ΡΕΙΒΕΝ
Όταν
βγαίνω από την άλλη πλευρά της Πύλης βρίσκομαι καταμεσής του Στόουνχεντζ.
Χάσκοντας από δέος και τρόμο μαζί, κοιτάζω τριγύρω μου τους μεγαλίθους να με
κυκλώνουν. Πιο πέρα βρίσκονται το κυκλικό ανάχωμα και η περιφερειακή του
τάφρος. Τυλίγω τα μπράτσα μου γύρω από το σώμα μου. Και τώρα τι; αναρωτιέμαι. Πού
είναι οι γονείς μου; Πώς θα πάω σπίτι; Δεν έχω χρήματα αλλά, και να είχα, δεν
υπήρχε περίπτωση να εμφανιστώ στην πόλη με φόρεμα του Μεσαίωνα και… ξυπόλυτη!
Όλες
οι ερωτήσεις μου απαντιόνται μόλις παρατηρώ δύο άντρες που στέκονται σιωπηλοί
σαν σκιές κοντά στην κύριες πέτρες του συμπλέγματος, εκεί όπου κάποτε θα ήταν η
είσοδος αυτού του αρχαίου ναού. Πλησιάζω προς το μέρος τους με τα πόδια μου να
βουλιάζουν στο παχύ γρασίδι. Ψιχαλίζει και κάνει κρύο, όπως συμβαίνει πάντα στο
Λονδίνο, αλλά τώρα μπορώ να διακρίνω και άλλα πράγματα να αιωρούνται στην
ατμόσφαιρα. Κάτι σαν αόρατο πέπλο απλώνεται στον ουράνιο θόλο, μια σχεδόν
αόρατη ασπίδα για τους Αβυσσαίους αυτού του κόσμου που τους προστατεύει από τον
ήλιο και το έντονο φως.
«Καλώς
ήρθες πίσω, αγαπητή μου!» λέει χαμογελώντας στραβά το τελευταίο άτομο που θα
ήθελα να δω. Ο κύριος Σόμερ, αυτός ο μπάσταρδος που προσπάθησε να σκοτώσει την
Φλάριον και είχε αρπάξει εμένα με το έτσι θέλω από τον δρόμο. Το μόνο που
σκέφτομαι είναι να φύγω όσο τον δυνατόν πιο γρήγορα από κοντά του. Όχι ότι τώρα
έχει κάτι αλλάξει δηλαδή...
«Ποιος
να το φανταζόταν ότι, το κορίτσι που μας εναντιώθηκε τότε, θα ερχόταν τελικά με
το μέρος μας…» χαχανίζει κοροϊδευτικά ο Νικ Σόμερ, ο μοναχογιός του. Κάποιος
που θεωρούσα φίλο μου. «Και ότι, εκτός αυτού, θα πρέπει να εκτελούμε και τις
διαταγές της!» συμπληρώνει το ίδιο πικρόχολα και ειρωνικά. Υποκλίνεται μπροστά
μου και με κοιτά ύπουλα. «Μήπως επιθυμείτε να κουβαλήσω την τσάντα σας, λαίδη
μου;»
«Όχι,
αλλά θα μου έκανες μεγάλη χάρη αν με πήγαινες στο σπίτι». Τον αγριοκοιτάζω και
τον προσπερνώ με γοργό βήμα. «Έχω πολλά πράγματα να κάνω και ο χρόνος μου έχει
αρχίσει ήδη να μετράει αντίστροφα…».
«Και
οι άλλοι;» ρωτά σαστισμένος ο κύριος Σόμερ.
«Ποιοι
άλλοι;»
«Η
αρχόντισσα Μοργκάνα και ο πρίγκιπας Ντέιμον» λέει ο Νικ.
Ανασηκώνω τους ώμους μου διάφορα. Τι,
θα ερχόντουσαν και αυτοί; Δεν μου είπαν κάτι τέτοιο.
«Έχουν άλλες σκοτούρες!»
Σκέφτομαι τον αδερφό μου. Τώρα που έφυγα από
την Αστέρα, δεν θα είναι πια πρόβλημα να
τον σκοτώσουν. Αναθεματισμένη μέγαιρα
θέλω να φωνάξω.
«Δηλαδή,
πέρασες μόνη σου την Πύλη;» φαίνονται να σαστίζουν και οι δυο μαζί.
«Ναι,
υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» γαβγίζω με την υπομονή μου να εξαντλείται. Τι στο
καλό θέλουν; Παρακάλια; Κουνάνε το κεφάλι τους αρνητικά και με προσπερνούν
οδηγώντας με στο αυτοκίνητό τους.
Μπαίνοντας
μέσα νιώθω σαν να διαβαίνω τις πύλες της Κολάσεως. Την τελευταία φορά που
βρέθηκα μέσα σε αυτό το καταραμένο αυτοκίνητο ήταν λίγο μετά τον καβγά μου με
την Φλάριον, όταν ο αδερφός μου με περιμάζεψε από το πάρκο και με πήγε στο
σπίτι των Σόμερς για να φροντίσουν τα τραύματά μου. Και μόνο στην σκέψη του
σχεδίου που κρύβεται πίσω από εκείνα τα, διόλου τυχαία, γεγονότα το στήθος μου
σφίγγεται.
«Λοιπόν;
Το Λανμό είναι τόσο τεράστιο όσο λένε; Και η Αστέρα τόσο όμορφη όσο οι φολίδες
ενός μαύρου δράκου;» με ρωτά ο Νικ γυρνώντας προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου
για να με βλέπει καλύτερα.
Τα μάτια του λάμπουν από έξαψη και τα
στόμα του είναι τραβηγμένο σ’ ένα περήφανο, όλο ενδιαφέρον χαμόγελο. Κάνω έναν
ενοχλημένο ήχο με τα χείλη μου και γέρνω το κεφάλι μου πάνω στο θολό από το
κρύο τζάμι δίχως, να απαντήσω. Οι μόνες εικόνες που μου έρχονται στο μυαλό
είναι αυτές του Ντέιμον ν’ αρπάζει το μαστίγιό του και να με χτυπάει αλύπητα,
και του μαύρου ουρανού με τα κόκκινα αστέρια. Α, και το άγονο, ξερό χώμα.
Κρανίου τόπος. Πού κρύβεται η ομορφιά για την οποία μιλάει;
Μέχρι
να φτάσουμε στο παλιό μου σπίτι έχω καταφέρει, να παραδοθώ για λίγο στην
αγκαλιά του Μορφέα δίχως να βυθιστώ σε μακρινά όνειρα. Είμαι κουρασμένη και ο
πόνος από τις πληγές στην πλάτη μου με ξεθεώνει χειρότερα. Το ίδιο και οι
σκέψεις για το τι θα γίνει στη συνέχεια. Η Μοργκάνα λέει ότι έχει ένα σχέδιο
για μένα. Αλλά τι; Τι θα κάνω; Θέλω όσο τίποτε άλλο να σώσω τον αδερφό μου,
όμως δεν μπορώ και να προδώσω τους Φύλακες. Πόσο μάλλον να τους κάνω κακό. Ο
Άσερ είναι αδερφός μου. Ο δίδυμός μου. Και οι υπόλοιποι φίλοι μου. Άσχετα με τα
όσα έχω μάθει...
Ο
Νικ Σόμερς χτυπά το τζάμι όπου στηρίζω το κεφάλι μου βγάζοντάς με βίαια από τις
σκέψεις μου. Ανοίγει την πόρτα. Το πρόσωπό του είναι όλο μια μάσκα απέχθειας
και μίσους και δεν μπορώ να υποθέσω τον λόγο.
«Φτάσαμε»
λέει ξερά.
Τον
κοιτάω χαμογελώντας πονηρά.
«Θα μπορούσες μήπως να το επαναλάβεις
προσθέτοντας τον τίτλο που μου έδωσες
στο Στόουνχεντζ;» τον πειράζω.
«Φτάσαμε, λαίδη μου». Επαναλαμβάνει
κοροϊδευτικά μα, και μόνο η ιδέα ότι με όλα αυτά τα καμώματα τον εξαγριώνω, με
γεμίζει ικανοποίηση για όσα μου έκανε.
Τον
παραμερίζω για να περάσω και προχωρώ με σταθερό βήμα στο γνώριμο γκαράζ του
σπιτιού μου. Από εκεί ανεβαίνω την μικρή σκάλα, για να βρεθώ έπειτα μέσα στην
κουζίνα που βγάζει η πόρτα. Μπαίνοντας μέσα νιώθω να με χτυπούν αλύπητα όλες οι
αναμνήσεις που προσπαθώ να καταπιέσω πίσω από ένα αδιάφορο χαμόγελο. Τα πάντα.
Η πρώτη μου γνωριμία με την Ούρσουλα και όλα όσα έζησα με τους γονείς μου, όταν
δηλαδή δεν βρισκόμουν εσώκλειστη στην άλλη άκρη του κόσμου. Μου λείπει
πρωτίστως η θεία Κέιτ και η Σκαρ, μα και οι γονείς μου κατά έναν τρόπο… Ήταν
γονείς μου για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια,και αντιλαμβάνομαι πως ποτέ δεν θα πάψω
ν’ αποτελώ κομμάτι των Λάντεν, έστω και αν ανήκω κάπου αλλού.
«Μαμά,
μπαμπά;» φωνάζω αγγίζοντας τους σκονισμένους πάγκους, το μεγάλο στρογγυλό
τραπέζι και τις ξύλινες καρέκλες με τα ανάγλυφα σχέδια στην πλάτη. Όλα τους
ξεχασμένα και μόνα…
«Δεν
είναι εδώ» λέει ο Νικ ακολουθώντας με στο επόμενο δωμάτιο.
Το
σαλόνι είναι κρύο, γεμάτο αναμνήσεις μιας ζωής μέσα σε δόξες και πλούτη. Όμως
τα σκονισμένα σεντόνια που καλύπτουν τα έπιπλα, η υγρασία στο ταβάνι και οι
φθαρμένοι τοίχοι μαρτυρούν πως τα χρόνια εκείνα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Αναμφίβολα, οι εικόνες τους μέσα μου έχουν σαφώς καταρρεύσει…
«Πού
είναι;» αναστενάζω ισιώνοντας έναν παράταιρα γερμένο πίνακα.
«Δεν
ξέρω. Έφυγαν, όταν το έσκασες μ’ εκείνη την προδότρια, την Κέιτλιν Ντόουβ, και
τους Φύλακες. Δεν έχουνε επιστρέψει έκτοτε».
«Ω!
Καλύτερα έτσι, υποθέτω». Βέβαια αυτά τα τελευταία λόγια δεν τα εννοώ.
Να τους σκότωσαν; Η Μοργκάνα ίσως…
Εξαιτίας μου! Επειδή το έσκασα και της πήρα μακριά την Φλόγα. Και τώρα έχω
αποστολή να της την επιστρέψω. Μα τους Θεούς! Όλα είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι
μέσα στο μυαλό μου. Δεν έχω ιδέα τι να κάνω και πού να στραφώ για βοήθεια. Αν
μιλήσω στον Άσερ, τον αδερφό μου ή στην Ντάρια, την θεία μου θα με μισήσουν;
Ήδη έχω κάνει κακό στους δικούς μου. Οι γονείς μου κατά πάσα πιθανότητα είναι
νεκροί και τα κεφάλια τους διακοσμούν χρυσά παλούκια στο πλάι της Μοργκάνας.
Του αδερφού μου έχουν κόψει τα πόδια αφήνοντάς τον σακάτη για την υπόλοιπη ζωή
του, και η θεία Κέιτ… Η θεία Κέιτ μπορεί να είναι αφημένη κάπου, βορά στα
ποντίκια και τα κοράκια. Κι όλα αυτά εξαιτίας μου! Εξαιτίας μου! Επειδή δεν
αποδέχτηκα ποια είμαι και προτίμησα να επαναστατήσω για να το παίξω ηρωίδα.
Αλλά δεν είμαι. Είμαι μόνο ένα πιόνι σε όλο αυτό το σκοτεινό παιχνίδι…
«Η
βασίλισσα Μοργκάνα μάς έδωσε οδηγίες, να σε προσέχουμε». Είναι η φωνή του Νικ,
που με λυτρώνει από τις ενοχές. «Χάζεψε λίγο αν θες, μα μην αργήσεις. Θα σε
περιμένουμε στο αυτοκίνητο».
«Όχι!
Θα μείνω εδώ!» φωνάζω αποφασισμένη.
Ο
Νικ σκοτεινιάζει σαν σύννεφο έτοιμο για καταιγίδα. Οι γροθιές του σφίγγονται
και τον φαντάζομαι να με χτυπάει και εμένα να του δίνω έπειτα ένα καλό μάθημα.
Όμως τώρα δεν είναι η Φλόγα μαζί μου, για να το κάνω. Πρέπει να το βάλω καλά
στο μυαλό μου αυτό όσο θα νταραβερίζομαι μαζί τους.
«Όχι;»
επαναλαμβάνει, σαν να μην είχε ακούσει τα λόγια μου.
«Θα
μείνω. Η Μοργκάνα μου έδωσε εντολές γι’ αυτό που πρέπει, να κάνω. Αλλά για να
πετύχει θα γίνει με τον δικό μου τρόπο και όχι με τον δικό σας. Οι Φύλακες δεν
θα με πιστέψουν αν βρίσκομαι μαζί σας».
«Και
θα σε πιστέψουν αν είσαι μόνη σου; Τι ακριβώς θα τους πεις; Ότι το έσκασες;»
καγχάζει πλησιάζοντάς με. «Πολύ μελετημένο…»
Οπισθοχωρώ
και περνώ από δίπλα του προσποιούμενη την αδιάφορη όμως μόνο η ψυχή μου ξέρει
πόσο φοβάμαι. Με γραπώνει από το μπράτσο και με κρατά ακίνητη.
«Ναι.
Ό,τι και να πω θα το πιστέψουν. Είμαι φίλη τους, κόρη τού άρχοντα των Φωτοφόρων
και της βασίλισσας Μάργκορι. Επίσης έδωσα την ζωή μου για την Φλόγα και, αφού
επέστρεψα πίσω, η Μοργκάνα φρόντισε να με μεταμορφώσει για να γίνω πιστευτή».
«Ναι…
Το έκανε πολύ καλά και φρόντισε να το μάθουν οι Φύλακες. Έγραφες καλά στην
κάμερα πάντως. Τα DVD που έκανες, ήταν υπέροχα…»
Παγώνω. Νιώθω όλο το αίμα, να στραγγίζει από
το πρόσωπό μου και τα πόδια μου να κόβονται. Ποια DVD εννοεί;
«Ήταν
μέρος του σχεδίου». Ψελλίζω προσπαθώντας να φανώ όσο πιο φυσική γίνεται. Αλλά
μέσα μου η έκπληξη φουσκώνει σαν ανταριασμένη θάλασσα. Τι περιέχουν άραγε αυτά
τα DVD;
«Τότε
θα ήθελα και εγώ να βοηθήσω…» λέει με ύφος αινιγματικό και αμέσως ορμά κατά
πάνω μου.
Πριν
προλάβω να αμυνθώ η γροθιά του με βρίσκει στο αυτί, ακριβώς εκεί που με είχε
πληγώσει ο Βίκτορ. Σωριάζομαι μονομιάς χάνοντας τον κόσμο γύρω μου. Προλαβαίνω
μόνο να τον δω να υποκλίνεται κοροϊδευτικά και να σφυρίζει μέσ’ από τα δόντια
του…
«Λαίδη μου!»
Μόλις
φεύγει κουλουριάζομαι στο βρώμικο, φθαρμένο χαλί και κρύβω το πρόσωπό μου μέσα
στα γόνατά μου. Κλείνω τα μάτια ζαλισμένη. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να
κλάψει ούτε και να του δώσω την ευχαρίστηση να νομίζει ότι τελείωσε μαζί μου.
Πνίγω τον ξαφνικό λυγμό που ανεβαίνει στα χείλη μου και σφίγγω τα δόντια μου
αποφασισμένη να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για τον αδερφό μου. Εσύ, αγαπημένε μου
αδελφέ, θυσίασες τη ζωή σου για να προστατέψεις εμένα, που δεν είμαι καν αίμα
σου. Τώρα είναι η σειρά μου να κάνω το ίδιο για σένα. Μόνο μην μου πεθάνεις. Σε
θερμοπαρακαλώ, αδελφέ μου, μην τολμήσεις να πεθάνεις!
Ηλιάνα Κλεφτάκη