Διηγήματα Φαντασίας από τα όρια της ύπαρξης και της ζωής (Διήγημα 3ο) - "Σε δύο διαστάσεις"

Ο ηλικιωμένος ιερέας ξεψυχούσε στο κρεβάτι τού νοσοκομείου. Τριγύρω του αγαπημένα πρόσωπα της οικογενείας του και της ζωής του, τον συνόδευαν στο τελευταίο του ταξίδι.

Μια ζωή είχε περάσει γρήγορα σαν το νερό και τώρα ήταν πια η ώρα να αφήσει τον κόσμο, στον οποίο μεγάλωσε και αγάπησε. Αγαπούσε τον κόσμο γύρω του, αυτό το δώρο τού Θεού με όλες του τις ομορφιές που τον έκαναν τόσο ελκυστικό. Λυπόταν που έφευγε και ήδη ένιωθε να του λείπει όχι μόνο το κάθε πρόσωπο αυτών που γνώρισε, αλλά και το παραμικρό πετραδάκι τής κτίσης.

Λυπόταν που έφευγε, μα η ελπίδα τής πίστης μέσα του, τού έδινε μια χαρμολύπη, γιατί γνώριζε, ή μάλλον έλπιζε, πως αυτό δεν ήταν γι' αυτόν το τέλος. Σε λίγο θα έκλεινε τα μάτια του και θα τα άνοιγε ξανά σε έναν άλλον κόσμο, πρωτόγνωρο, διαφορετικό, εξαίσιο. Έναν κόσμο, τον οποίο φώτιζε ο Ίδιος ο Θεός. Αυτός στον Οποίο ήλπιζε και για την αγάπη τού Οποίου δαπάνησε όλη σχεδόν τη ζωή του.

Στη μακρά ζωή του, είχε δει πολλά θαύματα, πολλά σημάδια τής παρουσίας τού Θεού. Είχε ακούσει βαθιά μέσα του τη φωνή Του να τον ενισχύει και να τον γεμίζει με πίστη και χαρά. Και τώρα ήταν πια η ώρα να σταθεί μπροστά Του. Και μπροστά σε αυτή την προοπτική, η απώλεια όλων των κτιστών που γνώρισε, έμοιαζε πολύ μικρή και ασήμαντη, όσο κι αν λυπόταν που τα άφηνε.

Όμως σαν πλάσμα ατελές και αμαρτωλό, δεν έπαυε ο λογισμός τής αμφιβολίας μέσα του.

«Κι αν όλα αυτά ήταν μια πλάνη; Αν κλείνοντας τα μάτια όλα τελείωναν εκεί; Αν όλα ήταν μια αυταπάτη, μια αυθυποβολή;»

Και με τρόμο ζητούσε ξανά συγχώρεση από τον Θεό γι' αυτές τις ολιγόπιστες σκέψεις, χάνοντας την επαφή με τον κόσμο όλο και περισσότερο, βλέποντας τη ζωή να φεύγει από το γέρικο κορμί του και ξαναπαίρνοντας δύναμη από την ελπίδα τής πίστης.

Άνοιξε με κόπο τα μάτια του και ξανακοίταξε τα πρόσωπα που αγάπησε για μια τελευταία φορά· σαν να φωτογράφιζε σε μια αιώνια παγωμένη φωτογραφία την εικόνα τους στη, νεκρή σε λίγο, σκέψη του. Κι εκεί τα μάτια του πάγωσαν και η ζωή γλίστρησε από το σώμα του με μια τελευταία στιγμιαία εσωτερική προσευχή προς τον Πλάστη του και με την προσδοκία - την απορία - για το αν και το τι θα αντίκριζε την επόμενη στιγμή...

...

Η αναμονή του δεν κράτησε πολύ. Στην αρχή σαν σύννεφο ακαθόριστο, ένας άλλος κόσμος άρχισε να αχνοφαίνεται. Σχήματα παράξενα πέρα από κάθε φαντασία, αλλά και τόσο γνώριμα παράλληλα, έπαιρναν τη θέση τους μπροστά του. Το νοσοκομείο είχε χαθεί όπως και τα αγαπημένα του πρόσωπα. Και στη θέση τους υπήρχαν πράγματα που ούτε να τα περιγράψει δε θα μπορούσε στην οικογένειά του.

Ένιωθε σαν να έβγαινε από μια μαυρόασπρη σελίδα σε έναν τρισδιάστατο πολύχρωμο κόσμο, τόσο όμορφο, που με αυτόν κανένα παλάτι τής κτίσης που γνώρισε δε θα μπορούσε να συγκριθεί. Και το ίδιο του το σώμα, ήταν πια κάτι άλλο. Ο ίδιος δεν ήταν το πλάσμα που γνώριζε. Δεν ήταν το πλάσμα που νόμιζε. Δεν ήταν το πλάσμα που αντιλαμβανόταν. Ήταν κάτι άλλο! Απίστευτα διαφορετικό και... πληρέστερο!

Και τότε άρχισε να... θυμάται! Δεν ήταν όλα αυτά κάτι καινούργιο. Δεν ήταν κάτι άγνωστο. Όλα είχαν όνομα, όλα είχαν νόημα, όλα είχαν κάτι από το παρελθόν του. Ναι! Τα είχε ξαναδεί! Τα είχε ξαναζήσει! Τα είχε ξανανιώσει!

Κάτι γύρω του κινήθηκε και τον άγγιξε και τού αφαίρεσε το κράνος από τον εγκέφαλο...

Πώς ήξερε ότι εκείνο ήταν κράνος; Πώς ήξερε ότι εκείνο ήταν ο εγκέφαλός του; Πώς ήξερε ότι εκείνο που κινιόταν ήταν ο... γιος του;

...

Η σκέψη του καθάρισε περισσότερο και άρχισε να αντιλαμβάνεται αισθήσεις. Διαφορετικές από αυτές που ήξερε στον κόσμο, τον οποίο μόλις άφησε, όμως αισθήσεις. Αισθήσεις με τις οποίες αντιλαμβανόταν εικόνες και αντικείμενα και μία παράξενη «άφωνη» γλώσσα, αλλά γλώσσα! Μία γνωστή του γλώσσα, που είχε να την «ακούσει» μια ζωή! Μια γλώσσα που θα την ονόμαζε «φωνητική» σε αυτή τη «νέα» παράξενη αίσθηση που αισθανόταν.

«Γέλια» παράξενα τριγύρω του και φιλικά αγγίγματα από γνωστά του «πρόσωπα», έστω κι αν στην παράξενη αυτή διάσταση, τα πρόσωπα δεν έμοιαζαν με αυτά που γνώριζε ως «πρόσωπα». Όμως ήταν όντως πρόσωπα, οικεία, αγαπημένα και φιλικά! Πρόσωπα που τού ξυπνούσαν περισσότερες αναμνήσεις, τόσο παλιές όσο και η μακρά ζωή που μόλις είχε αφήσει.

Ονόματα ξεχώριζαν στη μνήμη του και τα πρόσωπα απέκτησαν όνομα. Και μαζί και αναμνήσεις και ιστορία και συναισθήματα! Πολλά και βαθιά συναισθήματα! Συναισθήματα αγάπης και φιλίας και στοργής.

Πιο πέρα ξεχώρισε κι άλλα πρόσωπα, ακίνητα, σε ειδικά κρεβάτια. Φορούσαν κράνη σαν το δικό του, αυτό που μόλις τού αφαίρεσε ο «γιος» του. Ήταν συνδεδεμένοι σε μηχανές, με... υπολογιστές! Κι ακόμα μακρύτερα, άλλα παρόμοια πλάσματα κουβέντιαζαν έντονα γύρω από οθόνες και ολογράμματα. Και αναγνώρισε στα πρόσωπά τους Κοινωνιολόγους και Ψυχολόγους και Φιλοσόφους και άλλους επιστήμονες διαφόρων κλάδων, να παίρνουν συνέντευξη από σαστισμένους αλλά και ενθουσιώδεις «χρήστες» τού παιχνιδιού «Εικονική Ζωή»...

...

Ένα παιχνίδι! Ναι! Τώρα θυμόταν! Ήταν ένα παιχνίδι! Όλη αυτή η μακρά ζωή του, το πλάσμα που υπήρξε και που νόμιζε ότι ενσάρκωνε, η οικογένειά του, τα έργα του, τα επιτεύγματά του, ο κόσμος που αγάπησε, ήταν ένα παιχνίδι λίγων μόνο ωρών! Ένα ολιγόωρο παιχνίδι που το μηχανικό του κράνος πρόβαλλε στον εγκέφαλό του! Ένα παιχνίδι, που στις υψηλές ταχύτητες τού υπολογιστή γινόταν αισθητό σαν μια ολόκληρη ζωή για τον εγκέφαλό του, όπως τα όνειρα εκείνα που μοιάζουν να μην έχουν τέλος, αλλά κρατούν τόσο λίγο!

Τώρα καταλάβαινε γιατί γνώριζε αυτήν την παράξενη γλώσσα, γιατί κατανοούσε αυτόν τον τόσο παράξενο, πανέμορφο κόσμο, γιατί θυμόταν αγαπημένα πρόσωπα και καταστάσεις και αισθήσεις και ειδικότητες και... και.. και..

Χαμογέλασε αμήχανα στον γιο του, που τον κοιτούσε γελώντας.

Πλησίασε τους χρήστες που ήταν ακόμα συνδεδεμένοι δίπλα του στο παιχνίδι. Στα πρόσωπά τους αναγνώρισε την οικογένεια και κάποιους φίλους του, τους οποίους μόλις είχε αποχαιρετήσει με τον θάνατό του. Αυτοί ακόμα έπαιζαν το ρόλο τής «ζωής» τους! Τελικά δεν ήταν και τόσο δραματικός, ούτε τόσο μόνιμος αυτός ο αποχωρισμός!

Χάιδεψε την κονσόλα ελέγχου τού παιχνιδιού δίπλα στον καθένα τους, και τα άκρα του θυμήθηκαν αυτόματα τις κινήσεις ελέγχου τού υπολογιστή. Επέλεξε να δει προβολές από τη ζωή τους, που συνεχιζόταν μέσα στο παιχνίδι. Αυτά τα λίγα λεπτά που είχε περάσει στον πραγματικό κόσμο, γι' αυτούς ήταν ήδη χρόνια!

Είδε σκηνές από την κηδεία του και παρακολούθησε τους δικούς του ανθρώπους να ξεπερνούν τη θλίψη τους και να συνεχίζουν τη ζωή τους.

Απομακρύνθηκε ανακουφισμένος και κοίταξε τον γιο του. Θυμήθηκε ότι στο παιχνίδι ο γιος του είχε μπει νωρίτερα απ' αυτόν και εκεί είχαν αλλάξει ρόλους. Έτσι για «αστείο τής μοίρας», είχαν συμφωνήσει ο γιος του στο παιχνίδι να είναι ο πατέρας του. Γι' αυτό και είχε φύγει νωρίτερα απ' αυτόν. Πόσο τού είχε λείψει!

Στη θύμηση τού παλιού εκείνου αποχωρισμού τους, αγκάλιασε τον γιο του συγκινημένος.

«Καλώς ήλθες πίσω, “πάτερ”» τού είπε ο γιος του, τονίζοντας ειρωνικά τη λέξη που αναφερόταν στην εικονική του Ιεροσύνη.

Δίπλα ένας Ψυχολόγος κοίταξε τον γιο του ελεγκτικά γι' αυτή τη μικρή ειρωνεία. Ήταν τουλάχιστον άστοχο να κάνει κάτι τέτοιο σε μια τόσο πρώιμη στιγμή τής επαναφοράς τού πατέρα του, που τα συναισθήματα τού «θανάτου» και τού «αποχωρισμού» ήταν ακόμα τόσο έντονα. Έπρεπε να θυμάται ότι οι χρήστες τής Εικονικής Ζωής, χρειάζονταν για λίγο χρόνο ψυχολογική υποστήριξη, για να ενταχθούν ομαλά και πάλι στην πραγματικότητα τού κόσμου τους. Για εκείνον ο εικονικός του εαυτός ήταν μια ολόκληρη ζωή! Μια ζωή που τη βίωσε ως μακρύτερη ακόμα και από την πραγματική που είχε ζήσει ως τότε!

Εκείνος ένιωθε ακόμα Ιερέας. Και πράγματι δεν έκρυψε έναν μορφασμό δυσφορίας στα λόγια τού γιου του. Η αίσθηση τής ιερότητας τής ιδιότητάς του ως Ιερέως ήταν έντονη. Από την άλλη όμως, κατανοούσε τον γιο του σε μια τέτοια συμπεριφορά. Καθώς οι μνήμες του επανέρχονταν, ήξερε ότι η ευθύνη στην πραγματικότητα ήταν δική του. Γιατί στον πραγματικό αυτό κόσμο, τον είχε αναθρέψει μακριά από την πίστη και τον Θεό. Ο ίδιος ουδέποτε είχε ασχοληθεί σοβαρά με οτιδήποτε θρησκευτικό. Είχε περάσει τη ζωή του στην αναζήτηση ηδονών και οικονομικής καταξίωσης· και τώρα ήταν τουλάχιστον παράξενο θέαμα για τον γιο του, να τον βλέπει να συμπεριφέρεται ως Ιερέας.

Ακολουθούμενος από τον γιο του βγήκε αμίλητος στο μπαλκόνι και στον ορίζοντα αντίκρισε και πάλι με θαυμασμό την πανέμορφη πόλη τού κόσμου του. Μέσα του γινόταν μάχη. Δεν ήταν καν Ιερέας! Και όσα είχε βιώσει ως θαύματα, μπορούσαν πλέον να εξηγηθούν από τις παραμέτρους των αλγορίθμων τού υπολογιστή. Τελικά δεν είχε κανένα στοιχείο για τον Θεό ή για οποιουδήποτε είδους σωτηρία. Όλα αυτά στα οποία είχε στηρίξει την εικονική ζωή του έμοιαζαν πλέον κενά νοήματος.

Τελικά δεν είχαν άδικο αυτοί που στην εικονική ζωή του, τού έλεγαν ότι:

«Κάνεις λάθος να είσαι τόσο απόλυτος».

Ούτε αυτός είχε άδικο που έλεγε ότι:

«Υπάρχει ζωή και μετά τον θάνατο».

Αλλά και αυτοί που έλεγαν ότι:

«Τα πρόσωπα από έναν ανώτερο κόσμο ενσαρκώνονται σε άλλους ρόλους» είχαν κι αυτοί κάποιο δίκιο. Και να που είχε καταλήξει εκεί απ' όπου είχε ξεκινήσει! Στην άγνοια!

Πανέμορφα ζώα και οχήματα πέταξαν μπροστά του και για μια φορά ακόμα θαύμασε την ομορφιά τής κτίσης. Και η δύναμη τής συνήθειας τον οδήγησε στην ανάγκη για μια προσευχή ευχαριστίας. Όμως, σε Ποιον;

Ναι, βρισκόταν πλέον σε έναν άλλο κόσμο, όμως «ΚΟΣΜΟ»! Ένα αληθινό «κόσμημα»· με τάξη και προφανή λόγο ύπαρξης· με μεγαλείο και ομορφιά υπέρτερο από εκείνον τον εικονικό που είχε ζήσει μια ζωή. Και αυτός ο «κόσμος» απαιτούσε επίσης την Αιτία του! Απαιτούσε τον Λόγο ύπαρξής του! Και αυτός ο κόσμος είχε πιστούς και Ιερείς, προσευχή και θρησκείες. Και αυτός ο κόσμος, είχε προφανώς Δημιουργό! Μια βεβαιότητα που ποτέ προηγουμένως δεν είχε νιώσει τόσο έντονη σε αυτό τον κόσμο.

Με αναπτερωμένη την πίστη του, αναλώθηκε σε μια βουβή προσευχή θαυμασμού, ευχαριστίας κι αγωνίας προς Αυτόν, τον Άγνωστο. Και δεν ένιωσε καθόλου έκπληξη, όταν Τον άκουσε να απαντάει παρηγορητικά στην αγωνία του, μ' εκείνη την τόσο γνώριμη φωνή που όλον εκείνο τον καιρό συμμαρτυρούσε μέσα από τα κατάβαθα τής ύπαρξής του!




Χρόνης Πάροικος