Ένιωσε τα μάτια της ν’
ανοίγουν, μα δεν είδε φως. Η ανάσα της δεν άλλαξε, ο ίδιος ρυθμός. Ο ζεστός,
καλοκαιρινός ήλιος χάιδεψε απαλά το δέρμα της, κάνοντας την ίδια να
γουργουρίζει σαν ευχαριστημένη γάτα. Λίγος ιδρώτας κύλησε κατά μήκος του λαιμού
της και έσταξε στα μαλλιά της. Ήθελε τόσο να νιώσει για άλλη μια φορά στο κορμί
της αυτό που όλοι ονόμαζαν νερό και της έλεγαν πως ήταν άχρωμο.
«Άχρωμο... Τι σημαίνει
άχρωμο;» αναρωτήθηκε πολλές φορές. Όταν εν τέλη ρώτησε, ένιωσε μια άβολη σιωπή
γύρω της. Εκείνη τη στιγμή είχε νιώσει τα μάγουλά της να φλέγονται. Μα αργότερα,
όταν το σκέφτηκε ξανά, χαμογέλασε θλιβερά και έσκυψε το κεφάλι. Περίμεναν να
ξέρει... Μα εκείνη δεν έβλεπε κάτι άχρωμο. Έβλεπε μαύρο. Πυκνό, απόλυτο,
ατελείωτο μαύρο. Μια άβυσσος ως το τέλος των ματιών της. Ένα απέραντο κενό στο
οποίο έπεφτε καθημερινά. Όταν μια παιδική φωνή κάποτε την είχε ρωτήσει ποιο
είναι το αγαπημένο της χρώμα, εκείνη είχε απαντήσει το μαύρο. Δε δίστασε, δε
θύμωσε, δε ντροπιάστηκε. Το παιδί δε γνώριζε και εκείνη ποτέ δεν ήταν καλή στα
παραμύθια...
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα,
σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και, μηχανικά, κατευθύνθηκε προς το παράθυρο. Πλέον
ήξερε. Πλέον γνώριζε. Όλα γύρω της ήταν μηχανικά, πράγματα που είχε μάθει.
Μικρές καθημερινές κινήσεις που είχε απομνημονεύσει. Έπιασε την πετούγια του
παραθύρου και την κατέβασε για να ανοίξει. Αμέσως ένα δροσερό, απαλό αεράκι
χάιδεψε απροειδοποίητα το πρόσωπό της, διώχνοντας για λίγα δευτερόλεπτα την
αφόρητη ζέστη. Χαμογέλασε ευχαριστημένα, απολαμβάνοντας το μόνο άγγιγμα που της
δινόταν χωρίς να νιώθει τον οίκτο και τη λύπησή του. Το ρούφηξε αχόρταγα,
θέλοντας να το νιώσει να της δίνει ενέργεια. Σε λίγη ώρα τα χέρια κάποιου θα την
κατεύθυναν για άλλη μια μέρα, θεωρώντας την αρκετά αδύναμη να πράξει το
οτιδήποτε μοναχή της. Μα, για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, η ελευθερία της χάιδευε
το πρόσωπο στοργικά...
~~~
Tο σώμα του
αιωρούνταν στον κρύο αέρα. «Κρύο... Γιατί κρύο;» αναρωτήθηκε θλιβερά. Το κορμί
του έτρεμε και δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Αφού... Κράτησε την ανάσα
του. Δεν ήξερε για πόση ώρα. Δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες... Η ανάγκη για οξυγόνο
ποτέ δεν ήρθε. Τότε, γιατί κρύωνε; Τι ήταν αυτό που έκανε τα νεκρά κύτταρα του
κορμιού του να τρεμοπαίζουν στον χορό του ανέμου;
Άνοιξε δειλά τα γκρίζα μάτια
του. Κοίταξε γύρω του. Κάτω. Πάνω. Το σώμα του υψωνόταν, μα έβλεπε καθαρά τον
εαυτό του να κείτεται αιμόφυρτος στο κρύο πάτωμα του μπάνιου του. Μια σκούρα κόκκινη
κηλίδα απλωνόταν γύρω απ’ το αναίσθητο κορμί του. Οι χαρακιές στα χέρια του
εμφανείς, στους καρπούς του βαθύτερες... Τα σπασμένα γυαλιά απ’ το μπουκάλι
δίπλα του ακόμα βρισκόντουσαν στις παλάμες του.
Έκλεισε ξανά τα μάτια του,
περιμένοντας την λύτρωση που καρτερούσε. Μια λύτρωσε που ποτέ δεν ήρθε...
Περίμενε ώρες ολόκληρες, στάσιμος, τα μάτια ερμητικά κλειστά να αρνιούνται την
πραγματικότητα.
Και τότε κατάλαβε... Πώς
ήλπιζε να πάει σε ένα μέρος που δε πίστευε ότι υπήρχε; Τα γυαλιά στις παλάμες
του και οι ανοιχτές πληγές στα χέρια του πρόδιδαν τη λύτρωση που λαχταρούσε να
νιώσει. Μα, ποια πίστευε ότι θα ήταν η λύτρωση; Σε ένα τραγικό ξέσπασμα, άρχισε
να γελάει. Δυνατά. Υστερικά. Το γέλιο του αντηχούσε παντού, ως το άπειρο. Κι
όμως κανένας δεν τον άκουγε. Ούτε μια ψυχή...
Θυμήθηκε κάτι που είχε
ακούσει. Αυτοί που αυτοκτονούν δεν αξίζουν μια θέση στον Παράδεισο, ούτε στη
Κόλαση. Καταδικασμένοι, γυρνούν σαν ζωντανοί νεκροί μέσα στην αιωνιότητα,
αναγκασμένοι να βλέπουν τι έχασαν και τι θα μπορούσαν να είχαν. Αδυνατούσε να
θυμηθεί σε ποιον ανήκαν αυτά τα λόγια. Ίσως σε κάποιο θρησκευτικό βιβλίο που,
πάνω στη δίψα του να μάθει για το ζήτημα που τον άγγιζε, για τη λύτρωση που
αποζητούσε, διάβασε.
Ώρα αργότερα σταμάτησε να
γελά. Ένιωθε κουρασμένος, παραιτημένος, ξένος στο ίδιο του το σώμα. Κανείς δε
θα τον άκουγε και κανείς δε θα του απαντούσε. Άφησε το σώμα του να τον πάει
όπου εκείνο επιθυμούσε και έκλεισε τα μάτια του. «Λύτρωση λαχταρούσα...»
σκέφτηκε για τελευταία φορά, μα μόνο αυτό δε πήρε...
~~~
Τίναξε τα μαλλιά της,
λύνοντας την πλεξούδα της για πέμπτη φορά. Εδώ και μισή ώρα η μόνη της ασχολία
ήταν αυτό. Άκουγε μουσική απ’ το ραδιόφωνο δίπλα της και, καθώς φανταζόταν μια
πραγματικότητα που ποτέ δε θα είχε την ευκαιρία να δει, έφτιαχνε και έλυνε ξανά
και ξανά τα μακριά μαλλιά της.
Ο καιρός δεν είχε αλλάξει
ιδιαίτερα. Παρόλα αυτά, κατά το απόγευμα, ένιωθε μια διαφορά στην ατμόσφαιρα
και στον αέρα που την άγγιζε. Μια βαριά αίσθηση, σαν μια ψυχή που θρηνεί. Την
έκανε σχεδόν να δακρύζει απ’ το βάρος που της προκαλούσε στο στήθος. Ήθελε να
βγάλει μια πνιχτή κραυγή για να ελευθερώσει τον πόνο που ένιωθε.
Σηκώθηκε και με τη μελωδία
του ''When a blind man cries'' των Deep Purple πλησίασε το παράθυρό της. Έπιασε
τη λεπτή κουρτίνα και, αφού τη χάιδεψε πρώτα, την τράβηξε στην άκρη με σκοπό να
νιώσει τον ήλιο για άλλη μια φορά στο πρόσωπό της. Μα, αμέσως μια έκφραση
έκπληξης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της.
Είδε έναν άντρα. Είδε... Και
μόνο το ρήμα την έκανε να τρέμει. Όχι από φόβο. Από έκπληξη, χαρά. Πήρε μια
βαθιά ανάσα, ανίκανη να πιστέψει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να της συμβαίνει. Χωρίς
να μπορεί να αντισταθεί, άπλωσε το χέρι της να τον πιάσει. Όμως... Αμέσως η
θλίψη κατέκλυσε τα μάτια της μόλις κατάλαβε πως δε μπορούσε να τον αγγίξει. Το
χέρι της είχε περάσει μέσα απ’ το πουκάμισό του, αφήνοντάς τον ανεπηρέαστο. Το
μόνο που είχε καταφέρει ήταν να πιάσει κενό αέρα.
Έσκυψε το κεφάλι, νιώθοντας
τα δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια της. Ο άντρας είχε εξαφανιστεί και, μαζί με
αυτόν, κάθε πηγή χρώματος που είδε ποτέ. Κούνησε το κεφάλι της και έσφιξε τις
γροθιές της τόσο, που ένιωθε τα νύχια της να σκίζουν τις παλάμες της. Το μυαλό
της έπαιζε παιχνίδια μαζί της... Κι όμως, θα μπορούσε να ορκιστεί ότι ήταν
αληθινός!
Γνωρίζοντας καλά πως δε θα
έπαιρνε καμία απάντηση, έσκυψε το κεφάλι και επέστρεψε στη θέση της, νιώθοντας
τα δάκρυα να κυλούν σιγά-σιγά πάνω στα μάγουλά της. Έκατσε στην καρέκλα της
σκυθρωπή, σμίγοντας τα χείλη της μεταξύ τους σε μια προσπάθεια να κρατήσει τους
λυγμούς της. Ένιωθε τα δάκρυα να κυλούν και την ανάγκη να τα σκουπίσει. Θα το
έκανε αν είχε τη δύναμη... «Αυτό είναι που οι άνθρωποι ονομάζουν
απογοήτευση...» σκέφτηκε πικρά.
Έγειρε πίσω στην καρέκλα και
προσπάθησε να χαλαρώσει το σώμα της. Τα αλμυρά της δάκρυα συνέχισαν να κυλούν
στο πρόσωπό της ακάθεκτα. Ξάφνου, μέσα στην ομίχλη του μυαλού της, μια φωνή
έφτασε στα αυτιά της.
«Τι μπορεί να προκαλεί τόση
θλίψη σε ένα τόσο όμορφο κορίτσι;»
Ασυναίσθητα έστρεψε το
κεφάλι της προς την πηγή της φωνής και άνοιξε τα μάτια της. Το αμέσως επόμενο
λεπτό η ανάσα της κόπηκε. Το οξυγόνο δεν της έφτανε ή η ίδια δεν είχε τη δύναμη
να αναπνεύσει; Το θέαμα μπροστά της, αυτό που έβλεπε... Έβλεπε! Αυτός ο
άντρας...
«Εσύ...» σήκωσε το χέρι της
για άλλη μια φορά να τον αγγίξει, μα ξανά το άγγιγμά της τον διαπέρασε.
Ο ίδιος είχε μείνει άναυδος
να την κοιτά. Τα γκρίζα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα και το κάτω χείλος του
έτρεμε λίγο. Είδε το σώμα της να χαλαρώνει ξανά και εκείνη να απομακρύνει το
χέρι της μπερδεμένη. Εκείνος ξεπερνώντας την έκπληξη, κούνησε έντονα το κεφάλι.
«Δε μπορεί να εννοεί
εμένα... Δε με βλέπει.» μονολόγησε και στράφηκε μακριά της, νιώθοντας τα μάτια
του να τσούζουν από παραπονεμένα δάκρυα. Ακόμα και αν δε μπορούσε να τον δει,
δεν ήθελε να κλάψει μπροστά της...
Ξαφνικά το οξυγόνο φάνηκε να
επιστέφει στον οργανισμό της και, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, τινάχτηκε πάλι
προς το μέρος του. «Όχι! Περίμενε! Εσένα λέω!» φώναξε σαν να εξαρτιόταν η ζωή
της απ’ το να τον κάνει να την ακούσει.
Γύρισε ξαφνιασμένος προς το
μέρος της, τινάζοντας τα μαλλιά του και αναγκάζοντάς τα να χορέψουν με τον αέρα
με αυτήν την κίνηση. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα και ένιωθε τη φωνή του να παγιδεύεται
στον λαιμό του. «Ε... Εμένα;» ρώτησε δειλά, μα κατά βάθος δεν περίμενε
απάντηση. Παρόλα αυτά, τα επόμενα λόγια της έκαναν την ελπίδα στο βλέμμα του να
λάμψει φωτεινότερα.
«Ναι! Εσένα με το φως στα
μάτια!» του απάντησε ευθύς, προκαλώντας τον να την κοιτάξει μπερδεμένος. «Γιατί
με κοιτάς έτσι;» απόρησε, μαζεύοντας το μικροσκοπικό σώμα της στη πλάτη της
καρέκλας.
«Μα πώς...;» Η απορία βγήκε
αχνή και ξεψυχισμένη απ'τα χείλη του. Αναρωτήθηκε προς στιγμήν αν έφτασε στα
αυτιά της, μα γρήγορα τα ξέχασε όλα στη θέα των δακρύων της και των αναφιλητών
της. Γρήγορα την πλησίασε και στάθηκε από πάνω της. «Γιατί κλαις;» τη ρώτησε
σχεδόν τρομαγμένος.
Εκείνη δεν ησύχασε. Το
νεανικό κορμάκι της έτρεμε και δε μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Υπέθεσε ότι δε
θα ήταν μεγάλη, ούτε καν εικοσιπέντε. Ίσως είκοσι. Μα, το σώμα της μικρό, τον
έκανε να θέλει να το αγκαλιάσει. Τα μαλλιά της, οι ξανθιές ηλιοφιλημένες
μπούκλες της, σκίαζαν το ροδαλό προσωπάκι της και τον έκαναν να θέλει να τα
παραμερίσει. Τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της προσπαθούσαν να καλύψουν το πρόσωπό
της και τα πόδια της ήταν μαζεμένα στο στήθος της. Απορούσε με τη συμπεριφορά
της, μα δε μπορούσε να αγνοήσει το γεγονός ότι τον κοιτούσε πριν σαν κάτι
καινούργιο, σα κάτι που δεν είχε ξαναδεί. Θα ορκιζόταν πως, αν χτυπούσε η
καρδιά του, τώρα οι παλμοί του θα χόρευαν ξέφρενα στο ρυθμό της αγωνίας.
Προσπάθησε να την αγγίξει,
μα προς μεγάλη του απογοήτευση είδε πως το χέρι του πέρασε από μέσα της.
Ξεφύσηξε με έναν τόνο μεταξύ εκνευρισμού και απογοήτευσης και μάζεψε το χέρι
του γρήγορα, θαρρείς πως δεν ήθελε να τον καταλάβει. Χώρισε τα χείλη του,
μιλώντας με πιο τρυφερή φωνή αυτή τη φορά. «Γιατί κλαις, ηλιαχτίδα;»
Αμέσως εκείνη σήκωσε το βλέμμα της, το οποίο ήταν χρωματισμένο με
απορία. «Γιατί με λες ηλιαχτίδα;» τον ρώτησε, σκουπίζοντας τα πρησμένα κόκκινα
μάτια της.
Εκείνος χαμογέλασε στο
άκουσμα της αθώας χροιάς της. «Γιατί τα μαλλιά σου είναι ξανθά σαν να έκλεψες
ηλιαχτίδες.» της εξήγησε, μα η απορία δεν εγκατέλειψε το βλέμμα της. Ευθύς
κατάλαβε... Οι ώμοι του έπεσαν άτσαλα και οι άκρες των χειλιών του έριξαν το
χαμόγελο του. «Ώστε, δεν βλέπεις...» Η απογοήτευση δεν κρύφτηκε απ’ την φωνή
του. Δεν το επιχείρησε καν... Στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε την ελπίδα ότι
ίσως τελικά όλο αυτό να ήταν ένας απλός εφιάλτης. Ήλπιζε πως η πραγματικότητα
δεν ήταν τόσο μακριά του, μα γνώριζε με σαφήνεια ότι έκανε λάθος...
Εκείνη έσκυψε το κεφάλι
ντροπιασμένη για κάτι το οποίο δεν είχε πράξει εσκεμμένα. Ένιωθε τις άκρες των
ματιών της να υγραίνονται για άλλη μια φορά, μα πήρε γρήγορα μια βαθιά ανάσα
προσπαθώντας να ηρεμήσει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα που φάνταζαν αιώνες
ολόκληροι, γέλασε ειρωνικά διακόπτοντας την άβολη σιωπή μεταξύ τους. Γύρισε να
την κοιτάξει ελαφρώς έκπληκτος, μα δε μίλησε. Η κοπέλα απλώς κούνησε το κεφάλι
πεισματικά πέρα-δώθε, σαν να προσπαθούσε να αρνηθεί, σαν να προσπαθούσε να του
πει ότι έβλεπε, μα ήξεραν και οι δύο ότι η αλήθεια τους δεν υπήρχε για να τους
κάνει να χαμογελάσουν... «Όχι...» του απάντησε μονολεκτικά, ξεψυχισμένα,
θλιμμένα. Μπορούσε να νιώσει τις άκρες των δαχτύλων του να τινάζονται, ενώ τα
μάτια του έδειχναν όλη τη θλίψη που ένιωθε τόσο για εκείνη όσο και για τον
ίδιο. Πριν προλάβει όμως να της μιλήσει, είδε το πρόσωπό της να πετάγεται
έκπληκτο και να τον κοιτά με μεγάλα κόκκινα μάτια που μέσα τους μπορούσε
ξεκάθαρα να δει το σοκ. «Μα... Αν εγώ δεν... Τότε πώς...»
Ξεφύσηξε θλιμμένα, νιώθοντας
τις παλάμες του να ιδρώνουν για κάποιο λόγο ξαφνικά. Μια αγωνία τον κυρίευσε
που δε μπορούσε να εξηγήσει. Στο πίσω μέρος του μυαλού του ευχόταν ασυναίσθητα
να μην τρομάξει, μα δε καταλάβαινε το γιατί. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την
κοίταξε. «Δεν είμαι ζωντανός, ηλιαχτίδα.» Κοίταξε τα χέρια της, αρνούμενος να
αντικρίσει το βλέμμα της, μα είδε τις παλάμες της να σφίγγουν σε γροθιές και
γρήγορα έκλεισε τα μάτια του. «Δε ξέρω πώς μπορείς να με δεις, μα ίσως ακόμα
και να με πλάθεις με το μυαλό σου.»
Για αρκετές στιγμές, που του
φάνηκαν αιώνες, δεν έλαβε καμία απάντηση. Προσπάθησε να κρατήσει το βλέμμα του
στο πάτωμα ώστε να μη δει την έκφρασή της, την οργή της, τη θλίψη της, τα
δάκρυά της... Εν τέλη, κουρασμένος, ανασήκωσε τους ώμους του σαν να προσπαθούσε
να διώξει το ενοχλητικό βάρος από πάνω του και της γύρισε τη πλάτη. «Τέλος
πάντων... Έτσι και αλλιώς είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις. Προσποιήσου
ότι ήταν απλά ένας εφιάλτης.» τη συμβούλεψε και κίνησε να φύγει. Το βήμα του
βαρύ, αβέβαιο, ενώ οι ώμοι του ασήκωτοι. Όλο το παρουσιαστικό του δεν στήριζε
ούτε λίγο τα γεμάτα σιγουριά λόγια του. Δεν ήθελε να την αφήσει, μα τον Θεό,
δεν θα άντεχε τόση μοναξιά! Αλλά, εφόσον ήταν η τιμωρία του, και σαφώς δεν ήταν
ευπρόσδεκτος στη συντροφιά της, τότε ας έπαιρνε ό,τι του άξιζε...
Μόλις, όμως, πήγε να περάσει
το παράθυρο του δωματίου της και να χαθεί μια για πάντα από τη ζωή της, άκουσε
τη φωνή της, μια κραυγή που θύμιζε περισσότερο τον λυγμό ενός ολομόναχου
πληγωμένου ζώου. «Μη!» Αμέσως γύρισε προς τα εκείνη, παραξενεμένος μα και
τρομαγμένος.
Σήκωσε το πρόσωπό της,
φανερώνοντας το πίσω από τα μακριά ξανθά πέπλα της. Τα μάτια της ήταν
κατακόκκινα απ’ το κλάμα, αλλά μια αλλόκοτη λάμψη τα κοσμούσε και προκαλούσε
απανωτές ανατριχίλες στη ραχοκοκαλιά του. «Μη με αφήνεις... Είσαι ο μόνος που
μπόρεσα ποτέ να δω, μη μου στερήσεις το μόνο πράγμα που λαχταρώ όσο τίποτε
άλλο... Σε παρακαλώ! Αν είσαι ψεύτικος και όλα είναι απλά στη φαντασία μου,
τότε σου ζητώ να σε βλέπω μέχρι να απαλλάξω τη ζωή από την παρουσία μου...»
Στα τελευταία της λόγια,
μαζί με τα δάκρυά της έπεσαν και τα τείχη που προσπαθούσε να υψώσει. Έτρεξε
κατευθείαν κοντά της και την παγίδευσε με το σώμα του στη θέση της, φέρνοντας
το πρόσωπό του χιλιοστά μακριά απ’ το δικό της. Τόσο κοντά που μπορούσε να δει
τις φουρτουνιασμένες θάλασσες των ματιών της να τον ικετεύουν σχεδόν να μην την
εγκαταλείψει.
Περίμενε κάποια απάντησή
του, μα η σιωπή του και το χαμόγελό του ήταν ό,τι χρειαζόταν για να ξεφυσήξει
ανακουφισμένη.
Θα έμενε κοντά της, σκέφτηκε
εκείνη, ο ήλιος της!
Ήταν η δεύτερη ευκαιρία του,
κατάλαβε εκείνος, η ηλιαχτίδα του!
~~~
Και κάπως έτσι περνούσε ο
καιρός. Δευτερόλεπτα, ώρες, μέρες... Σιγά-σιγά ακόμα και τα χρόνια. Της είχε
δείξει πράγματα μέσα από τα μάτια του. Της είχε μιλήσει για τα ζεστά
καλοκαίρια, τα χρώματα την άνοιξη και το φθινόπωρο και την αγαπημένη του εποχή,
τον κρύο παγερό χειμώνα. Της εξιστορούσε τις περιπέτειες του, τα ταξίδια του,
τα μέρη που είχε επισκεφθεί... Ποτέ δε της φανέρωσε πως όλα αυτά ήταν μόνο
πράγματα που ονειρευόταν να κάνει όσο ακόμα ήταν ζωντανός...
Καθώς ο χρόνος περνούσε,
τόσο πιο πολύ αποζητούσε τη φωνή της. Λάτρευε τα βράδια να την κοιτάει όταν
κοιμάται, ήσυχη και γαλήνια, και λάτρευε όταν έβλεπε εκείνο το ροδαλό χρώμα στα
μάγουλά της όταν της έλεγε για το πόσο του άρεσαν τα μαλλιά της και τα μάτια
της. Πολλές φορές έπιανε τον εαυτό του καθώς κοιμόταν να προσπαθεί να χαϊδέψει
τα μαλλιά της. Μα σύντομα καταλάβαινε πως του ήταν αδύνατο και απομακρυνόταν,
βρίζοντας κάτω απ’ την ανάσα του για να μην την ξυπνήσει.
Κάποια στιγμή δεν άντεξε και
άρχισε να κλαίει σιγανά από πάνω της. Ένιωθε σχεδόν την ύπαρξή του να πονάει
από τη λαχτάρα να την αγγίξει... Τα αναφιλητά του σιγανά, για άλλη μια φορά
προσπαθούσε να μην την φέρει κοντά του από τη γη των ονείρων. Τα μάτια του
είχαν κοκκινίσει και το χείλος του έτρεμε παραπονεμένα. Ποτέ δεν ένιωσε
μεγαλύτερη θλίψη... Ίσως και να ήταν η πρώτη φορά που ευχόταν να μην είχε
πεθάνει... Ένα δάκρυ κατάφερε να γλιστρήσει απ’ το σαγόνι του και να
προσγειωθεί στα ερμητικά κλειστά βλέφαρά της. Δεν έδωσε σημασία...
«Κλαις;» άκουσε την αγουροξυπνημένη φωνή της
να τον ρωτά. Σταμάτησε σοκαρισμένος και την κοίταξε. Εκείνη ανασηκώθηκε και,
μέσα απ’ το αχνό φως της σελήνης, προς έκπληξή του διέκρινε λίγες υγρές
σταγόνες να τρέχουν κατά μήκος του μαγουλού της. Του πέρασε απ’ το μυαλό ότι
ίσως να τον ένιωσε, μα δε θα πειθόταν αν δεν έβλεπε την επόμενη κίνηση της...
Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της το μάγουλό της και σκούπισε το δάκρυ του, που
πλέον έλουζε εκείνη. Έμεινε να την κοιτά με μάτια ορθάνοιχτα, μα εκείνη απλά
του χαμογέλασε σαν να ήταν ό,τι πιο συνηθισμένο της είχε συμβεί. Και, για μια
στιγμή, ένιωσε ξανά ζωντανός.
~~~
Τα χρόνια πέρασαν. Τα
ηλιοφιλημένα μαλλιά της δεν ήταν πλέον τόσο ξανθά όσο τα θυμόταν, τα μάτια της
πλέον είχαν χάσει την παιδική τους, νεανική λάμψη και εύκολα διακρίνονταν τα
σημάδια του χρόνου γύρω τους, ενώ τα μάγουλά της είχαν χάσει το ροδαλό χρώμα
τους. Παρόλο που περίμενε πως θα φοβόταν όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή, η
ίδια τον διέψευσε έχοντας ένα γλυκό γαλήνιο χαμόγελο στα μικρά της χείλη. Εν
αντιθέσει με τον ίδιο του οποίου τα νύχια είχαν μπηχτεί στις παλάμες του, σε
μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα συναισθήματα που ξεχύνονταν σαν χείμαρρος μέσα
του.
«Σε ευχαριστώ.» του ψιθύρισε
και εκείνος δάγκωσε τα χείλη του για να μην απαντήσει. Αποφάσισε πως το
χαμόγελό του της ήταν αρκετό... Έκατσε δίπλα της και έβαλε το χέρι του κοντά
στο δικό της. Το κοιτούσε εξεταστικά, χάνοντας το βλέμμα του μέσα στα σχέδια
των λεπτών καρπών της και των γερασμένων δαχτύλων της. Την ένιωσε σιγά-σιγά να
ηρεμεί και καταλάβαινε... Η ώρα πλησίαζε. Λίγο πριν δει τα μάτια της να
κλείνουν για τελευταία φορά, ένιωσε το χέρι της να ακουμπά το δικό του. Άνοιξε
διάπλατα τα μάτια του, μα γρήγορα κατάλαβε και το έσφιξε ανάμεσα στις παλάμες
του, μέχρι να πέσει για άλλη μια φορά και να χάσει την ικανότητα να τη νιώσει
μια για πάντα.
Βλέποντάς την ήσυχη να κοιμάται γαλήνια, κατάλαβε πως αυτή τη φορά
ήταν για πάντα. Μόνο τότε άφησε τα συναισθήματά του να εκδηλωθούν... Οι κραυγές
του ήταν σίγουρος πως έφταναν τα πέρατα του κόσμου.
Μόνο τότε, εκείνη τη στιγμή,
μπόρεσε να συνειδητοποιήσει αυτό που έτρεμε χρόνια να αντιμετωπίσει... Μπορεί εκείνος να μην μπορούσε να την αγγίξει,
μα ο θάνατος μπορούσε.
Dep Andrews