Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 3ο-Κεφάλαιο 4)

3.000 ΠΟΔΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟ
ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
    ΠΛΗΣΙΑΖΑΝ ΤΟ ΜΕΙΝΛΟΟΥΝ. Ο Σάντεν χτυπούσε δυνατά τα φτερά του και ετοιμαζόταν να προσγειωθεί. Σιγά σιγά απομακρύνθηκαν από τα σύννεφα που μάγευαν τη κοπέλα και η γκρίζα πόλη που τυλιγόταν από πέτρινα τείχη ξεκίνησε να διαγράφεται ξεκάθαρα. Τα κτήρια ήταν τοποθετημένα περιμετρικά των τειχών και άφηναν μία μεγάλη έκταση ανεκμετάλλευτη. Μάλλον αυτό ήταν το φημισμένο στρατόπεδο. Αφού η Μία έχασε το ενδιαφέρον της για την πόλη στην οποία πλησίαζαν ατένισε το τοπίο που την αγκάλιαζε. Ο ποταμός Σόμνιουμ είχε γίνει πιο φαρδύς και ορμητικός. Απέναντί του εμφανίζονταν μερικά τρομακτικά βουνά που οι κορυφές τους ήταν ιδιαίτερα μυτερές. Γύρω από την λιθόχτιστη πόλη-φρούριο τα φυτά φούντωναν. Γέμιζαν με πράσινο το άχαρο τοπίο. Το βλέμμα της Μία έπεσε πάνω σε κάτι περίεργο. Μερικές σκηνές ήταν κρυμμένες μέσα σε αυτό το πράσινο.
«Σάντεν. Κοίταξε εκεί». Του φώναξε. Εκείνος βρυχήθηκε και προκάλεσε στη κοπέλα μια έντονη ζαλάδα.
    Ξαφνικά αισθανόταν αδύναμη. Ολόκληρος ο κόσμος πήρε το γαλάζιο χρώμα του ουρανού. Ύστερα ακόμη κι εκείνο σκοτείνιασε. Την αμέσως επόμενη στιγμή άνοιξε τα μάτια της και είδε. Δεν κοίταζε μέσα από ανθρώπινα μάτια, αυτό ήταν σίγουρο. Ο κόσμος ήταν πιο κόκκινος από όσο τον θυμόταν. Μπορούσε να διακρίνει λεπτομέρειες πάνω στα σπίτια του Μέινλοουν που δεν είχε προσέξει νωρίτερα. Αισθανόταν πως η όρασή της είχε γίνει πεντακάθαρη.
    Ένα θαμπό πέπλο την τύλιγε ως τότε, μα τώρα η πραγματικότητά της άλλαζε. Δεν είχε αλλάξει μόνο η όρασή της. Όλες της οι αισθήσεις ήταν οξυμένες. Η όσφρηση της την βοηθούσε να αναγνωρίσει την υγρασία του αέρα ή τη θερμοκρασία του. Και άκουγε τόσους πολλούς ήχους. Η μελωδία του κόσμου ήταν πολύ πιο διαφορετική από όσο την αντιλαμβανόταν ως τότε. Ήταν πιο εκλεπτυσμένη. Τα μάτια της κοίταξαν τις σκηνές. Μόλις η προσοχή της προσηλώθηκε σε αυτές, μεγεθύνθηκαν. Δεν τις είχε πλησιάσει μα τώρα τις κοίταζε σαν να απείχε μόλις ένα μέτρο από το έδαφος. Μόλις συνειδητοποίησε πως ήταν ενέδρα ξεροκατάπιε. Οι άντρες που είχαν στήσει τις σκηνές ήταν του Κέζελθ. Μια σημαία με το σήμα του αετού ανέμιζε επίμονα.
    Ήταν ενέδρα γιατί οι σκηνές ήταν μόνο τρεις, ενώ οι άντρες ήταν τουλάχιστον εκατό. Είχαν κρυφτεί πίσω από τους κορμούς και τις φυλλωσιές των δέντρων. Κοίταξε μακρύτερα και είδε πως ένα μικρό στράτευμα της Έις περιφρουρούσε το Μέινλοουν. Σύντομα θα πλησίαζαν την παγίδα. Προσπάθησε να μιλήσει μα δεν βγήκε φωνή από το στόμα της. Βγήκε μονάχα ένας δυνατός βρυχηθμός. Ζαλίστηκε ξανά από τον ήχο. Για άλλη μια φορά ο κόσμος που την περιέβαλλε θόλωσε και σκοτείνιασε. Όταν τα μάτια της άνοιξαν ξανά, το θολό πέπλο είχε επιστρέψει. Έβλεπα μέσα από τα μάτια του Σάντεν, συνειδητοποίησε.
«Πρέπει να τους σταματήσουμε!» Φώναξε στο δράκο της όμως εκείνος είχε ήδη ορμίσει προς τους στρατιώτες του Κέζελθ. Έφτασε πάνω από την ενέδρα τους και ούρλιαξε οργισμένα. Ο άντρες ξεκίνησαν να τρέχουν πανικόβλητοι. Ο Σάντεν άνοιξε τα σαγόνια του και έβγαλε έναν τεράστιο πίδακα φωτιάς από τον λαιμό του. Ήταν τόσο πυκνή και πολλή η φωτιά, που έφτασε μέχρι το έδαφος και έκαψε ζωντανούς περίπου δέκα στρατιώτες και ακόμη περισσότερα δέντρα. Άφησε το σώμα του να πέσει με ορμή πάνω στα σώματα των στρατιωτών που έτρεχαν μακριά του και βρυχήθηκε προς τους εναπομείναντες. Εκείνοι όμως έπαψαν να δειλιάζουν και ξεκίνησαν να πετούν λόγχες στον δράκο. Περισσότερες από εξήντα λόγχες εκτοξεύτηκαν καταπάνω του. Οι σκληρές του φολίδες αποδείχτηκαν πολύ ανθεκτικές. Μα είκοσι τουλάχιστο  από αυτές τις λόγχες διαπέρασαν τις φολίδες του και καρφώθηκαν στα πλευρά του.
«Σάντεν!» Φώναξε αγχωμένα η Μία.
    Ο δράκος κλαψούρισε από τον πόνο και αμέσως μετά ρουθούνισε εκνευρισμένος. Έβγαλε έναν συνεχή πίδακα φωτιάς που καψάλισε όσους βρίσκονταν σε απόσταση δέκα μέτρων. Μα έμεναν κι άλλοι. Ο Σάντεν βαριανάσαινε. Δεν μπορούσε να παλέψει άλλο. Η Μία κοίταξε τους άντρες που είχαν απομείνει. Ήταν περίπου δέκα. Είχαν έτοιμα βέλη και σπαθιά, στραμμένα προς τον τραυματισμένο δράκο της. Ίσως να ήταν λάθος της που τον είχε μπλέξει σε αυτή τη κατάσταση. Αλλά τώρα ήταν η σειρά της να τον βοηθήσει. Μπορούσε να τα καταφέρει.
    Κράτησε στα χέρια της το τόξο και τη φαρέτρα που της είχε δωρίσει ο Εστέφαν. Έκλεισε τα μάτια της και τον είδε μέσα στο μυαλό της. Ήταν σίγουρος και εκτόξευε τα βέλη του με μεγάλη ταχύτητα και ακρίβεια. Πήρε την ίδια στάση. Άνοιξε τα μάτια της και έφερε ένα βέλος μπροστά της. Τέντωσε τη χορδή και άφησε με σιγουριά το βέλος να ταξιδέψει στον πρώτο άντρα. Μα δεν ήταν αρκετά γρήγορη, η λόγχη του είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία της προς τον Σάντεν. Χώθηκε ανάμεσα από τις φολίδες του και εκείνος ούρλιαξε.
    Πήρε μια βαθιά ανάσα και υποσχέθηκε στον εαυτό της πως μέχρι να ξεφυσήσει θα έχει σκοτώσει τους αντιπάλους της. Τα βέλη της ξεκίνησαν να φεύγουν από τα χέρια της με περισσότερη ορμή και ακρίβεια. Ο ήχος του τόξου ακουγόταν σαν αρμονικό τραγούδι. Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, σκεφτόταν. Ένας έντονος πόνος κυρίευσε το σώμα της όταν κρατούσε στα χέρια της το τελευταίο βέλος. Το πρόσωπό της μόρφασε και το κρύο μέταλλο που την είχε τρυπήσει πάγωνε τον αστράγαλό της. Ζεστό αίμα έρρεε στο πόδι της. Μέσα στο πόνο της χαμογέλασε που μία από τις λόγχες κατέληξε σε εκείνη και όχι στον Σάντεν.
    Σίγουρα είχε τραυματίσει κάτι σημαντικό στο εσωτερικό του, αφού ο πόνος είχε εξαπλωθεί σε όλο της το πόδι. Αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό της να αναφωνήσει. Ο Σάντεν είχε πολύ πιο πολλά βέλη καρφωμένα πάνω του κι ακόμη την κρατούσε στη ραχοκοκαλιά του. Μια λόγχη δεν ήταν και τίποτα. Σταθεροποίησε το σώμα της και άφησε την τελευταία νότα της μελωδίας του τόξου να χαθεί. Κοίταξε γύρω της και είδε τα καμένα δέντρα και τα πεσμένα σώματα των στρατιωτών. Κοίταξε τα σώματα και παρατήρησε έκπληκτη πως τα βέλη της είχαν διαπεράσει τις μεταλλικές πανοπλίες τους. Αυτό δεν ήταν λογικό όμως.
    Έχανε πολύ αίμα. Ο Σάντεν γύρισε το κεφάλι του και ένα μεγάλο μάτι βρέθηκε μπροστά της. Ανοιγόκλεισε κουρασμένα και η Μία αποκοιμήθηκε κοιτάζοντας την κόκκινη θάλασσά του. Ο χτυπημένος δράκος κίνησε αδύναμα τα φτερά του και πέταξε μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος. Η κοιλιά του έξυσε τα τείχη του Μέινλόουν γκρεμίζοντας ένα μικρό τμήμα τους. Έφτασε στην μεγάλη έκταση και άφησε το σώμα του να πέσει με κρότο. Ο Δράκος κοίταξε τη λιπόθυμη Μία και σήκωσε το σώμα της με την ουρά του. Μόλις την κράτησε, σωριάστηκε μπήγοντας βαθύτερα στο σώμα του τα ξίφη και τα βέλη. Ούρλιαξε από τον πόνο και βαριανάσανε κουρασμένα. Από τις πληγές του κυλούσε συνεχώς αίμα. Οδήγησε την ουρά του στο εσωτερικό του φτερού του και άφησε την Μία εκεί. Την τύλιξε με το άλλο του φτερό και έχασε τις αισθήσεις του.

Ράνια Ταλαδιανού