Tη στιγμή που φεύγαμε από τη δουλειά, έπιασε δυνατή καταιγίδα.
«Γιατί Θεέ μου; Τώρα βρήκε;» την άκουσα να αναρωτιέται. Πρώτον, σταμάτα να επικαλείσαι τον Πατέρα για τόσο ασήμαντα πράγματα και δεύτερον είναι σοβαρή παραπληροφόρηση, το γεγονός πως ευθύνεται για τα καιρικά φαινόμενα.
Μέχρι να φθάσουμε σπίτι της, είχαμε γίνει στην κυριολεξία μούσκεμα, σαν να είχαμε πέσει με κατακόρυφο από τη γέφυρα του Μπρούκλιν κατευθείαν στη θάλασσα. Μόλις άνοιξε την πόρτα, την υποδέχτηκε ο μαλλιαρός της συγκάτοικος, ο οποίος διόλου δε φάνηκε να το διασκεδάζει με την αίσθηση του νερού.
Σου έκανα την χάρη να με δεις αυτή τη φορά μουρμούρισα απευθυνόμενος στην μικροσκοπική έκδοση του Κέρβερου.
«Θα ήθελες κάτι να φας;» με ρώτησε.
«Σε ευχαριστώ, μα δεν πεινάω» απάντησα πάλι λακωνικά.
«Η αλήθεια δεν σε είδα ποτέ μου να τρως» συνέχισε εκείνη βαδίζοντας εν αγνοία της σε αχαρτογράφητα νερά.
«Κάνω διατροφή δεσποινίς» απάντησα ξανά, αλλά εκείνη ακάθεκτη.
«Ακόμη και αν μαγειρέψω εγώ δηλαδή; Ούτε τότε θα μου κάνεις την τιμή;» Πατέρα, έχω εκτίσει και με το παραπάνω την ποινή μου, σταμάτα να με βασανίζεις.
«Λοιπόν δεσποινίς, αφού το θέτεις έτσι, θαρρώ πως η απάντηση για εμένα είναι μονόδρομος» της είπα και την είδα να φωτίζεται.
«Τέλεια!» αναφώνησε ενθουσιασμένη, μα η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα και ύστερα ακόμη ένα, την έκανε να χλομιάσει. «Είναι αυτός…» μονολόγησε και είδα τα μάτια της να βουρκώνουν.
«Τότε γιατί να μην τον καλωσορίσουμε;» της είπα και εκείνη τρέμοντας σχεδόν άνοιξε την πόρτα.
Στο κατώφλι φάνηκε ένας άντρας μεσήλικος, αξύριστος και σχετικά απεριποίητος. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο και στο άλλο μερικά κιτρινισμένα χαρτιά.
«Σε άκουσα τη στιγμή που ερχόσουν» της γρύλισε απειλητικά «Δεν ήξερα βέβαια πως έχεις μαζί σου και παρέα» συνέχισε καρφώνοντας το θολωμένο του βλέμμα πάνω μου. «Θέλω τα λεφτά μου και τα θέλω τώρα!» τσίριξε.
«Σας παρακαλώ, σας εξήγησα πως αυτό το μήνα, τα οικονομικά μου είναι πολύ περιορισμένα, δείξτε λίγη κατανόηση» του απάντησε τρέμοντας, με δάκρυα να κυλούν αργά από τα μάτια της.
«Αδιαφορώ…» της συλλάβισε και πήγε να της πιάσει το μπράτσο.
Τη στιγμή εκείνη, ένιωσα να χάνω τον έλεγχο. Προχώρησα προς την μεριά του με μάτια ολοκόκκινα, τα οποία ευτυχώς εκείνη δεν πρόλαβε να δει. Τον είδα να χλομιάζει και να αφήνει την κοπέλα αργά. Φτάνοντας μπροστά του, τον άρπαξα από τον λαιμό και τον σήκωσα σε τέτοιο βαθμό, που τα πόδια του δεν ακουμπούσαν στο έδαφος. Η Αντέιρα σάστισε και την άκουσα μέσα στην οργή μου να με παρακαλά να μην τον σκοτώσω.
«Αντέιρα, βγες έξω και άφησέ μας μόνους» της είπα αργά τονίζοντας την κάθε μου λέξη.
«Λύαμ…» συνέχισε τρέμοντας «σε παρακαλώ μην τον..»
«Βγες έξω Αντέιρα» επανέλαβα.
Τη στιγμή που μείναμε οι δυο μας, πρόσεξα πως από το στόμα του κυλούσαν σάλια.
«Αυτή ήταν μία μικρή επίδειξη για να καταλάβεις πως αν απλώσεις ξανά χέρι επάνω της, θα σε θάψω ζωντανό στα θεμέλια της πολυκατοικίας.
Τον είδα να τρέμει σύγκορμος, αδυνατώντας να αρθρώσει την οποιαδήποτε κουβέντα.
«Εσύ… Δεν είσαι άνθρωπος. Είσαι κάτι άλλο… Κάτι σκοτεινό, πολύ σκοτεινό» τραύλισε.
«Θεοσκότεινο» συνέχισα ξεκινώντας να υιοθετώ την αληθινή μου μορφή.
Τα μαύρα μου, αγκαθωτά φτερά απλώθηκαν στο δωμάτιο, ενώ με την άκρη του ματιού μου, είδα την Μπουμπού να φεύγει τρέχοντας. Σβέλτη για το μέγεθός της σκέφτηκα και κατόπιν γύρισα απότομα το ζοφερό μου βλέμμα πάνω του. Τον είδα να πέφτει στα γόνατα και να με ικετεύει. «Θα μπορούσα να σε σκοτώσω επιτόπου και κατόπιν να μεταφερθούμε αγκαζέ ως το πρώτο και μεγαλύτερο καζάνι. Εκεί θα σε άλειφαν με πίσσα για γρηγορότερη ανάφλεξη» του είπα διασκεδάζοντάς το.
«Τι θέλεις από εμένα;» ψιθύρισε με κόπο.
«Ω, λίγα πράγματα και καλά. Για αρχή πάρε αυτά» του είπα και του πέταξα στα μούτρα το ποσό του ενοικίου. Από εδώ και πέρα θα περιμένεις στωικά την επόμενη πληρωμή σου από την Αντέιρα. Πρόσεξε γιατί θα σε παρακολουθώ» του γρύλισα και του έκανα νόημα με το κεφάλι μου να πηγαίνει «Την Κόλαση δεν την γλυτώνεις, εκτός και αν εισχωρήσεις στον μοναχισμό, με καθημερινές μετάνοιες» του φώναξα λίγο πριν τον δω να εξαφανίζεται τρέχοντας από την πόρτα, για να έρθει στη θέση του η παράξενη ηλικιωμένη γειτόνισσα και να με πιάσει στα μέσα της μεταμόρφωσής μου.
«Μην μπαίνεις στον κόπο, σε είδα» την άκουσα να λέει σταθερά.
«Και ακόμη να πάθεις ανακοπή;» της απάντησα διασκεδάζοντας με την γενναιότητά της.
«Σε είχα καταλάβει από την προηγούμενη φορά και ας μην μπορούσα να σε δω. Τι θέλεις από την Αντέιρα;» με ρώτησε.
«Γενναία μου κυρία, το ύφος σας μου προκαλεί νευρικότητα» γρύλισα.
«Η Αντέιρα είναι χρυσό κορίτσι με άκουσες καταραμένε;» μου πέταξε. Καταραμένε; Σωστή τοποθέτηση για την περίστασή μας, αν και προσεβλήθη.
«Δεν θέλω το κακό της» απάντησα λακωνικά.
«Μα είσαι το απόλυτο κακό» συνέχισε εκείνη.
«Δεν ήμουν πάντοτε έτσι» φώναξα, δίχως σχεδόν να μπορώ να ελέγξω τις ίδιες μου τις εκφράσεις και είδα το βλέμμα της γυναίκας να αλλάζει. Έμοιαζε σαν να είχε ξαφνιαστεί με την αντίδρασή μου και τα λόγια μου.
«Το ξέρω» είπε τώρα πιο μαλακά η γυναίκα «Ήσουν ο ομορφότερος όλων» Η χρήση του αορίστου, κυριολεκτικά με σκότωνε
«Χαίρομαι που το γνωρίζεις» μουρμούρισα.
«Ίσως όλοι μας να αξίζουμε μία δεύτερη ευκαιρία, αρκεί να το ζητήσουμε μέσα από την καρδιά μας» τελείωσε εκείνη και γυρίζοντάς μου την πλάτη μου είπε,
«Το μυστικό σου δεν κινδυνεύει μαζί μου, αρκεί να είμαι βέβαιη για τις… καλές σου τις προθέσεις Εωσφόρε» τελείωσε και ένα πονηρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της.
Το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο στο σημείο, όπου λίγα λεπτά πριν στεκόταν εκείνη η τόσο παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα. Μου είχε μιλήσει για την δυνατότητα ύπαρξης μίας δεύτερης ευκαιρίας, σαν να ήταν για εμένα το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Ωστόσο, εγώ δεν είχα έρθει στη γη για να ζητήσω ευκαιρίες, αλλά τρόπους για να πάρω πίσω τα κεκτημένα μου.
«Βλέπω γνωριστήκατε με τη γειτόνισσα» άκουσα την ήρεμη φωνή της Αντέιρα «Λύαμ, τι συνέβη με εσένα και εκείνον τον άντρα; Άκουσα φωνές και κατόπιν τον είδα να φεύγει κυριολεκτικά πετώντας» συνέχισε και έχοντας καθίσει βαριά στον καναπέ της, μου είπε ξεφυσώντας : «Ειλικρινά ντρέπομαι τόσο πολύ για όλα. Έγινα ρεζίλι στον ανώτερό μου. Τώρα τι γνώμη θα έχεις σχηματίσει για εμένα; Πως είμαι ίσως μία αλήτισσα που αφήνει απλήρωτο το ενοίκιο και τις υποχρεώσεις της»
Η κουβέντα της είχε σχεδόν καταλήξει σε εσωτερικό μονόλογο. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, την κοίταξα με κατανόηση. Το γαλάζιο μου βλέμμα αγκάλιασε στιγμιαία με κάποια τρυφερότητα την εικόνα της, ενώ δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να βρω τις επόμενες λέξεις μου,
«Εκείνος θα έπρεπε να ντρέπεται για τον τρόπο που σου φέρθηκε. Σου ορκίζομαι πως θα το πληρώσει ακριβά μετά θάνατον» μου ξέφυγε.
«Ώστε, πιστεύεις στην μεταθανάτια τιμωρία;» ρώτησε με ενδιαφέρον. Για την ακρίβεια, αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μου εδώ και εκατομμύρια αιώνες.
«Πιστεύω» απάντησα μονολεκτικά.
«Και στην Κόλαση και στον Παράδεισο;»
«Πείνασα δεσποινίς» αναφώνησα στην ύστατη προσπάθεια μου να σταματήσω τον καταιγισμό ακατάλληλων ερωτήσεων.
«Συγγνώμη, τα ετοιμάζω όλα αμέσως» μου είπε.
Πήγαινε ευλογημένη, γιατί μας τάραξες είχες δεν είχες.
Όση ώρα μαγείρευε, χωμένη στον μικρόκοσμο της κουζίνας της, εγώ την παρατηρούσα. Παρατηρούσα τις ανάλαφρες κινήσεις της, το σιγανό της τραγούδι που συνόδευε κάθε ανακάτεμα του φαγητού, την ξεγνοιασιά της. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Ναι, γιατί η ευτυχία της οφείλεται σε εσένα και στο κατόρθωμά σου να την σώσεις από τα νύχια αυτού του αλήτη. Άρα, βρίσκεσαι στον ίσιο δρόμο του αρχικού σου σχεδίου. Συνέχισε έτσι προσπάθησε να πει η εσωτερική μου φωνή, ωστόσο αυτή τη φορά δεν ακουγόταν καθαρή, αλλά ραγισμένη. Η αλήθεια ένιωθα να με καταβροχθίζει το ίδιο μου το σχέδιο. Ένιωθα να περνάνε από το μυαλό μου κολασμένες σκέψεις, όπως για παράδειγμα η προσπάθειά μου να θυμηθώ πώς έμοιαζα πριν την Πτώση μου και πώς ο ουράνιος άνεμος παράσερνε ανάλαφρα τα μαλλιά μου στο χρώμα του σταχιού και όχι της μαύρης πίσσας.
Ευτυχώς η φωνή της με έβγαλε από τις απαγορευμένες σκέψεις.
«Τι σκεφτόσουν;» Για να με ρίξει εκ νέου στον Κεάδα των ακατάλληλων ερωταπαντήσεων «Φαινόσουν πάντως πολύ ευτυχισμένος» συνέχισε εκείνη.
«Φυσικά δεσποινίς. Είχα το νου μου στο φαγητό που μαγειρεύατε» βρήκα αμέσως την απάντηση.
«Τα έχω όλα έτοιμα, μπορείτε να καθίσετε» μου είπε και μαζί βρεθήκαμε να τρώμε, με εμένα να κοιτάζω το φαγητό κάπως αμήχανα στην αρχή.
«Μην ανησυχείς. Το κοτόπουλο είναι καλά ψημένο αποκλείεται να πετάξει» μου είπε παρατηρώντας το βλέμμα του τρόμου με το οποίο κοιτούσα το πιάτο μου.
«Δεν είχα καμία αμφιβολία γι’ αυτό δεσποινίς» απάντησα και δίχως να το σκεφτώ δεύτερη φορά, έκοψα ένα κομμάτι και το έβαλα στο στόμα μου, κάπως αφύσικα για τα δεδομένα των ανθρώπων.
Η γεύση του πλημμύρισε μέχρι και το μυαλό μου. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και ομολογώ πως οι θνητοί είχαν αρχίσει να με εκπλήσσουν.
«Λοιπόν;» ρώτησε εκείνη.
Για λίγο δίστασα, ψάχνοντας να βρω την κατάλληλη λέξη για να το χαρακτηρίσω.
«Απίθανο» είπα στο τέλος και βαλθήκαμε να γελάμε. Μα τα μύρια δαιμόνια, είχα αρχίσει να χάνω τον εαυτό μου. Γελούσα. Αυτό ήταν απαράδεκτο. Δεν είχα γελάσει ποτέ στη ζωή μου, μήτε σαν Αρχάγγελος, μήτε σαν δαίμονας. Ήμουν πάντοτε σοβαρός και μετρημένος. Έπρεπε να φύγω άμεσα. Αυτή η θνητή μου έβγαζε στην επιφάνεια κάτι που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά. Την αίσθηση του γέλιου, που για δευτερόλεπτα σου πάγωνε κάθε αρνητική σκέψη, κάθε άσχημο συναίσθημα. Φύγε να σωθείς… σκέφτηκα και μόλις κατάφερα να καταπιώ λαίμαργα και την τελευταία μου μπουκιά, σηκώθηκα απότομα πάνω.
«Πρέπει να φύγω. Σε ευχαριστώ για το γεύμα, μα έχω να τελειώσω μία δουλειά» της είπα και την είδα να χάνει το χαμόγελό της.
«Τελικά ο κύριος Μίλερ σε στοιχειώνει και τα βράδια» μου είπε προσπαθώντας να σπάσει την μεταξύ μας αμηχανία. Και να ήταν μονάχα εκείνος μονολόγησα.
«Η θέση μου είναι υψηλή και απαιτεί θυσίες» συνέχισα με τις απότομες απαντήσεις. Και πειθαρχία την οποία δεν δείχνεις τώρα τελευταία
«Καλώς, μη σε καθυστερώ» απάντησε και με συνόδεψε ως το κατώφλι της πόρτας της. «Πέρασα πολύ όμορφα απόψε. Τελικά όταν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο, εκείνες τις ελάχιστες στιγμές, μεταμορφώνεσαι» Αυτό φοβάμαι και εγώ. Το θέμα είναι σε τι μεταμορφώνομαι.
«Καληνύχτα» της είπα μονολεκτικά και τότε, μπροστά στα μάτια μου, συντελέστηκε ένα γυναικείο έγκλημα. Με αγκάλιασε. Για την ακρίβεια, με σφιχταγκάλιασε και εμένα τα χέρια μου έμειναν να αιωρούνται σαν τα πλοκάμια ενός χταποδιού, μέχρι που το ένα μου χέρι κινήθηκε τελικά πολύ αργά προς την πλάτη της. Το άλλο έμεινε ασφαλές και μετέωρο.
«Σε ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες και σου ζητώ ξανά συγγνώμη» μου είπε.
«Να μην ζητάς» τελείωσα και κίνησα να φύγω απελευθερωμένος από τις γυναικείες δαγκάνες.
«Λύαμ!» μου φώναξε και γύρισα το κεφάλι μου απότομα. «Είσαι όμορφος όταν χαμογελάς» τελείωσε και εγώ κάνοντας έναν μορφασμό χαμόγελου, έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Η καταιγίδα δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό, μουσκεύοντας τα μαύρα μου μαλλιά. Ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται, καθώς για πρώτη φορά, μετά από πολλούς αιώνες, ερχόμουν αντιμέτωπος με πρωτόγνωρα συναισθήματα. Για κάποιον λόγο, βαθιά μέσα μου πίστευα πως δεν μου άξιζαν. Πως ήμουν τόσο σάπιος εσωτερικά και εξωτερικά που κυριολεκτικά δεν είχα καμία σωτηρία. Ένιωθα παραίτηση, ωστόσο το σχέδιό μου να καταλάβω τον Παράδεισο, με έβγαζε από το ψυχολογικό μου αδιέξοδο. Έπρεπε να παραμείνω συγκεντρωμένος σε αυτόν και μόνο τον στόχο. Η Αντέιρα ήταν το κλειδί της επιτυχίας μου και το γνώριζα. Ωστόσο, η επαφή μαζί της ήταν επίπονη και το γνώριζα, όπως γνώριζα με βεβαιότητα πως σε κάθε πόλεμο θα υπήρχαν αναγκαστικά τραυματισμοί και απώλειες.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
«Γιατί Θεέ μου; Τώρα βρήκε;» την άκουσα να αναρωτιέται. Πρώτον, σταμάτα να επικαλείσαι τον Πατέρα για τόσο ασήμαντα πράγματα και δεύτερον είναι σοβαρή παραπληροφόρηση, το γεγονός πως ευθύνεται για τα καιρικά φαινόμενα.
Μέχρι να φθάσουμε σπίτι της, είχαμε γίνει στην κυριολεξία μούσκεμα, σαν να είχαμε πέσει με κατακόρυφο από τη γέφυρα του Μπρούκλιν κατευθείαν στη θάλασσα. Μόλις άνοιξε την πόρτα, την υποδέχτηκε ο μαλλιαρός της συγκάτοικος, ο οποίος διόλου δε φάνηκε να το διασκεδάζει με την αίσθηση του νερού.
Σου έκανα την χάρη να με δεις αυτή τη φορά μουρμούρισα απευθυνόμενος στην μικροσκοπική έκδοση του Κέρβερου.
«Θα ήθελες κάτι να φας;» με ρώτησε.
«Σε ευχαριστώ, μα δεν πεινάω» απάντησα πάλι λακωνικά.
«Η αλήθεια δεν σε είδα ποτέ μου να τρως» συνέχισε εκείνη βαδίζοντας εν αγνοία της σε αχαρτογράφητα νερά.
«Κάνω διατροφή δεσποινίς» απάντησα ξανά, αλλά εκείνη ακάθεκτη.
«Ακόμη και αν μαγειρέψω εγώ δηλαδή; Ούτε τότε θα μου κάνεις την τιμή;» Πατέρα, έχω εκτίσει και με το παραπάνω την ποινή μου, σταμάτα να με βασανίζεις.
«Λοιπόν δεσποινίς, αφού το θέτεις έτσι, θαρρώ πως η απάντηση για εμένα είναι μονόδρομος» της είπα και την είδα να φωτίζεται.
«Τέλεια!» αναφώνησε ενθουσιασμένη, μα η χαρά της δεν κράτησε πολύ. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα και ύστερα ακόμη ένα, την έκανε να χλομιάσει. «Είναι αυτός…» μονολόγησε και είδα τα μάτια της να βουρκώνουν.
«Τότε γιατί να μην τον καλωσορίσουμε;» της είπα και εκείνη τρέμοντας σχεδόν άνοιξε την πόρτα.
Στο κατώφλι φάνηκε ένας άντρας μεσήλικος, αξύριστος και σχετικά απεριποίητος. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο και στο άλλο μερικά κιτρινισμένα χαρτιά.
«Σε άκουσα τη στιγμή που ερχόσουν» της γρύλισε απειλητικά «Δεν ήξερα βέβαια πως έχεις μαζί σου και παρέα» συνέχισε καρφώνοντας το θολωμένο του βλέμμα πάνω μου. «Θέλω τα λεφτά μου και τα θέλω τώρα!» τσίριξε.
«Σας παρακαλώ, σας εξήγησα πως αυτό το μήνα, τα οικονομικά μου είναι πολύ περιορισμένα, δείξτε λίγη κατανόηση» του απάντησε τρέμοντας, με δάκρυα να κυλούν αργά από τα μάτια της.
«Αδιαφορώ…» της συλλάβισε και πήγε να της πιάσει το μπράτσο.
Τη στιγμή εκείνη, ένιωσα να χάνω τον έλεγχο. Προχώρησα προς την μεριά του με μάτια ολοκόκκινα, τα οποία ευτυχώς εκείνη δεν πρόλαβε να δει. Τον είδα να χλομιάζει και να αφήνει την κοπέλα αργά. Φτάνοντας μπροστά του, τον άρπαξα από τον λαιμό και τον σήκωσα σε τέτοιο βαθμό, που τα πόδια του δεν ακουμπούσαν στο έδαφος. Η Αντέιρα σάστισε και την άκουσα μέσα στην οργή μου να με παρακαλά να μην τον σκοτώσω.
«Αντέιρα, βγες έξω και άφησέ μας μόνους» της είπα αργά τονίζοντας την κάθε μου λέξη.
«Λύαμ…» συνέχισε τρέμοντας «σε παρακαλώ μην τον..»
«Βγες έξω Αντέιρα» επανέλαβα.
Τη στιγμή που μείναμε οι δυο μας, πρόσεξα πως από το στόμα του κυλούσαν σάλια.
«Αυτή ήταν μία μικρή επίδειξη για να καταλάβεις πως αν απλώσεις ξανά χέρι επάνω της, θα σε θάψω ζωντανό στα θεμέλια της πολυκατοικίας.
Τον είδα να τρέμει σύγκορμος, αδυνατώντας να αρθρώσει την οποιαδήποτε κουβέντα.
«Εσύ… Δεν είσαι άνθρωπος. Είσαι κάτι άλλο… Κάτι σκοτεινό, πολύ σκοτεινό» τραύλισε.
«Θεοσκότεινο» συνέχισα ξεκινώντας να υιοθετώ την αληθινή μου μορφή.
Τα μαύρα μου, αγκαθωτά φτερά απλώθηκαν στο δωμάτιο, ενώ με την άκρη του ματιού μου, είδα την Μπουμπού να φεύγει τρέχοντας. Σβέλτη για το μέγεθός της σκέφτηκα και κατόπιν γύρισα απότομα το ζοφερό μου βλέμμα πάνω του. Τον είδα να πέφτει στα γόνατα και να με ικετεύει. «Θα μπορούσα να σε σκοτώσω επιτόπου και κατόπιν να μεταφερθούμε αγκαζέ ως το πρώτο και μεγαλύτερο καζάνι. Εκεί θα σε άλειφαν με πίσσα για γρηγορότερη ανάφλεξη» του είπα διασκεδάζοντάς το.
«Τι θέλεις από εμένα;» ψιθύρισε με κόπο.
«Ω, λίγα πράγματα και καλά. Για αρχή πάρε αυτά» του είπα και του πέταξα στα μούτρα το ποσό του ενοικίου. Από εδώ και πέρα θα περιμένεις στωικά την επόμενη πληρωμή σου από την Αντέιρα. Πρόσεξε γιατί θα σε παρακολουθώ» του γρύλισα και του έκανα νόημα με το κεφάλι μου να πηγαίνει «Την Κόλαση δεν την γλυτώνεις, εκτός και αν εισχωρήσεις στον μοναχισμό, με καθημερινές μετάνοιες» του φώναξα λίγο πριν τον δω να εξαφανίζεται τρέχοντας από την πόρτα, για να έρθει στη θέση του η παράξενη ηλικιωμένη γειτόνισσα και να με πιάσει στα μέσα της μεταμόρφωσής μου.
«Μην μπαίνεις στον κόπο, σε είδα» την άκουσα να λέει σταθερά.
«Και ακόμη να πάθεις ανακοπή;» της απάντησα διασκεδάζοντας με την γενναιότητά της.
«Σε είχα καταλάβει από την προηγούμενη φορά και ας μην μπορούσα να σε δω. Τι θέλεις από την Αντέιρα;» με ρώτησε.
«Γενναία μου κυρία, το ύφος σας μου προκαλεί νευρικότητα» γρύλισα.
«Η Αντέιρα είναι χρυσό κορίτσι με άκουσες καταραμένε;» μου πέταξε. Καταραμένε; Σωστή τοποθέτηση για την περίστασή μας, αν και προσεβλήθη.
«Δεν θέλω το κακό της» απάντησα λακωνικά.
«Μα είσαι το απόλυτο κακό» συνέχισε εκείνη.
«Δεν ήμουν πάντοτε έτσι» φώναξα, δίχως σχεδόν να μπορώ να ελέγξω τις ίδιες μου τις εκφράσεις και είδα το βλέμμα της γυναίκας να αλλάζει. Έμοιαζε σαν να είχε ξαφνιαστεί με την αντίδρασή μου και τα λόγια μου.
«Το ξέρω» είπε τώρα πιο μαλακά η γυναίκα «Ήσουν ο ομορφότερος όλων» Η χρήση του αορίστου, κυριολεκτικά με σκότωνε
«Χαίρομαι που το γνωρίζεις» μουρμούρισα.
«Ίσως όλοι μας να αξίζουμε μία δεύτερη ευκαιρία, αρκεί να το ζητήσουμε μέσα από την καρδιά μας» τελείωσε εκείνη και γυρίζοντάς μου την πλάτη μου είπε,
«Το μυστικό σου δεν κινδυνεύει μαζί μου, αρκεί να είμαι βέβαιη για τις… καλές σου τις προθέσεις Εωσφόρε» τελείωσε και ένα πονηρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της.
Το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο στο σημείο, όπου λίγα λεπτά πριν στεκόταν εκείνη η τόσο παράξενη ηλικιωμένη γυναίκα. Μου είχε μιλήσει για την δυνατότητα ύπαρξης μίας δεύτερης ευκαιρίας, σαν να ήταν για εμένα το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου. Ωστόσο, εγώ δεν είχα έρθει στη γη για να ζητήσω ευκαιρίες, αλλά τρόπους για να πάρω πίσω τα κεκτημένα μου.
«Βλέπω γνωριστήκατε με τη γειτόνισσα» άκουσα την ήρεμη φωνή της Αντέιρα «Λύαμ, τι συνέβη με εσένα και εκείνον τον άντρα; Άκουσα φωνές και κατόπιν τον είδα να φεύγει κυριολεκτικά πετώντας» συνέχισε και έχοντας καθίσει βαριά στον καναπέ της, μου είπε ξεφυσώντας : «Ειλικρινά ντρέπομαι τόσο πολύ για όλα. Έγινα ρεζίλι στον ανώτερό μου. Τώρα τι γνώμη θα έχεις σχηματίσει για εμένα; Πως είμαι ίσως μία αλήτισσα που αφήνει απλήρωτο το ενοίκιο και τις υποχρεώσεις της»
Η κουβέντα της είχε σχεδόν καταλήξει σε εσωτερικό μονόλογο. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, την κοίταξα με κατανόηση. Το γαλάζιο μου βλέμμα αγκάλιασε στιγμιαία με κάποια τρυφερότητα την εικόνα της, ενώ δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να βρω τις επόμενες λέξεις μου,
«Εκείνος θα έπρεπε να ντρέπεται για τον τρόπο που σου φέρθηκε. Σου ορκίζομαι πως θα το πληρώσει ακριβά μετά θάνατον» μου ξέφυγε.
«Ώστε, πιστεύεις στην μεταθανάτια τιμωρία;» ρώτησε με ενδιαφέρον. Για την ακρίβεια, αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μου εδώ και εκατομμύρια αιώνες.
«Πιστεύω» απάντησα μονολεκτικά.
«Και στην Κόλαση και στον Παράδεισο;»
«Πείνασα δεσποινίς» αναφώνησα στην ύστατη προσπάθεια μου να σταματήσω τον καταιγισμό ακατάλληλων ερωτήσεων.
«Συγγνώμη, τα ετοιμάζω όλα αμέσως» μου είπε.
Πήγαινε ευλογημένη, γιατί μας τάραξες είχες δεν είχες.
Όση ώρα μαγείρευε, χωμένη στον μικρόκοσμο της κουζίνας της, εγώ την παρατηρούσα. Παρατηρούσα τις ανάλαφρες κινήσεις της, το σιγανό της τραγούδι που συνόδευε κάθε ανακάτεμα του φαγητού, την ξεγνοιασιά της. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα. Ναι, γιατί η ευτυχία της οφείλεται σε εσένα και στο κατόρθωμά σου να την σώσεις από τα νύχια αυτού του αλήτη. Άρα, βρίσκεσαι στον ίσιο δρόμο του αρχικού σου σχεδίου. Συνέχισε έτσι προσπάθησε να πει η εσωτερική μου φωνή, ωστόσο αυτή τη φορά δεν ακουγόταν καθαρή, αλλά ραγισμένη. Η αλήθεια ένιωθα να με καταβροχθίζει το ίδιο μου το σχέδιο. Ένιωθα να περνάνε από το μυαλό μου κολασμένες σκέψεις, όπως για παράδειγμα η προσπάθειά μου να θυμηθώ πώς έμοιαζα πριν την Πτώση μου και πώς ο ουράνιος άνεμος παράσερνε ανάλαφρα τα μαλλιά μου στο χρώμα του σταχιού και όχι της μαύρης πίσσας.
Ευτυχώς η φωνή της με έβγαλε από τις απαγορευμένες σκέψεις.
«Τι σκεφτόσουν;» Για να με ρίξει εκ νέου στον Κεάδα των ακατάλληλων ερωταπαντήσεων «Φαινόσουν πάντως πολύ ευτυχισμένος» συνέχισε εκείνη.
«Φυσικά δεσποινίς. Είχα το νου μου στο φαγητό που μαγειρεύατε» βρήκα αμέσως την απάντηση.
«Τα έχω όλα έτοιμα, μπορείτε να καθίσετε» μου είπε και μαζί βρεθήκαμε να τρώμε, με εμένα να κοιτάζω το φαγητό κάπως αμήχανα στην αρχή.
«Μην ανησυχείς. Το κοτόπουλο είναι καλά ψημένο αποκλείεται να πετάξει» μου είπε παρατηρώντας το βλέμμα του τρόμου με το οποίο κοιτούσα το πιάτο μου.
«Δεν είχα καμία αμφιβολία γι’ αυτό δεσποινίς» απάντησα και δίχως να το σκεφτώ δεύτερη φορά, έκοψα ένα κομμάτι και το έβαλα στο στόμα μου, κάπως αφύσικα για τα δεδομένα των ανθρώπων.
Η γεύση του πλημμύρισε μέχρι και το μυαλό μου. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και ομολογώ πως οι θνητοί είχαν αρχίσει να με εκπλήσσουν.
«Λοιπόν;» ρώτησε εκείνη.
Για λίγο δίστασα, ψάχνοντας να βρω την κατάλληλη λέξη για να το χαρακτηρίσω.
«Απίθανο» είπα στο τέλος και βαλθήκαμε να γελάμε. Μα τα μύρια δαιμόνια, είχα αρχίσει να χάνω τον εαυτό μου. Γελούσα. Αυτό ήταν απαράδεκτο. Δεν είχα γελάσει ποτέ στη ζωή μου, μήτε σαν Αρχάγγελος, μήτε σαν δαίμονας. Ήμουν πάντοτε σοβαρός και μετρημένος. Έπρεπε να φύγω άμεσα. Αυτή η θνητή μου έβγαζε στην επιφάνεια κάτι που δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά. Την αίσθηση του γέλιου, που για δευτερόλεπτα σου πάγωνε κάθε αρνητική σκέψη, κάθε άσχημο συναίσθημα. Φύγε να σωθείς… σκέφτηκα και μόλις κατάφερα να καταπιώ λαίμαργα και την τελευταία μου μπουκιά, σηκώθηκα απότομα πάνω.
«Πρέπει να φύγω. Σε ευχαριστώ για το γεύμα, μα έχω να τελειώσω μία δουλειά» της είπα και την είδα να χάνει το χαμόγελό της.
«Τελικά ο κύριος Μίλερ σε στοιχειώνει και τα βράδια» μου είπε προσπαθώντας να σπάσει την μεταξύ μας αμηχανία. Και να ήταν μονάχα εκείνος μονολόγησα.
«Η θέση μου είναι υψηλή και απαιτεί θυσίες» συνέχισα με τις απότομες απαντήσεις. Και πειθαρχία την οποία δεν δείχνεις τώρα τελευταία
«Καλώς, μη σε καθυστερώ» απάντησε και με συνόδεψε ως το κατώφλι της πόρτας της. «Πέρασα πολύ όμορφα απόψε. Τελικά όταν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο, εκείνες τις ελάχιστες στιγμές, μεταμορφώνεσαι» Αυτό φοβάμαι και εγώ. Το θέμα είναι σε τι μεταμορφώνομαι.
«Καληνύχτα» της είπα μονολεκτικά και τότε, μπροστά στα μάτια μου, συντελέστηκε ένα γυναικείο έγκλημα. Με αγκάλιασε. Για την ακρίβεια, με σφιχταγκάλιασε και εμένα τα χέρια μου έμειναν να αιωρούνται σαν τα πλοκάμια ενός χταποδιού, μέχρι που το ένα μου χέρι κινήθηκε τελικά πολύ αργά προς την πλάτη της. Το άλλο έμεινε ασφαλές και μετέωρο.
«Σε ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες και σου ζητώ ξανά συγγνώμη» μου είπε.
«Να μην ζητάς» τελείωσα και κίνησα να φύγω απελευθερωμένος από τις γυναικείες δαγκάνες.
«Λύαμ!» μου φώναξε και γύρισα το κεφάλι μου απότομα. «Είσαι όμορφος όταν χαμογελάς» τελείωσε και εγώ κάνοντας έναν μορφασμό χαμόγελου, έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Η καταιγίδα δεν είχε σταματήσει ούτε λεπτό, μουσκεύοντας τα μαύρα μου μαλλιά. Ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται, καθώς για πρώτη φορά, μετά από πολλούς αιώνες, ερχόμουν αντιμέτωπος με πρωτόγνωρα συναισθήματα. Για κάποιον λόγο, βαθιά μέσα μου πίστευα πως δεν μου άξιζαν. Πως ήμουν τόσο σάπιος εσωτερικά και εξωτερικά που κυριολεκτικά δεν είχα καμία σωτηρία. Ένιωθα παραίτηση, ωστόσο το σχέδιό μου να καταλάβω τον Παράδεισο, με έβγαζε από το ψυχολογικό μου αδιέξοδο. Έπρεπε να παραμείνω συγκεντρωμένος σε αυτόν και μόνο τον στόχο. Η Αντέιρα ήταν το κλειδί της επιτυχίας μου και το γνώριζα. Ωστόσο, η επαφή μαζί της ήταν επίπονη και το γνώριζα, όπως γνώριζα με βεβαιότητα πως σε κάθε πόλεμο θα υπήρχαν αναγκαστικά τραυματισμοί και απώλειες.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη