ΣΕΛΕΣΤ
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η οικογένειά μου και εγώ επισκεπτόμαστε το Ντράγκονσπαϊρ για την ανανέωση των όρκων ανάμεσα στα Κράτη και την υπογραφή της νέας Συνθήκης Ειρήνης, που έχει διώξει τον πόλεμο από τις ζωές μας. Οι Βασιλικές Οικογένειες συγκεντρώνονται στην κύρια αίθουσα του Ντράγκονσπαϊρ και ακούν τους λόγους υπόσχεσης των Αρχηγών των τριών μεγάλων Κρατών, ενώ οι βασιλικοί γόνοι που έχουν πατήσει την ηλικία των δεκαοχτώ, έχουν ακόμα ένα καθήκον: να συνεισφέρουν το όνομά τους σε έναν αρχαίο οβελίσκο στο κέντρο της αίθουσας. Είναι η χρονιά μου απόψε και, για να πω την αλήθεια, δεν νιώθω καθόλου έτοιμη να αντιμετωπίσω τόσο κόσμο.
Παράλληλα, γιορτάζεται ένα ακόμα σημαντικότερο γεγονός. Σήμερα, είναι το τέλος του Θερινού Ηλιοστάσιου και η αρχή του Χειμερινού. Οι κάτοικοι της Μπουργκότζια προσμένουν αυτή την αλλαγή διασκεδάζοντας και χορεύοντας. Απόψε είναι το Φεστιβάλ των Καθρεφτών και ολόκληρη η πόλη έχει στολιστεί με τους καθρέφτες των νοικοκυριών. Είναι μια παράδοση, που δημιουργήθηκε εκατοντάδες χρόνια πριν, όμως, παραμένει άγνωστο το πότε και το από ποιον. Λες και μια μαγική, αόρατη δύναμη μάγεψε τις καρδιές των ανθρώπων τούτου του μικρού παραδείσου και τους έβαλε, να χορεύουν και να τραγουδούν για την αρμονία και τον έρωτα. Η γιορτή του Θερινού Ηλιοστάσιου θα διαρκέσει δύο εβδομάδες. Το καλύτερο κομμάτι βρίσκεται στο τέλος της, όταν φτάνει στο αποκορύφωμά της.
Μακάρι να μείνουμε τόσο, ώστε να καταφέρω να παρευρεθώ στο Φεστιβάλ. Μόνο για μια φορά. Αναστενάζοντας λυπημένα, γέρνω στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού και τραβάω απρόθυμα τα μάτια μου από την ολοφώτιστη πόλη έξω από το Καπιτώλιο. Γιατί να μην βρίσκομαι και εγώ ανάμεσά τους; Δεν θα με αναγνώριζε κανένας, δεν θα μου έδινε σημασία κανένας. Ντρέπομαι τόσο πολύ για την αποψινή δεξίωση. Όλα τα μάτια θα στραφούν πάνω μου, όταν θα γράψω το όνομά μου στον οβελίσκο. Και μόνο στην σκέψη, τα πόδια μου τρέμουν από νευρικότητα. Σηκώνω αναστατωμένη το βλέμμα μου στον ουρανό και βογκάω απελπισμένα. Τι θα κάνω από δω και πέρα; Δεν νιώθω καθόλου έτοιμη να αποκτήσω νέα καθήκοντα.
Ο ουρανός είναι καθαρός, δίχως σύννεφα, και τα εκατομμύρια αστέρια γυαλίζουν σαν διαμάντια στην μαύρη επιφάνειά του. Ψάχνοντας με τα μάτια μου τα χιλιάδες χρώματά του, διακρίνω αυτό που θέλω. Ο αστερισμός Γκάβια, ο μεγαλύτερος αστερισμός σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Αποτελείται από δεκαεφτά αστέρια και μοιάζει με λαβύρινθο. Φαίνεται σε περίοπτη θέση πάνω από το Βορειοανατολικό ορίζοντα μόνο τη βραδιά του Θερινού Ηλιοστάσιου. Στον αρχαίο πολιτισμό μας, αυτός ο αστερισμός θεωρούταν ως αναπαράσταση του Θανάτου του Θεού του Καλοκαιριού και τη γέννηση της Θεάς του Χειμώνα.
Στην αστρολογία, αυτός ο αστερισμός φέρει το σημάδι του ήλιου και ο αστερισμός Κάστορ, το σημάδι της Σελήνης. Εκείνοι που έχουν γεννηθεί κάτω από την αυστηρή παρουσία τους, πιστεύεται ότι είναι πολύ πνευματώδεις και θεωρείται ότι, για να βρουν την ευτυχία στον έρωτα, τα άτομα πρέπει να ανήκουν σε διαφορετικά Ηλιοστάσια. Εγώ ανήκω στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο και δεν νιώθω ότι έχω τίποτα το ιδιαίτερο, όσο για τον μελλοντικό μου έρωτα… απλά, νομίζω πως δεν υπάρχει. Πολλές φορές είμαι απρόσεχτη και παρορμητική και οι αρετές που πρέπει να διαθέτουν όλες οι γυναίκες, όπως η καλλιγραφία, το κέντημα και ο χορός δεν με ενδιαφέρουν. Αντίθετα προτιμώ να ιππεύω, να κυνηγώ και να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα στο νησί μου. Θέλω να είμαι ελεύθερη, να ταξιδέψω και να γνωρίσω νέα πράγματα. Αλλά η θέση μου είναι κάτι που ποτέ δεν θα μου επιτρέψει αυτού του είδους της εξορμήσεις. Αναστενάζω πάλι.
Ένα διακριτικό βήξιμο και ένα ελαφρύ χτύπημα στην μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου μου, με επαναφέρει στο παρόν. Γυρίζω προς το μέρος της παρουσίας πίσω μου, με την ήττα ζωγραφισμένη στα καστανά μάτια μου. Ο Σιρκάν, ο προσωπικός μου σωματοφύλακας απ’ όταν γεννήθηκα, στέκεται στο άνοιγμα και με παρατηρεί ανήσυχος. Είναι ψηλός με φαρδιούς ώμους και σπινθηροβόλα, μαύρα μάτια. Τα μακριά, μαύρα του μαλλιά είναι δεμένα σε μια προσεγμένη κοτσίδα, που πέφτει χαλαρά στην πλάτη του. Ανέλαβε το καθήκον της προστασίας μου, όταν ήταν μόλις δέκα ετών. Οι απίστευτες ικανότητές του στο σπαθί και το κοφτερό του μυαλό, του χάρισαν αμέσως αυτή τη θέση. Χαίρομαι, που πέρα από σωματοφύλακάς μου είναι και ο καλύτερός μου φίλος. Ο μοναδικός μου φίλος.
«Είσαι έτοιμη;» με ρωτάει, πλησιάζοντας προς το μέρος μου, και τρίβει απαλά τους ώμους μου. «Η μητέρα σου βρίσκεται ήδη στη Μεγάλη Αίθουσα. Η τελετή θα ξεκινήσει σύντομα, οπότε καλύτερα να βιαστούμε, δεν νομίζεις;»
«Δεν νομίζω πως θέλω να πάω. Μπορούμε, να κάνουμε κάτι, για να το αποφύγω, παρακαλώ;» τον ικετεύω παίζοντας με τα βλέφαρά μου. «Είναι τόσο άβολο όλο αυτό».
«Είναι το καθήκον σου και ίσως να έχει πλάκα». Μου χαμογελάει θέλοντας, να μου ανεβάσει το πεσμένο μου ηθικό. «Θα κάνουμε μια συμφωνία, εντάξει; Απόψε θα παρευρεθείς σε οποιαδήποτε δεξίωση επιβάλλει το πρόγραμμά σου και, όταν τελειώσεις, θα σε πάω στο Φεστιβάλ. Τι λες; Δέχεσαι την πρόκληση;»
«Εντάξει» ψιθυρίζω αβέβαια, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στην πόλη πριν τον ακολουθήσω μέσα στο δωμάτιο.
Το Ντράγκονσπαϊρ, το παλιό παλάτι της Μπουργκότζια, που ανήκε στους πρώτους βασιλιάδες του κόσμου μας, είναι το μέρος που φιλοξενεί το Καπιτώλιο, τον χώρο στον οποίο ένας αριθμός ατόμων διοικεί και προστατεύει τους κατοίκους ολόκληρης της Μπουργκότζια. Ο πατέρας μου, ως ο Περιφερειάρχης του Κρέομορ, είναι μέλος του Συμβουλίου και έχει σημαντική θέση ανάμεσά τους. Έχει στη διάθεσή του δικά του διαμερίσματα στο παλάτι και αρκετούς υπηρέτες κατά τη διάρκεια της διαμονής του. Όμως, σε αυτήν την τελετή το πρόβλημα των πειρατών τον κράτησε στο Κρέομορ και έτσι, ανέθεσε στη μητέρα μου και σε εμένα τις ευθύνες της θέσης του. Δεν μπορώ να τον απογοητεύσω, σωστά;
Διασχίζοντας τους διαδρόμους του παλατιού, προσέχω τα πάντα που αποκαλύπτουν την αριστοκρατική του αίγλη. Τις ακριβές, ιδιαίτερες ταπετσαρίες, τα κόκκινα απλωμένα χαλιά και τα χρυσά διακριτικά. Οι τοίχοι είναι στολισμένοι με ιδιαίτερους, περίτεχνους πίνακες, ενώ δεξιά και αριστερά υπάρχουν γυάλινες προσθήκες με παλιά κειμήλια του παλιού καιρού. Κάποιοι σκελετοί εξαφανισμένων ζώων διακοσμούν τις εισόδους κάποιων σημαντικών δωματίων. Οι γλώσσες λένε ότι η Μπουργκότζια ανήκε στους δράκους, πριν καταπατηθεί από τους ανθρώπους και τα κόκαλά τους γίνουν στολίδι του παλατιού.
Οι φρουροί που στέκονται προσοχή έξω από την Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου, υποκλίνονται βαθιά προς το μέρος μου, όταν πλησιάζω, και ανοίγουν την βαριά, σκαλιστή πόρτα για χάρη μου, αποκαλύπτοντάς μου έναν κόσμο διαφορετικό απ’ ό,τι έχω συνηθίσει ως τώρα. Κομψά ντυμένες γυναίκες και άντρες περιφέρονται ολόγυρα στον χώρο συζητώντας ευχάριστα ή χορεύοντας. Τα βραδινά φορέματα είναι πανέμορφα. Τόσοι συνδυασμοί χρωμάτων, σαν να έχουν βγει μέσα από κάποιο όνειρο. Μέσα στο πλήθος διακρίνω την μητέρα μου και η ανακούφιση κατευνάζει το σφιγμένο μου πρόσωπο. Πηγαίνω βιαστικά προς το μέρος της διασχίζοντας το αργοκίνητο πλήθος.
«Ω, συγχωρείστε με» λέω και υποκλίνομαι, όταν σκουντάω κατά λάθος την πλάτη ενός άντρα.
Τα χρυσαφί του μάτια πέφτουν αποδοκιμαστικά προς το μέρος μου και με κοιτάζουν αυστηρά στέλνοντας τσιμπήματα νευρικότητας στη βάση της ραχοκοκαλιάς μου. Τινάζει τα μακριά ξανθά μαλλιά του και ανασηκώνοντας τα φρύδια του επικριτικά γυρνάει πάλι την πλάτη του. Τι τρομακτικός και αγενής τύπος, και ας είναι πολύ νέος, για να το παίζει μεγάλος άρχοντας. Να είναι κάποιος πολύ σημαντικός;
«Παρακαλώ» απαντάω στον εαυτό μου για χάρη του και συνεχίζω τον δρόμο μου εκνευρισμένη, ενώ ο Σιρκάν με ακολουθεί πάντα σαν σκιά.
Η μητέρα μου είναι πανέμορφη απόψε, σχεδόν μαγευτική. Το κολακευτικό, απλό, μαύρο της φόρεμα πέφτει αρμονικά σε Α γραμμή ως χαμηλά το πάτωμα και έχει ντραπέ ντεκολτέ, το οποίο αποκαλύπτει αισθητά το όμορφο, ασημένιο ύφασμα που φοριέται από κάτω του. Το ατλαζοεϊδές, σαν κορσές, δετό ύφασμα του φορέματός της καλύπτει το στομάχι της, όπου η συνεχής ροή σπάει από έναν μακρύ φιόγκο φορεμένο αρκετά χαμηλά γύρω από τη μέση της. Κάτω από τον φιόγκο το φόρεμα ανοίγει στο πλάι και αποκαλύπτει ένα τελείως διαφορετικό ύφασμα από κάτω σε βαθύ κόκκινο. Το μπροστινό μέρος του αγγίζει το πάτωμα καλύπτοντας τα πόδια της, ενώ το πίσω μέρος δημιουργεί μια διακριτική ουρά και τελειώνει σε μια πλατιά γωνία. Τα μανίκια του είναι λίγο κοντά πάνω από τους καρπούς της. Είναι στενά ως τον αγκώνα και η συνέχειά τους σπάει, αλλάζουν χρώμα και διαιρούνται σε πολλές διακοσμητικές ζώνες. Αυτές είναι το ίδιο ύφασμα και χρώμα, που χρησιμοποιήθηκε για το περίγραμμα του ντεκολτέ έχοντας επιπλέον πάνω τους κάποιες κόκκινες ανταύγειες.
«Ο μπαμπάς θα στεναχωρηθεί πολύ, αν μάθει, ότι μια τόσο όμορφη γυναίκα πήγε στον χορό μόνη της». Χαμογελάω ενθουσιασμένη και η μητέρα μου με χαιρετάει με ένα φιλί στο μέτωπο.
«Και εσύ είσαι πανέμορφη γλυκιά μου. Οι ευγενείς των βασιλειών δεν θα μπορούν, να πάρουν το βλέμμα τους από πάνω σου». Χαϊδεύει το μάγουλό μου εκθειάζοντας το γαλάζιο μου φόρεμα. «Είμαι πολύ περήφανη για σένα. Απόψε θα βάλεις το όνομά σου στον ιερό Οβελίσκο. Είναι μεγάλη τιμή για την οικογένειά μας».
Ο βασιλικός τελάλης ανεβαίνει στην εξέδρα, που έχει στηθεί για χάρη του Συμβουλίου και χτυπάει έντονα το μπαστούνι του στο πάτωμα θέλοντας, να τραβήξει την προσοχή όλων των καλεσμένων. Είναι ντυμένος με τα χρώματα της Μπουργκότζια σε άσπρο, κόκκινο και μαύρο και τα ρούχα του είναι ιδιαίτερα προσεγμένα. Οι καλεσμένοι συγκεντρώνονται μπροστά και με σπρώχνουν μαζί τους χωρίζοντάς με από την μητέρα μου. Εκείνη μου κάνει νόημα, πως θα προχωρήσει πάνω στην εξέδρα και της νεύω καταφατικά. Οι άρχοντες των βασιλείων που θα πάρουν μέρος στην υπογραφή της Συνθήκης συγκεντρώνονται στο βάθος περιμένοντας, να ακούσουν τα ονόματά τους.
Υπάρχουν τρία κράτη, τα οποία χωρίζονται σε τρεις μικρότερες περιφέρειες. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μπουργκότζια ανήκει το Κρέομορ, το Ντρούβελ και το Κιούρεαν. Στο Βασίλειο του Στάρενιθ συμπεριλαμβάνονται η Τρούτζια, η Γκινόστα και το Σάλεκαν και στο Βασίλειο της Ραιϊκούρια, η Μπικάλστεα και η Τολέντρα. Το κάθε κράτος διοικείται από τον βασιλιά και οι περιφέρειές τους από άρχοντες
«Ο βασιλιάς Κορνέλ Πρόιτερ της Μπικάλστεα, ο βασιλιάς Ρόλοφ Γουίλκιν της Τολέντρα, ο βασιλιάς Ντελμάρ Μοριάνο του Σάλεκαν, ο δούκας Ντέιβιντ Χέμπερς της Γκινόστα, ο κόμης Νίκολας Φορέρο της Τρούτζια». Φωνάζει ο τελάλης με δυνατή φωνή. Όσο το κάνει εκείνοι, που έχουν ακούσει το όνομά τους βγαίνουν μπροστά και κάθονται στο μεγάλο, στρογγυλό τραπέζι της αίθουσας. «Ο βασιλιάς Κρίστομπελ Λα Ολιβάρες του Στάρενιθ, ο περιφερειάρχης Μάρτιεν Ντίτσελχοφ του Κιούρεαν, ο περιφερειάρχης Έλμερ Ντρέις του Ντρούβελ, η αρχόντισσα Ράινα Κίλμπορν του Κρέομορ και ο οικοδεσπότης της Μπουργκότζια Έμερι Ντρέις».
Η Συνθήκη υπογράφεται απ’ όλους τους σημαντικούς παρευρισκόμενους και συνοδεύεται από ένα κύμα χειροκροτημάτων. Νιώθω πολύ πιο ανακουφισμένη τώρα, που ξέρω πως ακόμα ένα χρόνο θα ζήσουμε ειρηνικά. Χαμογελάω στη μητέρα μου, που μου νεύει ευχαριστημένη και δαγκώνομαι, καθώς απρόσκλητες σκέψεις μεταπηδούν στο μυαλό μου. Αφού η Συνθήκη υπογράφηκε, η δική μου τελετή έχει συνέχεια. Οι ευγενείς που έχουν δικαίωμα σε αυτήν την τελετή είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και ακόμα λιγότεροι αυτοί που ενηλικιώθηκαν τούτη την χρονιά. Οι καλεσμένοι κάνουν χώρο στον άρχοντα Έμερι και εκείνος πλησιάζει προς το μέρος μου, σαν να ξέρει ποια είμαι και τι πρόκειται να κάνω απόψε.
Όλα τα μάτια στρέφονται πάνω μου κάνοντάς με να νιώθω όλο και πιο άβολα. Οι γυναίκες που γνωρίζουν τα έθιμα της Μπουργκότζια τραγουδούν σε χορωδία έναν γιορτινό τόνο. Σε αυτή τη χώρα, ο Οβελίσκος είναι κάτι ιερό και για τους κατοίκους της, είναι παράδοση να γιορτάζουν την ύπαρξή του. Τραγουδούν για να τιμήσουν τους προγόνους τους, τους απογόνους τους και το Θερινό Ηλιοστάσιο. Ο Οβελίσκος συμβολίζει την αθανασία και την ενότητα και είναι μέρος μιας μεγαλύτερης γιορτής, η όποια λαμβάνει χώρα στο τέλος των εορτασμών του Θερινού Ηλιοστάσιου, όμως λόγω των υποχρεώσεων των αρχόντων η γιορτή θα τελεσθεί νωρίτερα.
Ο Οβελίσκος συμβολίζει πολλά περισσότερα από αυτά που οι άνθρωποι πιστεύουν και έχουν πια ξεχάσει. Είναι το μόνο απέμεινε από τον πρώτο ναό που τίμησε ο άνθρωπος με την πίστη του. Ο ναός του χτίστηκε εκατοντάδες χρόνια πριν για όλους όσους ήθελαν, να υπακούν σε μια πολύ ανώτερη δύναμη πέρα των ανθρωπίνων ικανοτήτων. Η λίθος που έχει απομείνει, είναι εδώ για να θυμίζει όλες τις θυσίες των χαμηλότερων τάξεων κατά τη διάρκεια των σκοτεινών καιρών, όταν δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τον πόλεμο. Η σημαντική του θέση ανάμεσα στην κοινωνία μας είναι το στήριγμα, που μας κρατά ενωμένους.
«Εσείς που απόψε βρίσκεστε εδώ, για να γράψετε το όνομά σας στον ιερό αυτό στύλο, ορκίζεστε στους προγόνους σας, ότι θα προστατεύετε και οι πράξεις σας θα αφορούν μόνο το συνολικό καλό. Ορκίζεστε, ότι θα διατηρείτε τις παραδόσεις των τόπων, δεν θα καταπατάτε τα δικαιώματα των κατωτέρων σας, ούτε θα χρησιμοποιείτε την εξουσία που διαθέτετε, μόνο για προσωπικό σας όφελος». Λέει με δυνατή φωνή ο άρχοντας της Μπουργκότζια κοιτάζοντας ευθεία σ’ εμάς.
Μου αρέσει ο τρόπος του. Δεν κάνει εισαγωγές, ούτε γλείφει τ’ αυτιά των ευγενών. Αντίθετα είναι ευθύς και λέει μόνο αυτό που θέλει. Ο Έμερι Ντρέις κάνει ένα βήμα μπροστά και παρουσιάζει την ολόχρυση πένα, που θα ασφαλίσει το μέλλον μας με αυτούς τους όρκους. Κοιτάζω ολόγυρα για τους υπόλοιπους βασιλικούς γόνους, όμως, μόνο ένας στέκεται στο πλάι μου. Εκείνο το αγόρι που μου φέρθηκε με αγένεια, όταν του απολογήθηκα για την απροσεξία μου. Τα μάτια μας συναντιούνται για μια στιγμή και τα στρέφω απότομα αλλού νιώθοντας τα μάγουλά μου, να φλέγονται. Η παρουσία του τόσο κοντά μου με κάνει νευρική.
Ο άρχοντας Έμερι μου δίνει την πένα και με μια υπόκλιση προχωράει μπροστά προς τον Οβελίσκο. Βουτάω τη μύτη του φτερού στο δοχείο με το μαύρο μελάνι και δειλά σηκώνω το χέρι μου στο σημείο που θεωρώ κατάλληλο, για να γράψω το όνομά μου. Όταν τελειώνω, οπισθοχωρώ και προσφέρω την πένα στον νεαρό άντρα που χτύπησα. Τα δάχτυλά μας αγγίζονται φευγαλέα και σφίγγομαι νιώθοντας περίεργα. Η όλη στάση του έχει κάτι που με αγχώνει. Δεν ξέρω, αν φταίει η μεταξύ μας συνάντηση ή αν αυτό είναι το στιλ του, όμως το μόνο που σκέφτομαι, όσο είμαι τόσο κοντά του, είναι να το βάλω στα πόδια.
Κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου με τη δειλία του εαυτού μου, απομακρύνομαι από το συγκεντρωμένο πλήθος, ώσπου καταφέρνω να ξεφύγω. Ο Σιρκάν έρχεται αμέσως στο πλάι μου και το καλό που του θέλω, να θυμάται την συμφωνία μας. Το Φεστιβάλ μας περιμένει. Μου χαμογελάει περήφανα και με χτυπάει στην πλάτη καθησυχαστικά. Τι! Η χαρούμενη έκφραση του προσώπου του είναι κάπως αμήχανη. Δεν θέλω να ξέρω τι περνάει από το μυαλό του τούτη τη στιγμή, ενώ εγώ προσπαθώ να απασχολήσω το δικό μου με οτιδήποτε άλλο. Για λίγο σκέφτομαι τον Μπράιντεν και ότι δεν τον έχω δει καθόλου, σε καμία τελετή τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Να είναι καλά; Για ένα διάστημα συνομιλούσαμε και είχαμε γίνει καλοί φίλοι, αν και το μόνο που μπορούσαμε, να κάνουμε ήταν ενα γράφουμε ο ένας στον άλλο. Οι υποχρεώσεις και η θέση μας δεν μας επέτρεπαν στενότερη επαφή.
«Τι θα συμβεί από δω και πέρα σε μένα Σιρκάν;» τον ρωτάω ανήσυχη, όταν απομακρυνόμαστε απ’ όλους τους καλεσμένους. «Είμαι δεκαοχτώ πλέον. Ενηλικιώθηκα αφήνοντας πίσω την ανάμελη ζωή του παιδιού, που είχα συνηθίσει. Φοβάμαι, ότι δεν θα καταφέρω να φέρω εις πέρας τα καθήκοντα, που θα μου ανατεθούν».
Βγαίνουμε στο φαρδύ μπαλκόνι του κάστρου και σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό μυρίζοντας άπληστα τα αρώματα της νύχτας. Ο Σιρκάν γέρνει πάνω στο κιγκλίδωμα και κοιτάζει σιωπηλός την ησυχία του κήπου, που απλώνεται από κάτω μας. Η νύχτα έχει μια αφύσικη αρμονία και παραείναι τέλεια, για να είναι αληθινή. Καγχάζει και γυρίζω, να τον κοιτάξω απορημένη. Είπα κάτι αστείο;
«Δεν είστε η πρώτη ούτε και η τελευταία, που ενηλικιώθηκε δεσποινίς Κίλμπορν. Τα καθήκοντά σας θα αφορούν μόνο το σπιτικό σας. Κανείς δεν έπαθε τίποτα φροντίζοντας το νοικοκυριό του. Είμαι σίγουρος, ότι οι γονείς σας θα σας βρουν έναν άξιο άντρα, να έχετε στο πλάι σας». Αποκρίνεται ο Σιρκάν, φουντώνοντας την νευρικότητά μου. Και ποιος του είπε πως θέλω να παντρευτώ;
«Ο γάμος δεν είναι στα άμεσα σχέδιά μου. Πλέον έχω δικαίωμα στον εαυτό μου και θέλω… θέλω να ταξιδέψω, να γνωρίσω νέα μέρη και ανθρώπους. Θέλω να μάθω νέα πράγματα που κάποια μέρα ίσως καταφέρω να τα διδάξω στον λαό μου. Θέλω λίγη παραπάνω ελευθερία». Απαντάω χαμογελώντας ονειροπόλα. «Ζητάω πολλά;»
«Όλοι θέλουμε από κάτι. Οι φτωχοί επιθυμούν περισσότερα χρήματα, μια ζωή μέσα στην πολυτέλεια, ίσως… και την θέση σου. Οι πλούσιοι απλά θέλουν περισσότερα. Η αλήθεια είναι πως αυτά που ήδη έχεις, σου φαίνονται ανούσια και ποτέ δεν θα είσαι ευχαριστημένη. Πάντα θα χρειάζεσαι περισσότερα για να χορτάσεις την ακόρεστη πείνα σου» επεμβαίνει μια άγνωστη σε μένα φωνή και ο Σιρκάν στρέφεται επιθετικά προς το μέρος της. «Το θέμα είναι… το τι κάνεις με όσα, έχεις ήδη στην κατοχή σου».
Απέναντί μας στέκεται το αγόρι με τα μακριά ξανθά μαλλιά και τα κεχριμπαρένια μάτια. Με παρατηρεί χαμογελώντας στραβά, σαν να με αποδοκιμάζει πάλι. Το ύφος του είναι λες και βγάζει λόγο περισσότερο στον εαυτό του παρά σαν να απαντά στις σκέψεις μου. Ποιος τον κάλεσε αυτόν και με ποιος του έδωσε την άδεια να πάρει μέρος στην συζήτησή μας; Κοιτάζω τον Σιρκάν για βοήθεια, όμως εκείνος είναι σκυμμένος σε μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος του αγοριού. Ανταποκρίνομαι αμέσως και χαμηλώνω το κεφάλι μου μην έχοντας καμία απολύτως ιδέα, το ποιος είναι ο Οίκος του ούτε και το αξίωμά του.
Σηκώνω το κεφάλι μου εκνευρισμένη με την συμπεριφορά του και τον παρατηρώ με προσοχή. Τα σγουρά, ξανθά μαλλιά του είναι τραβηγμένα πίσω και δεμένα σε κοτσίδα αποκαλύπτοντας από κάτω το νεανικό, συνοφρυωμένο του πρόσωπο. Τα πανέμορφα κεχριμπαρένια του μάτια με κοιτάζουν ήρεμα και με ενδιαφέρον μέσα από τις κόγχες τους, δίχως να βλεφαρίζουν. Έχει μια παλιά, ξεχασμένη ουλή πάνω από το αριστερό του φρύδι, υπενθύμιση του σπαθιού που το τόλμησε, να το κάνει. Βλέποντας μόνο αυστηρότητα στο νεανικό του πρόσωπο, καταλαβαίνω πως η θέση του δεν του επιτρέπει να δείχνει ευάλωτος, παρουσιάζοντας τα αληθινά του συναισθήματα. Ότι και αν σκέφτεται ή νιώθει, είναι κάτι, που κανένας, δεν πρέπει, να γνωρίζει. Υπάρχει κάτι μυστηριώδες σε αυτόν. Ίσως είναι το ψυχρό παρουσιαστικό του ή η επιμονή του, αλλά είμαι σίγουρη, ότι κανένας δεν έχει το θάρρος, να τον γνωρίσει καλύτερα.
Το κοντό και στενό, βελούδινο σακάκι του τον καλύπτει μέχρι την μέση και είναι κουμπωμένο σε ένα μοντέρνο σχέδιο στην αριστερή πλευρά. Τα μανίκια του σακακιού είναι φαρδιά και πέφτουν κολακευτικά πάνω στους καρπούς τους. Είναι διακοσμημένα με την πιο φίνα δαντέλα του Στάρενιθ, ενώ το τελείωμά τους είναι κεντημένο με χρυσή κλωστή. Το σακάκι του έχει ένα παραλληλόγραμμο ντεκολτέ, το οποίο αποκαλύπτει το ένα μέρος από το ακριβό πουκάμισο, που φοράει από κάτω και είναι συνδυασμένο με ένα μεταξωτό φουλάρι, που έχει πιασμένο στον λαιμό του με μια διαμαντένια πόρπη. Το παντελόνι του είναι απλό και λίγο στενό αποκαλύπτοντας τα καλογυμνασμένα του πόδια. Το βλέμμα μου πέφτει στις ψηλές, μπότες ιππασίας. Είναι φτιαγμένες από ένα όμορφο, ασυνήθιστο δέρμα, όμως το σχέδιό τους είναι αρκετά συνηθισμένο και απλό.
Το αγόρι ξεροβήχει, για να μου τραβήξει την προσοχή και σταυρώνει τα μπράτσα του μπροστά από το στήθος του.
«Εγκρίνεις το ντύσιμό μου;» με ρωτάει γέρνοντας μπροστά μου. Τι θέλει από μένα;
«Άρχοντά μου συγχωρείστε το επίμονο βλέμμα μου. Από τη στιγμή που σκόνταψα πάνω σας, προσπαθώ, να καταλάβω, αν σας γνωρίζω από κάπου. Όμως δυστυχώς η μνήμη μου δεν με βοηθά πολύ. Δεν θα ήθελα, να με θεωρήσετε αγενή, οπότε… θα σας ήταν εύκολο, να μου αναφέρετε το όνομά σας;» ρωτάω χαμογελώντας του αθώα και υποκλίνομαι βαθιά ως ένδειξη της απολογίας μου.
«Είμαι ο Γκασπάρντ Ολιβάρες, γιος του βασιλιά Κρίστομπαλ Ολιβάρες και τρίτος στη σειρά διαδοχής για τον θρόνο του Στάρενιθ» απαντάει με σοβαρή φωνή. Πρίγκιπας;
Ανοίγω το στόμα μου, για να του αναφέρω τους δικούς μου τίτλους, όμως ο ξαφνικός αυτοσαρκασμός του με σταματά. Ε;
«Μην κάνετε τον κόπο. Ξέρω ήδη ποια είστε δεσποινίς Κίλμπορν». Λέει κάνοντάς με, να γουρλώσω έκπληκτη τα μάτια μου. Από πότε έγινα τόσο διάσημη; «Θα χορέψετε μαζί μου απόψε» δηλώνει και αρπάζοντάς με από το μπράτσο με τραβάει μέσα στο κάστρο.
Τι στο καλό; Ο Σιρκάν ακολουθεί κοντά μας, όμως δεν κάνει καμία κίνηση, για να σταματήσει τον πρίγκιπα. Και εκείνος τι νομίζει, πως κάνει; Με ποιο δικαίωμα απαιτεί, να χορέψω μαζί του; Και γιατί διάλεξε εμένα από τόσα κορίτσια;
«Δεν μπορώ, να χορέψω μαζί σας». Μουρμουρίζω νευρικά. Ο πρίγκιπας ρουθουνίζει εκνευρισμένα.
«Δεν σε ρώτησα, αν μπορείς. Χρειάζομαι παρτενέρ γι’ απόψε και εσύ είσαι η μόνη, που δεν φαίνεσαι τόσο ενοχλητική». Αποκρίνεται παγωμένα. Ορίστε; Ενοχλητική!
«Δεν είναι, ότι δεν θέλω, να χορέψω μαζί σας κύριε. Απλά δεν μπορώ. Δεν ξέρω, να χορεύω». Του αποκαλύπτω ντροπαλά. «Όλες οι προσπάθειές μου έπεφταν στο κενό, οπότε κάποια στιγμή τα παράτησα. Νομίζω, πως δεν θα θέλατε, να γίνουμε ο περίγελος όλης της αίθουσας. Σωστά;» πάω, να φύγω και το χέρι του σφίγγει γύρω από το μπράτσο μου.
«Εγώ θα το κρίνω αυτό». Λέει ανέκφραστα τραβώντας με κοντά του. «Θα σε καθοδηγώ. Ακολούθα τα βήματά μου».
«Αν επιμένετε». Ψιθυρίζω ηττημένα και δαγκώνω νευρικά το κάτω μου χείλος.
Ο πρίγκιπας με σφίγγει πάνω στο στέρνο του και γλιστράει το χέρι του στην πλάτη μου. Η μουσική δεν αργεί να πλημμυρίσει τον χώρο και τα ζευγάρια χορεύουν στο κέντρο της Μεγάλης Αίθουσας, σαν να πετούν. Τα πόδια μου κινούνται αρμονικά με τα δικά του, αλλά η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει στο στήθος μου, από νευρικότητα. Δεν ξέρω να χορεύω και ένα λάθος θα φέρει ανεπιθύμητα σχόλια. Επίσης αν σκοντάψω πάνω στα πόδια του, πώς ξέρω, ότι δε θα πει τίποτα, για να με προσβάλλει; Τα μάτια του βυθίζονται μέσα στα δικά μου φέρνοντάς με σε δύσκολη θέση.
Η πόρτα της αίθουσας ανοίγει απότομα και μέσα εισέρχεται βιαστικά μια αναμαλλιασμένη γυναίκα. Στο πλάι του προσώπου της έχει ένα βαθύ κόψιμο, που αιμορραγεί και το φόρεμά της είναι λερωμένο με αίμα. Προσπαθεί, να πει κάτι, όμως είναι τόσο λαχανιασμένη, που η αναπνοή της δυσκολεύεται, να βγει κανονικά.
«Η Συνθήκη παραβιάστηκε. Τον… τον σκότωσαν». Φωνάζει ξανά και ξανά, ώσπου να χάσει τις αισθήσεις της και να σωριαστεί στο πάτωμα.
Στο δωμάτιο απλώνεται σαν κύμα φωτός η αναταραχή και εγώ παύω, να χορεύω. Κοιτάζω ανήσυχα τριγύρω για την μητέρα μου, αλλά δεν την βλέπω πουθενά. Που είναι; Τι ήταν όλα αυτά, που είπε εκείνη η γυναίκα; Σπρώχνω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ από κοντά μου και τρέχω προς τον σωματοφύλακά μου, που κοιτάζει ολόγυρα τσιτωμένος για κάποιον κίνδυνο. Που είναι η μητέρα μου;
«Σιρκάν…. Σιρκάν…» φωνάζω παλεύοντας, για να πάω κοντά του, όμως το πυκνό πλήθος με παρασέρνει, καθώς συγκεντρώνεται πανικόβλητο μπροστά από την εξέδρα με τα εναπομείναντα μέλη των Κρατών.
Ω, που να πάρει! Αλλάζω κατεύθυνση και τρέχω προς την πόρτα. Ελπίζω να βρω τη μητέρα μου στα διαμερίσματά μας. Ποιος ξέρει τι συνέβη και τι πρόκειται, να γίνει; Αν η Συνθήκη παραβιάστηκε και κάποιος βασιλικός δολοφονήθηκε, τότε μπορεί και να γίνει σφαγή. Στο παλάτι δεν υπάρχουν μόνο οι στρατιώτες της Μπουργκότζια αλλά όλων των βασιλείων. Μια σφαγή είναι το λιγότερο, που επιθυμούμε αυτή τη στιγμή.
«Σελέστ!» ακούω τον Σιρκάν, να μου φωνάζει και παγώνω στη θέση μου. «Η μητέρα σου είναι καλά. Βρίσκεται στην Μεγάλη Αίθουσα. Έπρεπε, να παρατηρείς καλύτερα τον χώρο γύρω σου. Σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις αυτό. Είναι πολύ επικίνδυνο». Με μαλώνει. Στο βλέμμα του υπάρχει θυμός και ανησυχία μαζί.
Γυρίζουμε πίσω και μόλις το κάνουμε ένας πυροβολισμός ακούγεται από το πουθενά κοκαλώνοντάς με στη θέση μου. Τι… τι ήταν αυτό; Στρέφομαι προς τον σωματοφύλακά μου, που δεν με ακολουθεί πλέον και τον κοιτάζω έκπληκτη. Τα χέρια του έχουν σφιχτεί στην κοιλιά του και ανάμεσα από τα δάχτυλά του γλιστράει απρόσκλητο το αίμα του. Σιρκάν!
«Σιρκάν!» φωνάζω και ορμάω προς το μέρος του την ώρα που τα γόνατά του λυγίζουν και εκείνος χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Ποιος το έκανε αυτό; Γιατί το έκανε αυτό;
Κάποιος με αρπάζει από τα μαλλιά και με σηκώνει με το ζόρι όρθια. Πιέζει το μπράτσο του γύρω από τον λαιμό μου την πριν φωνάξω από έκπληξη και τρόμο μαζί. Με τραβάει μακριά από τον πεσμένο σωματοφύλακά μου. Με σέρνει για την ακρίβεια. Το χέρι του σφίγγεται πάνω στον λαιμό μου στερώντας το οξυγόνο από τους πνεύμονές μου, στέλνοντας μια έντονη θολούρα στο μυαλό μου. Όσο και αν προσπαθώ, δεν καταφέρνω να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Χάνω τις αισθήσεις μου.
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Παράλληλα, γιορτάζεται ένα ακόμα σημαντικότερο γεγονός. Σήμερα, είναι το τέλος του Θερινού Ηλιοστάσιου και η αρχή του Χειμερινού. Οι κάτοικοι της Μπουργκότζια προσμένουν αυτή την αλλαγή διασκεδάζοντας και χορεύοντας. Απόψε είναι το Φεστιβάλ των Καθρεφτών και ολόκληρη η πόλη έχει στολιστεί με τους καθρέφτες των νοικοκυριών. Είναι μια παράδοση, που δημιουργήθηκε εκατοντάδες χρόνια πριν, όμως, παραμένει άγνωστο το πότε και το από ποιον. Λες και μια μαγική, αόρατη δύναμη μάγεψε τις καρδιές των ανθρώπων τούτου του μικρού παραδείσου και τους έβαλε, να χορεύουν και να τραγουδούν για την αρμονία και τον έρωτα. Η γιορτή του Θερινού Ηλιοστάσιου θα διαρκέσει δύο εβδομάδες. Το καλύτερο κομμάτι βρίσκεται στο τέλος της, όταν φτάνει στο αποκορύφωμά της.
Μακάρι να μείνουμε τόσο, ώστε να καταφέρω να παρευρεθώ στο Φεστιβάλ. Μόνο για μια φορά. Αναστενάζοντας λυπημένα, γέρνω στο κιγκλίδωμα του μπαλκονιού και τραβάω απρόθυμα τα μάτια μου από την ολοφώτιστη πόλη έξω από το Καπιτώλιο. Γιατί να μην βρίσκομαι και εγώ ανάμεσά τους; Δεν θα με αναγνώριζε κανένας, δεν θα μου έδινε σημασία κανένας. Ντρέπομαι τόσο πολύ για την αποψινή δεξίωση. Όλα τα μάτια θα στραφούν πάνω μου, όταν θα γράψω το όνομά μου στον οβελίσκο. Και μόνο στην σκέψη, τα πόδια μου τρέμουν από νευρικότητα. Σηκώνω αναστατωμένη το βλέμμα μου στον ουρανό και βογκάω απελπισμένα. Τι θα κάνω από δω και πέρα; Δεν νιώθω καθόλου έτοιμη να αποκτήσω νέα καθήκοντα.
Ο ουρανός είναι καθαρός, δίχως σύννεφα, και τα εκατομμύρια αστέρια γυαλίζουν σαν διαμάντια στην μαύρη επιφάνειά του. Ψάχνοντας με τα μάτια μου τα χιλιάδες χρώματά του, διακρίνω αυτό που θέλω. Ο αστερισμός Γκάβια, ο μεγαλύτερος αστερισμός σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Αποτελείται από δεκαεφτά αστέρια και μοιάζει με λαβύρινθο. Φαίνεται σε περίοπτη θέση πάνω από το Βορειοανατολικό ορίζοντα μόνο τη βραδιά του Θερινού Ηλιοστάσιου. Στον αρχαίο πολιτισμό μας, αυτός ο αστερισμός θεωρούταν ως αναπαράσταση του Θανάτου του Θεού του Καλοκαιριού και τη γέννηση της Θεάς του Χειμώνα.
Στην αστρολογία, αυτός ο αστερισμός φέρει το σημάδι του ήλιου και ο αστερισμός Κάστορ, το σημάδι της Σελήνης. Εκείνοι που έχουν γεννηθεί κάτω από την αυστηρή παρουσία τους, πιστεύεται ότι είναι πολύ πνευματώδεις και θεωρείται ότι, για να βρουν την ευτυχία στον έρωτα, τα άτομα πρέπει να ανήκουν σε διαφορετικά Ηλιοστάσια. Εγώ ανήκω στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο και δεν νιώθω ότι έχω τίποτα το ιδιαίτερο, όσο για τον μελλοντικό μου έρωτα… απλά, νομίζω πως δεν υπάρχει. Πολλές φορές είμαι απρόσεχτη και παρορμητική και οι αρετές που πρέπει να διαθέτουν όλες οι γυναίκες, όπως η καλλιγραφία, το κέντημα και ο χορός δεν με ενδιαφέρουν. Αντίθετα προτιμώ να ιππεύω, να κυνηγώ και να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα στο νησί μου. Θέλω να είμαι ελεύθερη, να ταξιδέψω και να γνωρίσω νέα πράγματα. Αλλά η θέση μου είναι κάτι που ποτέ δεν θα μου επιτρέψει αυτού του είδους της εξορμήσεις. Αναστενάζω πάλι.
Ένα διακριτικό βήξιμο και ένα ελαφρύ χτύπημα στην μπαλκονόπορτα του υπνοδωματίου μου, με επαναφέρει στο παρόν. Γυρίζω προς το μέρος της παρουσίας πίσω μου, με την ήττα ζωγραφισμένη στα καστανά μάτια μου. Ο Σιρκάν, ο προσωπικός μου σωματοφύλακας απ’ όταν γεννήθηκα, στέκεται στο άνοιγμα και με παρατηρεί ανήσυχος. Είναι ψηλός με φαρδιούς ώμους και σπινθηροβόλα, μαύρα μάτια. Τα μακριά, μαύρα του μαλλιά είναι δεμένα σε μια προσεγμένη κοτσίδα, που πέφτει χαλαρά στην πλάτη του. Ανέλαβε το καθήκον της προστασίας μου, όταν ήταν μόλις δέκα ετών. Οι απίστευτες ικανότητές του στο σπαθί και το κοφτερό του μυαλό, του χάρισαν αμέσως αυτή τη θέση. Χαίρομαι, που πέρα από σωματοφύλακάς μου είναι και ο καλύτερός μου φίλος. Ο μοναδικός μου φίλος.
«Είσαι έτοιμη;» με ρωτάει, πλησιάζοντας προς το μέρος μου, και τρίβει απαλά τους ώμους μου. «Η μητέρα σου βρίσκεται ήδη στη Μεγάλη Αίθουσα. Η τελετή θα ξεκινήσει σύντομα, οπότε καλύτερα να βιαστούμε, δεν νομίζεις;»
«Δεν νομίζω πως θέλω να πάω. Μπορούμε, να κάνουμε κάτι, για να το αποφύγω, παρακαλώ;» τον ικετεύω παίζοντας με τα βλέφαρά μου. «Είναι τόσο άβολο όλο αυτό».
«Είναι το καθήκον σου και ίσως να έχει πλάκα». Μου χαμογελάει θέλοντας, να μου ανεβάσει το πεσμένο μου ηθικό. «Θα κάνουμε μια συμφωνία, εντάξει; Απόψε θα παρευρεθείς σε οποιαδήποτε δεξίωση επιβάλλει το πρόγραμμά σου και, όταν τελειώσεις, θα σε πάω στο Φεστιβάλ. Τι λες; Δέχεσαι την πρόκληση;»
«Εντάξει» ψιθυρίζω αβέβαια, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στην πόλη πριν τον ακολουθήσω μέσα στο δωμάτιο.
Το Ντράγκονσπαϊρ, το παλιό παλάτι της Μπουργκότζια, που ανήκε στους πρώτους βασιλιάδες του κόσμου μας, είναι το μέρος που φιλοξενεί το Καπιτώλιο, τον χώρο στον οποίο ένας αριθμός ατόμων διοικεί και προστατεύει τους κατοίκους ολόκληρης της Μπουργκότζια. Ο πατέρας μου, ως ο Περιφερειάρχης του Κρέομορ, είναι μέλος του Συμβουλίου και έχει σημαντική θέση ανάμεσά τους. Έχει στη διάθεσή του δικά του διαμερίσματα στο παλάτι και αρκετούς υπηρέτες κατά τη διάρκεια της διαμονής του. Όμως, σε αυτήν την τελετή το πρόβλημα των πειρατών τον κράτησε στο Κρέομορ και έτσι, ανέθεσε στη μητέρα μου και σε εμένα τις ευθύνες της θέσης του. Δεν μπορώ να τον απογοητεύσω, σωστά;
Διασχίζοντας τους διαδρόμους του παλατιού, προσέχω τα πάντα που αποκαλύπτουν την αριστοκρατική του αίγλη. Τις ακριβές, ιδιαίτερες ταπετσαρίες, τα κόκκινα απλωμένα χαλιά και τα χρυσά διακριτικά. Οι τοίχοι είναι στολισμένοι με ιδιαίτερους, περίτεχνους πίνακες, ενώ δεξιά και αριστερά υπάρχουν γυάλινες προσθήκες με παλιά κειμήλια του παλιού καιρού. Κάποιοι σκελετοί εξαφανισμένων ζώων διακοσμούν τις εισόδους κάποιων σημαντικών δωματίων. Οι γλώσσες λένε ότι η Μπουργκότζια ανήκε στους δράκους, πριν καταπατηθεί από τους ανθρώπους και τα κόκαλά τους γίνουν στολίδι του παλατιού.
Οι φρουροί που στέκονται προσοχή έξω από την Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου, υποκλίνονται βαθιά προς το μέρος μου, όταν πλησιάζω, και ανοίγουν την βαριά, σκαλιστή πόρτα για χάρη μου, αποκαλύπτοντάς μου έναν κόσμο διαφορετικό απ’ ό,τι έχω συνηθίσει ως τώρα. Κομψά ντυμένες γυναίκες και άντρες περιφέρονται ολόγυρα στον χώρο συζητώντας ευχάριστα ή χορεύοντας. Τα βραδινά φορέματα είναι πανέμορφα. Τόσοι συνδυασμοί χρωμάτων, σαν να έχουν βγει μέσα από κάποιο όνειρο. Μέσα στο πλήθος διακρίνω την μητέρα μου και η ανακούφιση κατευνάζει το σφιγμένο μου πρόσωπο. Πηγαίνω βιαστικά προς το μέρος της διασχίζοντας το αργοκίνητο πλήθος.
«Ω, συγχωρείστε με» λέω και υποκλίνομαι, όταν σκουντάω κατά λάθος την πλάτη ενός άντρα.
Τα χρυσαφί του μάτια πέφτουν αποδοκιμαστικά προς το μέρος μου και με κοιτάζουν αυστηρά στέλνοντας τσιμπήματα νευρικότητας στη βάση της ραχοκοκαλιάς μου. Τινάζει τα μακριά ξανθά μαλλιά του και ανασηκώνοντας τα φρύδια του επικριτικά γυρνάει πάλι την πλάτη του. Τι τρομακτικός και αγενής τύπος, και ας είναι πολύ νέος, για να το παίζει μεγάλος άρχοντας. Να είναι κάποιος πολύ σημαντικός;
«Παρακαλώ» απαντάω στον εαυτό μου για χάρη του και συνεχίζω τον δρόμο μου εκνευρισμένη, ενώ ο Σιρκάν με ακολουθεί πάντα σαν σκιά.
Η μητέρα μου είναι πανέμορφη απόψε, σχεδόν μαγευτική. Το κολακευτικό, απλό, μαύρο της φόρεμα πέφτει αρμονικά σε Α γραμμή ως χαμηλά το πάτωμα και έχει ντραπέ ντεκολτέ, το οποίο αποκαλύπτει αισθητά το όμορφο, ασημένιο ύφασμα που φοριέται από κάτω του. Το ατλαζοεϊδές, σαν κορσές, δετό ύφασμα του φορέματός της καλύπτει το στομάχι της, όπου η συνεχής ροή σπάει από έναν μακρύ φιόγκο φορεμένο αρκετά χαμηλά γύρω από τη μέση της. Κάτω από τον φιόγκο το φόρεμα ανοίγει στο πλάι και αποκαλύπτει ένα τελείως διαφορετικό ύφασμα από κάτω σε βαθύ κόκκινο. Το μπροστινό μέρος του αγγίζει το πάτωμα καλύπτοντας τα πόδια της, ενώ το πίσω μέρος δημιουργεί μια διακριτική ουρά και τελειώνει σε μια πλατιά γωνία. Τα μανίκια του είναι λίγο κοντά πάνω από τους καρπούς της. Είναι στενά ως τον αγκώνα και η συνέχειά τους σπάει, αλλάζουν χρώμα και διαιρούνται σε πολλές διακοσμητικές ζώνες. Αυτές είναι το ίδιο ύφασμα και χρώμα, που χρησιμοποιήθηκε για το περίγραμμα του ντεκολτέ έχοντας επιπλέον πάνω τους κάποιες κόκκινες ανταύγειες.
«Ο μπαμπάς θα στεναχωρηθεί πολύ, αν μάθει, ότι μια τόσο όμορφη γυναίκα πήγε στον χορό μόνη της». Χαμογελάω ενθουσιασμένη και η μητέρα μου με χαιρετάει με ένα φιλί στο μέτωπο.
«Και εσύ είσαι πανέμορφη γλυκιά μου. Οι ευγενείς των βασιλειών δεν θα μπορούν, να πάρουν το βλέμμα τους από πάνω σου». Χαϊδεύει το μάγουλό μου εκθειάζοντας το γαλάζιο μου φόρεμα. «Είμαι πολύ περήφανη για σένα. Απόψε θα βάλεις το όνομά σου στον ιερό Οβελίσκο. Είναι μεγάλη τιμή για την οικογένειά μας».
Ο βασιλικός τελάλης ανεβαίνει στην εξέδρα, που έχει στηθεί για χάρη του Συμβουλίου και χτυπάει έντονα το μπαστούνι του στο πάτωμα θέλοντας, να τραβήξει την προσοχή όλων των καλεσμένων. Είναι ντυμένος με τα χρώματα της Μπουργκότζια σε άσπρο, κόκκινο και μαύρο και τα ρούχα του είναι ιδιαίτερα προσεγμένα. Οι καλεσμένοι συγκεντρώνονται μπροστά και με σπρώχνουν μαζί τους χωρίζοντάς με από την μητέρα μου. Εκείνη μου κάνει νόημα, πως θα προχωρήσει πάνω στην εξέδρα και της νεύω καταφατικά. Οι άρχοντες των βασιλείων που θα πάρουν μέρος στην υπογραφή της Συνθήκης συγκεντρώνονται στο βάθος περιμένοντας, να ακούσουν τα ονόματά τους.
Υπάρχουν τρία κράτη, τα οποία χωρίζονται σε τρεις μικρότερες περιφέρειες. Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Μπουργκότζια ανήκει το Κρέομορ, το Ντρούβελ και το Κιούρεαν. Στο Βασίλειο του Στάρενιθ συμπεριλαμβάνονται η Τρούτζια, η Γκινόστα και το Σάλεκαν και στο Βασίλειο της Ραιϊκούρια, η Μπικάλστεα και η Τολέντρα. Το κάθε κράτος διοικείται από τον βασιλιά και οι περιφέρειές τους από άρχοντες
«Ο βασιλιάς Κορνέλ Πρόιτερ της Μπικάλστεα, ο βασιλιάς Ρόλοφ Γουίλκιν της Τολέντρα, ο βασιλιάς Ντελμάρ Μοριάνο του Σάλεκαν, ο δούκας Ντέιβιντ Χέμπερς της Γκινόστα, ο κόμης Νίκολας Φορέρο της Τρούτζια». Φωνάζει ο τελάλης με δυνατή φωνή. Όσο το κάνει εκείνοι, που έχουν ακούσει το όνομά τους βγαίνουν μπροστά και κάθονται στο μεγάλο, στρογγυλό τραπέζι της αίθουσας. «Ο βασιλιάς Κρίστομπελ Λα Ολιβάρες του Στάρενιθ, ο περιφερειάρχης Μάρτιεν Ντίτσελχοφ του Κιούρεαν, ο περιφερειάρχης Έλμερ Ντρέις του Ντρούβελ, η αρχόντισσα Ράινα Κίλμπορν του Κρέομορ και ο οικοδεσπότης της Μπουργκότζια Έμερι Ντρέις».
Η Συνθήκη υπογράφεται απ’ όλους τους σημαντικούς παρευρισκόμενους και συνοδεύεται από ένα κύμα χειροκροτημάτων. Νιώθω πολύ πιο ανακουφισμένη τώρα, που ξέρω πως ακόμα ένα χρόνο θα ζήσουμε ειρηνικά. Χαμογελάω στη μητέρα μου, που μου νεύει ευχαριστημένη και δαγκώνομαι, καθώς απρόσκλητες σκέψεις μεταπηδούν στο μυαλό μου. Αφού η Συνθήκη υπογράφηκε, η δική μου τελετή έχει συνέχεια. Οι ευγενείς που έχουν δικαίωμα σε αυτήν την τελετή είναι μετρημένοι στα δάχτυλα και ακόμα λιγότεροι αυτοί που ενηλικιώθηκαν τούτη την χρονιά. Οι καλεσμένοι κάνουν χώρο στον άρχοντα Έμερι και εκείνος πλησιάζει προς το μέρος μου, σαν να ξέρει ποια είμαι και τι πρόκειται να κάνω απόψε.
Όλα τα μάτια στρέφονται πάνω μου κάνοντάς με να νιώθω όλο και πιο άβολα. Οι γυναίκες που γνωρίζουν τα έθιμα της Μπουργκότζια τραγουδούν σε χορωδία έναν γιορτινό τόνο. Σε αυτή τη χώρα, ο Οβελίσκος είναι κάτι ιερό και για τους κατοίκους της, είναι παράδοση να γιορτάζουν την ύπαρξή του. Τραγουδούν για να τιμήσουν τους προγόνους τους, τους απογόνους τους και το Θερινό Ηλιοστάσιο. Ο Οβελίσκος συμβολίζει την αθανασία και την ενότητα και είναι μέρος μιας μεγαλύτερης γιορτής, η όποια λαμβάνει χώρα στο τέλος των εορτασμών του Θερινού Ηλιοστάσιου, όμως λόγω των υποχρεώσεων των αρχόντων η γιορτή θα τελεσθεί νωρίτερα.
Ο Οβελίσκος συμβολίζει πολλά περισσότερα από αυτά που οι άνθρωποι πιστεύουν και έχουν πια ξεχάσει. Είναι το μόνο απέμεινε από τον πρώτο ναό που τίμησε ο άνθρωπος με την πίστη του. Ο ναός του χτίστηκε εκατοντάδες χρόνια πριν για όλους όσους ήθελαν, να υπακούν σε μια πολύ ανώτερη δύναμη πέρα των ανθρωπίνων ικανοτήτων. Η λίθος που έχει απομείνει, είναι εδώ για να θυμίζει όλες τις θυσίες των χαμηλότερων τάξεων κατά τη διάρκεια των σκοτεινών καιρών, όταν δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από τον πόλεμο. Η σημαντική του θέση ανάμεσα στην κοινωνία μας είναι το στήριγμα, που μας κρατά ενωμένους.
«Εσείς που απόψε βρίσκεστε εδώ, για να γράψετε το όνομά σας στον ιερό αυτό στύλο, ορκίζεστε στους προγόνους σας, ότι θα προστατεύετε και οι πράξεις σας θα αφορούν μόνο το συνολικό καλό. Ορκίζεστε, ότι θα διατηρείτε τις παραδόσεις των τόπων, δεν θα καταπατάτε τα δικαιώματα των κατωτέρων σας, ούτε θα χρησιμοποιείτε την εξουσία που διαθέτετε, μόνο για προσωπικό σας όφελος». Λέει με δυνατή φωνή ο άρχοντας της Μπουργκότζια κοιτάζοντας ευθεία σ’ εμάς.
Μου αρέσει ο τρόπος του. Δεν κάνει εισαγωγές, ούτε γλείφει τ’ αυτιά των ευγενών. Αντίθετα είναι ευθύς και λέει μόνο αυτό που θέλει. Ο Έμερι Ντρέις κάνει ένα βήμα μπροστά και παρουσιάζει την ολόχρυση πένα, που θα ασφαλίσει το μέλλον μας με αυτούς τους όρκους. Κοιτάζω ολόγυρα για τους υπόλοιπους βασιλικούς γόνους, όμως, μόνο ένας στέκεται στο πλάι μου. Εκείνο το αγόρι που μου φέρθηκε με αγένεια, όταν του απολογήθηκα για την απροσεξία μου. Τα μάτια μας συναντιούνται για μια στιγμή και τα στρέφω απότομα αλλού νιώθοντας τα μάγουλά μου, να φλέγονται. Η παρουσία του τόσο κοντά μου με κάνει νευρική.
Ο άρχοντας Έμερι μου δίνει την πένα και με μια υπόκλιση προχωράει μπροστά προς τον Οβελίσκο. Βουτάω τη μύτη του φτερού στο δοχείο με το μαύρο μελάνι και δειλά σηκώνω το χέρι μου στο σημείο που θεωρώ κατάλληλο, για να γράψω το όνομά μου. Όταν τελειώνω, οπισθοχωρώ και προσφέρω την πένα στον νεαρό άντρα που χτύπησα. Τα δάχτυλά μας αγγίζονται φευγαλέα και σφίγγομαι νιώθοντας περίεργα. Η όλη στάση του έχει κάτι που με αγχώνει. Δεν ξέρω, αν φταίει η μεταξύ μας συνάντηση ή αν αυτό είναι το στιλ του, όμως το μόνο που σκέφτομαι, όσο είμαι τόσο κοντά του, είναι να το βάλω στα πόδια.
Κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου με τη δειλία του εαυτού μου, απομακρύνομαι από το συγκεντρωμένο πλήθος, ώσπου καταφέρνω να ξεφύγω. Ο Σιρκάν έρχεται αμέσως στο πλάι μου και το καλό που του θέλω, να θυμάται την συμφωνία μας. Το Φεστιβάλ μας περιμένει. Μου χαμογελάει περήφανα και με χτυπάει στην πλάτη καθησυχαστικά. Τι! Η χαρούμενη έκφραση του προσώπου του είναι κάπως αμήχανη. Δεν θέλω να ξέρω τι περνάει από το μυαλό του τούτη τη στιγμή, ενώ εγώ προσπαθώ να απασχολήσω το δικό μου με οτιδήποτε άλλο. Για λίγο σκέφτομαι τον Μπράιντεν και ότι δεν τον έχω δει καθόλου, σε καμία τελετή τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Να είναι καλά; Για ένα διάστημα συνομιλούσαμε και είχαμε γίνει καλοί φίλοι, αν και το μόνο που μπορούσαμε, να κάνουμε ήταν ενα γράφουμε ο ένας στον άλλο. Οι υποχρεώσεις και η θέση μας δεν μας επέτρεπαν στενότερη επαφή.
«Τι θα συμβεί από δω και πέρα σε μένα Σιρκάν;» τον ρωτάω ανήσυχη, όταν απομακρυνόμαστε απ’ όλους τους καλεσμένους. «Είμαι δεκαοχτώ πλέον. Ενηλικιώθηκα αφήνοντας πίσω την ανάμελη ζωή του παιδιού, που είχα συνηθίσει. Φοβάμαι, ότι δεν θα καταφέρω να φέρω εις πέρας τα καθήκοντα, που θα μου ανατεθούν».
Βγαίνουμε στο φαρδύ μπαλκόνι του κάστρου και σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό μυρίζοντας άπληστα τα αρώματα της νύχτας. Ο Σιρκάν γέρνει πάνω στο κιγκλίδωμα και κοιτάζει σιωπηλός την ησυχία του κήπου, που απλώνεται από κάτω μας. Η νύχτα έχει μια αφύσικη αρμονία και παραείναι τέλεια, για να είναι αληθινή. Καγχάζει και γυρίζω, να τον κοιτάξω απορημένη. Είπα κάτι αστείο;
«Δεν είστε η πρώτη ούτε και η τελευταία, που ενηλικιώθηκε δεσποινίς Κίλμπορν. Τα καθήκοντά σας θα αφορούν μόνο το σπιτικό σας. Κανείς δεν έπαθε τίποτα φροντίζοντας το νοικοκυριό του. Είμαι σίγουρος, ότι οι γονείς σας θα σας βρουν έναν άξιο άντρα, να έχετε στο πλάι σας». Αποκρίνεται ο Σιρκάν, φουντώνοντας την νευρικότητά μου. Και ποιος του είπε πως θέλω να παντρευτώ;
«Ο γάμος δεν είναι στα άμεσα σχέδιά μου. Πλέον έχω δικαίωμα στον εαυτό μου και θέλω… θέλω να ταξιδέψω, να γνωρίσω νέα μέρη και ανθρώπους. Θέλω να μάθω νέα πράγματα που κάποια μέρα ίσως καταφέρω να τα διδάξω στον λαό μου. Θέλω λίγη παραπάνω ελευθερία». Απαντάω χαμογελώντας ονειροπόλα. «Ζητάω πολλά;»
«Όλοι θέλουμε από κάτι. Οι φτωχοί επιθυμούν περισσότερα χρήματα, μια ζωή μέσα στην πολυτέλεια, ίσως… και την θέση σου. Οι πλούσιοι απλά θέλουν περισσότερα. Η αλήθεια είναι πως αυτά που ήδη έχεις, σου φαίνονται ανούσια και ποτέ δεν θα είσαι ευχαριστημένη. Πάντα θα χρειάζεσαι περισσότερα για να χορτάσεις την ακόρεστη πείνα σου» επεμβαίνει μια άγνωστη σε μένα φωνή και ο Σιρκάν στρέφεται επιθετικά προς το μέρος της. «Το θέμα είναι… το τι κάνεις με όσα, έχεις ήδη στην κατοχή σου».
Απέναντί μας στέκεται το αγόρι με τα μακριά ξανθά μαλλιά και τα κεχριμπαρένια μάτια. Με παρατηρεί χαμογελώντας στραβά, σαν να με αποδοκιμάζει πάλι. Το ύφος του είναι λες και βγάζει λόγο περισσότερο στον εαυτό του παρά σαν να απαντά στις σκέψεις μου. Ποιος τον κάλεσε αυτόν και με ποιος του έδωσε την άδεια να πάρει μέρος στην συζήτησή μας; Κοιτάζω τον Σιρκάν για βοήθεια, όμως εκείνος είναι σκυμμένος σε μια βαθιά υπόκλιση προς το μέρος του αγοριού. Ανταποκρίνομαι αμέσως και χαμηλώνω το κεφάλι μου μην έχοντας καμία απολύτως ιδέα, το ποιος είναι ο Οίκος του ούτε και το αξίωμά του.
Σηκώνω το κεφάλι μου εκνευρισμένη με την συμπεριφορά του και τον παρατηρώ με προσοχή. Τα σγουρά, ξανθά μαλλιά του είναι τραβηγμένα πίσω και δεμένα σε κοτσίδα αποκαλύπτοντας από κάτω το νεανικό, συνοφρυωμένο του πρόσωπο. Τα πανέμορφα κεχριμπαρένια του μάτια με κοιτάζουν ήρεμα και με ενδιαφέρον μέσα από τις κόγχες τους, δίχως να βλεφαρίζουν. Έχει μια παλιά, ξεχασμένη ουλή πάνω από το αριστερό του φρύδι, υπενθύμιση του σπαθιού που το τόλμησε, να το κάνει. Βλέποντας μόνο αυστηρότητα στο νεανικό του πρόσωπο, καταλαβαίνω πως η θέση του δεν του επιτρέπει να δείχνει ευάλωτος, παρουσιάζοντας τα αληθινά του συναισθήματα. Ότι και αν σκέφτεται ή νιώθει, είναι κάτι, που κανένας, δεν πρέπει, να γνωρίζει. Υπάρχει κάτι μυστηριώδες σε αυτόν. Ίσως είναι το ψυχρό παρουσιαστικό του ή η επιμονή του, αλλά είμαι σίγουρη, ότι κανένας δεν έχει το θάρρος, να τον γνωρίσει καλύτερα.
Το κοντό και στενό, βελούδινο σακάκι του τον καλύπτει μέχρι την μέση και είναι κουμπωμένο σε ένα μοντέρνο σχέδιο στην αριστερή πλευρά. Τα μανίκια του σακακιού είναι φαρδιά και πέφτουν κολακευτικά πάνω στους καρπούς τους. Είναι διακοσμημένα με την πιο φίνα δαντέλα του Στάρενιθ, ενώ το τελείωμά τους είναι κεντημένο με χρυσή κλωστή. Το σακάκι του έχει ένα παραλληλόγραμμο ντεκολτέ, το οποίο αποκαλύπτει το ένα μέρος από το ακριβό πουκάμισο, που φοράει από κάτω και είναι συνδυασμένο με ένα μεταξωτό φουλάρι, που έχει πιασμένο στον λαιμό του με μια διαμαντένια πόρπη. Το παντελόνι του είναι απλό και λίγο στενό αποκαλύπτοντας τα καλογυμνασμένα του πόδια. Το βλέμμα μου πέφτει στις ψηλές, μπότες ιππασίας. Είναι φτιαγμένες από ένα όμορφο, ασυνήθιστο δέρμα, όμως το σχέδιό τους είναι αρκετά συνηθισμένο και απλό.
Το αγόρι ξεροβήχει, για να μου τραβήξει την προσοχή και σταυρώνει τα μπράτσα του μπροστά από το στήθος του.
«Εγκρίνεις το ντύσιμό μου;» με ρωτάει γέρνοντας μπροστά μου. Τι θέλει από μένα;
«Άρχοντά μου συγχωρείστε το επίμονο βλέμμα μου. Από τη στιγμή που σκόνταψα πάνω σας, προσπαθώ, να καταλάβω, αν σας γνωρίζω από κάπου. Όμως δυστυχώς η μνήμη μου δεν με βοηθά πολύ. Δεν θα ήθελα, να με θεωρήσετε αγενή, οπότε… θα σας ήταν εύκολο, να μου αναφέρετε το όνομά σας;» ρωτάω χαμογελώντας του αθώα και υποκλίνομαι βαθιά ως ένδειξη της απολογίας μου.
«Είμαι ο Γκασπάρντ Ολιβάρες, γιος του βασιλιά Κρίστομπαλ Ολιβάρες και τρίτος στη σειρά διαδοχής για τον θρόνο του Στάρενιθ» απαντάει με σοβαρή φωνή. Πρίγκιπας;
Ανοίγω το στόμα μου, για να του αναφέρω τους δικούς μου τίτλους, όμως ο ξαφνικός αυτοσαρκασμός του με σταματά. Ε;
«Μην κάνετε τον κόπο. Ξέρω ήδη ποια είστε δεσποινίς Κίλμπορν». Λέει κάνοντάς με, να γουρλώσω έκπληκτη τα μάτια μου. Από πότε έγινα τόσο διάσημη; «Θα χορέψετε μαζί μου απόψε» δηλώνει και αρπάζοντάς με από το μπράτσο με τραβάει μέσα στο κάστρο.
Τι στο καλό; Ο Σιρκάν ακολουθεί κοντά μας, όμως δεν κάνει καμία κίνηση, για να σταματήσει τον πρίγκιπα. Και εκείνος τι νομίζει, πως κάνει; Με ποιο δικαίωμα απαιτεί, να χορέψω μαζί του; Και γιατί διάλεξε εμένα από τόσα κορίτσια;
«Δεν μπορώ, να χορέψω μαζί σας». Μουρμουρίζω νευρικά. Ο πρίγκιπας ρουθουνίζει εκνευρισμένα.
«Δεν σε ρώτησα, αν μπορείς. Χρειάζομαι παρτενέρ γι’ απόψε και εσύ είσαι η μόνη, που δεν φαίνεσαι τόσο ενοχλητική». Αποκρίνεται παγωμένα. Ορίστε; Ενοχλητική!
«Δεν είναι, ότι δεν θέλω, να χορέψω μαζί σας κύριε. Απλά δεν μπορώ. Δεν ξέρω, να χορεύω». Του αποκαλύπτω ντροπαλά. «Όλες οι προσπάθειές μου έπεφταν στο κενό, οπότε κάποια στιγμή τα παράτησα. Νομίζω, πως δεν θα θέλατε, να γίνουμε ο περίγελος όλης της αίθουσας. Σωστά;» πάω, να φύγω και το χέρι του σφίγγει γύρω από το μπράτσο μου.
«Εγώ θα το κρίνω αυτό». Λέει ανέκφραστα τραβώντας με κοντά του. «Θα σε καθοδηγώ. Ακολούθα τα βήματά μου».
«Αν επιμένετε». Ψιθυρίζω ηττημένα και δαγκώνω νευρικά το κάτω μου χείλος.
Ο πρίγκιπας με σφίγγει πάνω στο στέρνο του και γλιστράει το χέρι του στην πλάτη μου. Η μουσική δεν αργεί να πλημμυρίσει τον χώρο και τα ζευγάρια χορεύουν στο κέντρο της Μεγάλης Αίθουσας, σαν να πετούν. Τα πόδια μου κινούνται αρμονικά με τα δικά του, αλλά η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει στο στήθος μου, από νευρικότητα. Δεν ξέρω να χορεύω και ένα λάθος θα φέρει ανεπιθύμητα σχόλια. Επίσης αν σκοντάψω πάνω στα πόδια του, πώς ξέρω, ότι δε θα πει τίποτα, για να με προσβάλλει; Τα μάτια του βυθίζονται μέσα στα δικά μου φέρνοντάς με σε δύσκολη θέση.
Η πόρτα της αίθουσας ανοίγει απότομα και μέσα εισέρχεται βιαστικά μια αναμαλλιασμένη γυναίκα. Στο πλάι του προσώπου της έχει ένα βαθύ κόψιμο, που αιμορραγεί και το φόρεμά της είναι λερωμένο με αίμα. Προσπαθεί, να πει κάτι, όμως είναι τόσο λαχανιασμένη, που η αναπνοή της δυσκολεύεται, να βγει κανονικά.
«Η Συνθήκη παραβιάστηκε. Τον… τον σκότωσαν». Φωνάζει ξανά και ξανά, ώσπου να χάσει τις αισθήσεις της και να σωριαστεί στο πάτωμα.
Στο δωμάτιο απλώνεται σαν κύμα φωτός η αναταραχή και εγώ παύω, να χορεύω. Κοιτάζω ανήσυχα τριγύρω για την μητέρα μου, αλλά δεν την βλέπω πουθενά. Που είναι; Τι ήταν όλα αυτά, που είπε εκείνη η γυναίκα; Σπρώχνω τον πρίγκιπα Γκασπάρντ από κοντά μου και τρέχω προς τον σωματοφύλακά μου, που κοιτάζει ολόγυρα τσιτωμένος για κάποιον κίνδυνο. Που είναι η μητέρα μου;
«Σιρκάν…. Σιρκάν…» φωνάζω παλεύοντας, για να πάω κοντά του, όμως το πυκνό πλήθος με παρασέρνει, καθώς συγκεντρώνεται πανικόβλητο μπροστά από την εξέδρα με τα εναπομείναντα μέλη των Κρατών.
Ω, που να πάρει! Αλλάζω κατεύθυνση και τρέχω προς την πόρτα. Ελπίζω να βρω τη μητέρα μου στα διαμερίσματά μας. Ποιος ξέρει τι συνέβη και τι πρόκειται, να γίνει; Αν η Συνθήκη παραβιάστηκε και κάποιος βασιλικός δολοφονήθηκε, τότε μπορεί και να γίνει σφαγή. Στο παλάτι δεν υπάρχουν μόνο οι στρατιώτες της Μπουργκότζια αλλά όλων των βασιλείων. Μια σφαγή είναι το λιγότερο, που επιθυμούμε αυτή τη στιγμή.
«Σελέστ!» ακούω τον Σιρκάν, να μου φωνάζει και παγώνω στη θέση μου. «Η μητέρα σου είναι καλά. Βρίσκεται στην Μεγάλη Αίθουσα. Έπρεπε, να παρατηρείς καλύτερα τον χώρο γύρω σου. Σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις αυτό. Είναι πολύ επικίνδυνο». Με μαλώνει. Στο βλέμμα του υπάρχει θυμός και ανησυχία μαζί.
Γυρίζουμε πίσω και μόλις το κάνουμε ένας πυροβολισμός ακούγεται από το πουθενά κοκαλώνοντάς με στη θέση μου. Τι… τι ήταν αυτό; Στρέφομαι προς τον σωματοφύλακά μου, που δεν με ακολουθεί πλέον και τον κοιτάζω έκπληκτη. Τα χέρια του έχουν σφιχτεί στην κοιλιά του και ανάμεσα από τα δάχτυλά του γλιστράει απρόσκλητο το αίμα του. Σιρκάν!
«Σιρκάν!» φωνάζω και ορμάω προς το μέρος του την ώρα που τα γόνατά του λυγίζουν και εκείνος χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Ποιος το έκανε αυτό; Γιατί το έκανε αυτό;
Κάποιος με αρπάζει από τα μαλλιά και με σηκώνει με το ζόρι όρθια. Πιέζει το μπράτσο του γύρω από τον λαιμό μου την πριν φωνάξω από έκπληξη και τρόμο μαζί. Με τραβάει μακριά από τον πεσμένο σωματοφύλακά μου. Με σέρνει για την ακρίβεια. Το χέρι του σφίγγεται πάνω στον λαιμό μου στερώντας το οξυγόνο από τους πνεύμονές μου, στέλνοντας μια έντονη θολούρα στο μυαλό μου. Όσο και αν προσπαθώ, δεν καταφέρνω να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Χάνω τις αισθήσεις μου.
Ηλιάνα Κλεφτάκη