Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 2ο-Κεφάλαιο 16)

ΜΟΡΤΕΣΤΕΪΝ

Η ΜΙΑ ΤΕΝΤΩΣΕ ΤΟ ΒΕΛΟΣ προς τα πίσω και πάλεψε αρκετά για να μετακινήσει την χορδή του τόξου μαζί του. Όταν τα κατάφερε στόχευσε για το πτηνό. Ήταν ένα κοκκινόχρωμο πουλί που έμοιαζε ξέγνοιαστο πάνω σε ένα χοντρό κλαδί δέντρου. Μόλις το βέλος εκτοξεύτηκε προς το μέρος του το κεφάλι του στράφηκε για να το αντικρύσει. Η κοπέλα ευχήθηκε το βέλος να αποδειχτεί γρηγορότερο από το πουλί. Προς μεγάλη της απογοήτευση όμως, το πουλί έφυγε αρκετές στιγμές πριν το βέλος φτάσει εκεί που καθόταν. Η Μία αναστέναξε και έδωσε το τόξο στον Εστέφαν για να ρίξει το επόμενο βέλος. Ο άντρας έγειρε προς το μέρος της και χάιδεψε μια μπούκλα από τα μαλλιά της.

«Μία, πρέπει να στοχεύεις εκεί που θα πάει, όχι εκεί που είναι.» Της ψιθύρισε στο αυτί και εκείνη στράφηκε εκνευρισμένη για να τον κοιτάξει.
«Και εγώ τι είμαι για να ξέρω που θα θελήσει να πάει το πτηνό;» Απαίτησε να μάθει και η τσιριχτή φωνή της τάραξε όλα τα πουλιά που κάθονταν γαλήνια στα δέντρα γύρω τους. Ο Εστέφαν αναστέναξε απογοητευμένος.
«Πάλι έδιωξες όλα τα πουλιά.» Είπε ενοχλημένος και ξεκίνησε να προχωράει ακόμη βαθύτερα στο δάσος.
«Μα τι σημασία έχει; Ποτέ δεν θα φτάσουμε τον Σάντεν.» Παρατήρησε απογοητευμένη η Μία. Ο Εστέφαν γέλασε και σταμάτησε να προχωράει.
«Ας σταματήσουμε για τώρα.» Της πρότεινε και μέσα στα μάτια του το κορίτσι κατάφερε να διακρίνει τον σωματικό πόνο που ένιωθε. Ένευσε γρήγορα και πλησίασε έναν πεσμένο κορμό που απείχε μόνο λίγα μέτρα.
    Πριν ακόμη ηρεμίσουν, ο Σάντεν έκρυψε ένα κομμάτι ουρανού πάνω από τα κεφάλια τους. Τώρα πια η διάμετρος των ανοιχτών φτερών του έφτανε σχεδόν τα δύο μέτρα. Ο δράκος της ξεκινούσε να μοιάζει μεγάλος και δυνατός. Βέβαια η γλυκύτητα από το πρόσωπό του δεν είχε φύγει ούτε στο ελάχιστο. Τα φτερά του είχαν μεγαλώσει πολύ τώρα, και όταν η Μία κοιμόταν μαζί του την σκέπαζαν ολόκληρη. Η ουρά του είχε μακρύνει επίσης. Μέχρι και την άκρη της διατρεχόταν από τα καρφιά που διέσχιζαν το κεφάλι, τη ραχοκοκαλιά του, και έφταναν στην ουρά του. Τα καρφιά του τώρα πια ήταν πιο μυτερά και η διάμετρός τους είχε αυξηθεί. Η Μία χαμογέλασε στον δράκο της ο οποίος βούτηξε με το κεφάλι του προς το μέρος τους. Ανέπτυξε τόσο μεγάλη ταχύτητα που η Μία και ο Εστέφαν σχεδόν τρόμαξαν πως θα έλιωναν κάτω από το βάρος του δράκου. Τελικά όμως ο Σάντεν απλά επιτέθηκε ταυτόχρονα σε τρία πουλιά. Τα γράπωσε με τα νύχια του, και εκείνα πριν το καταλάβουν ήταν νεκρά. Ο δράκος βρυχήθηκε περήφανος και έβγαλε δύο μεγάλα σύννεφα καπνού από τα ρουθούνια του. Γύρισε το κεφάλι του για να τους κοιτάξει, και μετά χωρίς σκέψη χτύπησε τα φτερά του και υψώθηκε στον αέρα για να συνεχίσει το κυνήγι του. Το χτύπημα των φτερών του δημιούργησε μια ριπή ανέμου που χτύπησε τα κουρασμένα σώματα της Μία και του Εστέφαν και έκανε τα μαλλιά τους να ανεμίσουν.
    Η Μία δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελό της. Ο δράκος είχε ήδη καταλάβει πως τα είχαν παρατήσει, και ήξερε ήδη πως τους είχε αποδείξει πόσο ανώτερος κυνηγός ήταν. Παρόλα αυτά απολάμβανε τόσο πολύ το πέταγμά του, και την βουτιά που έκανε για να γραπώσει το θήραμά του. Όταν κυνηγούσε ένιωθε δυνατός και ζωντανός. Άλλωστε όλα αυτά θα τα έτρωγε αργότερα, δεν κυνηγούσε μόνο για ευχαρίστηση. Έτσι η κοπέλα επέλεξε να τον αφήσει να απολαύσει για λίγο ακόμη το κυνήγι του, και δεν του ανακοίνωσε πως ο διαγωνισμός τους είχε λάβει τέλος.
«Ο Σάντεν μεγαλώνει απίστευτα γρήγορα.» Παρατήρησε δυνατά ο Εστέφαν. Η Μία του χαμογέλασε περήφανη.
«Απορώ αν τώρα που είναι τόσο μεγάλος θα με αφήσει να ανέβω στην πλάτη του.» Του είπε γεμάτη προσμονή και εκείνος κοίταξε σκεπτικά τον ουρανό.
«Θα το δεχτεί σίγουρα. Αλλά αν φοβάσαι και θέλεις έναν άντρα δίπλα σου προσφέρομαι να ανέβω μαζί σου στην πλάτη του.» Της είπε και την κοίταξε με ένα βλέμμα όλο νόημα. Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Πρώτον δεν θέλω την παρουσία κανενός άντρα και δεύτερον..» Έκανε μια παύση και περίμενε για μια στιγμή να ενωθούν τα βλέμματά τους. «Πώς μπορείς κάθε φορά να καταλήγεις στο φλερτ;» Ρώτησε γεμάτη περιέργεια. Ο Εστέφαν έδιωξε από το πρόσωπό του το αυτάρεσκο βλέμμα που είχε πάντα και πήρε ένα που ήταν σοβαρό και βαθύ.
«Δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου.» Της είπε σοβαρά εκείνος και η Μία ένιωσε σαν να έπεσαν χιλιάδες θραύσματα γυαλιών γύρω της. Τα λόγια του και η συμπεριφορά του ήταν περίεργα, και δεν θύμιζαν καθόλου τον ανάλαφρο και ξέγνοιαστο Εστέφαν που ήξερε. Έμεινε αμίλητη, χωρίς να ξέρει πώς να απαντήσει και κοίταξε επίμονα τον χοντρό κορμό πάνω στον οποίο καθόταν. «Όπως και εσύ δεν μπορείς να βγάλεις εμένα από το δικό σου.» Ο παλιός του εαυτός είχε επιστρέψει, γεμάτος αυτοπεποίθηση και σιγουριά και το συνηθισμένο χαμόγελο ικανοποίησης διαγραφόταν στα χείλη του. Η Μία δεν χρειαζόταν να τον κοιτάξει για να το καταλάβει. Το βάρος που είχε αισθανθεί μερικές στιγμές πριν είχε γίνει εκνευρισμός. Ο εκνευρισμός που αισθανόταν κάθε φορά που της έλεγε κάτι τέτοιο.
«Εστέφαν, δεν ξέρεις..» Ξεκίνησε να του λέει ενοχλημένη όμως εκείνος την τράβηξε κοντά του και τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της.
«Κοίτα με στα μάτια και πες μου πως αυτό δεν σε επηρεάζει.» Της είπε και συνέχισε να την κρατάει κοντά του. Η κοπέλα άκουσε τους παλμούς της καρδιάς του να αυξάνονται λίγο, κάτι που δεν περίμενε. Τον κοίταξε στα μάτια και προσπάθησε να απομακρυνθεί από κοντά του. Ήξερε πως δεν μπορούσε να του πει κάτι τέτοιο όταν βρισκόταν σε τέτοια απόσταση από εκείνον.
«Δεν υπάρχει λόγος.» Του είπε όταν υπήρχε μια ασφαλής απόσταση ανάμεσά τους. Εκείνος χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι.
«Μία Μόλτεν, μην παίζεις μαζί μου.» Της είπε παιχνιδιάρικα και εκείνη κοίταξε τον ουρανό αδιάφορα. Σηκώθηκε όρθια και έψαξε να βρει τον Σάντεν με τα μάτια της.
«Δεν παίζω Εστέφαν, αυτό θα σήμαινε πως υπάρχουν ελπίδες να ενδώσω σε εσένα.» Του ανακοίνωσε με την αυτοπεποίθηση που ένιωθε όσο δεν την έφερνε πολύ κοντά του. Αναστέναξε χωρίς να ξέρει για ποιο λόγο ένιωθε πράγματα για τον άντρα που δεν έπρεπε να εμπιστευτεί.
«Σημασία έχει αν έχεις ενδώσει μέσα στο μυαλό σου.» Ψιθύρισε ο Εστέφαν. Η Μία τον κοίταξε έκπληκτη και είδε ένα σοβαρό βλέμμα να την καρφώνει.
    Τα μάτια της στράφηκαν γρήγορα προς τον ουρανό και η καρδιά της ξεκίνησε να πάλλεται πιο δυνατά από όσο θα ήθελε. Χώθηκε ανάμεσα στα δέντρα με σκοπό να βγει από το μικρό δάσος. Δεν του είπε τίποτα, δεν του πρότεινε να την ακολουθήσει. Δεν ήθελε να την ακολουθήσει. Αυτός ο άντρας την έκανε να αισθάνεται άβολα και περίεργα. Και ακόμη κι αν εμπιστευόταν τα συναισθήματα που της έδειχνε, που δεν τα εμπιστευόταν, δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ σίγουρη για τα κίνητρά του. Άλλωστε ήταν εκεί τώρα επειδή ήταν καλύτερο από το να είναι αιχμάλωτος. Δεν μπορούσε να ξέρει αν όντως αισθανόταν κάτι για εκείνη, ή αν προσπαθούσε απλά να την κάνει να τον εμπιστευτεί.
    Μόλις έφτασε κοντά στις πύλες του Μόρτεστεϊν, και τα δέντρα έδωσαν την θέση τους σε χορτάρια, διέκρινε τον Σάντεν. Ήταν ξαπλωμένος και απολάμβανε τον ζεστό ήλιο λίγο πριν δύσει. Οι ώρες είχαν περάσει και ερχόταν η νύχτα. Πλησίασε τον δράκο της και χάιδεψε λίγο το ένα φτερό του. Εκείνο άνοιξε αυτόματα και περίμενε για εκείνη να χωθεί κοντά στον δράκο. Ο Σάντεν άνοιξε τα μεγάλα μάτια του και ανασήκωσε το κεφάλι του για να την κοιτάξει. Του χαμογέλασε και χώθηκε στην αγκαλιά του. Αγκάλιασε την κοιλιά του, που ήταν κατακόκκινη σε αντίθεση με το υπόλοιπο λευκό σώμα του, και έκλεισε τα μάτια της. Το φτερό του την τύλιξε και για λίγο την σκέπασε από τον κόσμο.
«Αχ, Σάντεν τι θα κάνω;» Του είπε με κουρασμένη φωνή.
    Ό δράκος ανασήκωσε το φτερό του αρκετά για να την κοιτάξει. Η Μία νόμιζε πως αυτή ήταν μια από τις απαντήσεις του που δεν καταλάβαινε, όμως όταν κοίταξε τα μάτια του κάτι συνέβη. Ήταν σαν τα μάτια του να τράβηξαν το μυαλό της μέσα σε μια εικόνα. Η εικόνα ήταν θαμπή, όμως έβλεπε τον εαυτό της. Ήταν πάνω στη ραχοκοκαλιά του Σάντεν και πετούσαν. Εκείνη γέλαγε, το γέλιο της ξέφευγε από την εικόνα κελαριστό και ξεκάθαρο. Όταν η εικόνα έφυγε από το μυαλό της, έμεινε ζαλισμένη και μπερδεμένη να κοιτάζει τα μάτια του Σάντεν. Όταν συνειδητοποίησε πως εκείνη και ο δράκος είχαν μόλις επικοινωνήσει, έσφιξε ακόμη πιο πολύ τα χέρια της γύρω του και τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό.
«Σάντεν, μου έδειξες!» Του είπε χαρούμενα. 
    Ο Σάντεν ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια του και τοποθέτησε τα σαγόνια του στο έδαφος. Ύστερα έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε, αφήνοντας μικρούς βρυχηθμούς να ξεφύγουν από τον βαθύ λαιμό του. Η Μία πριν το καταλάβει βρέθηκε αποκοιμισμένη και ήρεμη πάνω στον δράκο της, σκεπασμένη από το φτερό του. Ο Σάντεν είχε καταφέρει να την ηρεμίσει όταν ένιωθε μπερδεμένη. Επίσης της είχε δείξει πως ήθελε να πετάξουν μαζί. Το πιο μαγικό ήταν πως εκείνη και ο δράκος μοιράζονταν στα αλήθεια έναν βαθύ δεσμό. Της είχε δείξει τι σκεφτόταν, και ας ήταν μόνο μια θαμπή εικόνα. Η κοπέλα ταξίδεψε στον κόσμο τον ονείρων της, μέσα στον οποίο πετούσε ψηλά στον ουρανό και γελούσε, ακριβώς όπως της είχε δείξει ο Σάντεν.

Ράνια Ταλαδιανού