~ΚΟΛΑΣΗ
Ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά σε αυτή τη διάσταση. Ο Ασμοδαίος στεκόταν στο μέρος όπου κάποτε βρισκόταν παγιδευμένος ο Αφέντης. Στο τελευταίο επίπεδο, μέσα σε ένα κλουβί φτιαγμένο με την αγγελική δύναμη του Μιχαήλ. Ωστόσο, είχαν πάρει την απόφαση για την τελική του απελευθέρωση, αφήνοντάς τον να κυβερνά την Κόλαση, τον τόπο βασανιστηρίων, όχι μονάχα των ανθρώπινων ψυχών, αλλά και της δικής του. Ο ανώτερος δαίμονας, πέρασε μπροστά από τον τόπο βασανισμού των βιαστικών και αγενών ψυχών, που δεν ήταν άλλος από ατελείωτες ουρές, στις οποίες οι ψυχές έστεκαν μερόνυχτα, αιώνες τώρα. Αφού τις προσπέρασε χλευάζοντάς τες, φώναξε τον Αζαζήλ, το δικό του αντίστοιχο δεξί χέρι και δεύτερο κατά σειρά πρίγκιπα της Κόλασης, όπως ήταν και ο Αλάστορας για τον Εωσφόρο. Οι δυό τους μπήκαν στον προσωπικό χώρο του Ασμοδαίου και εκείνος με μία κίνηση του χεριού του, έκλεισε απότομα την τεράστια, πέτρινη πόρτα.
«Σε ακούω» του είπε κοφτά ο Αζαζήλ που μισούσε να τον διακόπτουν την ώρα της εκτέλεσης των καθηκόντων του.
«Θα σου κάνω μία πρόταση γιατί σε εμπιστεύομαι» του απάντησε ο Ασμοδαίος και ο δαίμονας έδειξε τα κοφτερά του δόντια. «Όταν γίνω εγώ ο Άρχοντας της Κόλασης, γιατί θα γίνω, θα ήθελες να αναλάβεις στο πλευρό μου;»
Ο Αζαζήλ χλόμιασε.
«Κανείς δεν μπορεί να ρίξει τον Εωσφόρο, μη γίνεσαι ανόητος και σε τρώει η υπερηφάνεια. Εκείνος έχει το κλειδί» του απάντησε.
«Μα, δεν θα τον ρίξω εγώ αγαπητέ. Μονάχα μερικές σπρωξιές θα του δώσω» συνέχισε ο Ασμοδαίος κρυφογελώντας.
«Ο σκοπός αδερφέ, είναι να εγκαταλείψουμε την Κόλαση. Αυτό εδώ δεν είναι το βασίλειό μας, αλλά η τιμωρία μας και ο Εωσφόρος υποσχέθηκε πως θα μας βγάλει από εδώ, με βάση το σχέδιό του να υποδυθεί τον καλό, ώστε οι φωτεινοί μας αδερφοί να τον καλέσουν για μία πρώτη ανάκριση στον Παράδεισο» πρόφερε ο Αζαζήλ.
«Το πρόβλημα αγαπητέ είναι πως μας πρόδωσε. Ο Εωσφόρος έχει πάψει να υποδύεται και είναι έτοιμος να κατρακυλήσει σε ένα αμάρτημα που θα τον στείλει με μαθηματική ακρίβεια πίσω στο κλουβί του αιώνια. Είναι έτοιμος να συνάψει σχέση με άνθρωπο» του είπε και ο Αζαζήλ έχασε το χρώμα του.
«Αυτό δεν γίνεται. Οι Άγγελοι και οι Δαίμονες απαγορεύεται να συνάπτουν σχέσεις ερωτικές με ανθρώπους»
«Το γνωρίζω. Στην προσπάθειά του να γίνει αξιολάτρευτος, είναι έτοιμος να διαπράξει το μεγαλύτερο αμάρτημα. Μετά, αφού τιμωρηθεί, θα μπορώ να του κλέψω το κλειδί που κρατά, προκειμένου εμείς όλοι να ξεχυθούμε και στην γη, εκτός φυσικά από τον Παράδεισο. Τουτέστιν, θα επικρατήσουμε παντού και εσύ θα στέκεις δίπλα μου σε έναν καθωσπρέπει θρόνο και όχι αυτή τη σορό από τούβλα που ο μεγάλος αδερφός αποκαλεί θρόνο. Μιλάω για αληθινό θρόνο» τελείωσε και ο Αζαζήλ γέλασε στριγκά.
«Είμαι έτοιμος. Ας αρχίσουν να κινούνται τα πιόνια»
Πίσω από την πέτρινη πόρτα, ξεροστάλιαζε ο Αλάστορας, ο οποίος είχε εμποδίσει το φτέρνισμα τρείς φορές, προκειμένου να μην προδοθεί. Άκουγε προσεχτικά τα λόγια του Ασμοδαίου, όχι δηλαδή πως περίμενε και τίποτε καλύτερο από τον δαίμονα της λαγνείας. Είχε παρασύρει πολλούς ανθρώπους σε αυτό το αμάρτημα, αλλά πώς ήταν δυνατόν να παρασύρει και τον Αφέντη; Απεχθανόταν τόσο το θνητό τους είδος, όσο και την οποιαδήποτε σωματική επαφή. Αφήνοντας πίσω του την αίθουσα των τεσσάρων πριγκίπων της Κολάσεως, μπήκε στο δωμάτιο του Εωσφόρου για να σκεφτεί με την ησυχία του. Τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα πως έπρεπε να μλήσει ο ίδιος μαζί του και μάλιστα άμεσα. Δυστυχώς τόσο σε εκείνον, όσο και στους υπόλοιπους κατώτερους δαίμονες, απαγορευόταν να κινούνται οπουδήποτε, εκτός αν βρισκόταν στο πλάϊ τους κάποιος ανώτερος. Έτσι και εκείνος, θα μεταφερόταν κατευθείαν στο σημείο που βρισκόταν και ο Αφέντης του.
Βγήκε για λίγο από το κενό, σκοτεινό δωμάτιο και κατευθύνθηκε στους χώρους των διαφόρων βασανιστηρίων, όπου είδε τα τάγματα των δαιμόνων να σιγοψιθυρίζουν μεταξύ τους.
«Τι κοιτάτε εσείς; Πίσω στις δουλειές σας» τους φώναξε και τα δύσμορφα πλάσματα σώπασαν μουγκρίζοντας.
Τότε, είδε τον Ασμοδαίο να περνά από μπροστά του, έτοιμος να τον φτύσει.
«Πες στον Αφέντη σου» του είπε τονίζοντας το σου, Πως οι στιγμές ευτυχίας του δεν θα κρατήσουν και πολύ. Ίσως μερικές ημέρες ακόμη. Ξέχασε τον λόγο που επαναστάτησε και αυτήν την προδοσία δεν θα του την συγχωρήσω ποτέ. Σύντομα θα τον μισήσουν όλοι και δεν θα έχει τα μούτρα να πατήσει ξανά το πόδι του εδώ»
«Πρόσεχε πώς μιλάς για εκείνον, στο είπα και την προηγούμενη φορά» του πέταξε ο Αλάστορας.
«Αν νομίζεις πως σε εμπιστεύεται απόλυτα, πλανάσαι πλάνην οικτρά. Μην έχεις αυταπάτες, γνωρίζεις πως πάντοτε ενεργούσε σύμφωνα με το συμφέρον του και το ίδιο θα κάνει και τώρα. Η αλαζονεία και η υπερηφάνεια τον έριξαν και αυτές θα τον ρίξουν για άλλη μία φορά. Έχεις αρκετό χρόνο για να το σκεφτείς να έρθεις μαζί μου και με όλα τα αδέρφια σου. Σου υπόσχομαι πως την ημέρα που θα εγκαταλείπουμε αυτό το φριχτό μέρος και θα κερδίζουμε τον Μιχαήλ και τους ομοίους του, εσύ θα στέκεις τιμητικά δίπλα μου» τελείωσε ο Ασμοδαίος και τον έσπρωξε επιδεικτικά για να περάσει.
~ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Το βράδυ με βρήκε να περιφέρομαι σαν την άδικη κατάρα στους υγρούς δρόμους της μεγαλούπολης. Ευτυχώς η καταιγίδα είχε σταματήσει και τότε βρέθηκα μπροστά σε ένα σύνηθες θέαμα για τα δεδομένα των ανθρώπων. Μία ληστεία. Έτριψα τα χέρια μου πρόσχαρα και αφού κρύφτηκα από την ανθρώπινη όραση, στάθηκα δίπλα στους ληστές που ήταν έτοιμοι να ανοίξουν ένα μαγαζί. Αξίζει τον κόπο ψιθύρισα μέσα στη συνείδησή τους και τους είδα να ξαφνιάζονται. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αρχικά με τρόμο, αλλά έπειτα επικεντρώθηκαν ξανά στον στόχο τους με τον έναν να σφίγγει ένα λοστό στα χέρια του. Ω, πόσο μου έμοιαζαν. Η τρέλα και η κακία απεικονιζόταν στο βλέμμα τους και εγώ γουργούριζα ευχαριστημένος.
Άξαφνα, το μυαλό μου πάγωσε σε μία εικόνα. Στην εικόνα της Αντέιρα να τρέχει ξωπίσω μου φωνάζοντας «είσαι όμορφος όταν χαμογελάς». Στην δήλωσή της δεν υπήρχε ίχνος ψέματος. Ήταν ίσως το μοναδικό πλάσμα που μου είχε κάνει κομπλιμέντο και το εννοούσε. Αν λοιπόν αυτοί οι ληστές την επισκέπτονταν; Γιατί όσο τριγυρνούσαν ελεύθεροι, υπήρχαν πολλές πιθανότητες να χτυπούσαν και την δική της πόρτα. Και αν πάθαινε κακό, εγώ θα έχανα το εισιτήριο για τον Παράδεισο. Έπρεπε να δράσω άμεσα. Τη στιγμή που ο ένας ληστής προσπαθούσε να απενεργοποιήσει τον εξωτερικό συναγερμό, εγώ τον έσπρωξα με δύναμη στην τζαμαρία του κοσμηματοπωλείου, με αποτέλεσμα ο συναγερμός ξεκίνησε να χτυπά. Τη στιγμή που πήγαν να φύγουν, εμφανίστηκα μπροστά τους με την ανθρώπινη όψη μου.
«Φύγε από την μέση!» μου φώναξε ο ένας, αλλά εγώ τον άρπαξα και με μία κίνηση τον πέταξα με φόρα στον τοίχο, με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις του.
Ο άλλος τρομοκρατημένος, έτρεχε μέσα στο σκοτάδι, ωστόσο για εμένα αρκούσαν μερικές δρασκελιές μέχρι να τον φθάσω.
«Σε παρακαλώ άφησέ με να φύγω» με ικέτεψε. Ω, αγαπούσα τους ικέτες αλλά με είχαν κουράσει αφάνταστα.
«Έχεις τελειώσει» του είπα και με μία κίνηση του χεριού μου, το κεφάλι του βρέθηκε να χτυπά στην άσφαλτο.
Τότε άκουσα τη σειρήνα της αστυνομίας και δίχως να ρίξω δεύτερη ματιά στον αιμόφυρτο άντρα, εξαφανίστηκα μέσα στο σκοτάδι.
Την επομένη, εγώ και η βοηθός μου παριστάναμε τους γνωστούς – άγνωστους. Γνωστοί στη δουλειά και σε ό,τι αφορούσε τη λογιστική, άγνωστοι ως προς όλα όσα είχαμε ζήσει έξω από ετούτη την αίθουσα. Δεν με κοιτούσε και δεν την κοιτούσα, καλά ίσως την λοξοκοιτούσα, αλλά σε γενικές γραμμές ανταλλάσσαμε μεταξύ μας μονάχα τις απαραίτητες κουβέντες. Στο γραφείο μου μπήκε φουριόζα, ως συνήθως, η δεσποινίδα Μουρ, γνωστή και με το μικρό της όνομα ως Κάιλα. Στο ένα της χέρι κρατούσε έναν κίτρινο φάκελο με τιμολόγια και στο άλλο ένα ποτήρι νερό, το οποίο πολύ θα ήθελε να μου το έχυνε μία ημέρα στα μούτρα και διόλου την αδικούσα, καθώς εκτός από μισάνθρωπος, ήμουν και πολύ απότομος μαζί της.
«Αυτά είναι για εσάς» μου είπε κοφτά και εκείνη ακριβώς τη στιγμή, γυρίσαμε και οι δύο να κοιτάξουμε έναν νεαρό, με σγουρά μαλλιά και όμορφα χαρακτηριστικά που κατευθύνθηκε απευθείας στο γραφείο της Αντέιρα. Η Κάιλα κατάπιε με δυσκολία μία γουλιά νερό, ενώ εγώ την κοιτούσα με μάτια που καθρέπτιζαν τη δίψα για κουτσομπολιό και άμεσες πληροφορίες. «Ο πρώην αρραβωνιαστικός της» μου είπε σιγανά και εγώ αρπάζοντάς της το ποτήρι με το νερό, κατέβασα γρήγορα και αμήχανα μία γουλιά σαν να ήταν ουίσκι. «Έχω και ώμο για να ακουμπήσεις ή να κλάψεις, διάλεξε και πες μου δεν χανόμαστε, μία οικογένεια είμαστε όλοι εδώ»
«Δεσποινίς Μουρ;» ακούστηκε η φωνή μου.
«Παρακαλώ;» απάντησε.
«Τσακιστείτε από μπροστά μου, μην ξεσπάσω επάνω σας»
«Να βρείτε άμεσα μία σύντροφο κύριε Χελ. Θα σας γλυκάνει» μου πέταξε και με τσαχπινιά εγκατέλειψε τον χώρο.
«Τι ακριβώς θέλεις από εμένα;» άκουσα τη φωνή της Αντέιρα
«Να μου δώσεις ακόμη μία ευκαιρία. Σε αγαπούσα Αντέιρα, απλώς…»
«Απλώς δεν ταιριάζαμε σε τίποτε Ντάνιελ. Φύγε αν μπορείς, μη μου το κάνεις πιο δύσκολο»
«Να σου το κάνω εγώ εύκολο;» πετάχτηκα.
«Όχι, Λύαμ να κάτσεις εκεί που κάθεσαι» την άκουσα να βαριανασαίνει.
«Ο κύριος;» ρώτησε δήθεν από ενδιαφέρον ο Ντάνιελ, του οποίου τα μάτια σπινθήριζαν. Το δικό σου βλέμμα μπροστά στο δικό μου, μοιάζει σαν φλογίτσα από τσακμάκι, μπρος σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά σκέφτηκα.
«Λύαμ Χελ, λογιστής» του απάντησα και του έδωσα το χέρι πονηρά.
Στο άκουσμα του επιθέτου, του ξέφυγε ένα πνιχτό γελάκι.
«Χελ; Όπως εννοούμε την Κόλαση;» Σε αυτή θα μετατραπεί η ζωή σου ανώριμε νεανία σκέφτηκα ξανά και του έσφιξα με τόση δύναμη το χέρι, που για να μην φωνάξει, απλώς έβηξε μερικές φορές.
«Έμαθα από την Κάιλα, πως διοργανώνετε πάρτυ για την ημέρα της αλλαγής του χρόνου» συνέχισε άξεστα.
«Ναι» απάντησε μονολεκτικά εκείνη.
«Θα ήθελες να πάμε μαζί;» τη ρώτησε. «Ευκαιρία να γνωριστούμε από την αρχή»
«Όχι» πετάχτηκα και εκείνη έμεινε άναυδη να με κοιτά «Θα πάει μαζί μου, ευχαριστεί πολύ για την πρόταση που κρίθηκε απορριπτέα» τελείωσα και τον είδα να αλλάζει χρώμα.
«Δεν σου δίνω το δικαίωμα να ανακατεύεσαι» μούγκρισε.
«Ορθή παρατήρηση, το παίρνω από μόνος μου. Ωστόσο, καθώς έχουμε δουλειά, θα σας παρακαλούσα αν δεν έχετε κάτι άλλο σημαντικό να δηλώσετε, να αποσυρθείτε» τελείωσα και τον είδα να χαμογελά σαρδόνια.
«Μα, δεν σας ενημέρωσαν κύριε Χελ;» με ρώτησε και ένιωσα να βράζω από θυμό «Ο κύριος Μίλερ χρειαζόταν ένα επιπλέον άτομο στον τομέα που αφορά τα αεροπορικά εισιτήρια των πληρωμάτων και λίγο πριν είχα συνάντηση μαζί του και με έκρινε κατάλληλο. Οπόταν κύριε Χελ, μιας που θα είμαστε συνάδελφοι, καλό θα ήταν να συνηθίζατε την παρουσία μου» πρόφερε αυτάρεσκα. Θα γινόσουν ένα εκπληκτικό, κατώτερο φυσικά, δαιμόνιο αν εμείς οι δύο γνωριζόμασταν υπό άλλες συνθήκες. Υπό αυτές όμως, είναι ο θάνατός σου, η ζωή μου σκέφτηκα και του έριξα ένα υποτιμητικό βλέμμα.
Η Αντέιρα είχε μείνει να μας κοιτάζει, καθώς όπως πίστευα μοιάζαμε σαν δύο αρσενικά λιοντάρια που κονταροχτυπιούνταν. Ωστόσο, το βλέμμα της με μπέρδευε. Έμοιαζε να εμπεριέχει εκτός από αμηχανία και μία μικρή δόση φόβου. Του ίδιου φόβου που είχα δει την ημέρα που της έβαλα τις φωνές. Η αλήθεια αυτός ο άντρας δεν μου άρεσε καθόλου. Φαινόταν έξυπνος για τα δεδομένα των θνητών, ωστόσο έκρυβε κάτι σκοτεινό, το οποίο έπρεπε να ανακαλύψω. Τον είδα να φεύγει και τα ίχνη της αύρας που έμειναν πίσω του, είχαν ένα γκριζόμαυρο χρώμα, το οποίο μονάχα εγώ ή κάποιο άλλο ον σαν εμένα, θα μπορούσε να διακρίνει. Άξαφνα στον χώρο μας, εισέβαλε εκ νέου, η δεσποινίς Μουρ.
«Ωραίος ο πρώην, αλλά τον χαρακτηρίζει μία δυσαρμονία» την άκουσα να λέει. «Καλά έκανες γλυκιά μου και τον άφησες» είπε απευθυνόμενη στην Αντέιρα. «Μη χαίρεσαι εσύ» μου ψιθύρισε τη στιγμή που περνούσε από μπροστά μου.
Τότε, είδα την Αντέιρα να σηκώνεται και να με πλησιάζει.
«Σε ευχαριστώ που με υπερασπίζεσαι, αλλά μερικές φορές μπορώ και μονάχη μου. Δεν θέλω να ανταλλάσσω πολλές κουβέντες με τον Ντάνιελ. Ωστόσο, για να έχει ξεκινήσει τη δουλειά και πάλι, πιθανότατα να έχει αλλάξει» μου είπε και εγώ πάλευα να αποκωδικοποιήσω τις πληροφορίες.
«Αλλάξει σε σχέση με τι ακριβώς;» τη ρώτησα.
«Σε σχέση με αυτό που ήταν. Είχε προβλήματα και ξεσπούσε πάνω μου με καβγάδες ισχυρούς. Ωστόσο, σήμερα τον είδα πολύ ήρεμο» συνέχισε.
«Θέλω να μείνεις μακριά του» της είπα σιγανά, καθώς κάτι στην ιστορία δεν μου ταίριαζε.
«Λύαμ, σου εξήγησα πως δεν χρειάζομαι προσταγές και επιπλέον πίεση. Ξέρω καλά τι πρέπει να κάνω» πρόφερε εκνευρισμένη. Όπως ήξερες και με τον αλήτη τον νοικάρη μουρμούρισα.
«Απόψε, δέχεσαι να είσαι η συνοδός μου;» τη ρώτησα. Λοιπόν, εσύ το έχεις φθάσει σε άλλο επίπεδο. Όμορφες εκφράσεις όπου και όταν πρέπει, λυρικότητα, εξυπνάδα και τρυφερότητα, σε αρμονικές εναλλαγές με το κτήνος που κρύβεις μέσα σου. Εύγε! ήρθε ξανά η φωνή της αλαζονείας.
Την είδα να διστάζει και εμένα άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Πάραυτα, το αναγκαστικό χαμόγελο της υποτιθέμενης ευτυχίας, δεν το έχασα λεπτό από το πρόσωπό μου.
«Δέχομαι» μου είπε χαμογελαστά και ταυτόχρονα, είδα την Κάιλα να παραπατά μουρμουρώντας από το καλό στο καλύτερο αυτή η κοπέλα.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη