Χρονικές Παρεμβολές (Κεφάλαιο 18) Γνωστοί Άγνωστοι

Βρίσκονταν ήδη στην τελευταία ημέρα τού ταξιδιού τους, όταν ο Ανδρέας εκδήλωσε μία επιθυμία:
«Άρη! Θα ήθελα να μάθω πού είναι εκείνη η γυναίκα που παντρεύτηκα στις άλλες εκδοχές! σ’ αυτή την εκδοχή, ήμουν άτυχος στο γάμο μου. Τουλάχιστον, θα ήθελα να γνωρίσω τη γυναίκα που στις άλλες εκδοχές είναι μητέρα τών παιδιών μου!»
«Αυτό είναι εύκολο, αλλά να ξέρεις, πως δεν είναι πια η όμορφη κοπέλα που είδες στις φωτογραφίες. Είναι πια γριά και άσχημη!»
«Δεν με νοιάζει! Αλλά πού το ξέρεις; μπορεί να έχει πεθάνει κιόλας από γεράματα!» απάντησε ο Ανδρέας.
«Όχι! Είναι ζωντανή, και έχει μείνει χήρα, εδώ και τρία χρόνια. Τα δύο παιδιά της ζουν σε άλλες χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εκείνη, είναι μόνη και άρρωστη σ’ ένα γηροκομείο τής Βάρκιζας. Από την πρώτη στιγμή που μπήκα στην εκδοχή σας, δεν έπαψα να την παρακολουθώ, όπως όλους σας».
«Θα μπορούσαμε να την επισκεφθούμε;» πρότεινε παρακλητικά ο Ανδρέας.
«Και βέβαια! Αυτό ήταν στο πρόγραμμα! Από εδώ και στο εξής, δεν μας πειράζει να επηρεάσουμε την ιστορία. Θα κατεβούμε μετά την αποστολή τού ταχυονικού μηνύματος».
Ήταν νύχτα, όταν οι δύο φίλοι προσγειώθηκαν μακριά από τα φώτα τής πόλης. Σε λίγο θα ξημέρωνε, και το διαστημόπλοιο έπρεπε να φύγει γρήγορα. Αυτή τη φορά, πήραν τη συσκευή τηλεμεταφοράς μαζί τους. Ο Άρης τής 1ης εκδοχής, είχε μικρό αντιδραστήρα σύντηξης, και έτσι μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν. Καθώς έφευγαν με το ιπτάμενο, το διαστημόπλοιο απογειώθηκε. Ο Άρης αυτού τού κόσμου, έμενε ακόμα στο ίδιο μέρος, στο σπίτι του στον Ταύρο. Έτσι, πέταξαν γρήγορα προς τα εκεί. Ο Ανδρέας, θαύμαζε τα λιγοστά οχήματα που πετούσαν στους αεροδιαδρόμους εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες. Ήταν κατά 8 χρόνια πιο προηγμένα από εκείνα τής εποχής του. Κατά τ’ άλλα, οι αλλαγές ήταν ελάχιστες, αν και αισθητές. Νέοι αεροδιάδρομοι, νέα κτίρια, νέες διαφημίσεις...
Έφθασαν στην πολυκατοικία τού Άρη με τις πρώτες ακτίνες τού ηλίου. Ήταν ένα κτίριο που είχε κτισθεί στη θέση τού παλιού σπιτιού που γνώριζε ο Άρης, που όμως είχε ήδη κι αυτό παλιώσει, όπως ο ιδιοκτήτης του. Έβαλαν το ιπτάμενο κάτω από την πυλωτή, και κατευθύνθηκαν προς την είσοδο. Χρειάστηκε να χτυπήσουν πολλές φορές το κουδούνι ώσπου να ξυπνήσει ο Άρης. Η κάμερα τής πόρτας, κινήθηκε προς το μέρος τους και το φως άναψε, ενώ μια γέρικη φωνή ακούστηκε στο θυροτηλέφωνο:
«Ποιός είναι τέτοια ώρα! Τι... Ααααα!» και μετά από μια παύση λίγων δευτερολέπτων, η πόρτα άνοιξε. Μπαίνοντας στην είσοδο, βρήκαν έναν ηλικιωμένο να τους κοιτάει, με τα μάτια και το στόμα ορθάνοιχτα. Στο πρόσωπό του, ο Άρης αναγνώρισε τον ηλικιωμένο του εαυτό τών φωτογραφιών που είχε λάβει από τον εκτυπωτή, και ο Ανδρέας τον φίλο του, γεροντότερο κατά 8 χρόνια.
«Πώς έγινες έτσι ρε χούφταλο;» τον ρώτησε ο Ανδρέας γελώντας.
«Έκπληξη!» είπε με παιχνιδιάρική φωνή και ο Άρης τής 5ης εκδοχής, καθώς τον τραβούσαν μέσα στο σπίτι.
«Δεν περίμενα τόσο γρήγορη απάντηση στο μήνυμά μου! Μόλις χτες το έστειλα!» είπε ο Άρης τής 1ης εκδοχής αγκαλιάζοντας τον «νεκραναστημένο» φίλο του. «...Από την άλλη εκδοχή ήρθατε; Πώς ήρθατε; Γιατί έχετε τόση διαφορά ηλικίας;»
Την απάντηση ανέλαβε να τη δώσει ο Ανδρέας:
«Εγώ είμαι από τη δική σου εκδοχή. Ο Άρης είναι από άλλη εκδοχή. Ήρθε και με έσωσε από το δυστύχημα, και με έφερε στο μέλλον! ...Ήρθε από την 5η εκδοχή!»
«Σιγά - σιγά παιδιά!» είπε ο Άρης τής 1ης εκδοχής, και κάθισε σε μια καρέκλα. «...Είμαι γέρος και άρρωστος, και δεν αντέχω τέτοια ξαφνικά! Πόσες εκδοχές υπάρχουν;»
Τις επόμενες ώρες, οι δύο φίλοι τού εξήγησαν τι συμβαίνει, και ο Άρης τού έκανε μια ένεση για ανάπλαση, και του έδωσε το καθιερωμένο χάπι, για να θυμάται όσα άκουσε. Μετέφεραν στο σπίτι τού Άρη και τη συσκευή τηλεμεταφοράς, για να έχουν ανοικτή μια πόρτα προς το διάστημα. Από δω και στο εξής, όποτε ήθελαν, θα μπορούσαν να βρεθούν σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο, και ακόμα, σε όποιον πλανήτη διάλεγαν για τη δημιουργία βάσεως. Ο Άρης τής 1ης εκδοχής, διάλεξε τον Γανυμήδη, επειδή εκεί δεν υπήρχε ακόμα βάση κανενός διαστημικού προγράμματος, και θα είχαν στη διάθεσή τους άφθονο υδρογόνο, από τους παγωμένους ωκεανούς του. Ο Άρης τής 5ης εκδοχής, προγραμμάτισε τα ρομπότ να ετοιμάσουν τη βάση σε παρελθόντα χρόνο, και έτσι να είναι ήδη έτοιμη πριν τον προγραμματισμό. Ο Άρης τής 1ης εδοχής, κοιτούσε αποχαυνωμένος τον νεότερο εαυτό του να προγραμματίζει.
«Πώς φτιάχνεις προγράμματα τόσο γρήγορα;» τον ρώτησε.
«Οι υπολογιστές αυτοί, έχουν υψηλότερο βαθμό αντίληψης από αυτούς που γνωρίζεις. Όταν ζητάω κάτι, μου προτείνουν έτοιμα προγράμματα, και έτσι έχω μόνο να επιλέξω. Στην πραγματικότητα, αυτοπρογραμματίζονται, και κάθε νέο πρόγραμμα, αποθηκεύεται στη μνήμη τους, ώστε να το μετατρέπουν όποτε τους ζητήσω κάτι παραπλήσιο. Είναι μια μηχανή που μαθαίνει και αυτοσχεδιάζει».
«Δεν μπορώ να πιστέψω πως όλα αυτά, ξεκίνησαν από το μήνυμα που έστειλα χθες το βράδυ! Λίγες ώρες ήταν αρκετές, για να έρθουν τα πάνω κάτω!» είπε ο γηραιότερος Άρης.
«Στην πραγματικότητα, όλα αυτά έγιναν σε χρόνο μηδέν για το δικό σου κόσμο! Απλώς, εγώ επέλεξα εκείνη την ώρα για να το μάθεις!» τον διόρθωσε ο Άρης.
«Ακούστε, τώρα πια, δεν γνωρίζουμε το μέλλον αυτής τής εκδοχής. Η Ρίτα είναι ηλικιωμένη, και δεν θα έπρεπε να χρονοτριβούμε! Λέω να πάμε σήμερα κιόλας να τη βρούμε, γιατί ίσως αύριο να είναι αργά!» είπε ο Ανδρέας.
«Κοίτα πώς κάνει για τη γυναίκα του!» είπε πειραχτικά ο Άρης τής 1ης εκδοχής, και σηκώθηκε. «...Ετοιμαστείτε! θα πάμε με το οκταθέσιο ιπτάμενο πουλμανάκι τής εταιρίας μου».
Έβγαλε από ένα συρτάρι μια αλοιφή, και άλειψε το πρόσωπο και τα χέρια του. «...Πάρτε να αλειφθείτε, γιατί βγήκε πια ο ήλιος, και στην εποχή μου δεν υπάρχει πια αρκετό όζον. Χωρίς αυτήν, δεν κυκλοφορεί κανείς γνωστικός».
Αλείφθηκαν και βγήκαν στην ταράτσα. Εκεί, κάτω από το υπόστεγο, υπήρχαν μερικά ιπτάμενα οχήματα, και ανάμεσά τους ένα μεγαλύτερο. Μπήκαν μέσα, και απογειώθηκαν.
Η Αθήνα τών 10 εκατομμυρίων κατοίκων, έσφυζε από ζωή. Ζούσαν πια εδώ, όχι μόνο Έλληνες, αλλά άνθρωποι που είχαν έρθει απ’ όλες τις γωνιές τού πλανήτη. Ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπων, που έδινε στην πόλη ένα πρωτόγνωρο πρόσωπο.
Τα κέντρα ελέγχου τής εναέριας κυκλοφορίας, ήταν γεμάτα Αερονόμους, που έλεγχαν με Τηλεανιχνευτές, όσο προλάβαιναν, τα διερχόμενα ιπτάμενα. Όλοι οι αεροδιάδρομοι, ήταν μονοδρομημένοι, και η κίνηση γινόταν γρήγορα. Κάπου - κάπου, έβλεπαν κάποιο ιπτάμενο να κατεβαίνει για ανεφοδιασμό, ή έλεγχο δυσλειτουργίας, στα πρατήρια καυσίμων πάνω σε κάποια κτίρια. Όσο για το Φάληρο, ήταν αγνώριστο. Πλήθος από σκάλες για τα πλοιάρια κάλυπταν την παραλία, μακριά ως τη Γλυφάδα, ενώ αερόπλοια, ταξίδευαν με μαγνητική αιώρηση λίγο πάνω από τα κύματα. Στο χώρο τού παλιού αεροδρομίου τού Ελληνικού, υπήρχε ένα κατάφυτο πάρκο, γεμάτο με ζώα, θλιβερό κατάλοιπο παλαιότερων εποχών, που τα δάση ήταν συνηθισμένο θέαμα στον πλανήτη.
Σε λίγα λεπτά, προσγειώθηκαν στο αερο-πάρκινγκ τού γηροκομείου. Κατέβηκαν στην πολυτελή ρεσεψιόν, όπου καθόταν μια μελαμψή κοπέλα, προφανώς αραβικής καταγωγής.
«Παρακαλώ, σε ποιο δωμάτιο είναι η κυρία Ρίτα... δεν γνωρίζουμε επώνυμο!» είπε ο γηραιότερος Άρης.
«Θα εννοείτε την κυρία Σωτηροπούλου! Δεν έχουμε άλλη Ρίτα» απάντησε η κοπέλα με σπασμένα Ελληνικά. «...Είναι στο δωμάτιο 21, στο τέλος τού διαδρόμου αριστερά».
Οι τρεις επισκέπτες την ευχαρίστησαν, και λίγα δευτερόλεπτα μετά, χτυπούσαν την πόρτα με το νούμερο 21.
«Περάστε!» ακούστηκε μια βραχνή φωνή από μέσα.
Στο άνοιγμα τής πόρτας, μία κυρία ηλικιωμένη φάνηκε, καθιστή μπροστά στο παράθυρο. Κάτω από τις βαθιές της ρυτίδες, ο Άρης τής 5ης εκδοχής, αναγνώρισε κάτι από τη Ρίτα που γνώριζε. Δάκρυα ένοιωσε να αναβλύζουν στα μάτια του. Στη σκέψη του, τριγύριζαν οι εικόνες εκείνης τής δυναμικής όμορφης κοπέλας που γνώριζε, και τώρα, είχε μπροστά του μία ανήμπορη γριούλα, στο τέλος τής ζωής της...
«Καλώς τους! Ποιόν ψάχνετε;» τους ρώτησε.
«Εσένα!» απάντησε ο Άρης τής 1ης εκδοχής.
«Σας στείλανε τα παιδιά; Τι κάνουνε; Έχω μήνες να τα δω!» απάντησε η γριούλα μ’ ένα δάκρυ.
«Όχι Ρίτα! Μόνοι μας ήρθαμε να σε δούμε» απάντησε ο Ανδρέας βουρκωμένος.
«Ποιοί είσαστε; Δεν σας θυμάμαι καλά! Εσύ, ποιανού παιδί είσαι;» ρώτησε στρεφόμενη στον νεότερο Άρη.
«Δεν μας γνωρίζεις γιαγιά! Εγώ μόνο σε γνωρίζω. Κοίτα αυτές τις φωτογραφίες!» απάντησε, και τής έδειξε τις φωτογραφίες της από άλλες εκδοχές.
«Πού βρήκατε τις φωτογραφίες μου; Είναι δικές μου, όταν ήμουν νέα! Έχουμε κάποια συγγένεια;» ρώτησε τους πιο ηλικιωμένους τής παρέας.
«Μ’ εμένα έχεις, κατά κάποιον τρόπο!» είπε ο Ανδρέας, καθώς έτρεχαν τα δάκρυά του ασταμάτητα, όπως και τού Άρη τής 5ης εκδοχής.
«Κλαίτε!» είπε η Ρίτα. «...Βλέπετε την κατάντια μου, και με λυπόσαστε! Μη με βλέπετε έτσι! Εγώ είμαι μορφωμένη! Πήγα Πανεπιστήμιο, και δούλεψα στα καλύτερα ερευνητικά κέντρα βιολογίας! Τώρα, ούτε τα παιδιά μου δεν με θυμούνται! Είναι καλά παιδιά, μα έχουν τις οικογένειές τους στο εξωτερικό! Είχα κάποτε τον άνδρα μου, (καλός άνθρωπος ήταν), μα τώρα με άφησε κι αυτός μόνη! Αλλά αυτά τα ξέρετε, αφού έχετε τις φωτογραφίες μου!»
Στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας με νοσταλγία τις φωτογραφίες, ενώ δάκρυα φάνηκαν και στα δικά της μάτια.
«...Ποιοί είσαστε; Δεν μου είπατε!» είπε πάλι όταν σήκωσε το βλέμμα της.
Ο Άρης τής εκδοχής της, τής συστήθηκε:
«Αρίσταρχος Ζαχαρόπουλος! Ίσως με θυμάσαι! Κάποτε είχα πάρει το Νόμπελ Φυσικής, για την ανακάλυψη τών ταχυονιων».
«Ναι! Σε θυμάμαι! Πριν από πολλά χρόνια! Νομίζω πως πριν λίγα χρόνια διάβασα πως σκοτώθηκε ο συνεργάτης σου που...»
«Εγώ είμαι ο συνεργάτης του! Ο Ανδρέας Κωστόπουλος. Ναι, όλοι έτσι νόμισαν, ότι σκοτώθηκα, όμως τελικά γλύτωσα!» τη διέκοψε ο Ανδρέας.
«Και ο νεαρός;» ρώτησε πάλι η Ρίτα.
«Κι εγώ λέγομαι Αρίσταρχος Ζαχαρόπουλος...» απάντησε ο Άρης τής 5ης εκδοχής.
«Α! εγγονός τού κυρίου!» προέτρεξε η Ρίτα. «...Και σε τι οφείλω την τιμή τής επισκέψεώς σας; Δύο τέτοιες προσωπικότητες, τι θέλουν στο δωμάτιο μιας γριάς;»
«Χρειαζόμαστε τη συνεργασία σου. Αν σου ζητούσα να αρχίσεις μια νέα ζωή, με στόχους και όνειρα, θα το ‘θελες;» ρώτησε ο Ανδρέας.
«Σ’ αυτή την ηλικία;» είπε γελώντας ηχηρά η Ρίτα. «...Σ’ αυτή την ηλικία, ο μόνος στόχος είναι να ησυχάσω για πάντα από τους πόνους και τα βάσανα!»
«Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου και τις επιστημονικές σου γνώσεις!» επέμεινε ο Ανδρέας. «...Έχουμε τον τρόπο, να ξεπεράσεις τους περιορισμούς σου, και να συνεισφέρεις κι εσύ στην επιστημονική μας προσπάθεια. Αν μπορείς να μας εμπιστευθείς, ακολούθησέ μας για λίγες ώρες, και θα σου δώσουμε στ’ αλήθεια ένα καινούργιο ξεκίνημα στη ζωή. Θα μπορείς να βλέπεις και τα παιδιά σου όποτε θέλεις!»
«Γιατί θα έπρεπε να σας ακολουθήσω; Δεν μπορείτε να μου πείτε τώρα τι με θέλετε;» ρώτησε καχύποπτα η Ρίτα.
«Μπορούμε, αλλά φοβάμαι πως δεν θα μας πιστέψεις!» επενέβη ο Ανδρέας τής 1ης εκδοχής. «...Αυτά που έχουμε να σου πούμε είναι τόσο παράξενα και τόσο απίστευτα, που μόνο αν τα δεις θα τα πιστέψεις! Άλλωστε, το όνομά μας, αποτελεί εγγύηση πως είμαστε σοβαροί όταν μιλάμε για την επιστήμη».
«Φαίνεστε καλοί άνθρωποι, και θα σας εμπιστευθώ, επειδή σας είδα να κλαίτε για μένα πριν από λίγο. Αν και δεν καταλαβαίνω τίποτα, θα έρθω. Τι έχω να χάσω; Το πολύ - πολύ, να κάνω μια βόλτα. Έχω μια βδομάδα να βγω από εδώ. Ακόμα και από περιέργεια, και κυρίως, αν είναι να βλέπω και τα παιδιά μου, θα έρθω! Παρακαλώ, περάστε έξω για λίγο να ντυθώ!» είπε, και σηκώθηκε.
«Το ήξερα ότι θα έρθεις!» είπε ο Άρης τής 5ης εκδοχής και την αγκάλιασε, ενώ εκείνη κοιτούσε με απορία.
Ώσπου εκείνη να ντυθεί, ο Άρης τής 1ης εκδοχής, πήγε στην υπεύθυνη τού γηροκομείου, και έδωσε τα στοιχεία του, ώστε να πάρει έγκριση να φύγουν με την γερόντισσα. Έτσι, σε λίγη ώρα βγήκαν και οι τέσσερεις, βαδίζοντας αργά, στο ρυθμό τής Ρίτας, εξ’ αιτίας τής κλονισμένης της υγείας. Μπήκαν στο ιπτάμενο, και απογειώθηκαν στον θολό ουρανό τής πόλης.
«Πού πάμε;» ρώτησε η Ρίτα απολαμβάνοντας τη διαδρομή.
«Στο σπίτι μου στον Ταύρο» απάντησε ο Άρης τής 1ης εκδοχής.
«Τι θα κάνουμε εκεί;» ρώτησε πάλι η Ρίτα.
Τον λόγο πήρε ο Άρης τής 5ης εκδοχής:
«Θυμάσαι όταν ήσουν νέα, που είχες διαβάσει ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας τού Ισαάκ Ασίμωφ;»
«Ποιο απ’ όλα;» ρώτησε η Ρίτα.
«Α! διάβασες κι άλλα; Εννοώ «Το τέλος τής αιωνιότητας», με τα χρονοτάξιδα και τις παράλληλες πραγματικότητες» συμπλήρωσε εκείνος.
«Κάτι θυμάμαι, αλλά εσύ πού το ξέρεις αυτό; Δεν θυμάμαι να το έχω συζητήσει με κανέναν. Ακόμα κι εγώ, το είχα ξεχάσει εντελώς!» είπε η Ρίτα απορημένη.
«Ίσως να μου το είπες σε μια άλλη ‘πραγματικότητα’ !» είπε ο Άρης αινιγματικά.
«Τι λες παιδί μου!» είπε εκείνη.
«Έχεις σπουδάσει βιολογία, έτσι δεν είναι;» συνέχισε ο Άρης ο νεώτερος.
«Ναι!» απάντησε η Ρίτα.
«Πιστεύεις πως τα γεράματα είναι γενετική ασθένεια που μπορεί να θεραπευθεί;» ξαναρώτησε.
«Φυσικά! Αυτό είναι σίγουρο! Μόνο που εγώ δεν θα προλάβω να θεραπευθώ. Δεν νομίζω να βρουν τη λύση στον αιώνα μας!» είπε εκείνη με ένα πικρό χαμόγελο.
«Μην είσαι τόσο σίγουρη! Γι’ αυτό ακριβώς σε πήραμε μαζί μας! Έχουμε τη θεραπεία!» συνέχισε ο Άρης. «...Σου υπόσχομαι, πως σε λίγες εβδομάδες, θα είσαι νέα όπως στις φωτογραφίες. Μόλις φθάσουμε, θα σου το εξηγήσω επιστημονικά, και θα το δεις στην πράξη».
«Μα, αν είναι έτσι, τότε γιατί ο κύριος Αρίσταρχος είναι γέρος, και ο κύριος Ανδρέας μεσήλικας; Αν είχατε κάτι τέτοιο, δεν θα γινόστασταν πρώτα εσείς νέοι;» ρώτησε ειρωνικά η Ρίτα, και όλοι γέλασαν.
«Καλή παρατήρηση!» είπε ο Άρης ο νεότερος. «...Πρέπει όμως να ξέρεις, πως εγώ είμαι περίπου 10 χρόνια μεγαλύτερος απ’ ότι δείχνω. Όσο για τους άλλους, η θεραπεία βρίσκεται ακόμα στην αρχή, και τα αποτελέσματα δεν είναι αισθητά. Ο Ανδρέας, έχει μόνο 4 ημέρες θεραπείας, και ο «κύριος Αρίσταρχος», άρχισε μόλις σήμερα. Αν θέλεις, εσύ θα είσαι η επόμενη».
«Και γιατί διαλέξατε εμένα;» ρώτησε εκείνη δύσπιστα.
«Γιατί σε αγαπάμε πολύ, μια και σε γνωρίζουμε από άλλους κόσμους!» είπε ο Ανδρέας χαϊδεύοντας τα στραβά της δάχτυλα, ενώ ο Άρης τής 1ης εκδοχής, προσγείωνε το ιπτάμενο στην ταράτσα του.
Στο σπίτι, η Ρίτα κάθισε σε μία πολυθρόνα, και ο Άρης ο νεότερος, τής εξήγησε τη μέθοδο τής Γενετικής Ανάπλασης, και της πήρε λίγο αίμα για να εργασθεί πάνω στα κύτταρά της. Προηγουμένως, ο Ανδρέας τής ετοίμασε ένα τσάι, ρίχνοντας ένα χάπι μνήμης μέσα, μιμούμενος τον εαυτό του σε άλλες εκδοχές. Η Ρίτα, κατάλαβε αμέσως τη διαφορά, και άρχισε να βεβαιώνεται πως όσα της έλεγαν ήταν αλήθεια. Τέλος, της μίλησαν για τις άλλες εκδοχές, και για τη ζωή της σ’ αυτές. Της έβαλαν και βιντεοδίσκους, που έδειχναν τη Ρίτα σε μια άλλη καλύτερη ζωή.
«Δηλαδή, εκεί εσύ είσαι άνδρας μου;» ρώτησε ξαφνιασμένη τον Ανδρέα, βλέποντας τις εικόνες τού βίντεο.

«Κι εμείς οι δύο, είμαστε ο καλύτερός σου φίλος!» είπε με καμάρι ο Άρης τής 5ης εκδοχής. «...Μεγάλωσα το γιό σου στην αγκαλιά μου! Ξέρεις τι τούφες μού ‘χει βγάλει από τα μαλλιά;» Η Ρίτα, δεν πίστευε στα μάτια της. Όμως, η φωτογραφική της μνήμη, της έδειχνε πως σ’ όλα αυτά υπάρχει κάποια αλήθεια. Τέλος, τής δόθηκε το διάλυμα που θα άλλαζε και πάλι τη ζωή της. Ο Άρης, είχε αρχίσει να δουλεύει και με τα νευρικά της κύτταρα. Σε λίγες εβδομάδες, η Ρίτα θα ήταν κι αυτή πάλι νέα!



Χρόνης Πάροικος