Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 17)

ΜΟΡΓΚΑΝΑ

Όταν αποφάσισα, να καλέσω επιτέλους τη Ρέιβεν κοντά μου, δεν μπορούσα, να αποφασίσω, για το που θα ήταν. Ένα μπουντρούμι θα ήταν τέλεια για εκείνη την προδότρια, παρόλα αυτά θα δείξω ανωτερότητα και θα το αφήσω, να περάσει αυτή τη φορά.
Όχι ότι η Ρέιβεν μπορεί, να προσπαθήσει, να με ξαναπροδώσει. Για να είμαι ειλικρινείς, ο θάνατός της με βόλεψε πολύ, διότι τώρα μου ανήκει σώμα και πνεύμα. Τελικά τους υποδέχομαι σε ένα τεράστιο δωμάτιο όμορφα διακοσμημένο με πίνακες, πανοπλίες και διάφορα είδη όπλων. Στο κέντρο του δεσπόζει ένα μακρύ τραπέζι, όπου έχουν τοποθετηθεί τέσσερα ποτήρια και ακριβώς δίπλα τους ένα μεσαίου μεγέθους μπουκάλι με μαύρο υγρό. Το μόνο φαγητό που μπορεί, να υπάρξει στον κόσμο μου, είναι αίμα. Ελπίζω η αναγεννημένη πριγκίπισσα, να μην φανεί ακατάδεκτη.
                         Το βλέμμα της Ρέιβεν είναι φοβισμένο, όταν αντικρίζει το δικό μου και καταπολεμάω την επιθυμία, να χαμογελάσω. Καλά κάνει και φοβάται. Από αμηχανία στρέφει το βλέμμα της ολόγυρα στο δωμάτιο και σμίγει τα φρύδια της μάλλον με κάτι που δεν της άρεσε.
                         «Οι Αβυσσαίοι τρέφονται με ενέργεια. Έτσι είναι πολύ δύσκολο, να φυτρώσει κάτι εδώ πέρα. Εκτός από το Σανκόκρετ βέβαια, που τρέφεται με σκοτάδι. Και ο ήλιος έχει εξαφανιστεί από την χώρα μας. Γι’ αυτό κάνει τόσο κρύο». Απαντάω μαντεύοντας της σκέψεις της.
                         Ο Μισέρις την οδηγεί ενώπιών μου και κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος μου, οπισθοχωρεί αφήνοντάς την μόνη.
                         «Βασίλισσα Μοργκάνα». Λέει σφιγμένα μην ξέροντας, πώς να μου φερθεί. Χαμηλώνει το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού, αλλά ξέρω, ότι το κάνει μόνο και μόνο, για να μην δείξει ασέβεια προς την εξουσία μου –κάτι που ασφαλώς θα με εξόργιζε πολύ.
                         «Καλώς ήρθες στο ταπεινό μου σπίτι πριγκίπισσα». Λέω χαμογελώντας και την χτυπάω απαλά στους ώμους. «Είναι σπουδαίο, να σε έχουμε πάλι ανάμεσά μας».
                         Της κάνω νόημα, να βολευτεί στη συγκεκριμένη της θέση. Εγώ και πιστός μου υπηρέτης Ντέιμον καθόμαστε στις κεφαλές του τραπεζιού, ενώ ο Μισέρις και η Ρέιβεν αντικριστά στα πλάγια.
   Μ’ ένα χτύπημα των χεριών μου εμφανίζονται τέσσερις υπηρέτες ντυμένοι στα μαύρα. Περνώντας κυκλικά γύρω από το τραπέζι έρχονται και στέκονται ένας ένας δίπλα στην θέση του καθενός μας. Παίρνουν το μπουκάλι, που βρίσκεται μπροστά μας και γεμίζουν τα ποτήρια. Έπειτα από μια υπόκλιση εξαφανίζονται πίσω στο σκοτάδι. Το τεράστιο τζάκι στο κέντρο του τοίχου ανάβει από μόνο του, το ίδιο και τα κεριά ολόγυρα στην αίθουσα. Λάμπουν με μιαν απόκοσμη πράσινη φλόγα, ενώ μια λυπητερή μελωδία δραπετεύει από ένα αόρατο βιολί και πλημμυρίζει την αίθουσα.
     Η Ρέιβεν μας κοιτάζει όλους σιωπηλή και μετά αμήχανη εστιάζει το βλέμμα της στο χρυσό ποτήρι και το αποκρουστικό αίμα που πρέπει, να γευτεί.
 «Λοιπόν πες μας Ρέιβεν, πως ήταν στο πλευρό του Μέργκολεθ;» ρωτάει ο Ντέιμον με ύπουλη διάθεση, όμως εκείνη δε δείχνει, να ενδιαφέρεται.
«Ήσυχα». Απαντάει φέρνοντας το ποτήριως στα χείλη της. «Βραβεύτηκα μάλιστα και ως… η πιο υπάκουη κρατούμενη!» συμπληρώνει περιπαικτικά προσπαθώντας, να κερδίσει τις εντυπώσεις μου ή να κάνει την ατμόσφαιρα πιο ανάλαφρη.
Ο Ντέιμον δείχνει ενοχλημένος με την αυθάδειά μου, αλλά εγώ πάλι χαμογελάω σαν να το καταδιασκεδάζω. Δεν τυχαίνει, να βλέπω τον Ντέιμον εκνευρισμένο για κάποιο άλλο θέμα πέρα από τα συνηθισμένα στρατιωτικά. Ο Μισέριςαπό την άλλη απλώς παραμένει ανέκφραστος. Σίγουρα δεν απολαμβάνουμε συχνά την φιλοξενία ξένων…
 «Και οι Φύλακες; Σου συμπεριφέρονταν καλά;» επέμενε ο Ντέιμον. Όρεξη για καβγά έχει;  «Ω! Έλα τώρα, Βικ. Μην την πειράζεις». Τον μαλώνω γλυκά. «Δεν θέλουμε, να φέρουμε την καλεσμένη μας σε δύσκολη θέση, σωστά;». «Νομίζεις, ότι μπορεί, να έρθει σε δύσκολη θέση; Τα νιάτα την κάνουν αναιδή, χωρίς σεβασμό προς την εξουσία». Φουντώνει θυμωμένος ο Ντέιμον. «Συγγνώμη κύριε, δεν ήταν πρόθεσή μου, να φανώ ασεβής». Προσπαθεί, να δικαιολογηθεί. «Βλέπετε, οι τρόποι μου περιορίζονται μόνο στα δεδομένα της Γης. Δεν είχα άλλοτε την ευχαρίστηση, να ταξιδέψω σε έναν άλλο κόσμο. Πόσο μάλλον όταν αυτός μοιάζει, να είναι σε εντελώς διαφορετική εποχή από την δική μου. Ούτε την τιμή να…
 «Φυσικά και όχι αγαπητή μου».Σπεύδω, να πω σε μια προσπάθεια, να διαλύσω αυτήν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Κάνω νόημα στον Ντέιμον, να σταματήσει την επιθετική συμπεριφορά του και έπειτα στρέφομαι πάλι προς το μέρος της. «Απλώς ο Ντέιμον τον τελευταίο καιρό είναι λίγο… τσιτωμένος. Μην πιάνεσαι απ’ τα λόγια του, πολλά απ’ όσα λέει δεν τα εννοεί. Αργά ή γρήγορα θα συνηθίσει την παρουσία σου στο κάστρο, είναι ζήτημα χρόνου…». Απλώνω το χέρι μου προς το δικό της, αλλά λόγω του μήκους του τραπεζιού δεν καταφέρνω, να την αγγίξω. «Κι εσύ θα συνηθίσεις, θα δεις... Ελπίζω μόνο, να σου άρεσε το δωμάτιό σου. Ο Μισέρις ήταν πολύ ενθουσιασμένος για την απόφαση του ερχομού σου».
                         «Είναι υπέροχο, αλλά… γιατί τόσες ετοιμασίες για μένα; Η σχέση μας… το παρελθόν μας…».
                         Σηκώνω απότομα το χέρι μου, για να την διακόψω. Δεν είναι ανάγκη, να τα θυμόμαστε αυτά. Η στρατηγική μου ήταν λανθασμένη μαζί της. Έπρεπε, να την είχα εκμεταλλευτεί καλύτερα. Έπρεπε, να την είχα κρατήσει κοντά μου κάτω από την αυστηρή επίβλεψή μου. Αν μεγάλωνε όπως ο Μισέρις, αυτή η ανυπακοή δεν θα υπήρχε καν.
«Δεν έχω πρόβλημα μαζί σου, Ρέιβεν. Το πρόβλημά μου είναι η Φλόγα. Πάντα αυτή ήταν. Απλώς εσύ πλήρωσες, για κάτι για το οποίο δεν έφταιγες. Εγώ πάλι έπρεπε, να το διορθώσω…».
                         «Γι’ αυτό με δηλητηρίασες;»
                         Γνέφω καταφατικά. Εντάξει… δεν είναι αυτή όλη η αλήθεια. Η Μάργκορι είναι ένα αγκάθι στον λαιμό μου και οτιδήποτε έχει σχέση μαζί της με ενοχλεί μέχρι αηδίας. Το μόνο που σκεφτόμουν, ήταν, το πως θα την κάνω, να πληρώσει. Παίρνοντάς της την κόρη της και σκοτώνοντάς την.
«Έχεις ακούσει πολλά για μένα έτσι; Ότι είμαι εκείνη, που θέλει τη Φλόγα για τον εαυτό της, για να καταστρέψει τους Κόσμους και όσα μπορούν, να σκαρφιστούν οι Ζοφεροί και οι Φωτοφόροι. Πίστεψέ τα, αλλά δεν είναι αλήθεια. Η Φλόγα δεν είναι αυτό, που φαίνεται…».
                         Τα αινιγματικά λόγια μου την σαστίζουν. Σηκώνομαι απ’ την θέση μου και πλησιάζω στο τζάκι, όπου βρίσκεται μια γυάλινη σφαίρα. Την ενεργοποιώ στέλνοντας με μαγικό τρόπο διάφορες εικόνες μάχης πάνω από τα κεφάλια μας.
                         «Οι Κόσμοι δε δημιουργήθηκαν εξαιτίας της. Η Φλόγα δεν είναι ο πυρήνας της. Οι Κόσμοι δημιουργήθηκαν από τους Δράκους. Ήταν εφτά, και ο καθένας τους φυλούσε και από μια Πύλη, έναν Κόσμο. Η Φλόγα ήταν από τα πρώτα όντα, που δημιουργήθηκαν. Όμως, με τον καιρό, απέκτησε σκοτεινά αισθήματα. Σκότωσε τον πρώτο Δράκο, τον αφέντη, κι έβαλε την καρδιά του μέσα της, κάνοντας τον εαυτό της το Κέντρο της Ζωής. Αν χανόταν η ψυχή του Δράκου, θα χάνονταν και όλα όσα αυτός δημιούργησε. Αν όμως γινόταν εκείνη ο Δράκος, τότε θα μπορούσε, να κάνει οτιδήποτε επιθυμούσε. Θα ήταν η Βασίλισσα των Βασιλέων».
                         Η δυσπιστία ζωγραφίζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Ρέιβεν. Σίγουρα θα είναι πολύ δύσκολο, να την πείσω. Έχοντας την Φλόγα μέσα της τόσα χρόνια σίγουρα θα υπήρξαν στιγμές, που επικοινώνησε η μια με την άλλη και σίγουρα η Φλόγα δεν της αποκάλυψε τον πραγματικό της εαυτό. Ποιος ξέρει, πόσο καλά συμπεριφερόταν;
«Γιατί δεν με πιστεύεις; Τι έκανε η Φλόγα για σένα; Για τους φίλους σου; Τι έκανε, πέρα από το να τρέφεται από την ενέργειά σου και να σε διαλύει για να τροφοδοτεί την ακόρεστη πείνα της;»
                         «Μου έσωσε τη ζωή!» μου πετάει θαρρετά. «Με προστάτεψε από σένα!»
                         «Ξέρει, ότι την κυνηγάω. Ξέρει, ότι γνωρίζω το μυστικό της. Δεν την ψάχνω, για να κυβερνήσω τον κόσμο Ρέιβεν. Την ψάχνω, για να την σκοτώσω!».
                         «Για να γίνεις εσύ η Αρχόντισσα;»
                         «Όχι. Για να ελευθερώσω την ψυχή του Δράκου από μέσα της. Να τον ξανακάνω αυτό, που ήταν. Αυτό που έπρεπε, να είναι». Πηγαίνω κοντά της και αναστενάζω. «Ο κόσμος πεθαίνει Ρέιβεν. Κάποτε δεν υπήρχε πόλεμος. Οι Κόσμοι ήταν ειρηνικοί και… κοίτα τώρα, έχουν δημιουργηθεί τρία αντίπαλα στρατόπεδα, που θα συνεχίσουν να μάχονται μέχρι τελικής πτώσης».
                         «Υπερβάλλεις! Μάχονται μόνο μέχρι, να σε καταστρέψουν!».
                         «Έτσι νομίζεις; Ακόμα κι αν με σκοτώσουν, ακόμα κι αν διαλυθούν οι Αβυσσαίοι, εκείνοι θα συνεχίσουν να μάχονται μεταξύ τους, ώσπου να μείνει ζωντανός ένας από τους δυο: Οι Φωτοφόροι ή οι Ζοφεροί. Και οι δύο πολέμιοι θέλουν τη δύναμη της Φλόγας για εγωιστικούς σκοπούς, όχι για να καλυτερέψουν το μέλλον. Η Φλόγα μπορεί, να δώσει σε κάποιον τρομακτικές δυνάμεις… Κι εσένα μικρή μου θα σε σκοτώσει μέσα σε δευτερόλεπτα, αν το θελήσει, αν νιώσει, ότι την απειλείς».
                         «Δεν είναι αλήθεια!» γρυλίζει μην πιστεύοντας ούτε λέξη απ’ όσα της λέω. Πόσο ανόητη είσαι Ρέιβεν; Πιστεύεις μόνο, ότι σε συμφέρει, όμως δεν είναι έτσι.
                         «Είσαι ελεύθερη, να πιστέψεις, ό,τι θες. Η δική μου γνώμη είναι αυτή, η δική τους εκείνη που ξέρεις. Πάντως ομολογώ, πως σε μάγεψε πολύ εύκολα. Θυσίασες τη ζωή σου για εκείνη. Για ένα τίποτα».
                         «Το έκανα, για να την προστατέψω. Από σένα!» Πετάγεται όρθια τρέμοντας από τον θυμό, που φουντώνει στο στήθος της. 
                         «Θυμάσαι, πως την πήρες μέσα σου; Ποιος σου την έβαλε;» την ρωτάω κοιτάζοντάς την πονηρά. Σφίγγει τα χείλη της μην ξέροντας, τι να πει. Φυσικά και δεν ξέρει, ποια είναι στην πραγματικότητα. «Η μητέρα σου το έκανε!» λέω σαρκαστικά.
                         «Με κοροϊδεύεις; Η μητέρα μου δουλεύει για σένα, εσύ πάλι θες, να εξολοθρεύσεις τη Φλόγα… Θα την έβαζε μέσα μου, για να την προστατέψει; Δε νομίζεις, ότι κάτι δεν κολλάει εδώ;»
                         «Φυσικά! Διότι οι αληθινοί σου γονείς δεν είναι οι Λάντεν! Δεν είναι αυτοί, που σε μεγάλωσαν. Το αληθινό σου όνομα δεν είναι Ρέιβεν Λάντεν. Αυτό σου το έδωσαν εκείνοι. Είσαι μια Μπάρλοου».
                         Γουρλώνει τα μάτια της αποσβολωμένη αδυνατώντας, να πιστέψει τα λόγια μου.
«Μπάρλοου;» επαναλαμβάνει σαν χαμένη. Έχει σοκαριστεί.
                         «Ο βασιλιάς Φρέντερικ και η βασίλισσα Μάργκορι είναι οι πραγματικοί σου γονείς. Κι ο Άσερο δίδυμος αδερφός σου».
                         «Λες ψέματα!» αντιγυρίζει βουρκωμένη. Πώς είναι δυνατόν, να πω ψέματα για ένα τόσο σημαντικό θέμα;
                         «Όχι, δεν λέω. Ήμουν εκεί, όταν γεννήθηκες. Η Ντάρια ήταν σύμμαχός μου. Παλέψαμε με την Μάργκορι. Προσπαθήσαμε, να της πάρουμε την Φλόγα, αλλά πρόλαβε και την έβαλε στο στήθος σου. Θα μπορούσα, να σε είχα σκοτώσει εκείνη τη στιγμή, να με απαλλάξω από αυτό το βάρος, όμως ήσουν ένα αβοήθητο μικρό μωρό. Σε λυπήθηκα. Σε έδωσα στην Ούρσουλα και της ζήτησα, να σε πάει στον Κόσμο των ανθρώπων, στην Γη. Εκεί θα έμενες ασφαλής από τους Φύλακες κι όλους όσοι θα σ’ έπαιρναν μακριά μου. Το μόνο που χρειαζόμουν, ήταν λίγος χρόνος, για να σου πάρω τη Φλόγα δίχως να σε βλάψω».
                         «Λες ψέματα!» επαναλαμβάνει σωριασμένη πια στην καρέκλα μου.            Τρέμει υπό το άχθος των αποκαλύψεων, λαχανιάζει, η καρδιά της πεταρίζει σαν τρελή. Πώς θα μπορούσε ποτέ η Ντάρια, να συμμαχήσει με την Μοργκάνα;Όχι, ποτέ δεν θα πρόδιδε την αδερφή της, ακόμα κι αν ήξερε, ότι έκανε το σωστό. Όχι, όχι, αδύνατον! Ήταν όλα ψέματα! Κάτι σκέφτομαι, πως θα περνάει από το μυαλό της αυτή τη στιγμή. Αρνιέται, να δεχτεί μια τόσο σκληρή αλήθεια. Δεν αντέχει, να ακούει, φέρνει τις παλάμες της στ’ αυτιά της και βυθίζει το κεφάλι της στα γόνατα. Όμως όσο και αν προσπαθεί, να το αποφύγει, η αλήθεια είναι αυτή και δε θα αλλάξει πιστεύοντας το αντίθετο.
                         «Φτάνει πια!» με εκλιπαρεί.
                         Γονατίζω μπροστά της και παίρνω τα χέρια της μέσα στα δικά μου. Την κοιτάζω τρυφερά και χαμογελάω ήρεμα, καθησυχαστικά.
«Η Ντάρια ξέρει, ποια είσαι. Ήξερε από την πρώτη στιγμή, που σε είδε. Το ίδιο και ο Μαλέφις. Το ίδιο και η Φλόγα και η Κέιτλιν που τόσο εμπιστεύεσαι». Λέω σιγανά.
                         «Τότε γιατί δεν είπαν τίποτα;»
                         «Ίσως δεν πίστευε, ότι θα σε ξαναβρεί. Πάντως κανείς άλλος πέρα από αυτούς δεν το γνωρίζει. Ούτε ο Άσερ». Με τους αντίχειρές μου σκουπίζω τα μάτια της και πιάνοντάς την από το σαγόνι γυρίζω το πρόσωπό της προς το μέρος μου. «Ξέρω, ότι είναι δύσκολο, αλλά αν βάλεις τα γεγονότα σε μια σειρά, θα καταλάβεις…».
                         «Αδύνατον! Υπάρχουν πολλά κενά στην εκδοχή σου». Αποστρέφει το βλέμμα της μακριά μου. «Και οι γονείς μου; Ο αδερφός μου; Γιατί τους σκότωσες, αφού σε υπηρετούσαν;»
                         «Με πρόδωσαν. Αλλά δεν τους σκότωσα. Οι γονείς σου το έσκασαν στην Αστέρια και ο αδερφός σου δολοφονήθηκε από τους Φύλακες εκείνο το μοιραίο βράδυ στην εταιρεία των Λάντεν, αν θυμάσαι. Ναι… τα έμαθα. Παρόλα αυτά οι δικοί μου τον βρήκαν και εγώ τον επανάφερα. Είναι ασφαλής εδώ. Θα τον δεις κάποια στιγμή».
                         «Η θεία Κέιτ δεν θα με πλήγωνε ποτέ. Αυτή με μεγάλωσε. Οι Φύλακες θα σε κάνουν, να πληρώσεις, όταν έρθει η ώρα».
                         «Μπορεί, αν όμως λες, ότι είστε μια οικογένεια, τότε γιατί ποτέ η Κέιτλιν δε σου είπε, ότι είναι παντρεμένη με τον Ντράγκμολ; Τον Πεμπτουσιωτή και Ψιθυριστή των Φωτοφόρων; Κι ότι ο μικρός Λένιξ είναι ο καρπός του έρωτά τους; Γιατί η Φλάριον δεν αποκάλυψε, ότι είναι κόρη μου; Γιατί οι Λάντεν δεν σου είπαν ποτέ την αλήθεια; Γιατί;»
 Μένει σιωπηλή, πελαγωμένη σε άναρχες σκέψεις, μπλοκαρισμένη.
                         «Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται». Συνεχίζω. Το βλέμμα μου πέφτει στο κενό, σαν να συλλογίζομαι τα ίδια μου τα λόγια. «Και οι Φύλακες έχουν μάθει, να λένε περισσότερα ψέματα παρά αλήθειες». Συμπληρώνω.
                         «Και τώρα τι; Θα με κρατήσεις αιχμάλωτη εδώ πέρα για το υπόλοιπο της ζωής μου;» με ρωτάει, σαν να αφυπνίστηκε ξαφνικά.
                         «Αιχμάλωτη; Φυσικά και όχι. Σε επανέφερα στη ζωή. Ίσως δεν μπορώ, να σε ξανακάνω κανονικό άνθρωπο, αλλά και πάλι η συνείδησή μου είναι πλέον καθαρή. Μόλις είσαι έτοιμη, θα σε αφήσω, να φύγεις. Να επιστρέψεις πίσω στους φίλους σου και να ανακαλύψεις μόνη σου  την αλήθεια σε όσα σου είπα».
                         «Έτοιμη για ποιο πράγμα;» ανησυχεί. «Με ποιο αντίτιμο θα με άφηνες, να φύγω;».
                     «Θα χρειαστώ τη βοήθειά σου, για να πιάσω τη Φλόγα. Για να τη σκοτώσω και να ελευθερώσω την ψυχή του Δράκου. Μόνο έτσι θα ευημερήσουν οι Κόσμοι. Θα είναι για το καλό όλων μας. Κι εγώ, ως αντάλλαγμα, θα σε εφοδιάζω με ελιξίριο. Για να παραμείνεις για πάντα ζωντανή…».
                         «Πρώτα να δω τον αδελφό μου. Πήγαινέ με σ’ αυτόν». Λέει ξερά και μετά σφραγίζει τα χείλη της σε μια τρομακτική σιωπή. Ενοχλητική σιωπή.


Ηλιάνα Κλεφτάκη