Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 2ο - Κεφάλαιο 12)


ΜΟΡΤΕΣΤΕΪΝ

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ είχαν εξουθενώσει τη Μία. Από τη στιγμή που έφυγαν από το Στορμ και ύστερα, η Μία, με τον Κλέιν και τον Εστέφαν, είχαν ταξιδέψει για ώρες. Ευτυχώς η Μία ήταν πάνω στο άλογό της και δεν περπατούσε όπως ο Εστέφαν. Είχε σκεφτεί επανειλημμένα πως αν ήταν στην θέση του θα είχε πέσει λιπόθυμη προ πολλού. Κοιτούσε συνεχώς το πρόσωπο του άντρα που ίδρωνε κάτω από την ξανθή κορυφογραμμή των μαλλιών του. Τα γαλάζια μάτια του βάραιναν εξουθενωμένα. Παρά την κόπωσή του όμως, η έκφραση του προσώπου του εξακολουθούσε να είναι αυτάρεσκη και ίσως λίγο χαρούμενη. Τα χείλη του ήταν διαρκώς κυρτωμένα σε ένα αχνό χαμόγελο. Η Μία πίστευε πως η έκφραση του προσώπου του ήταν η προσπάθειά του να κρύψει την εξουθένωση που ένιωθε. Καλά κάνει, είχε καταλήξει. Ήδη ένιωθε άσχημα που ο Κλέιν και εκείνη τον είχαν υποχρεώσει να ταξιδέψει περπατώντας. Προτιμούσε να τον βλέπει με καλή διάθεση λοιπόν, αφού έτσι δεν την πλάκωναν οι ενοχές κάθε λίγο και λιγάκι.
    Το κορίτσι έβαλε το πανωφόρι του πάνω από το κεφάλι του για να προστατευτεί από τον ήλιο. Το ότι ταξίδευε πάνω σε άλογο δεν της παρείχε καμία προστασία από τον καυτό ήλιο που γινόταν ολοένα και θερμότερος όσο ανηφόριζαν στον χάρτη. Ήταν μεσημέρι και είχαν δρόμο ακόμη μπροστά τους μέχρι να φτάσουν στο Μόρτεστεϊν. Ο μικρός, αν μπορούσε ακόμη να θεωρηθεί μικρός, δράκος είχε πετάξει τόσο ψηλά αυτή τη φορά, που είχε αναμειχθεί με τα πουλιά στον ουρανό. Η Μία μπορούσε να τον ξεχωρίσει από αυτά με μεγάλη δυσκολία. Κοίταξε απηυδισμένη τον Κλέιν που έμοιαζε υπομονετικός πάνω στο άλογό του. Η πλάτη του ήταν τόσο ίσια που έκανε το σώμα του να μοιάζει περισσότερο με κορμό δέντρου παρά με ανθρώπινο. Τα μεγάλα καστανά μάτια του αγνάντευαν τον ορίζοντα που ξανοιγόταν μπροστά του, όμως την ίδια στιγμή έμοιαζαν χαμένα στις σκέψεις του. Ολόκληρο το πρόσωπό του εξέπεμπε ικανοποίηση, όπως έκανε σχεδόν πάντα. Τράβηξε το βλέμμα της από τον Κλέιν ενοχλημένη και αγκάλιασε τον λαιμό του αλόγου της, σχεδόν ξαπλώνοντας πάνω του. Ένιωθε πλήξη. Κανείς δεν μιλούσε. Οι δύο άντρες κοιτούσαν μπροστά τους αμίλητοι, και η Μία ένιωθε σαν να είχε παγώσει ο χρόνος. Ήταν σαν να ζούσε ξανά και ξανά το ίδιο βαρετό λεπτό της ζωής της για ώρες. Μετά από πολλή σκέψη ίσιωσε την πλάτη της με αποφασιστικότητα και καθάρισε τον λαιμό της.
«Εστέφαν, ανέβα πάνω στο άλογό μου». Είπε με επιβλητική φωνή, αδιαφορώντας για το διαπεραστικό βλέμμα του Κλέιν πάνω της.
«Είσαι σίγουρη;» Είπε ο Εστέφαν με ένα γοητευτικό και παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη. Αν είναι δυνατόν. Πιστεύει πως νιώθω κάτι για αυτόν τώρα, σκέφτηκε από μέσα της.
«Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κινούμαστε με αυτόν τον ρυθμό. Εστέφαν θα έρθεις μαζί μου και θα τρέξουμε λίγο με τα άλογα». Εξήγησε ενώ την ίδια στιγμή τράβηξε το χαλινάρι του αλόγου της.
    Ύστερα από αυτό, ο Κλέιν δέχτηκε σιωπηλά την απόφαση της Μία. Μόλις ο Εστέφαν βρέθηκε πίσω από την κοπέλα, το ταξίδι τους έγινε πιο ενδιαφέρον. Για πρώτη φορά μέσα στις τρεις μέρες που είχε διαρκέσει ως τώρα το ταξίδι τους, τα δύο άλογα κάλπασαν. Ο άνεμος χτύπησε δροσερός τα πρόσωπα και τα σώματά των αναβατών τους απομακρύνοντας την αίσθηση της αφόρητης ζέστης που είχαν ως τότε.
    Το σώμα του Εστέφαν τύλιγε εκείνο της κοπέλας που ήταν γερμένο ελαφρά προς τα μπροστά. Είχε τοποθετήσει τα χέρια του στη μέση της. Όταν εκείνη τον είχε αγριοκοιτάξει εκείνος την είχε κρατήσει πιο δυνατά και της είχε αστράψει ένα μεγάλο χαμόγελο. Τελικά τα σώματά τους είχαν καταλήξει κολλημένα και τα χέρια του Εστέφαν είχαν παραμείνει πάνω στα πλαϊνά πιασίματα της Μία. Η κοπέλα δεν μπόρεσε να μην παραδεχτεί στον εαυτό της πως αυτός ο άντρας της φαινόταν ελκυστικός. Παρά την συνειδητοποίησή της, προσπάθησε πολύ να διώξει αυτές τις σκέψεις από το κεφάλι της και να προσέξει τον χωμάτινο δρόμο που ανοιγόταν μπροστά της. Τα δάχτυλα του άντρα μερικές φορές κινούνταν χαϊδεύοντας ελάχιστα το σώμα της κοπέλας και η προσοχή της βρισκόταν ξανά πάνω του. Το βλέμμα της βέβαια παρέμενε πάντα να κοιτάζει τον δρόμο, αφού η κοπέλα προσποιούταν πως δεν την επηρέαζε καθόλου ο Εστέφαν.
    Πέρασαν δύο ώρες, μέσα στις οποίες ο Εστέφαν φλέρταρε διακριτικά με την Μία, εκείνη ήταν φαινομενικά ανεπηρέαστη, και ο Κλέιν διατηρούσε ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του. Τελικά έφτασαν στις πύλες του Μόρτεστεϊν, που εγείρονταν χοντροκομμένες και πέτρινες αγγίζοντας τον ουρανό. Η Μία γλίστρησε βιαστικά από την σέλλα του αλόγου της και τέντωσε το σώμα της με ικανοποίηση. Είχαν φτάσει επιτέλους σε μια μεγάλη πόλη με πολύ κόσμο. Η πλήξη της είχε λάβει τέλος και ένα ρυάκι αδρεναλίνης είχε ξεκινήσει να κυλάει στις φλέβες της. Πλησίασε τον Κλέιν, που κατέβηκε με χάρη από το άλογό του, και τον παρακολούθησε καθώς φόρεσε τον μακρυμάνικο μαύρο μανδύα του. Μα κάνει ζέστη! Αναφώνησε μια μικρή φωνή μέσα  στο κεφάλι της. Μερικές στιγμές αργότερα όμως η Μία έχασε το ενδιαφέρον της για τον Κλέιν και άρχισε να αγναντεύει την πόλη μπροστά της.
«Μία, μόλις μπούμε στην πόλη θα σε αφήσω για λίγο. Είναι κάποια θέματα που πρέπει να τακτοποιήσω». Της είπε ο Κλέιν και την κοίταξε ανήσυχα, αναμένοντας την αντίδρασή της. Η Μία τον κοίταξε καχύποπτα για λίγη ώρα, όμως αποφάσισε πως ήταν ανώφελο να προσπαθήσει να μάθει τα σχέδιά του. Ήταν ιδιαίτερα μυστικοπαθής άνθρωπος. Έτσι κατένευσε και τον προσπέρασε πλησιάζοντας τις πέτρινες πύλες.
«Εντάξει, αλλά εσύ θα βρεις που είμαι». Του είπε διεκδικώντας την πλήρη ανεξαρτησία της για όσο χρονικό διάστημα δεν θα ήταν δεσμευμένη με την παρουσία του Κλέιν. Εκείνος υποκλίθηκε με ευγένεια καθώς το κορίτσι τον προσπερνούσε.
«Φυσικά, Λαίδη μου». Η Μία είχε τώρα την πλάτη της στραμμένη προς το μέρος του, και ξίνισε αυθόρμητα το πρόσωπό της στο άκουσμα των λέξεων ‘λαίδη μου’.
    Σύντομα, ο Εστέφαν και η Μία αποχωρίστηκαν τον Κλέιν και απέμειναν ακίνητοι και σιωπηλοί. Η Μία κούνησε νευρικά το πόδι της σκεπτόμενη πόσο θα ήθελε να ήταν μαζί με τον Σάντεν τώρα. Έκλεισε τα μάτια της απογοητευμένη που ο δράκος της ήταν υποχρεωμένος να μείνει έξω από την πόλη. Βέβαια ήταν αρκετά σίγουρη πως ο λευκός της δράκος με τις κόκκινες γραμμές θα περνούσε όμορφα την ώρα του κυνηγώντας θηράματα. Άλλωστε όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο περισσότερη ώρα αφιέρωνε στην θήρευση. Η Μία πίστευε πως θα μπορούσε να καταλήξει να είναι ο πρώτος χοντρός δράκος στην ιστορία, τόσο πειναλέος που ήταν. Γέλασε σιγανά με την σκέψη της μελλοντικής χοντρής και στρογγυλής κοιλιάς του Σάντεν. Μόλις άνοιξε τα μάτια της βρέθηκε να κοιτάζει μέσα στα μπερδεμένα μάτια του Εστέφαν, που είχε γείρει το κεφάλι του για να την κοιτάζει καλύτερα. Πριν του δώσει περισσότερα δικαιώματα για να την θεωρήσει αλλόκοτη, έστρεψε την πλάτη της προς το μέρος του και ξεκίνησε να προχωράει. Κινούταν βαθύτερα στο Μόρτεστεϊν, ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο που εκτεινόταν από τις νότιες πύλες του μέχρι τις βόρειες. Ο Εστέφαν την πρόφτασε, και κοίταξε τον δρόμο με ένα περιπαικτικό χαμόγελο στα χείλη του.
«Τι σε έκανε να χαμογελάσεις έτσι πριν ένα λεπτό; Τι σκεπτόσουν;» Απαίτησε να μάθει, χωρίς να απομακρύνει το περίεργο χαμόγελο από τα χείλη του. Η Μία γύρισε για να τον κοιτάξει υπεροπτικά και μετά επέστρεψε την προσοχή της στον δρόμο. «Μήπως τριγυρνούσα εγώ στις σκέψεις σου;» Στη φωνή του υπήρχε μόνο αυτοπεποίθηση και ναρκισσισμός, όμως στα μάτια του κρυβόταν ένα θραύσμα ανασφάλειας. Η Μία ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Πριν του απαντήσει, μπήκε μπροστά του και σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Έφερε τα χέρια της στα πλευρά της με σκοπό να του δείξει την ενόχληση που αισθανόταν, χρησιμοποιώντας την στάση του σώματός της.
«Εστέφαν, θέλεις πραγματικά να σου απαντήσω στην ερώτηση αυτή; Γιατί πρέπει να ξέρεις ότι θα απογοητευτείς». Του είπε και κάρφωσε επιβλητικά τα μάτια της στα δικά του. Εκείνος κούνησε το χέρι του αρνητικά και την προσπέρασε.
«Όχι Μία. Μάλλον δεν είσαι έτοιμη ακόμη να αποδεχτείς όσα νιώθεις για μένα». Της είπε διατηρώντας την κλασσική αυτοπεποίθηση στην φωνή του και τον ίδιο ευχάριστο τόνο που είχε κάθε φορά που μιλούσε. Η Μία έπρεπε να κάνει μεγάλες και γρήγορες δρασκελιές για να μην μείνει πίσω, τώρα που ο Εστέφαν είχε προχωρήσει μπροστά. Την εξόργιζε η σιγουριά του, όχι επειδή ήταν λανθασμένη, αλλά επειδή πρόδιδε πόσο φαντασμένος ήταν.
«Καλά, ας το αφήσουμε αυτό το ζήτημα καλύτερα. Πες μου τι σκέφτεσαι να κάνουμε μέχρι να επιστρέψει ο Κλέιν». Ένα μεγαλοπρεπές χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο και τα μάτια του Εστέφαν.
«Θα πάμε σε ένα παλιό μου στέκι για να πιούμε δύο ποτήρια κρασί». Της ανακοίνωσε χωρίς να γυρίσει για να την κοιτάξει.
    Ο δρόμος που ανοιγόταν μπροστά τους αποτελούταν από πολυάριθμες μικρές οβάλ πέτρες, κολλημένες μεταξύ τους με ένα λευκό σκληρό υλικό. Τα χρώματά τους ήταν γήινα, όμως η απόχρωση της κάθε πέτρας ήταν διαφορετική και ξεχωριστή. Αυτό, έδινε ως αποτέλεσμα έναν αρκετά όμορφο πέτρινο δρόμο, γεμάτο με ποικιλία χρωμάτων. Όλα τα κτήρια γύρω τους ήταν γκρίζα και πέτρινα. Κάποιες φορές δομούνταν από λείες και προσεγμένες πέτρες, η μια στοιβαγμένη πάνω στη άλλη. Άλλες φορές όμως, δύσκολα θύμιζαν κτήρια αφού οι ογκώδεις πέτρες τους ήταν ασχημάτιστες και εξείχαν σε χιλιάδες σημεία. Όλα τα κτήρια ήταν τετραγωνισμένα, όμως τα ύψη τους διέφεραν. Τα σπίτια ήταν ψηλότερα και διακοσμούνταν από πολλά και μεγάλα παράθυρα. Τα μαγαζιά από την άλλη ήταν κοντύτερα και τα στόλιζαν μονάχα μια ξύλινη πόρτα και μια παλιωμένη ξύλινη πινακίδα. Όσο κι αν προχωρούσαν λοιπόν, το σκηνικό που τους περιέβαλλε χαρακτηριζόταν από πολύ μικρές αλλαγές. Για παράδειγμα, μία κουρτίνα πράσινων αναρριχητικών φυτών κάλυπτε τους πέτρινους τοίχους μερικών σπιτιών. Κάτι ακόμη, που ήταν καινούριο για την Μία, ήταν κάποια πέτρινα αγάλματα δράκων. Μικροί και μεγάλοι δράκοι στέκονταν αγέρωχοι, χαραγμένοι με μεγάλη λεπτομέρεια, πάνω στα μπαλκόνια, στις οροφές και στα κατώφλια των κτηρίων.
    Η κοπέλα πλησίασε έναν δράκο που είχε το μέγεθος του Σάντεν. Οι δύο κυνόδοντές του εξείχαν απειλητικά ενώ τα σαγόνια του ήταν κλειστά. Οι φολίδες του έμοιαζαν μεγαλύτερες από εκείνες του μικρού της δράκου. Περισσότερα από δύο κέρατα εξείχαν από τα πλάγια του προσώπου και αυτό τον έκανε να μοιάζει πιο άγριο και επιβλητικό από τον Σάντεν. Γύρισε και κοίταξε γεμάτη απορία τον Εστέφαν.
«Θα αποκτήσει και ο Σάντεν τόσα κέρατα;» Αφού ως τώρα είχε αποδειχτεί καλός πληροφοριοδότης, δεν μπορούσε να μην τον ρωτήσει. Εκείνος κοίταξε το άγαλμα αφηρημένος και έστρεψε ξανά την προσοχή του στον δρόμο.
«Θα αποκτήσει και άλλα, αυτό είναι σίγουρο. Δεν ξέρω όμως πώς θα γίνει μεγαλώνοντας. Κάθε δράκος είναι διαφορετικός από τους άλλους». Η Μία κούνησε αδιάφορα τους ώμους της, βρίσκοντας λίγο γενική την απάντησή του και σιώπησε.


Ράνια Ταλαδιανού