Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 3ο-Κεφάλαιο 5)


ΣΟΝΤΕΡΝ

    ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΆΙΣΛΙΝ. Μεγάλωσα στο Σόντερν. Εκεί που τα φυτά δεν ανθίζουν ποτέ. Στο μέρος που επικρατεί μονάχα χειμώνας. Στην άκρη του Άπερον όπου οι εποχές δεν σημαίνουν τίποτα απολύτως. Το Σόντερν είναι η ολόλευκη πόλη του νότου. Κάθε μέρα βρίσκεται πνιγμένη μέσα στην απαλή, παχύρευστη στρώση χιονιού. Τα σπίτια που ξεπροβάλλουν πάνω από το πυκνό λευκό στρώμα είναι κι αυτά με τη σειρά τους άσπρα. Κάθε σπίτι, κάθε πλατεία, κάθε οικοδόμημα δομείται από λευκό μάρμαρο. Από μακριά η πόλη μοιάζει με οπτασία. Όποιος την δει αναρωτιέται αν είναι μια αιώνια πόλη που κρύβεται στα σύννεφα. Ναι αυτή είναι η πόλη μου. Το Σόντερν.

    Η μητέρα  μου, η Έις Σένιρις, ήταν σκληρή μητέρα. Τα μάτια της εξέπεμπαν αγάπη μα τα λόγια της δεν την φανέρωναν. Ήταν πάντα συγκροτημένη και αυστηρή. Ίσως επειδή ο πατέρας ήταν ένας μέθυσος ηγέτης. Ναι ο Τζάρεντ Λαστ ήταν ο ηγέτης του Σόντερν. Όσο μεγάλωνα ένιωθα την απουσία του. Προτιμούσε να πίνει μόνος σε κάποιο σοκάκι, παρά να με δει. Δεν με γνώριζε. Από μικρή ηλικία ένιωθα εγκατάλειψη. Κάπως έτσι έγινα αυτό που έγινα. Εκείνο το αντιδραστικό κορίτσι με τα θυμωμένα μάτια. Ήμουν η κοπέλα που ήθελε να σταθεί εμπόδιο στην οικογένειά της, μόνο και μόνο για να την δουν. Ήθελα να με προσέξουν για μια στιγμή. Είχα ανάγκη το χάδι της μητέρας ή την επιβράβευση του πατέρα. Αλλά ήταν μάταιο. Τα μάτια της Έις ξεχείλιζαν με απογοήτευση όταν με κοίταζαν. Τα μάτια του Τζάρεντ ήταν πάντα θολωμένα από το αλκοόλ.
    Η μαγεία ήταν η σκοτεινή μου απόδραση. Ήταν όλα όσα είχα. Η μητέρα μου ήταν πολύ απασχολημένη να διοικεί την πόλη που στη θεωρία διοικούσε ο πατέρας. Κι εγώ κοίταζα το μαρμάρινο δωμάτιό μου. Ξάπλωνα στο φτιαγμένο από μάρμαρο κρεβάτι μου. Κουλουριαζόμουν και σκεφτόμουν όσα με πλήγωναν. Ήμουν τόσο μόνη που πονούσα. Μα κανείς δεν καταλάβαινε. Όλοι μου έλεγαν πόσο τυχερή ήμουν. Μου υπενθύμιζαν πως η μητέρα μου ήταν δυνατή μάγος και πως είχα κληρονομήσει τη δύναμή της. Μα δεν ήθελα δύναμη, αγάπη ήθελα. Έκλεινα τα μάτια μου και ονειρευόμουν την αγκαλιά της μητέρας μου. Εκείνη δεν ήξερε πως ένιωθα. Το έκρυβα. Ήθελα να το έχει κι εκείνη ανάγκη. Μα ποτέ δεν το είχε. Ή κι εκείνη ποτέ δεν το έδειχνε. Τώρα ξέρω πως κάθε οικογένεια υποφέρει και πονάει. Μα στη δική μου οικογένεια ο κάθε ένας υπέφερε μόνος. Αυτό ήταν που με πάγωνε, που με ωθούσε προς την μαύρη μαγεία.
    Όλα ξεκίνησαν από μερικές φάρσες προς τον πατέρα μου. Ύστερα η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου. Έβλεπα όνειρα που γέμιζαν την καρδιά μου με μίσος. Κάθε μέρα, κάθε μικρή χρήση της μαγείας κατασπάραζε κάποιο κομμάτι της ψυχής μου. Χρησιμοποιούσα όλο και πιο πολύ την μαύρη μαγεία. Έκαιγα βιβλία που αγαπούσε η μητέρα. Ανάγκαζα τον πατέρα να αδειάσει το παραγεμισμένο με αλκοόλ στομάχι του. Μετά από λίγο καιρό, στεκόμουν εμπόδιο στον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν μιλούσα σε κανέναν. Δεν είχα φίλους πια. Όλοι μου έλεγαν πόσο όμορφη ζωή ζούσα ενώ εγώ την κατέστρεφα σιγά σιγά. Κανείς δεν μπορούσε να με καταλάβει. Οι γονείς μου αντιδρούσαν με αδιαφορία σε ότι έκανα. Δεν προσπαθούσαν να με περιορίσουν ή να με ελέγξουν. Η μοναξιά ήταν η μόνη μου παρέα.
    Κάθε μέρα μιλούσα στον εαυτό μου. Εκείνος έκλαιγε κι εγώ γελούσα με τη κατάντια του. Ναι, μέσα μου ξεκινούσε να γεννιέται μια τρέλα. Η μαύρη μαγεία την βοηθούσε να γεννηθεί ταχύτερα μέσα μου. Με τη βοήθειά της προέβαλλα τον εαυτό μου δίπλα μου. Κοιμόμουν μαζί του, έτρωγα μαζί του, μιλούσα μόνο μαζί του. Ήταν το μεγαλύτερο λάθος μου. Δεν είχα συνειδητοποιήσει το εύρος της δύναμής μου μέχρι που ο εαυτός μου έγινε αυτόνομος. Όμως δεν είχε ψυχή. Ήταν η ίδια η μαύρη μαγεία την οποία ασκούσα. Με βασάνιζε κάθε βράδυ. Βομβάρδιζε το μυαλό μου με άσχημες και μοχθηρές σκέψεις. Προσπαθούσε μέρα νύχτα να βρει περισσότερη δύναμη. Έμοιαζε να μην του αρκεί η δική μου. Και αυτός ο εαυτός με οδήγησε στον Ίθαν.
    Το σκοτάδι του γοήτευσε εκείνη την Άισλιν. Δεν κατάφερα να μείνω μακριά του ακόμη κι αν το ήθελα. Τον γνώρισα και με δίδαξε να πολεμάω. Μάθαμε μαζί να ασκούμε ισχυρή μαγεία. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατή από εκείνον. Και στη μάχη ήμουν πιο γρήγορη. Ήμουν γεννημένη αρχηγός, όπως η μητέρα μου. Το ήξερα αυτό. Ο Ίθαν με βοήθησε να γίνω καλύτερη. Μα όσο ήμουν μαζί του, το σκότος συνέχισε να κατατρώει την ψυχή μου. Ένιωθα κενή, και μόνο η μαγεία με γέμιζε. Περνούσα όλες μου τις ώρες μαζί του αλλά δεν ήταν εκείνος που με ένοιαζε, ήταν η μαγεία. Ο εαυτός μου ακόμη με βασάνιζε πριν κοιμηθώ, ή όσο δεν ασκούσα μαγεία.
    Εκείνη όμως την μέρα, όταν μια αθώα κοπέλα ξεψύχησε, κατάλαβα κάτι ακόμη. Δεν ήμουν δολοφόνος. Μπορούσα να σκοτώσω δίχως δισταγμό, αλλά όχι κάποιον αθώο. Όπως είπα ξανά ήμουν γεννημένη αρχηγός. Είχα καρδιά μέσα μου, ακόμη κι αν την τύλιγαν σκιές. Όμως είχα μπλέξει. Το σκοτάδι μέσα μου είχε υπόσταση τώρα πια και ήταν σχεδόν αδύνατο να το χαλιναγωγήσω. Έτσι, αφού διόρθωσα το λάθος μου και επανέφερα την κοπέλα στη ζωή, άσκησα την τελευταία μαγεία στη ζωή μου. Ή έτσι νόμιζα. Στέρησα από τον εαυτό μου τόσο τη μαγεία μου, όσο και τις αναμνήσεις μου. Νόμιζα πως έτσι θα ήταν καλύτερα. Και ήταν. Γιατί έτσι άλλαξα και έγινα αυτό που πάντοτε έπρεπε να ήμουν. Κέρδισα την ελευθερία μου και έφυγα μακριά από τη μαύρη μαγεία.
    Είμαι η Άισλιν Σένιρις. Έζησα στο Σόντερν, όπου και ερωτεύτηκα. Δεν ήταν ο Ίθαν, αλλά ήταν ένας ακόμη σκοτεινός μάγος. Είχε ταξιδέψει εκεί για εμένα. Ήταν απεσταλμένος του Κέζελθ. Με κοίταζε κρυφά για μέρες ενώ εξασκούμουν με τον Ίθαν στη μαγεία και στη μάχη. Έκανε σκέψεις για εμένα. Κι εγώ τις διάβαζα. Με έβρισκε όμορφη και ελκυστική. Η δύναμή μου τον εντυπωσίαζε. Αισθανόταν μια τσιμπιά ζήλιας όποτε φιλούσα τον Ίθαν. Τα ήξερα όλα ακόμη κι αν δεν τον είχα γνωρίσει. Έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να τον εντυπωσιάσει.
    Τελικά τον γνώρισα. Μα δεν ήταν ο ίδιος. Ήταν ψυχρός και απόμακρος απέναντί μου. Δεν είδα στα μάτια του όσα είχα διαβάσει στο μυαλό του. Και δεν το άντεξα. Κρύφτηκα στο δωμάτιό μου και το πρόσωπό του ήταν εκείνο που με επισκεπτόταν στους εφιάλτες μου. Όμορφο και ιδανικό, μα άψυχο. Δεν τον καταλάβαινα, μα δεν μπορούσα να τον διώξω από τις σκέψεις μου. Την επόμενη μέρα εξαφανίστηκε. Δεν γύρισε ποτέ ύστερα από αυτό. Έτσι κατέληξα πως δεν ένιωθε τίποτα απολύτως. Ήταν άδειος όπως ήμουν κι εγώ. Δεν είχε έρθει για να με σώσει από τον εαυτό μου. Δεν είχε έρθει για να με βοηθήσει. Το μόνο που είχε σημασία ήταν οι διαταγές του ηγέτη της Έραμπορν. Τίποτα περισσότερο. Κι έτσι κατέληξα μόνη με τον εαυτό μου για άλλη μια φορά.
    Μα πως είναι δυνατόν να παρέλειψα την ιστορία του περίφημου κόσμου, του Άπερον. Όταν τον έμαθα ήταν όμορφος. Χωρισμένος σε πόλεις και χωριά. Κάθε πόλη είχε κι από έναν ηγέτη που προσπαθούσε για την αυτάρκεια των υπηκόων του. Εκείνο τον καιρό όλα ήταν ήσυχα. Δεν υπήρχαν πόλεμοι, ούτε πείνα. Όμως μέσα στις σκιές ζούσε ένας κακός και σκοτεινός μάγος. Ο Κέζελθ ήταν τόσο ισχυρός που όποιος τον αντίκριζε έχανε την ζωή του, ή έτσι έλεγαν. Οι ιστορίες ταξίδεψαν γρήγορα. Σκότωνε τους ηγέτες των πόλεων του Άπερον με σκοπό να γίνει ηγέτης ολόκληρου του κόσμου. Το Σόντερν όμως ήταν μια μικρή παγωμένη πόλη που δεν πίστευε τις ιστορίες που ακούγονταν. Αλλά όταν έγινα δέκα χρονών ο τελευταίος ηγέτης έχασε την ζωή του, ο πατέρας μου. Τότε είχα ήδη ξεκινήσει να τυλίγομαι από το σκοτάδι της μαύρης μαγείας. Το γεγονός πως ο πατέρας μου έδωσε τέλος στη ζωή του μόνος του, με στιγμάτισε. Ήταν τόσο δειλός που για να μην υποφέρει κάποιον βάναυσο θάνατο, ήπιε μέχρι τέλους. Είδα τη μητέρα μου να στέκεται εμπόδιο στο σχέδια του Κέζελθ. Την κοίταζα και περίμενα να την χάσω. Κλείστηκα στον εαυτό μου περισσότερο από ποτέ. Προσπάθησα να γίνω αρκετά δυνατή έτσι ώστε να την προστατέψω και να νικήσω τον μάγο. Ο κακός εαυτός μου εκμεταλλεύτηκε την ευαισθησία μου και με παρέσυρε σε λάθος μονοπάτια. Με έπεισε πως για να σταθώ εμπόδιο στον Κέζελθ πρέπει να μην νιώθω. Τα συναισθήματα με έκαναν ευάλωτη, τρωτή, έτσι μου είπε. Κι εγώ τον άκουσα. Έχασα κάθε επαφή με την καρδιά μου. Όμως η μητέρα μου κατάφερε να ζήσει, και μόνη της άμυνα ήταν η λευκή μαγεία.
    Μιλώ για την απαρχή της Σέλντουιν Πρέστα, ή αλλιώς της λευκής αυτοκρατορίας. Μιλώ για την αρχή του τέλους. Το μεγάλο έναυσμα του πολέμου. Η λευκή και η μαύρη μαγεία είναι δύο αντίθετες δυνάμεις που έχει φτιάξει η φύση. Είναι γραπτό να συγκρουστούν. Δύο αυτοκρατορίες που έρχονται σε ρήξη λόγω διαφορετικών πεποιθήσεων είναι αναπόφευκτο να πολεμήσουν. Η μητέρα μου είναι μέσα στο μάτι του κυκλώνα. Ο Κέζελθ είναι θανάσιμος εχθρός μου.
    Με απήγαγε όταν έχασα τις αναμνήσεις μου. Ύστερα έφερε τον Ίθαν στην Έραμπορν για να με αφυπνίσει ξανά. Ήξερε τι έκανε ο μοχθηρός μάγος. Με ήθελε στο πλευρό του για να καταστρέψει τη μητέρα μου. Ήθελε την δύναμή μου για να σκοτώσει τα στρατεύματα της λευκής αυτοκρατορίας. Προσπάθησε να με μετατρέψει σε ένα χρήσιμο πιόνι. Μα τώρα που βρήκα τον εαυτό μου απέτυχε. Το μόνο που κατάφερε ήταν να αποκτήσει έναν θανάσιμο εχθρό. Είμαι η Άισλιν Σένιρις και είμαι χίλιες φορές πιο ισχυρή από τη μητέρα μου. Η Άισλιν άνοιξε τα μάτια της και πίεσε τα χείλη της πάνω στα χείλη του Κίλιαν για μια τελευταία φορά.


Ράνια Ταλαδιανού