Προσπαθούσα ξανά και ξανά να συγκεντρωθώ, ώστε να βρω κάτι κατάλληλο να φορέσω. Η επίσκεψη του Αλάστορα με είχε αναστατώσει, καθώς με θράσος με κατηγορούσε έμμεσα, πως ήμουν έτοιμος να διαπράξω το αμάρτημα της λαγνείας με την Αντέιρα. Φυσικά και γνώριζα τους ουράνιους νόμους και φυσικά και ήξερα ποιά θα ήταν η κατάληξή μου, σε περίπτωση που ενέδιδα στον πειρασμό. Ωστόσο, τέτοια περίπτωση ούτε που αχνοφαινόταν. Εξάλλου, ποιος να σε ερωτευτεί εσένα με αυτήν την εμφάνιση; Εδώ δεν σε αγάπησε ο ξεχωριστός αδερφός σου, όταν τη στιγμή της επανάστασής σου, τάχθηκε εναντίον σου. Παραδέξου το. Είχε εμφανέστατα επιλέξει τον Πατέρα και εσένα γραμμένο σε είχε, σκεφτηκα.
Έπειτα, στάθηκα μπροστά σε έναν καθρέπτη, ο οποίος αντανακλούσε την κατάρα και την ασχήμια μου. Ποιόν κοροϊδεύεις; Τα έχασες όλα και τώρα είσαι έτοιμος να χάσεις και το αναγκαστικό σου καταφύγιο που είναι η Κόλαση. Το άνδρο της μιζέριας και της δυστυχίας. Εσύ που κάποτε διηύθυνες την ουράνια χορωδία, που έδινες την πρώτη νότα, κοίτα πως κατάντησες. Ωστόσο, ούτε την Κόλαση νιώθεις σπίτι σου. Σπίτι σου νιώθεις αυτό εδώ το διαμέρισμα και τη μικρή σου ζωή στη γη, καθώς εδώ αγαπήθηκες γι’ αυτό που είσαι και όχι γι’ αυτό που ήθελαν οι άλλοι να είσαι, σκέφτηκα και οι σκέψεις αυτές με τρομοκρατούσαν, καθώς ένιωθα να χάνω τον έλεγχο. Τότε, μου ήρθε μία τρελή ιδέα. Να επισκεφτώ τη γειτόνισσα της Αντέιρα. Τη γενναία γυναίκα που είχε αντικρύσει το αληθινό μου πρόσωπο και δεν είχε αηδιάσει ή δεν είχε νιώσει λύπηση για εμένα όπως ένιωθαν οι φωτεινοί αδερφοί μου. Πρώτα όμως, έπρεπε να ετοιμαστώ. Το μπλε κοστούμι μου πήγαινε, καθώς φώτιζε τα κυανά μου μάτια. Χτενίζοντας τα μαύρα μου μαλλιά ελαφρώς προς τα πίσω, αδιαφορώντας για τις ουλές μου και φορώντας, ένα κόκκινο μαντήλι στην τσέπη του σακακιού, πήρα τον δρόμο για το σπίτι της.
Ισιώνοντας για τελευταία φορά το κόκκινο μαντήλι μου, χτύπησα διακριτικά την πόρτα, καθώς οι άνθρωποι περασμένης ηλικίας, τέτοιες ώρες βρίσκονται συνήθως στην αγκαλιά του Μορφέα. Με λίγα λεπτά καθυστέρηση, η πόρτα άνοιξε και η ηλικιωμένη, ρακένδυτη γυναίκα φάνηκε στο κατώφλι, όλο ζωντάνια.
«Να πω, καλώς τον;» μου είπε μισογελώντας.
«Εμφανέστατα και όχι γενναία μου κυρία. Η υποκρισία δεν σας ταιριάζει, ωστόσο σας έφερα αυτά ως ένδειξη καλής καρδιάς και ελπίζω να μην έχετε θέματα με το ζάχαρό σας» της είπα, προτάσσοντας ένα κουτί με σοκολατάκια σε σχήμα Άγιου Βασίλη. «Χαριτωμένα δεν είναι;» συνέχισα μόλις την είδα να τα ανοίγει έκπληκτη και να δοκιμάζει ένα.
Κατόπιν, κοιτάζοντάς με διερευνητικά, μου έκανε σήμα να καθίσω. Το σπίτι της, έμοιαζε με μεσαιωνικό ξωκλήσι, καθώς δεν υπήρχε επιφάνεια του τοίχου που να μην είναι καλυμμένη με κάποια εικόνα του Πατέρα και του σογιού μου ολόκληρου.
«Δεν αφήσατε κανέναν παραπονεμένο» της είπα κοιτάζοντας τριγύρω μου και καρφώνοντας τη ματιά μου σε μία εικόνα του Μιχαήλ. Ο άτιμος, είχε πάντοτε φωτογένεια σε αντίθεση με εμένα που έβγαινα μουρτζούφλης.
«Η αλήθεια είναι, πιστεύω πολύ στον Πατέρα σου» συνέχισε εκείνη, με το μειδίαμα να μην έχει εγκαταλείψει ούτε λεπτό το πρόσωπό της. «Λοιπόν, σε τι οφείλω την τιμή;» συνέχισε.
Για λίγο έμεινα να την κοιτώ, εν συνεχεία αναστενάζοντας της είπα :
«Είσαι η μόνη θνητή που έχει δει ποτέ την αληθινή μου όψη και δεν έχει τρομοκρατηθεί. Δεν σου κρύβω πως αυτό που κίνησε την περιέργεια και ήρθα εδώ για να μάθω περισσότερα για εσένα» απάντησα περήφανα.
«Δυστυχώς κολασμένε, δεν έχω τίποτε να σου πω για την ζωή μου που να έχει ενδιαφέρον. Είμαι μία γυναίκα χήρα εδώ και πολλά χρόνια. Παιδιά δεν απέκτησα ποτέ μου, ωστόσο, η Αντέιρα μου στάθηκε καλύτερα και από κόρη μου. Χάρη σε εκείνη, έχω έστω ένα πιάτο φαγητό» μου απάντησε περίλυπα. «Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως δεν ήρθες ως εδώ για να μάθεις για εμένα, αλλά για να μου μιλήσεις για εσένα. Ακούω λοιπόν, τι είναι εκείνο που σε προβληματίζει;» με ρώτησε και εγώ για ακόμη μία φορά ξαφνιάστηκα. Αυτή η γυναίκα είχε χάρισμα.
«Με θεωρείς εν μέρει καλό ή εν μέρει κακό;» έθεσα την πολυπόθητη ερώτηση και την είδα να χαμογελά.
«Εξαρτάται από ποια σκοπιά θα δω την ιστορία σου. Αν θες τη γνώμη μου, όλοι μας είμαστε εν μέρει καλοί και εν μέρει κακοί, εκτός φυσικά από τον Πατέρα σου και όλα τα πλάσματα που έχουν επιλέξει να είναι δίπλα του» μου απάντησε διπλωματικά.
«Εννοείς τα αδέρφια μου» της είπα και έπιασε ευθύς την πίκρα στο βλέμμα μου.
«Θα ήθελες να μου μιλήσεις για την Πτώση; Εμείς οι άνθρωποι έχουμε ενημερωθεί για μία μονάχα σκοπιά της ιστορίας. Θα ήθελα να την ακούσω για μία φορά και από τη δική σου πλευρά, αν αυτό δεν σε φέρνει σε δύσκολη θέση» Καλή μου γυναίκα, δεν σου απομένουν και πολλά χρόνια. Ώσπου να σου αφηγηθώ την ιστορία μου, θα μας διακόψει ο Χάρος και εγώ θα καταλήξω σε θλιβερό μονόλογο σκέφτηκα, μα η εικόνα της να περιμένει την απάντησή μου, με έκανε να πάρω το ρίσκο.
«Εντάξει» της είπα.
«Τσαγάκι; Είναι με ηρεμιστικά βότανα. Συνήθως το χρησιμοποιώ για τις αϋπνίες» συνέχισε.
«Καλώς» της απάντησα και ξεκίνησα την αφήγηση. « Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά ήμουν το πρώτο αγγελικό ον που δημιουργήθηκε, την ημέρα που ο Πατέρας έφερε το φως. Ήμουν όμορφος και λαμπερός, με μακριά, ξανθά μαλλιά και κυανά μάτια. Τα αγγελικά μου φτερά, είχαν το διπλάσιο μέγεθος σε σχέση με εκείνα των αδερφών μου και εγώ έστεκα πάντοτε αγέρωχος, έχοντας τη δυνατότητα, μόνος εγώ, να αντικρίζω τον θρόνο του Πατέρα. Αμέσως μετά από εμένα, δημιουργήθηκαν τα άλλα τρία μου αδέρφια, ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ και ο Ραφαήλ, ωστόσο, δεν σου κρύβω πως η αδυναμία μου ήταν ο αμέσως μικρότερος αδερφός μου, ο Μιχαήλ. Ξέρω, αδυνατείς να το πιστέψεις, καθώς με εκείνον πάλεψα την ημέρα της Πτώσης. Την ημέρα που ο Πατέρας με έδιωξε. Η αλήθεια είναι, υπήρξα αλαζόνας. Ήμουν όμορφος, ισχυρός και ξεχωριστός. Γιατί να ακολουθήσω τον σκοπό των υπόλοιπων; Γιατί να είμαι υποχείριο του Πατέρα και γιατί να μην λατρεύομαι από τα αγγελικά πλάσματα αφού εγώ ήμουν ο αρχηγός τους; Όσο για τα πάλλευκα φτερά μου, περιττό να σου πω πως μου προκαλούσαν φτέρνισμα. Μία ημέρα, εξέθεσα τις απόψεις μου στον Μιχαήλ, ο οποίος προσπάθησε να με μεταπείσει. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι άγγελοι, κατηγορώντας με για φθόνο απέναντι στον Πατέρα. Ωστόσο, εγώ δεν τον φθονούσα. Ήθελα να με δει. Να δει εμένα και τον ξεχωριστό μου χαρακτήρα. Εμένα τον αγαπημένο του υιό, τον πρωτότοκο, τον λαμπρότερο. Απεναντίας, μου γύρισε την πλάτη και αποφάσισε να με διώξει από τον Παράδεισο» τελείωσα, βλέποντας την γυναίκα βαθιά προβληματισμένη.
«Το διαφορετικό, δεν είναι απαραίτητα κακό Εωσφόρε, η αλαζονεία όμως είναι. Θεώρησες την δύναμή σου υπερβολική και αρκετή για να προσπαθήσεις να επιβάλεις με τη σειρά σου τη θέλησή σου να λατρεύεσαι. Επομένως, υπέπεσες στο ίδιο ατόπημα για το οποίο κατηγορείς τον Πατέρα σου. Να ξέρεις ένα πράγμα, την διαφορετικότητα, δεν χρειάζεται να τη διαλαλούμε, ούτε να την επιβάλουμε. Ξεχωρίζει από μόνη της» μου απάντησε κάνοντάς με να χαμογελάσω στραβά. «Για πού είσαι απόψε;» με ρώτησε αλλάζοντας εσκεμμένα θέμα.
«Παραμονή πρωτοχρονιάς, πάρτι στην δουλειά» της είπα γελώντας.
«Και συνοδός της Αντέιρα» συνέχισε εκείνη. Εμπρός λοιπόν, πήγαινέ το εκεί που θέλεις και άφησε στην άκρη την αυτοβιογραφία μου σκέφτηκα. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσεις ειλικρινά. Πώς νιώθεις για εκείνη;» ΄
Καταρχάς, πρώην καλή μου γυναίκα, καθώς μόλις το όνομά σου βρέθηκε στην κορυφή της μαύρης λίστας, η ειλικρίνεια δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει την προσωπικότητά μου μουρμούρισα, ωστόσο για κάποιον λόγο, η υπεκφυγή της ερώτησης ισοδυναμούσε με δειλία. Από την άλλη, είχα κάθε δικαίωμα να κρατήσω την προσωπική μου ζωή και τις προσωπικές μου σκέψεις για τον εαυτό μου.
«Την εκτιμώ» απάντησα τελικά, αλλά η γηραιά απέναντί μου φαινόταν να μην τσιμπάει το δόλωμα.
«Ως τι ακριβώς;» συνέχισε.
«Κάνεις πολλές ερωτήσεις ή είναι η ιδέα μου;» γρύλισα και το μισό μου πρόσωπο άξαφνα ξεκίνησε να μαυρίζει.
«Έχεις δίκιο, δεν θα σε πιέσω άλλο. Ωστόσο, θα πρέπει να γνωρίζεις ένα πολύ βασικό πράγμα. Εκείνη είναι άνθρωπος και εσύ ένας αθάνατος. Να περάσετε καλά και να την προσέχεις αφού την εκτιμάς, αλλά με μέτρο» συνέχισε και εγώ σηκώθηκα σιωπηλός, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.
Η γυναίκα σηκώθηκε και εκείνη τρεκλίζοντας να ανοίξει και στο κατώφλι φάνηκε η Αντέιρα με ένα μαύρο, μακρύ φόρεμα. Τα μαλλιά της, τα είχε πιασμένα πίσω και τα ολοστρόγγυλα, καστανά της μάτια έλαμπαν. Για την ακρίβεια, έλαμπε ολόκληρη.
«Λύαμ! Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» με ρώτησε έκπληκτα.
«Ας πούμε, πως έχω συμπαθήσει πολύ την γειτόνισσά σου» απάντησα κοφτά.
«Δεν σε αδικώ. Είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ» μου απάντησε εκείνη χαϊδεύοντας τρυφερά την γηραιά οχιά.
«Είσαι πανέμορφη! Να προσέχεις σήμερα, καθώς πολλοί θα σε προσεγγίσουν» της είπε η γυναίκα ενώ εγώ άθελά μου, έσφιγγα την μία μου γροθιά.
«Με τον Λύαμ για συνοδό, δεν ανησυχώ για τίποτε» Στην θέση σου θα ανησυχούσα, αν ήξερα πως με συνοδεύει ο έξω από εδώ σκέφτηκα ενώ η ηλικιωμένη απέφυγε να σχολιάσει την κουβέντα.
«Καλά να περάσετε και αν δεν σας δω, καλή χρονιά να έχετε» μας είπε ενώ απομακρυνόμασταν.
«Σήμερα είσαι πολύ διαφορετικός. Σου πάει πολύ το μπλε» μου είπε ενώ βρισκόμασταν στον ανελκυστήρα.
«Η αλήθεια και εσύ είσαι διαφορετική. Όμορφα διαφορετική» της είπα δίχως να την κοιτάζω στα μάτια. Το αυχενικό σου ευθύνεται γι’ αυτό. Εσύ δεν νιώθεις ποτέ σου ντροπή. Ειδικά εσύ, που έχεις ζήσει τόσες αιωνιότητες ήρθε να με καθησυχάσει το υποσυνείδητο.
Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο, ενώ τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα βρίσκονταν διασκορπισμένα σε όλο το χώρο, καθώς είχαν την τιμητική τους. Το αλκοόλ έρεε άφθονο και εγώ είχα τα μάτια μου καρφωμένα στην Αντέιρα.
«Κύριε Χελ, φρέσκος φρέσκος!» άκουσα τη γνωστή, στριγκή φωνή της δεσποινίδας Μουρ. Γιατί τις άλλες μέρες πως είμαι δηλαδή;
«Κρίνομαι ως μαραμένος τις λοιπές μέρες δεσποινίς Μουρ;» Μην απαντήσεις αφιλότιμη!.
«Όχι φυσικά, αλλά σήμερα διαθέτετε αυτήν την επιπλέον λάμψη» το έσωσε την τελευταία στιγμή.
Φυσικά, ακολούθησε ο διευθυντής μας, ο κύριος Μίλερ και μελλοντικός μου σύντροφος στην Κόλαση με τον χαρακτήρα που είχε.
«Την έχετε βάλει στον ίσιο δρόμο κύριε Χελ» μου είπε δείχνοντάς μου την Αντέιρα. Δικαίως τον αποκάλεσα πριν μελλοντικό συνοδοιπόρο μου, καθώς θεωρεί ίσιο, τον δρόμο της Κολάσεως.
Φυσικά, αρκέστηκα σε ένα αχνό χαμόγελο, δίχως επιπλέον σχολιασμούς, όταν το βλέμμα μου έπεσε στον Ντάνιελ. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν με θράσος και εκείνος με μικρές δρασκελιές, ήρθε προς το μέρος μου. Προτάσσοντας το χέρι του για έναν τυπικό χαιρετισμό που δεν του ανταποδόθηκε ποτέ, γύρισε προς το μέρος της Αντέιρα.
«Είσαι πολύ όμορφη απόψε» της είπε και ένιωσα τα μάτια μου να κοκκινίζουν.
«Ευχαριστώ» απάντησε κοφτά δείχνοντάς του πως τα όρια είχαν τεθεί για να μη ξεπερνιούνται.
Κατόπιν, άρπαξε το χέρι μου για να χαθούμε μέσα στο πλήθος που χόρευε, μιλούσε και διασκέδαζε. Προσπαθώντας να κατευνάσω τα νεύρα μου, πήρα την βεβιασμένη απόφαση να δοκιμάσω αλκοόλ, πράγμα που σε λίγες ώρες θα μετάνιωνα πικρά. Γέμισα το ποτήρι μου ως πάνω με το πρώτο αλκοολούχο ποτό που βρέθηκε στο διάβα μου και βούτηξα μέσα τη γλώσσα μου. Φρίκη σκέφτηκα, αλλά αν ήταν να με ηρεμήσει θα την έκανα τη θυσία. Τα φώτα, σιγά σιγά χαμήλωναν, ελαφρύνοντας την ατμόσφαιρα και δίνοντας την δυνατότητα σε κινήσεις και συναισθήματα να βρούνε τον κρυφό δρόμο της εκδήλωσης, μέσα από την κάλυψη που τους πρόσφερε το ημίφως.
«Χορεύουμε;» μου είπε, ενώ τα ήρεμα τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο. Πόσο χειρότερος να είναι ο χορός από το πατινάζ;
«Δεκτό το αίτημά σας» απάντησα κάνοντάς την να γελάσει.
Τότε, ένιωσα τα χέρια της να τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου απαλά και εμένα το δέρμα μου να καίει. Αφού δεν είναι αγιασμός, εσύ γιατί καίγεσαι; γεννήθηκε η απορία, μα αμέσως έσβησε, όταν άρχισα να αναρωτιέμαι για το πώς έπρεπε εγώ να την κρατήσω. Εκείνη, φάνηκε να αντιλαμβάνεται την δυσκολία που αντιμετώπιζα και έπιασε απαλά το ένα μου χέρι, για να το κατευθύνει στη μέση της. Έ, βάλε και το άλλο καταραμένε, αγκύλωση έχεις πάθει; μου ούρλιαξε το υποσυνείδητο και ευθύς, με μία ελαφρώς απότομη κίνηση, τοποθέτησα και το άλλο. Εισπνοή από την μύτη, εκπνοή από το στόμα. Μην ρουθουνίζεις!
Τα λεπτά περνούσαν και η απόσταση μεταξύ μας μίκραινε. Βαστώντας την αγκαλιά, αισθανόμουν και εγώ ο ίδιος μία ασφάλεια πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Η αίσθηση του γυμνού της δέρματος στα δάχτυλά μου, ήταν πρωτόγνωρη και τότε συνειδητοποίησα, πως δεν ήθελα να την αφήσω. Μονάχα να μπορούσα να σταματήσω τον χρόνο… Να έβλεπα κολλημένους τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού και τον κόσμο να εξαφανίζεται για να μας αφήσει μόνους. Έτσι, δεν θα φοβόμουν μήπως κάτι κακό της συμβεί, γιατί το ένιωθα εδώ και πολύ ώρα. Μολαταύτα, όπως προείπα η κατάποση μίας γενναίας ποσότητας αλκοόλ, είχε μειώσει τα αντανακλαστικά μου και είχε ρίξει τις άμυνες μου. Αισθανόμουν μία ελαφριά ζάλη και ευφορία, ενώ γύρω μας ο κόσμος είχε σταματήσει να χορεύει. Εντούτοις, εμείς λικνιζόμασταν σε έναν αργό ρυθμό, με εκείνη να έχει αφεθεί πλήρως στην αγκαλιά μου και εμένα να την κρατώ γερά κοντά μου. Τη στιγμή που αντιληφθήκαμε πως ήμασταν οι μόνοι που εξακολουθούσαμε να χορεύουμε σαν έφηβοι, σταματήσαμε κάπως αμήχανα, ενώ εμένα η ματιά μου καρφώθηκε στον Ντάνιελ και στο σκοτεινό, όλο μίσος βλέμμα του. Την μία στιγμή τον έβλεπα στην άλλη άκρη της αίθουσας και την επόμενη τον είχα χάσει. Ένιωσα ένα σκίρτημα στην καρδιά, σαν εσωτερική προειδοποίηση.
Λίγα λεπτά είχαν απομείνει για την αλλαγή του χρόνου και οι θνητοί φαίνονταν να ανυπομονούν. Προσωπικά εμένα καρφάκι δεν μου καιγόταν, γιατί τι να σου κάνει ένας ακόμη χρόνος μπροστά σε εκατομμύρια ανούσιες αιωνιότητες ; Η Αντέιρα στεκόταν δίπλα μου, έχοντας ανοίξει κουβέντα με την Κάιλα και εγώ ασυναίσθητα, άρπαξα το χέρι της. Για πρώτη φορά στην αιώνια ζωή μου, ένιωσα φόβο. Όχι για την δική μου ζωή, αλλά για την δική της και έπρεπε με κάθε τρόπο να την κρατήσω ασφαλή. Άξαφνα, τα φώτα όλα έσβησαν και άπαντες οι παρευρισκόμενοι ξεκίνησαν να μετρούν αντίστροφα. Εμένα το κεφάλι μου πονούσε φριχτά, ενώ ένιωσα το χέρι της Αντέιρα να αφήνει το δικό μου. Όταν ο δείκτης του μεγάλου μας ρολογιού έδειξε δώδεκα, τα πυροτεχνήματα ξεκίνησαν και οι χαρμόσυνες φωνές απλώθηκαν από άκρη σε άκρη, σε όλο το γραφείο, ενώ το τσούγκρισμα και το αλκοόλ συνέχιζαν ακάθεκτα. Καθώς απεχθανόμουν τους εναγκαλισμούς, ακόμη και με την Κάιλα που την γνώριζα τυπικά, αποσύρθηκα από το κέντρο της αίθουσας αναζητώντας μία ήσυχη γωνιά για να καθίσω. Τα πάντα γύρω μου στριφογυρνούσαν αδιάκοπα και έτσι αποφάσισα να πολεμήσω το αλκοόλ με μία γενναία ποσότητα νερού.
Καθώς ο πονοκέφαλος υποχωρούσε και τα λογικά μου επέστρεφαν, με το βλέμμα μου έψαξα να βρω την Αντέιρα. Κοίταξα γρήγορα, μα προσεκτικά ολόγυρα, ωστόσο εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. Ωπ, τι έγινε πανικοβληθήκαμε;’’ με ειρωνεύτηκε το υποσυνείδητο και ήταν αλήθεια. Είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Η ματιά μου σταμάτησε στην Κάιλα που φλέρταρε απροκάλυπτα με έναν θνητό. Εγώ φυσικά προχώρησα προς την μεριά της και την άρπαξα από το μπράτσο κάπως άτσαλα, με τον θνητό να με κοιτά ελαφρώς φοβισμένος.
«Που είναι η Αντέιρα;» την ρώτησα κοφτά.
«Κύριε Χελ και εμείς ερωτευτήκαμε, αλλά δεν κάναμε και έτσι. Η Αντέιρα είναι μεγάλη κοπέλα και μπορεί να προσέχει τον εαυτό της. Μην ανησυχείς, κάπου εδώ γύρω θα είναι» μου απάντησε, ωστόσο διόλου καθησυχάστηκα.
«Και ο Ντάνιελ; Πού είναι;» τη ρώτησα ξανά και την είδα να δυσανασχετεί.
«Ζηλεύεις;» με ρώτησε.
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας, δεσποινίς Μουρ. Ο Ντάνιελ είναι επικίνδυνος. Τον είδα πως την κοιτούσε και θα της κάνει κακό. Πρέπει να με βοηθήσεις να την βρω» συνέχισα.
«Κύριε Χελ, μην καταλήξουμε αστυνομικό μυθιστόρημα μέρα που είναι. Η βραδιά είναι για απόλαυση. Χαλαρώστε και θα βρεθεί και η καλή σας» ήταν η τελευταία απάντηση που πήρα και ένιωσα τον θυμό μου να βράζει μέσα μου. Δίχως να πω ούτε μία λέξη, άρπαξα το μαύρο μου παλτό και έφυγα τρέχοντας από το κτίριο. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, στολίζοντας με μικρές νιφάδες τα μαύρα μου μαλλιά. Ο κόσμος της Νέας Υόρκης, πανηγύριζε τον ερχομό του νέου έτους, αλλά οι φωνές τους δεν έφταναν στα δικά μου αυτιά. Στάθηκα για λίγο μπροστά σε ένα γυάλινο κτίριο. Το πρόσωπό μου είχε σχεδόν παραμορφωθεί από την ανεξέλεγκτη οργή. Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα, καθώς το πέρασμα του χρόνου δεν ήταν υπέρ μου.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
Έπειτα, στάθηκα μπροστά σε έναν καθρέπτη, ο οποίος αντανακλούσε την κατάρα και την ασχήμια μου. Ποιόν κοροϊδεύεις; Τα έχασες όλα και τώρα είσαι έτοιμος να χάσεις και το αναγκαστικό σου καταφύγιο που είναι η Κόλαση. Το άνδρο της μιζέριας και της δυστυχίας. Εσύ που κάποτε διηύθυνες την ουράνια χορωδία, που έδινες την πρώτη νότα, κοίτα πως κατάντησες. Ωστόσο, ούτε την Κόλαση νιώθεις σπίτι σου. Σπίτι σου νιώθεις αυτό εδώ το διαμέρισμα και τη μικρή σου ζωή στη γη, καθώς εδώ αγαπήθηκες γι’ αυτό που είσαι και όχι γι’ αυτό που ήθελαν οι άλλοι να είσαι, σκέφτηκα και οι σκέψεις αυτές με τρομοκρατούσαν, καθώς ένιωθα να χάνω τον έλεγχο. Τότε, μου ήρθε μία τρελή ιδέα. Να επισκεφτώ τη γειτόνισσα της Αντέιρα. Τη γενναία γυναίκα που είχε αντικρύσει το αληθινό μου πρόσωπο και δεν είχε αηδιάσει ή δεν είχε νιώσει λύπηση για εμένα όπως ένιωθαν οι φωτεινοί αδερφοί μου. Πρώτα όμως, έπρεπε να ετοιμαστώ. Το μπλε κοστούμι μου πήγαινε, καθώς φώτιζε τα κυανά μου μάτια. Χτενίζοντας τα μαύρα μου μαλλιά ελαφρώς προς τα πίσω, αδιαφορώντας για τις ουλές μου και φορώντας, ένα κόκκινο μαντήλι στην τσέπη του σακακιού, πήρα τον δρόμο για το σπίτι της.
Ισιώνοντας για τελευταία φορά το κόκκινο μαντήλι μου, χτύπησα διακριτικά την πόρτα, καθώς οι άνθρωποι περασμένης ηλικίας, τέτοιες ώρες βρίσκονται συνήθως στην αγκαλιά του Μορφέα. Με λίγα λεπτά καθυστέρηση, η πόρτα άνοιξε και η ηλικιωμένη, ρακένδυτη γυναίκα φάνηκε στο κατώφλι, όλο ζωντάνια.
«Να πω, καλώς τον;» μου είπε μισογελώντας.
«Εμφανέστατα και όχι γενναία μου κυρία. Η υποκρισία δεν σας ταιριάζει, ωστόσο σας έφερα αυτά ως ένδειξη καλής καρδιάς και ελπίζω να μην έχετε θέματα με το ζάχαρό σας» της είπα, προτάσσοντας ένα κουτί με σοκολατάκια σε σχήμα Άγιου Βασίλη. «Χαριτωμένα δεν είναι;» συνέχισα μόλις την είδα να τα ανοίγει έκπληκτη και να δοκιμάζει ένα.
Κατόπιν, κοιτάζοντάς με διερευνητικά, μου έκανε σήμα να καθίσω. Το σπίτι της, έμοιαζε με μεσαιωνικό ξωκλήσι, καθώς δεν υπήρχε επιφάνεια του τοίχου που να μην είναι καλυμμένη με κάποια εικόνα του Πατέρα και του σογιού μου ολόκληρου.
«Δεν αφήσατε κανέναν παραπονεμένο» της είπα κοιτάζοντας τριγύρω μου και καρφώνοντας τη ματιά μου σε μία εικόνα του Μιχαήλ. Ο άτιμος, είχε πάντοτε φωτογένεια σε αντίθεση με εμένα που έβγαινα μουρτζούφλης.
«Η αλήθεια είναι, πιστεύω πολύ στον Πατέρα σου» συνέχισε εκείνη, με το μειδίαμα να μην έχει εγκαταλείψει ούτε λεπτό το πρόσωπό της. «Λοιπόν, σε τι οφείλω την τιμή;» συνέχισε.
Για λίγο έμεινα να την κοιτώ, εν συνεχεία αναστενάζοντας της είπα :
«Είσαι η μόνη θνητή που έχει δει ποτέ την αληθινή μου όψη και δεν έχει τρομοκρατηθεί. Δεν σου κρύβω πως αυτό που κίνησε την περιέργεια και ήρθα εδώ για να μάθω περισσότερα για εσένα» απάντησα περήφανα.
«Δυστυχώς κολασμένε, δεν έχω τίποτε να σου πω για την ζωή μου που να έχει ενδιαφέρον. Είμαι μία γυναίκα χήρα εδώ και πολλά χρόνια. Παιδιά δεν απέκτησα ποτέ μου, ωστόσο, η Αντέιρα μου στάθηκε καλύτερα και από κόρη μου. Χάρη σε εκείνη, έχω έστω ένα πιάτο φαγητό» μου απάντησε περίλυπα. «Ωστόσο, έχω την εντύπωση πως δεν ήρθες ως εδώ για να μάθεις για εμένα, αλλά για να μου μιλήσεις για εσένα. Ακούω λοιπόν, τι είναι εκείνο που σε προβληματίζει;» με ρώτησε και εγώ για ακόμη μία φορά ξαφνιάστηκα. Αυτή η γυναίκα είχε χάρισμα.
«Με θεωρείς εν μέρει καλό ή εν μέρει κακό;» έθεσα την πολυπόθητη ερώτηση και την είδα να χαμογελά.
«Εξαρτάται από ποια σκοπιά θα δω την ιστορία σου. Αν θες τη γνώμη μου, όλοι μας είμαστε εν μέρει καλοί και εν μέρει κακοί, εκτός φυσικά από τον Πατέρα σου και όλα τα πλάσματα που έχουν επιλέξει να είναι δίπλα του» μου απάντησε διπλωματικά.
«Εννοείς τα αδέρφια μου» της είπα και έπιασε ευθύς την πίκρα στο βλέμμα μου.
«Θα ήθελες να μου μιλήσεις για την Πτώση; Εμείς οι άνθρωποι έχουμε ενημερωθεί για μία μονάχα σκοπιά της ιστορίας. Θα ήθελα να την ακούσω για μία φορά και από τη δική σου πλευρά, αν αυτό δεν σε φέρνει σε δύσκολη θέση» Καλή μου γυναίκα, δεν σου απομένουν και πολλά χρόνια. Ώσπου να σου αφηγηθώ την ιστορία μου, θα μας διακόψει ο Χάρος και εγώ θα καταλήξω σε θλιβερό μονόλογο σκέφτηκα, μα η εικόνα της να περιμένει την απάντησή μου, με έκανε να πάρω το ρίσκο.
«Εντάξει» της είπα.
«Τσαγάκι; Είναι με ηρεμιστικά βότανα. Συνήθως το χρησιμοποιώ για τις αϋπνίες» συνέχισε.
«Καλώς» της απάντησα και ξεκίνησα την αφήγηση. « Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά ήμουν το πρώτο αγγελικό ον που δημιουργήθηκε, την ημέρα που ο Πατέρας έφερε το φως. Ήμουν όμορφος και λαμπερός, με μακριά, ξανθά μαλλιά και κυανά μάτια. Τα αγγελικά μου φτερά, είχαν το διπλάσιο μέγεθος σε σχέση με εκείνα των αδερφών μου και εγώ έστεκα πάντοτε αγέρωχος, έχοντας τη δυνατότητα, μόνος εγώ, να αντικρίζω τον θρόνο του Πατέρα. Αμέσως μετά από εμένα, δημιουργήθηκαν τα άλλα τρία μου αδέρφια, ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ και ο Ραφαήλ, ωστόσο, δεν σου κρύβω πως η αδυναμία μου ήταν ο αμέσως μικρότερος αδερφός μου, ο Μιχαήλ. Ξέρω, αδυνατείς να το πιστέψεις, καθώς με εκείνον πάλεψα την ημέρα της Πτώσης. Την ημέρα που ο Πατέρας με έδιωξε. Η αλήθεια είναι, υπήρξα αλαζόνας. Ήμουν όμορφος, ισχυρός και ξεχωριστός. Γιατί να ακολουθήσω τον σκοπό των υπόλοιπων; Γιατί να είμαι υποχείριο του Πατέρα και γιατί να μην λατρεύομαι από τα αγγελικά πλάσματα αφού εγώ ήμουν ο αρχηγός τους; Όσο για τα πάλλευκα φτερά μου, περιττό να σου πω πως μου προκαλούσαν φτέρνισμα. Μία ημέρα, εξέθεσα τις απόψεις μου στον Μιχαήλ, ο οποίος προσπάθησε να με μεταπείσει. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι άγγελοι, κατηγορώντας με για φθόνο απέναντι στον Πατέρα. Ωστόσο, εγώ δεν τον φθονούσα. Ήθελα να με δει. Να δει εμένα και τον ξεχωριστό μου χαρακτήρα. Εμένα τον αγαπημένο του υιό, τον πρωτότοκο, τον λαμπρότερο. Απεναντίας, μου γύρισε την πλάτη και αποφάσισε να με διώξει από τον Παράδεισο» τελείωσα, βλέποντας την γυναίκα βαθιά προβληματισμένη.
«Το διαφορετικό, δεν είναι απαραίτητα κακό Εωσφόρε, η αλαζονεία όμως είναι. Θεώρησες την δύναμή σου υπερβολική και αρκετή για να προσπαθήσεις να επιβάλεις με τη σειρά σου τη θέλησή σου να λατρεύεσαι. Επομένως, υπέπεσες στο ίδιο ατόπημα για το οποίο κατηγορείς τον Πατέρα σου. Να ξέρεις ένα πράγμα, την διαφορετικότητα, δεν χρειάζεται να τη διαλαλούμε, ούτε να την επιβάλουμε. Ξεχωρίζει από μόνη της» μου απάντησε κάνοντάς με να χαμογελάσω στραβά. «Για πού είσαι απόψε;» με ρώτησε αλλάζοντας εσκεμμένα θέμα.
«Παραμονή πρωτοχρονιάς, πάρτι στην δουλειά» της είπα γελώντας.
«Και συνοδός της Αντέιρα» συνέχισε εκείνη. Εμπρός λοιπόν, πήγαινέ το εκεί που θέλεις και άφησε στην άκρη την αυτοβιογραφία μου σκέφτηκα. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσεις ειλικρινά. Πώς νιώθεις για εκείνη;» ΄
Καταρχάς, πρώην καλή μου γυναίκα, καθώς μόλις το όνομά σου βρέθηκε στην κορυφή της μαύρης λίστας, η ειλικρίνεια δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει την προσωπικότητά μου μουρμούρισα, ωστόσο για κάποιον λόγο, η υπεκφυγή της ερώτησης ισοδυναμούσε με δειλία. Από την άλλη, είχα κάθε δικαίωμα να κρατήσω την προσωπική μου ζωή και τις προσωπικές μου σκέψεις για τον εαυτό μου.
«Την εκτιμώ» απάντησα τελικά, αλλά η γηραιά απέναντί μου φαινόταν να μην τσιμπάει το δόλωμα.
«Ως τι ακριβώς;» συνέχισε.
«Κάνεις πολλές ερωτήσεις ή είναι η ιδέα μου;» γρύλισα και το μισό μου πρόσωπο άξαφνα ξεκίνησε να μαυρίζει.
«Έχεις δίκιο, δεν θα σε πιέσω άλλο. Ωστόσο, θα πρέπει να γνωρίζεις ένα πολύ βασικό πράγμα. Εκείνη είναι άνθρωπος και εσύ ένας αθάνατος. Να περάσετε καλά και να την προσέχεις αφού την εκτιμάς, αλλά με μέτρο» συνέχισε και εγώ σηκώθηκα σιωπηλός, όταν ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.
Η γυναίκα σηκώθηκε και εκείνη τρεκλίζοντας να ανοίξει και στο κατώφλι φάνηκε η Αντέιρα με ένα μαύρο, μακρύ φόρεμα. Τα μαλλιά της, τα είχε πιασμένα πίσω και τα ολοστρόγγυλα, καστανά της μάτια έλαμπαν. Για την ακρίβεια, έλαμπε ολόκληρη.
«Λύαμ! Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» με ρώτησε έκπληκτα.
«Ας πούμε, πως έχω συμπαθήσει πολύ την γειτόνισσά σου» απάντησα κοφτά.
«Δεν σε αδικώ. Είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ» μου απάντησε εκείνη χαϊδεύοντας τρυφερά την γηραιά οχιά.
«Είσαι πανέμορφη! Να προσέχεις σήμερα, καθώς πολλοί θα σε προσεγγίσουν» της είπε η γυναίκα ενώ εγώ άθελά μου, έσφιγγα την μία μου γροθιά.
«Με τον Λύαμ για συνοδό, δεν ανησυχώ για τίποτε» Στην θέση σου θα ανησυχούσα, αν ήξερα πως με συνοδεύει ο έξω από εδώ σκέφτηκα ενώ η ηλικιωμένη απέφυγε να σχολιάσει την κουβέντα.
«Καλά να περάσετε και αν δεν σας δω, καλή χρονιά να έχετε» μας είπε ενώ απομακρυνόμασταν.
«Σήμερα είσαι πολύ διαφορετικός. Σου πάει πολύ το μπλε» μου είπε ενώ βρισκόμασταν στον ανελκυστήρα.
«Η αλήθεια και εσύ είσαι διαφορετική. Όμορφα διαφορετική» της είπα δίχως να την κοιτάζω στα μάτια. Το αυχενικό σου ευθύνεται γι’ αυτό. Εσύ δεν νιώθεις ποτέ σου ντροπή. Ειδικά εσύ, που έχεις ζήσει τόσες αιωνιότητες ήρθε να με καθησυχάσει το υποσυνείδητο.
Η αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο, ενώ τα χριστουγεννιάτικα εδέσματα βρίσκονταν διασκορπισμένα σε όλο το χώρο, καθώς είχαν την τιμητική τους. Το αλκοόλ έρεε άφθονο και εγώ είχα τα μάτια μου καρφωμένα στην Αντέιρα.
«Κύριε Χελ, φρέσκος φρέσκος!» άκουσα τη γνωστή, στριγκή φωνή της δεσποινίδας Μουρ. Γιατί τις άλλες μέρες πως είμαι δηλαδή;
«Κρίνομαι ως μαραμένος τις λοιπές μέρες δεσποινίς Μουρ;» Μην απαντήσεις αφιλότιμη!.
«Όχι φυσικά, αλλά σήμερα διαθέτετε αυτήν την επιπλέον λάμψη» το έσωσε την τελευταία στιγμή.
Φυσικά, ακολούθησε ο διευθυντής μας, ο κύριος Μίλερ και μελλοντικός μου σύντροφος στην Κόλαση με τον χαρακτήρα που είχε.
«Την έχετε βάλει στον ίσιο δρόμο κύριε Χελ» μου είπε δείχνοντάς μου την Αντέιρα. Δικαίως τον αποκάλεσα πριν μελλοντικό συνοδοιπόρο μου, καθώς θεωρεί ίσιο, τον δρόμο της Κολάσεως.
Φυσικά, αρκέστηκα σε ένα αχνό χαμόγελο, δίχως επιπλέον σχολιασμούς, όταν το βλέμμα μου έπεσε στον Ντάνιελ. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν με θράσος και εκείνος με μικρές δρασκελιές, ήρθε προς το μέρος μου. Προτάσσοντας το χέρι του για έναν τυπικό χαιρετισμό που δεν του ανταποδόθηκε ποτέ, γύρισε προς το μέρος της Αντέιρα.
«Είσαι πολύ όμορφη απόψε» της είπε και ένιωσα τα μάτια μου να κοκκινίζουν.
«Ευχαριστώ» απάντησε κοφτά δείχνοντάς του πως τα όρια είχαν τεθεί για να μη ξεπερνιούνται.
Κατόπιν, άρπαξε το χέρι μου για να χαθούμε μέσα στο πλήθος που χόρευε, μιλούσε και διασκέδαζε. Προσπαθώντας να κατευνάσω τα νεύρα μου, πήρα την βεβιασμένη απόφαση να δοκιμάσω αλκοόλ, πράγμα που σε λίγες ώρες θα μετάνιωνα πικρά. Γέμισα το ποτήρι μου ως πάνω με το πρώτο αλκοολούχο ποτό που βρέθηκε στο διάβα μου και βούτηξα μέσα τη γλώσσα μου. Φρίκη σκέφτηκα, αλλά αν ήταν να με ηρεμήσει θα την έκανα τη θυσία. Τα φώτα, σιγά σιγά χαμήλωναν, ελαφρύνοντας την ατμόσφαιρα και δίνοντας την δυνατότητα σε κινήσεις και συναισθήματα να βρούνε τον κρυφό δρόμο της εκδήλωσης, μέσα από την κάλυψη που τους πρόσφερε το ημίφως.
«Χορεύουμε;» μου είπε, ενώ τα ήρεμα τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο. Πόσο χειρότερος να είναι ο χορός από το πατινάζ;
«Δεκτό το αίτημά σας» απάντησα κάνοντάς την να γελάσει.
Τότε, ένιωσα τα χέρια της να τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου απαλά και εμένα το δέρμα μου να καίει. Αφού δεν είναι αγιασμός, εσύ γιατί καίγεσαι; γεννήθηκε η απορία, μα αμέσως έσβησε, όταν άρχισα να αναρωτιέμαι για το πώς έπρεπε εγώ να την κρατήσω. Εκείνη, φάνηκε να αντιλαμβάνεται την δυσκολία που αντιμετώπιζα και έπιασε απαλά το ένα μου χέρι, για να το κατευθύνει στη μέση της. Έ, βάλε και το άλλο καταραμένε, αγκύλωση έχεις πάθει; μου ούρλιαξε το υποσυνείδητο και ευθύς, με μία ελαφρώς απότομη κίνηση, τοποθέτησα και το άλλο. Εισπνοή από την μύτη, εκπνοή από το στόμα. Μην ρουθουνίζεις!
Τα λεπτά περνούσαν και η απόσταση μεταξύ μας μίκραινε. Βαστώντας την αγκαλιά, αισθανόμουν και εγώ ο ίδιος μία ασφάλεια πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Η αίσθηση του γυμνού της δέρματος στα δάχτυλά μου, ήταν πρωτόγνωρη και τότε συνειδητοποίησα, πως δεν ήθελα να την αφήσω. Μονάχα να μπορούσα να σταματήσω τον χρόνο… Να έβλεπα κολλημένους τους δείκτες του μεγάλου ρολογιού και τον κόσμο να εξαφανίζεται για να μας αφήσει μόνους. Έτσι, δεν θα φοβόμουν μήπως κάτι κακό της συμβεί, γιατί το ένιωθα εδώ και πολύ ώρα. Μολαταύτα, όπως προείπα η κατάποση μίας γενναίας ποσότητας αλκοόλ, είχε μειώσει τα αντανακλαστικά μου και είχε ρίξει τις άμυνες μου. Αισθανόμουν μία ελαφριά ζάλη και ευφορία, ενώ γύρω μας ο κόσμος είχε σταματήσει να χορεύει. Εντούτοις, εμείς λικνιζόμασταν σε έναν αργό ρυθμό, με εκείνη να έχει αφεθεί πλήρως στην αγκαλιά μου και εμένα να την κρατώ γερά κοντά μου. Τη στιγμή που αντιληφθήκαμε πως ήμασταν οι μόνοι που εξακολουθούσαμε να χορεύουμε σαν έφηβοι, σταματήσαμε κάπως αμήχανα, ενώ εμένα η ματιά μου καρφώθηκε στον Ντάνιελ και στο σκοτεινό, όλο μίσος βλέμμα του. Την μία στιγμή τον έβλεπα στην άλλη άκρη της αίθουσας και την επόμενη τον είχα χάσει. Ένιωσα ένα σκίρτημα στην καρδιά, σαν εσωτερική προειδοποίηση.
Λίγα λεπτά είχαν απομείνει για την αλλαγή του χρόνου και οι θνητοί φαίνονταν να ανυπομονούν. Προσωπικά εμένα καρφάκι δεν μου καιγόταν, γιατί τι να σου κάνει ένας ακόμη χρόνος μπροστά σε εκατομμύρια ανούσιες αιωνιότητες ; Η Αντέιρα στεκόταν δίπλα μου, έχοντας ανοίξει κουβέντα με την Κάιλα και εγώ ασυναίσθητα, άρπαξα το χέρι της. Για πρώτη φορά στην αιώνια ζωή μου, ένιωσα φόβο. Όχι για την δική μου ζωή, αλλά για την δική της και έπρεπε με κάθε τρόπο να την κρατήσω ασφαλή. Άξαφνα, τα φώτα όλα έσβησαν και άπαντες οι παρευρισκόμενοι ξεκίνησαν να μετρούν αντίστροφα. Εμένα το κεφάλι μου πονούσε φριχτά, ενώ ένιωσα το χέρι της Αντέιρα να αφήνει το δικό μου. Όταν ο δείκτης του μεγάλου μας ρολογιού έδειξε δώδεκα, τα πυροτεχνήματα ξεκίνησαν και οι χαρμόσυνες φωνές απλώθηκαν από άκρη σε άκρη, σε όλο το γραφείο, ενώ το τσούγκρισμα και το αλκοόλ συνέχιζαν ακάθεκτα. Καθώς απεχθανόμουν τους εναγκαλισμούς, ακόμη και με την Κάιλα που την γνώριζα τυπικά, αποσύρθηκα από το κέντρο της αίθουσας αναζητώντας μία ήσυχη γωνιά για να καθίσω. Τα πάντα γύρω μου στριφογυρνούσαν αδιάκοπα και έτσι αποφάσισα να πολεμήσω το αλκοόλ με μία γενναία ποσότητα νερού.
Καθώς ο πονοκέφαλος υποχωρούσε και τα λογικά μου επέστρεφαν, με το βλέμμα μου έψαξα να βρω την Αντέιρα. Κοίταξα γρήγορα, μα προσεκτικά ολόγυρα, ωστόσο εκείνη δεν φαινόταν πουθενά. Ωπ, τι έγινε πανικοβληθήκαμε;’’ με ειρωνεύτηκε το υποσυνείδητο και ήταν αλήθεια. Είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Η ματιά μου σταμάτησε στην Κάιλα που φλέρταρε απροκάλυπτα με έναν θνητό. Εγώ φυσικά προχώρησα προς την μεριά της και την άρπαξα από το μπράτσο κάπως άτσαλα, με τον θνητό να με κοιτά ελαφρώς φοβισμένος.
«Που είναι η Αντέιρα;» την ρώτησα κοφτά.
«Κύριε Χελ και εμείς ερωτευτήκαμε, αλλά δεν κάναμε και έτσι. Η Αντέιρα είναι μεγάλη κοπέλα και μπορεί να προσέχει τον εαυτό της. Μην ανησυχείς, κάπου εδώ γύρω θα είναι» μου απάντησε, ωστόσο διόλου καθησυχάστηκα.
«Και ο Ντάνιελ; Πού είναι;» τη ρώτησα ξανά και την είδα να δυσανασχετεί.
«Ζηλεύεις;» με ρώτησε.
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας, δεσποινίς Μουρ. Ο Ντάνιελ είναι επικίνδυνος. Τον είδα πως την κοιτούσε και θα της κάνει κακό. Πρέπει να με βοηθήσεις να την βρω» συνέχισα.
«Κύριε Χελ, μην καταλήξουμε αστυνομικό μυθιστόρημα μέρα που είναι. Η βραδιά είναι για απόλαυση. Χαλαρώστε και θα βρεθεί και η καλή σας» ήταν η τελευταία απάντηση που πήρα και ένιωσα τον θυμό μου να βράζει μέσα μου. Δίχως να πω ούτε μία λέξη, άρπαξα το μαύρο μου παλτό και έφυγα τρέχοντας από το κτίριο. Το χιόνι έπεφτε πυκνό, στολίζοντας με μικρές νιφάδες τα μαύρα μου μαλλιά. Ο κόσμος της Νέας Υόρκης, πανηγύριζε τον ερχομό του νέου έτους, αλλά οι φωνές τους δεν έφταναν στα δικά μου αυτιά. Στάθηκα για λίγο μπροστά σε ένα γυάλινο κτίριο. Το πρόσωπό μου είχε σχεδόν παραμορφωθεί από την ανεξέλεγκτη οργή. Έπρεπε να κινηθώ γρήγορα, καθώς το πέρασμα του χρόνου δεν ήταν υπέρ μου.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη