστόσο, αυτά παθαίνει όποιος δεν είναι ικανός να προβλέψει με ακρίβεια τα μελλούμενα και εγώ ομολογώ, πως είχα πέσει εντελώς έξω.
Δίχως να το πολυσκεφτώ, ύψωσα το ανάστημά μου, απαιτώντας ο θρόνος μου να τοποθετηθεί ψηλά στον ουρανό, δίπλα σε εκείνον του Πατέρα. Μέχρι τότε, ήμουν ο Άρχοντας όλων των Αρχόντων που επόπτευε την απεραντοσύνη της γης. Τότε φυσικά που το σχέδιο για τη δημιουργία του ανθρώπινου είδους, δεν υπήρχε ούτε καν στα σκαριά, γιατί αν υπήρχε, θα το γνώριζα. Επομένως, η εποπτεία των ποταμών, των θαλασσών και των διαφόρων μικρών και μεγάλων δέντρων και βουνών, αποτελούσε μία εύκολη, αλλά βαρετή διαδικασία. Εγώ ήθελα να νιώσω λίγη αδρεναλίνη. Κάτι που να ταράξει την εκκωφαντική ησυχία της καθημερινότητάς μου. Η επανάσταση σαν ιδέα, ολοένα και θέριευε μεσα μου και τον Μιχαήλ τον είχε ανησυχήσει η ήρεμη συμπεριφορά μου. Κάθε λογικό ον γνωρίζει πως την νηνεμία, συνήθως διαδέχεται το ξέσπασμα μίας δυνατής καταιγίδας.
Βαστώντας στα χέρια μου την ίδια τη δύναμη του πυρός, αποφάσισα να επαναστατήσω. Εγώ, η πιο τέλεια δημιουργία. Ο Μιχαήλ, έχοντας καταλάβει τι θα ακολουθούσε, συγκέντρωσε όσους περισσότερους αγγέλους μπορούσε. Προσπάθησε μάλιστα να με μεταπείσει λέγοντας : «Εωσφόρε τι κάνεις; Σε ποια αμαρτία είσαι έτοιμος να κυλήσεις; Εσύ, το τελειότερο δημιούργημα του Πατέρα;»
Ώστε και εκείνος το έβλεπε λοιπόν, πως ήμουν ασυναγώνιστος. Η κουβέντα του αυτή, αντί να λειτουργήσει ανασταλτικά, με φούντωσε περισσότερο. Οι δυο μας βρεθήκαμε να συγκρουόμαστε σαν δύο πύρινες σφαίρες στο μέσον του ουρανού. Το δέκατο Τάγμα που αποφάσισε να με ακολουθήσει, συγκρουόταν με τους υπόλοιπους αγγέλους και εγώ ένιωσα πως ήμουν ένα βήμα πριν τον απόλυτο θρίαμβο. Τότε όμως, εμφανίστηκε το Φως του Πατέρα. Τα λόγια του διαπέρασαν το κορμί μου σαν σπαθί και η οργή του με πέταξε στα βάθη της Αβύσσου, δίχως επιστροφή. Η τιμωρία μου, ήταν η ολοκληρωτική διακοπή της επαφής του Τάγματός μου με τον ουρανό και η αφαίρεση της ομορφιάς μου. Από εκεί που έμοιαζα σαν κούκλα αλαβάστρινη, το πρόσωπό μου παραμορφώθηκε σε τέτοιο σημείο, που έσπασα όλα τα πιθανά κάτοπτρα που θα μπορούσαν έστω και υποθετικά να βρεθούν στο διάβα μου. Το μόνο θετικό της ιστορίας, το οποίο πάω στοίχημα πως ούτε ο Πατέρας δεν είχε μαντέψει, ήταν πως απαλλάχτηκα από τα πούπουλα. Τη θέση των δύο πάλλευκων φτερών μου, πήραν δύο αγκαθωτά, μαύρα φτερά δράκοντα.
Παρά το γεγονός πως έκανα πολλούς αιώνες να συνηθίσω την ύπαρξή τους, αρκέστηκα στο να ευχαριστώ την τύχη μου, που μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω δίχως να συγκρατώ το φτέρνισμα, που μου προκαλούσε συχνές ταχυπαλμίες. Όσο για το νέο μου περιβάλλον, ήταν σκέτη Κόλαση. Τι να πρωτοπεριγράψω, με την ανάλογη πάντοτε γλαφυρότητα, δίχως να σας προκαλέσω ρίγη και σπασμούς φόβου στο κορμί σας; Το απέραντο και αιώνιο έρεβος που παντρεύεται με την βαριά και αρρωστημένη μυρωδιά; Την απόλυτη σιωπή που επικρατεί, σαν μία βασανιστική τιμωρία ή τις αναθυμιάσεις που προέρχονταν από το κέντρο των Ταρτάρων; Ωστόσο, εγώ το μόνο πράγμα που έβλεπα ήταν η εξαφάνιση της ομορφιάς μου και η ταπείνωση. Ώρες ώρες ψηλάφιζα το πρόσωπό μου, με το θυμό να βράζει μέσα μου και μία σιωπηλή υπόσχεση, πως κάποια μέρα θα έπαιρνα το αίμα μου πίσω.
Καθώς υπάρχει μία φράση που λέει πως όταν κάτι το θέλεις πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις, έτσι και εγώ βρέθηκα να χορεύω στο σκοτάδι, στη σκέψη και μόνο πως η ημέρα πλησίαζε. Ο Πατέρας είχε μόλις πλάσει τον άνθρωπο. Ένα δίποδο θηλαστικό πρώτης κατηγορίας. Όπως ακουγόταν, δεν είχε στον ήλιο μοίρα, καθώς βρισκόταν κλεισμένο στον Παράδεισο, δίχως την παραμικρή γνώση για το τι το καρτερούσε στη γωνία. Φυσικά, χρησιμοποίησα αυτήν την πληροφορία υπέρ μου, τη στιγμή που ενημερώθηκα, πως ο πειρασμός, τους είχε εν αγνοία τους, δοθεί. Ο Πατέρας τους είχε εξηγήσει, πως αν δοκίμαζαν τον απαγορευμένο καρπό, θα είχαν την τύχη την δική μου. Ωστόσο, καθώς και εγώ και η τύχη μου τους ήταν παντελώς άγνωστα, μου δόθηκε η ευκαιρία της παραπληροφόρησης. Πολλούς φίλους ασφαλώς και δεν είχαν, προκειμένου να διασταυρώσουν τα γεγονότα και έτσι φορώντας το πιο θελκτικό μου χαμόγελο και παρά τους αφόρητους πόνους χαμηλά στη μέση μου, πέταξα γρήγορα για να συναντήσω τους μελλοντικούς συντρόφους μου. Ναι, τόσο σίγουρος ήμουν για την επιτυχία μου, όπως πάντα άλλωστε. Ωστόσο, όπως προείπα, όποιος δεν διαθέτει το χάρισμα της ενόρασης, καλό θα ήταν να κάθεται στα αβγά του, για να εξασφαλίσει ένα σίγουρο και ήσυχο μέλλον.
Κατευθυνόμενος στα παλιά λημέρια του Παραδείσου, προσπαθούσα να αποφασίσω για το ποιά θα ήταν η καταλληλότερη μορφή, που θα έπρεπε να υιοθετήσω, ώστε να μπορέσω να τους σαγηνεύσω και να πετύχω ευκολότερα το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η λίστα των επιλογών μου, ομολογουμένως δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς όλες οι όμορφες εμφανίσεις, είχαν αυτομάτως αποκλειστεί. Πού να φανταζόμουν όμως, πως το εμπειρικό τους επίπεδο ήταν τόσο φτωχό, ώστε να πειστούν να δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό από ένα φίδι που μιλούσε; Θέλω να πω, πως ένα ομιλών ερπετό, δεν θεωρείται και ό,τι πιο συνηθισμένο, ένα ας πούμε καθημερινό φαινόμενο που θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε. Βέβαια στην περίπτωσή μου εδώ, δεν είχα να κάνω με τον οποιονδήποτε, αλλά με τους Πρωτόπλαστους. Ανθρώπους απονήρευτους και αγαθούς, μα πάνω από όλα άπειρους. Η απειρία τους λοιπόν, αποτέλεσε το πρώτο μικρό σκαλοπάτι, που όμως θα με έφερνε ένα βήμα πιο κοντά στον στόχο μου. Επιλέγοντας το πιο όμορφο χρώμα για την φολιδωτή επιφάνεια του κορμιού μου, ένα λαμπερό πράσινο, ώστε να μην έρχεται και σε τρελή αντίθεση με τη φυσική αρμονία γύρω μας, εμφανίστηκα μπροστά τους και κάτω ακριβώς από το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού, που φιλοξενούσε τον απαγορευμένο καρπό.
Αρχικά, ξεκίνησα να λικνίζω το κορμί μου, ώστε να τους προσφέρω ένα κατά τα άλλα χαριτωμένο θέαμα, κάνοντάς τους να έρθουν ένα βήμα πιο κοντά στον καρπό, στον οποίο είχα χαρίσει μία επιπλέον λάμψη. Παρά το γεγονός πως μέχρι εκείνη τη στιγμή πόνταρα στην λιγότερο περίπλοκη φύση του αντρικού μυαλού, η σωτηρία τελικά ήρθε από τον γυναικείο πόθο της κατάκτησης του αγνώστου. Κάπου εκεί, έκανα μία σύντομη εισαγωγή στην Εύα, η οποία πετάριζε τις βλεφαρίδες της παιχνιδιάρικα, αναλύοντας την ωφελιμότητα της γνώσης και χρησιμοποιώντας τον μπαλαντέρ της ελεύθερης βούλησης. «Εδώ σας θέλω» συλλογίστηκα και έμεινα να καρτερώ στωικά την απάντησή τους.
Τότε, τον λόγο πήρε ο Αδάμ, αποτρέποντας βίαια την Εύα από το να διαπράξει ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της ζωής της. Την ανυπακοή στον Πατέρα. Καθώς ο διάλογος μεταξύ τους γινόταν όλο και πιο ζωηρός, ένιωσα έτοιμος να σπείρω τη διχόνοια ανάμεσά τους, υπερασπιζόμενος τα δικαιώματα των γυναικών, σε συνδυασμό πάντα με την γενική ελεύθερη βούληση. Οι δύο τους, φαίνονταν τόσο απορροφημένοι από την διαφωνία τους για το τι θεωρούταν σωστό και τι όχι, που είχαν ξεχάσει εντελώς την παρουσία μου. Οι φωνές τους, είχαν αρχίσει να μου δημιουργούν πονοκέφαλο σε τέτοιο σημείο, που σκεφτόμουν να δαγκώσω εγώ ο ίδιος τον απαγορευμένο καρπό και να σταλώ εις διπλούν πίσω στην Κόλαση και στην τιμωρία της μοναξιάς μου. Βλέποντάς τους να συνεχίζουν να αδιαφορούν πλήρως για την ύπαρξή μου, αποφάσισα να λάβω δραστικά μέτρα. Άρπαξα με την ουρά μου τον καρπό και χτυπώντας δήθεν κατά λάθος την πέτρα του σκανδάλου, που ήταν ο Αδάμ, στο κεφάλι, τον έφερα μπροστά στα μάτια της Εύας. Όπως κάθε σωστός παραγωγός που εκθειάζει τους καρπούς του, ξεκίνησα να τον διαφημίζω όσο καλύτερα μπορούσα, ποντάροντας ελαφρώς στην γυναικεία πλεονεξία και στην προσωρινή απουσία του Αδάμ. Εμπλουτίζοντας τη διαφημιστική μου καμπάνια, με μία θάλασσα κοπλιμέντων προς τον μελλοντικό μου αγοραστή, ο σκοπός έμοιαζε να επιτυγχάνεται. Το πρόσωπο της Εύας βρισκόταν μονάχα μία ανάσα μακριά από το ολοκόκκινο μήλο. Εγώ από την άλλη πλευρά, χαμογελούσα θριαμβευτικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταπιώ την κραυγή νίκης που κόχλαζε μέσα μου. Ώσπου να συνέλθει ο Αδάμ από την ζάλη του χτυπήματός μου, ένα «κρατς», σφράγισε την επιτυχία μου.
Τη στιγμή εκείνη, ένιωσα τους ουρανούς να σκοτεινιάζουν και τη γη να σείεται, ενώ εγώ είχα μόλις προσθέσει δύο νέα μέλη στην μεγάλη μου οικογένεια. «Εις το επανιδείν» μουρμούρισα, καθώς το μόνο σίγουρο ήταν πως εγώ και οι Πρωτόπλαστοι θα συναντιόμασταν ξανά. Μπορεί όχι πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά μέσα από τις μελλοντικές τους πράξεις. Το συγκεκριμένο γεγονός, έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Προπατορικό αμάρτημα. Ωστόσο, μην σπεύσετε να με κατηγορήσετε, καθώς η τελική απόφαση, ήταν δική τους. Είχαν στα χέρια τους δύο δρόμους, τον καλό και τον κακό, μα εκείνοι επέλεξαν εμένα, εκτοξεύοντας την ήδη ανεβασμένη μου αυτοπεποίθηση. Η τελευταία κουβέντα που τους είπα ειρωνικά, προτού πάρω την κατιούσα για ακόμη μία φορά, ήταν η εξής : «Όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα».


Ας αφήσουμε όμως τις ιστορικές αναδρομές, οι οποίες σας είναι λίγο πολύ γνωστές, για να σας κάνω μία σύντομη περιγραφή της τωρινής μου κατάστασης. Βρίσκομαι μονάχος μου, σε μία ενδιάμεση διάσταση, τουτέστιν ούτε στην Κόλαση, αλλά ούτε και στον Παράδεισο. Σε ένα μέρος αυτοεξορίας θα έλεγα καλύτερα, προς γνώση και συμμόρφωση. Ο λόγος; Πολύ απλά γιατί δεν με δέχεται κανείς. Οι επάνω για τους προφανέστατους λόγους, τους οποίους κατά την άποψή μου υπεραναλύσαμε, και οι κάτω γιατί με θεωρούν αφερέγγυο. Τώρα θα αναρωτηθείτε και δικαίως, πως είναι δυνατόν να θεωρούν τον ίδιο τους τον Άρχοντα αφερέγγυο, μετά τα όσα κακά έχει κάνει στον κόσμο, προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους και να χαίρει μίας αιώνιας εκτίμησης. Λοιπόν, εδώ έρχεται να τρυπώσει σαν σφήνα, η εκδίκηση του ανθρωπίνου γένους, μέσω μίας γυναίκας.
Καθώς, η υπερβολική σιγουριά και η υπερβολική αλαζονεία από μέρους μου δεν σταμάτησαν ποτέ, το ίδιο συνέβη και με τις τιμωρίες. Δεν μου έφτασε η εκδίωξή μου από τον Παράδεισο και η παραμόρφωσή μου. Όχι. Εγώ πίστεψα, πως όπως κατάφερα να ξεγελάσω τους Πρωτόπλαστους και με απίστευτη μάλιστα ευκολία, θα συνέχιζα το έργο μου εις τους αιώνας των αιώνων. Μέχρι, που συνάντησα τυχαία στο διάβα μου, έναν άνθρωπο ξεχωριστό, από εκείνους που όταν τους συναντάς καταλήγεις στο συμπέρασμα, πως τελικά το ανθρώπινο γένος δίκαια ήρθε στο φως της ζωής και δίκαια ο Πατέρας υποστηρίζει μέχρι και σήμερα πως είναι κατ εικόνα και ομοίωσή του. Ναι, ως και εγώ οφείλω να το παραδεχτώ, αλλιώς δεν θα βρισκόμουν τώρα μονάχος μου στην μεσαία διάσταση. Στην απόλυτη εξορία. Ωστόσο, αυτή η θέση διακρίνεται και από ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Πως έχεις τη δυνατότητα να κοιτάζεις και τις δύο επιλογές και τους δύο δρόμους. Εγώ λοιπόν, από την κρυφή θέση ισχύος που τελικά βρισκόμουν, έπρεπε να αποφασίσω. Ή μήπως η απόφαση δεν θα παιρνόταν τελικά από εμένα; Το όνομά της, ήταν Αντέϊρα και η ιστορία της μοιάζει όπως κάθε άλλου, φυσιολογικού ανθρώπου, τον οποίο όμως δεν ευνόησε ιδιαίτερα η μοίρα. Καθώς λέγεται, πως για να αντιμετωπίσεις κάποιον και να τον εξουδετερώσεις, θα πρέπει πρώτα να γνωρίζεις τα πάντα για εκείνον, έτσι έπραξα και εγώ. Προσπάθησα να μάθω όσα πιο πολλά μπορούσα για το παρελθόν της.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη