Το μαύρο ρόδο (Κεφάλαιο 1)

Τετάρτη 21 Ιουνίου, 00:00
Ημέρα πρώτη.
Η αντοχή της δεν ήταν η ίδια, πλέον λαχάνιαζε πιο εύκολα. Σταμάτησε πίσω από έναν μεγάλο κάδο σκουπιδιών, στηρίζοντας τις παλάμες στα γόνατά της, προσπαθώντας να κάνει όσο πιο αθόρυβη γινόταν την αναπνοή της. Ιδρώτας έσταζε από το πιγούνι της, έβρεχε το λευκό μπλουζάκι της, τη γαργαλούσε στο σβέρκο. Η Χλόη καταράστηκε για ακόμα μία φορά την έλλειψη γυμναστικής στην καθημερινότητά της.

Ίσιωσε τον κορμό της, έσφιξε το λαστιχάκι που συγκρατούσε τα κόκκινα μαλλιά της σε μία ψηλή αλογοουρά και με το πράσινο βλέμμα της επεξεργάστηκε τον χώρο γύρω της. Ο δρόμος είχε μόνο μία λάμπα και αυτή στην αρχή του, ήταν σχετικά καθαρός, χωρίς πεζοδρόμιο και πλαισιωνόταν από ψηλές πολυκατοικίες χωρίς μπαλκόνια. Και κατέληγε σε αδι
έξοδο.
Έβγαλε την πένα από τη μικρή καφέ δ
ερμάτινη θήκη που κρεμόταν χαλαρά από τη ζώνη της και πήγε να γράψει τη λέξη "έξοδος" στον αέρα.
"«Στη θέση σου δε θα το έγραφα αυτό!»"
Η κοπέλα πάγωσε και η πένα έμεινε μετέωρη, η λέξη στη μέση. Την ήξερε αυτή τη φωνή, ανήκε σε αυτόν που την καταδίωκε τις τελευταίες πέντε ώρες. Πώς στο διάολο μπορούσε να προβλέψει τις κινήσεις της;
Έγραψε βιαστικά κάτι στην παλάμη της και βγήκε από την κρυψώνα της για να τον αντιμετωπίσει, καθώς είχε βαρεθεί να παίζουν κυνηγητό.
Λίγα μέτρα πιο πέρα στεκόταν ένας νεαρός γύρω στα δεκαεννιά με είκοσι, φορούσε ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι, μαύρο παντελόνι, αρβύλες, μαύρα δερμάτινα γάντια. Τα μαλλιά του ήταν καστανά, κοντά και ατημέλητα, τα μάτια του δεν μπορούσε να διακρίνει τι χρώμα ήταν.
«"Βαρέθηκες να τρέχεις;»"
Η Χλόη δεν απάντησε, απλά έβαλε την ξύλινη πένα πίσω στη μικρή θήκη.
«"Λοιπόν, θα παραδωθείςπαραδοθείς;»"
«"Πες μου έναν καλό λόγο να το κάνω»", του απάντησε η κοπέλα με τα πράσινα μάτια της να πετάνε φωτιές.
Εκείνος έπιασε το πιγούνι του σαν να σκεφτόταν για λίγο. «"Αν το κάνεις, δεν θα μοιάζεις-»" Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, όταν η κοπέλα του επιτέθηκε με ένα σπαθί στο χέρι. Ο νεαρός ίσα που πρόλαβε να αποφύγει το μοιραίο χτύπημα. Ο μοναδικός άνθρωπος που τον είχε πιάσει απροετοίμαστο μετά τον μεντοράμέντορά του.
«"Τι, δε θα μοιάζω αρκετά ύποπτη;»", συμπλήρωσε τη φράση του η Χλόη. «"Σε ποιον τα πουλάτε αυτά εσύ και το συνάφι σου;»"
«"Το συνάφι μου...;»" πλέον είχε εμφανίσει κι εκείνος το δικό του σπαθί.
«"Η στρατιωτική σου ταυτότητα είναι πάνω από την μπλούζα σου»", εξήγησε η κοπέλα και του επιτέθηκε ξανά. Ο νεαρός απλά χαμογέλασε και ανταπέδωσε το χτύπημα. Από την άλλη, η Χλόη περίμενε να την κρύψει, όπως έκαναν οι περισσότεροι της Στρατιωτικής Ακαδημίας, καθώς δεν ήθελαν κανείς να ξέρει ποιοι ήταν και ποιος τους είχε στείλει, αλλά εκείνος δεν φαινόταν πως ήταννα είναι σαν τους άλλους.
Με μία κίνηση του καρπού του την είχε αφοπλίσει και η μύτη του σπαθιού του σημάδευε τον εκτεθειμένο λαιμό της κοπέλας. Το δικό της σπαθί προσγειώθηκε με πάταγο δύο μέτρα πιο πίσω.
«"Είσαι πολύ παρατηρητική»."
Η Χλόη δεν μίλησε, δεν ήταν απαραίτητο ούτως ή άλλως. Χωρίς να χάσει χρόνο, λύγισε τα γόνατά της και επιχείρησε να βάλει τρικλοποδιά στον μαυροφορεμένο νεαρό, την οποία εκείνος απέφυγε με έναν πήδο.
Ο νεαρός άρχισε να της επιτιθεταιεπιτίθεται με γρήγορες κινήσεις και την άνεση ενός βετεράνου, κάνοντας την κοκκινομάλλα κοπέλα να καταβάλει τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια για να τις αποφύγει. Η ασημένια λεπίδα του σπαθιού την πέτυχε στο καλάμι, σκίζοντας το γυμνό της δέρμα. Η κοπέλα έσφιξε τα δόντια, δεν είχε χρόνο να επιθεωρήσει το τραύμα. Επιχείρησε να κάνει μία επίθεση, αλλά ο νεαρός την τράβηξε με το ελεύθερό του χέρι από τον καρπό, κάνοντας τη Χλόη να χάσει την ισορροπία της και της έδωσε μία αγκωνιά στη μέση της σπονδυλικής της στήλης.
 Η κοπέλα συγκρούστηκε με θόρυβο στην άσφαλτο και με έναν γρήγορο υπολογισμό, μάλλον είχε γδάρει τα γόνατά της, χώρια οι μελανιές που είχε αποκτήσει. Κύλησε στο πλάι για να αποφύγει το σπαθί που κατέβαινε με φόρα προς το κεφάλι της, αλλά δεν πρόλαβε να σηκωθεί ξανά στα πόδια της, καθώς ο νεαρός είχε ρίξει όλο το βάρος του πάνω της. Με το ένα του χέρι είχε ακινητοποιήσει το ένα δικό της και με το γόνατό του το άλλο, η λεπίδα να απέχει χιλιοστά από τα μάτια της. Προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή τηςτης, που έβγαινε ακανόνιστη από μέσα της, προσπάθησε να σκεφτεί, αλλά το μυαλομυαλό της ήταν κενό.
«"Νομίζω πως είναι ώρα να παραδοθείς»", της πρότεινε με ήρεμη φωνή. Η Χλόη τον παρατήρησε λίγο καλύτερα. Δεν φαινόταν κουρασμένος, αντίθετα, την είχε βάλει κάτω χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Όλο αυτό το κυνηγητό τον διασκέδαζε, τον γέμιζε, τον εκστασίαζε με λίγα λόγια. Έτσι ήταν ο χαρακτήρας του, αποζητούσε την πρόκληση.
«"Ποτέ!»", του απάντησε η κοπέλα, καρφώνοντάς τον με το πράσινο βλέμμα της. Με μία αστραπιαία κίνηση ο νεαρός τη χτύπησε στον κρόταφο με τη λαβή του σπαθιού του, αφήνοντάς την αναίσθητη.
***
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε όταν άνοιξε τα μάτια της ήτα το τσιμεντένιο ταβάνι ενός κελιού. Το σκληρό κρεβάτι, στο οποίο βρισκόταν ξαπλωμένη, ήταν στενό και άβολο, το κεφάλι της ήταν έτοιμο να σπάσει. Η Χλόη κατάφερε να σηκωθεί και επεξεργάστηκε τον χώρο στον οποίο την είχαν βάλει. Ήταν ένα μικροσκοπικό κελί, με ένα κρεβάτι, νιπτήρα, έναν τσίγκινο κουβά και ένα μικρό παράθυρο με κάγκελα, η μοναδική της επαφή με τον έξω κόσμο. Τόσο το δωμάτιο, όσο και ο διάδρομος έξω από αυτό ήταν βρώμικο βρώμικα και κάποιες λασπώδεις πατημασιές ξεχώριζαν στο πάτωμα.
Γύρισε το βλέμμα της προς το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν ακόμα σκοτεινός, πράγμα που σήμαινε πως δεν ήταν πολλές ώρες αναίσθητη. Η κοπέλα τράβηξε το λαστιχάκι που συγκρατούσε τα κόκκινα μαλλιά της σε αλογοουρά κι εκείνα έπεσαν ανάλαφρα στην πλάτη της. Πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσά τους και τα ανακάτεψε. Τα γόνατά της ήταν όντως γδαρμένα, η πληγή στο καλάμι της, ευτυχώς επιφανειακή. Τα τραύματα δεν ήταν δεμένα, αλλά φαινόταν πως κάποιος είχε μπει στον κόπο να τα καθαρίσει, τουλάχιστον.
Η ξύλινη πένα της ήταν άφαντη, ενώ η λέξη "σπαθί"
, που είχε γράψει στην αριστερή της παλάμη, είχε σβηστεί. Άρα, αυτοί που είχαν δώσει την εντολή η Χλόη να βρίσκεται πίσω από εκείνα τα κάγκελα γνώριζαν για τις δυνάμεις της. Αν οι γνώσεις τους περιορίζονταν μόνο σε αυτές δηλαδή.
Μία φωνή την έβγαλε από τον ειρμό των σκέψεών της. Ο νεαρός που την καταδίωκε προηγουμένως στεκόταν τώρα στο διάδρομο.
«"Ο επιθεωρητής Γκρέις θέλει να σε δει»", της ανακοίνωσε και την είδε να σηκώνεται από το κρεβάτι. Η κοπέλα προσπάθησε να περπατήσει χωρίς να φανεί η ενόχληση που ένιωθε από τις ανοιχτές πληγές της. Ο νεαρός, όμωςόμως, το κατάλαβε. Όταν έφτασε κοντά στα κάγκελα, της έκανε νόημα να του γυρίσει πλάτη.
«"Χέρια πίσω»", είπε και η Χλόη υπάκουσε. Αφού της πέρασε τις χειροπέδες στους καρπούς, ξεκλείδωσε το κελί, την άφησε να βγει και πιάνοντάς την με δύναμη από το μπράτσο, την οδήγησε σε ένα από τα ανακριτικά γραφεία. Άνοιξε την πόρτα και την έσπρωξε μέσα, κάνοντάς την να παραπατήσει ελαφρώς.
Ο χώρος ήταν ασφυκτικά μικρός, μουντός, χωρίς κανένα παράθυρο, με μοναδική πηγή φωτός δύο λάμπες φθορίου. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα μεταλλικό τραπέζι
, το οποίο ήταν καρφωμένο στο δάπεδο και δύο καρέκλες, ενώ σε μία γωνία η Χλόη εντόπισε μία κάμερα ασφαλείας.
Ο νεαρός τής έβγαλε τις χειροπέδες και της έκανε νόημα να καθίσει, ενώ ο ίδιος στηρίχτηκε στον τοίχο ακριβώς από πίσω της. Μετά από δύο λεπτά
, η βαριά πόρτα άνοιξε φανερώνοντας δύο άντρες. Ο πρώτος ήταν γύρω στα είκοσι ένα, με στρατιωτικό κούρεμα και στολή, κοντός, αλλά γεροδεμένος, με μάτια σαν χάντρες και τετράγωνο σαγόνι. Ο δεύτερος φαινόταν γύρω στα τριάντα επτά με σαράντα, είχε σταρένια επιδερμίδα, μαύρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω και γκρίζο κουστούμι. Αυτός κάθισε απέναντι από την κοκκινομάλλα κοπέλα και αφού έβγαλε έναν φάκελο από τον ακριβό του χαρτοφύλακα, τον τοποθέτησε δίπλα από την καρέκλα του. Όλη εκείνη την ώρα δεν είχε σπάσει την οπτική επαφή με την Χλόη.
«"Είμαι ο επιθεωρητής Γκρέις, αυτός που θα σου πάρει κατάθεση»", δήλωσε εκείνος, παρόλο που η κοπέλα τον ήξερε ήδη από μία παλαιότερη συνάντησή τους.
«"Θέλω τον δικηγόρο μου»"
Ο επιθεωρητής Γκρέις την αγνόησε και άνοιξε τον φάκελο που είχε μπροστά του. «"Σήμερα, Τετάρτη 21 Ιουνίου, ώρα»", έκανε μια παύση να ελέγξει το ρολόι στον καρπό του «"2:45 πμ, ανακρίνεται η βασική ύποπτος για τη δολοφονία του Κωνσταντίνου Αβαούζου, Χλόη Βαμβοπούλου»."
Η κοπέλα σκέφτηκε πως ο επιθεωρητής θα ήταν τέλειος στον ρόλο του εκφωνητή σε ραδιόφωνο ή τηλεόραση. Ο Γκρέις συνέχισε το λογύδριό του. «"Ημερομηνία γεννήσεως: 25 Οκτωβρίου, ετών δεκαεννέα. Οικογενειακή κατάσταση: γονείς που ζουν στην Αμερική, μικρότερη αδερφή που φοιτά σε τοπικό λύκειο. Φοιτήτρια στο τμήμα χημείας, στο δεύτερο έτος»."
Από τη στιγμή που κατάλαβε πως ο στρατός είχε συνεργαστεί με την αστυνομία, η Χλόη δεν ήταν αισιόδοξη για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Όπως και δεν την εξέπληττε το πλήθος των πληροφοριών που είχαν για αυτήν.
«"Με τη δύναμη που έχεις, θα περίμενε κανείς να φοιτάς στη φιλολογία»", σχολίασε ο επιθεωρητής και η κοπέλα κατέβαλε προσπάθεια για να κρατήσει το πρόσωπό της ανέκφραστο. «"Δύο χρόνια πριν το έσκασες από την οργάνωση του Μαύρου Ρόδου, παίρνοντας μαζί σου την αδερφή και μία φίλη σου»."
«"Θέλω τον δικηγόρο μου»", επανέλαβε απλά η Χλόη.
«"Η απόδρασή σου, ξέρεις, έχει ταυτιστεί με την εξαφάνιση του ξίφους που ονομάζεται Μαύρο Ρόδο, από το οποίο και πήρε το όνομά της η οργάνωση»."
Αυτή τη φορά, η κοπέλα με τα πράσινα μάτια δεν μίλησε, πλέον είχε καταλάβει τι ήθελαν και πώς θα κατέληγε όλο αυτό το θέατρο ή καλύτερα, αυτή η αρχαία τραγωδία.
Τα πάντα για το συμφέρον του Μαύρου Ρόδου. Της οργάνωσης που υπήρχε με τις ευλογίες της κυβέρνησης.
Ο Γκρέις έβγαλε μία φωτογραφία που απεικόνιζε έναν άντρα ξαπλωμένο σε περίεργη στάση πάνω σε ένα κόκκινο χαλί. Είχε δεχτεί μία σφαίρα στο μέτωπο και τρεις μαχαιριές.
«"Τον γνωρίζεις τον κύριο, σωστά;»"
Ναι, τον γνώριζε. Και δεν τον είχε και σε τρομερή υπόληψη. Το αντίθετο, μάλιστα.
«"Αυτός είναι που έδωσε την εντολή να σκοτώσουν τη φίλη σου, Ισμήνη Κορραίου. Αλλά αυτό το ήξερες ήδη»."
«"Αν υπαινίσσεστε πως τον σκότωσα εγώ, τότε κάνετε ένα τεράστιο λάθος, επιθεωρητή Γκρέις!»",, δήλωσε η κοκκινομάλλα.
Ο Γκρέις έβγαλε από τον χαρτοφύλακα δύο πλαστικά σακουλάκια συλλογής στοιχείων και τα τοποθέτησε στο κέντρο του μεταλλικού τραπεζιού. Το ένα περιείχε ένα μαύρο περίστροφο και το δεύτερο ένα κυνηγετικό μαχαίρι με οδοντωτή λεπίδα. «"Το περίστροφο βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος μαζί με τα αποτυπώματά σου, ενώ το μαχαίρι στο διαμέρισμα που μένεις. Είχες το κίνητρο, την εκπαίδευση και τα όπλα! Δεν υπήρχε λόγος να μην το κάνεις!»"
Η Χλόη έσφιξε τις γροθιές της, τόσο που οι αρθρώσεις των δακτύλων της άσπρισαν. Αυτή της η κίνηση, όμως, δεν έμεινε απαρατήρητη από τον νεαρό που την είχε οδηγήσει στο ανακριτικό γραφείο.
«"Τι σας έταξαν οι γαλονάδες για να μου φορτώσετε τον φόνο; Ή μήπως σας απείλησαν;»", πέταξε η κοπέλα με ψυχρή φωνή και πρόσεξε πως ο λαιμός του επιθεωρητή Γκρέις είχε κοκκινίσει ελαφρώς. Είχε πιάσει λαβράκι.
«"Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους, δεσποινίς Βαμβοπούλου! Δε χρειάζεται να μου πει κανείς τίποτα άλλο για να καταλάβω ποιος είναι ο ένοχος!»"
«"Τότε θα γνωρίζετε ότι τα περίστροφα δεν είναι το όπλο της επιλογής μου. Αν ήταν να πάρω τη ζωή κάποιου θα το έκανα διαφορετικά! Και στο διαμέρισμά μου δεν υπήρξε ποτέ κανένα κυνηγετικό μαχαίρι, γιατί πολύ απλά κάποιος το έβαλε εκεί!»", πλέον τα μάτια της πετούσαν φωτιές και από μέσα της έβραζε, αλλά δε θα τους έδινε τη χαρά να τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά στον μικρό εκείνο χώρο.
«"ΑΡΚΕΤΑ!»", ξέσπασε ο επιθεωρητής Γκρέις και χτύπησε την παλάμη του πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού, «"Άγγελε, παρ' την από εδώ!»"
Πριν καν το καταλάβει η Χλόη, το πρόσωπό της είχε συγκρουστεί με το κρύο μέταλλο και τα χέρια της ήταν πάλι με χειροπέδες. Ο Άγγελος την έσυρε μέχρι το κελί στο οποίο είχε ξυπνήσει και την άφησε μόνη της.
Η κοπέλα, αφού έτριψε τους πονεμένους της καρπούς και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της, κάθισε στην άκρη του σκληρού κρεβατιού. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον έναστρο ουρανό, δηλαδή όσο φαινόταν από αυτόν ανάμεσα στις πολυκατοικίες, ενώ το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς.
Κάποιος ήθελε να τη βγάλει από τη μέση, ενοχοποιώντας την για έναν φόνο που δεν είχε διαπράξει. Είχε την αίσθηση πως οι λέξεις-κλειδιά ήταν η οργάνωση και το ξίφος, το Μαύρο Ρόδο.
Είχε ακόμα αυτιά και μάτια στην οργάνωση για να γνωρίζει πως το ξίφος το έψαχναν ακόμα, ύστερα από δύο χρόνια, από τότε που το είχε πάρει η Ισμήνη και το είχε κρύψει ένας Θεός ξέρει πού! Την είχαν σκοτώσει έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα τους παρέδιδε το Μαύρο Ρόδο για να σωθεί. Μόνο που δεν το έκανε.
Η Χλόη ανοιγόκλεισε τα μάτια της, συνειδητοποιώντας πως είχε χαθεί στις σκέψεις της, σπαταλώντας πολύτιμο χρόνο. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τα κάγκελα, επιθεωρώντας τον χώρο έξω από αυτά. Ένας φρουρός έκοβε βόλτες, ενώ πρόσεξε και μία κάμερα ασφαλείας. Θα ήταν πιο δύσκολο απ'
όσο νόμιζε, αλλά σίγουρα όχι ακατόρθωτο.
Έπρεπε να βρει κάτι για να γράψει μιας που της είχαν πάρει τις πένες της και μία ιδέα δεν άργησε να της έρθει.
Έξυσε το κακάδι που κάλυπτε την πληγή στο καλάμι της και αίμα άρχισε να τρέχει. Με αυτό έγραψε πάνω στον τοίχο, δίπλα από το κρεβάτι τη λέξη "μαρκαδόρος" και το αντικείμενο έκανε την εμφάνισή του. Με τον μαρκαδόρο έγραψε άλλες τρεις λέξεις. Δύο στην παλάμη της και μία στην κλειδαριά της πόρτας: σπαθί, ψευδαίσθηση, κλειδί.
Αφού ενεργοποίησε την ψευδαίσθηση, ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο. Ο φύλακας ήταν στο βάθος του διαδρόμου στα δεξιά της, οπότε η Χλόη άρχισε να περπατάει βιαστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν ήξερε πόσο θα κρατούσε η ψευδαίσθηση και δεν είχε τη δυνατότητα να τρέξει, γιατί έτσι θα διακινδύνευε να την πιάσουν.
Σταμάτησε και σε έναν τοίχο έγραψε: φωτιά στα κελιά. Μέτρησε τρία δευτερόλεπτα όταν όλοι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι και καπνός γέμισε τον χώρο. Κάποιο
ι έτρεχαν προς την έξοδο και άλλοι προς τα κελιά, με κουβάδες γεμάτους νερό και πυροσβεστήρες για να σβήσουν τη φωτιά.
Εκμεταλλευόμενη τον πανικό που επικρατούσε, έγινε ένα με το πλήθος. Κατάφερε να βγει έξω, αλλά κάποιος την είδε, φώναξε και έδειξε προς το μέρος της. Τρεις άντρες, δύο με αστυνομικές στολές και ένας με στρατιωτική, έπεσαν πάνω της, προσπαθώντας να την ακινητοποιήσουν. Η Χλόη εμφάνισε το σπαθί στην παλάμη της και άρχισε τον θανατηφόρο χορό της. Κατάφερε να τους ξεφύγει και άρχισε να τρέχει, μαζεύοντας όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει και χάθηκε μέσα στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου