Διηγήματα Φαντασίας από τα όρια της ύπαρξης και της ζωής (Διήγημα 1ο) - "Επιλογή Ζωής"

Στάθηκα κουρασμένος έξω από το σχολείο της. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά στο στήθος μου και το μπλουζάκι αντανακλούσε δυνατά τους χτύπους. Κοίταξα γύρω μήπως κάποιος καταλάβει την ταραχή μου. Από στιγμή σε στιγμή θα χτυπούσε το κουδούνι του σχολείου κι εκείνη θα έβγαινε. Σε λίγα λεπτά, θα έφτανα στο τέλος τού σκοπού του ερχομού μου.

Την είδα χαμογελαστή με τα βιβλία της να βγαίνει, μαζί με μια φίλη της. Ήταν μικρή! Πολύ μικρή! Όπως τότε…

«Τι κάνω;» σκέφτηκα. «Έχω άραγε το δικαίωμα να βάλω τέλος σε αυτήν την ξεγνοιασιά της; Έχω το δικαίωμα να φορτώσω την αγαπημένη μου ξέγνοιαστη μικρή με τα βάρη μιας ζωής;»

Σκέφτηκα να φύγω, όμως πάλι σταμάτησα. Άλλωστε το είχα αποφασίσει, πολύ πριν έρθω εδώ.

Καθώς πλησίαζε, πέρασε από τη σκέψη μου με ταχύτητα η ζωή μας, η ζωή που ζήσαμε σε έναν άλλο χωροχρόνο, σε μια άλλη πραγματικότητα, απ’ όπου είχα δραπετεύσει. Θυμήθηκα τότε που ερχόμουν εδώ και την έπαιρνα και φεύγαμε μαζί, στις πιο αξέχαστες στιγμές της ζωής μας. Θυμήθηκα τον γάμο μας και τα παιδιά μας, τις χαρές, τις λύπες και τη ρουτίνα τής ζωής μας. Όλες εκείνες τις δεκαετίες που περάσαμε μαζί, μέχρι τη δύση της ζωής μας. Θυμήθηκα τα λόγια της που τόσες φορές με πλήγωσαν:

«Αυτά έπρεπε να τα ξέρω πριν σε παντρευτώ… Τώρα όμως έχουμε τα παιδιά…»

«Να λοιπόν η ευκαιρία σου, μικρή μου αγάπη! Διάλεξε τη ζωή σου!» σκέφτηκα και την πλησίασα.

Εδώ ήμουν κι εγώ ένας νεαρός στο τέλος της εφηβείας μου, όπως κι εκείνη. Εδώ ήμουν γι’ αυτήν ένας άγνωστος.

Με κοίταξε αδιάφορα καθώς την πλησίαζα. Ήμουν ένας από τους πολλούς του πλήθους. Κι όμως, εκείνη ήταν για μένα η μοναδική…

Στάθηκα μπροστά της και με κοίταξε έκπληκτη, καθώς της έκλεισα τον δρόμο. Την κοίταξα στα μάτια και πριν προλάβει να αντιδράσει, της έπιασα το χέρι.

Ένας κατακλυσμός συναισθημάτων και αναμνήσεων την πλημμύρισε. Αναμνήσεις από έναν άλλο κόσμο που δε βρέθηκε, από μια ζωή μελλοντική που ποτέ δεν έζησε. Σε δευτερόλεπτα της έδειξα τη ζωή μας που τόσο αγάπησα, τη ζωή που ζήσαμε. Της έδειξα χαρές και λύπες, ευτυχία κι απελπισία, προοπτικές και όρια.

Τώρα ήξερε!

Μείναμε έτσι ακίνητοι για δευτερόλεπτα, κάτω από το περίεργο βλέμμα τής φίλης της. Βρισκόμασταν κάτω από τον ίδιο κατακλυσμό συναισθημάτων. Ήταν η στιγμή της επιλογής.

Τράβηξε διστακτικά το χέρι της, ενώ τα μάτια της ξεχείλισαν από τα δάκρυα. Ένιωθε πλήρως την αγάπη μου. Με κοίταξε για λίγο ακόμα κι έφυγε…

Θα έμενα εδώ, κοντά της. Θα έβλεπα τη νέα της ζωή, αυτή που είχε επιλέξει. Θα ζούσα τις δεκαετίες της ζωής της σαν ένας ξένος, κάποιος που ποτέ ξανά δε θα ’βλεπε. Θα παρατηρούσα τις νέες της χαρές και τις λύπες, θα έβλεπα τα παιδιά της να μεγαλώνουν και τη ζωή της στο πλευρό ενός άλλου, ως τη δύση της ζωής της…




…………………..




Με κοίταξε αδιάφορα καθώς την πλησίαζα. Ήμουν ένας από τους πολλούς του πλήθους. Κι όμως, εκείνη ήταν για μένα η μοναδική…

Στάθηκα μπροστά της, και με κοίταξε έκπληκτη, καθώς της έκλεισα τον δρόμο. Την κοίταξα στα μάτια και πριν προλάβει να αντιδράσει, της έπιασα το χέρι.

Ένας κατακλυσμός συναισθημάτων και αναμνήσεων την πλημμύρισε. Αναμνήσεις από κόσμους που δε βρέθηκε, και από δύο ζωές μελλοντικές που ποτέ δεν έζησε. Σε δευτερόλεπτα της έδειξα τη ζωή που ζήσαμε και τη ζωή που ποτέ δε ζήσαμε μαζί. Της έδειξα χαρές και λύπες, ευτυχία κι απελπισία, προοπτικές και όρια.

Τώρα ήξερε!

Μείναμε έτσι ακίνητοι για δευτερόλεπτα, κάτω από το περίεργο βλέμμα τής φίλης της. Βρισκόμασταν κάτω από τον ίδιο κατακλυσμό συναισθημάτων. Ήταν η στιγμή της επιλογής.

Τράβηξε διστακτικά το χέρι της, ενώ τα μάτια της ξεχείλισαν από τα δάκρυα. Ένιωθε πλήρως την αγάπη μου. Με κοίταξε για λίγο ακόμα…

Κι έμεινε!




Χρόνης Πάροικος