Liliana's POV
Έβρεχε. Όλο το βράδυ οι σταγόνες
της βροχής με είχαν κρατήσει ξύπνια. Οκ, δεν ήταν μόνο αυτό που με είχε
κρατήσει ξύπνια. Κοίταξα την κρεβατοκάμαρά μου από την ανοιχτή πόρτα. Ο Ντάμιαν
κοιμόταν ακόμα, στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει δυο ώρες πριν, όταν το είχα
πάρει απόφαση ότι δεν μπορούσα να μείνω άλλο στο κρεβάτι. Η κούπα στα χέρια μου
άχνιζε και η μυρωδιά του φρεσκοκομμένου καφέ είχε γεμίσει το διαμέρισμα.
Καθόμουν οκλαδόν στο μεγάλο, φουντωτό χαλί του σαλονιού με την πλάτη μου να
ακουμπάει τα πόδια του καναπέ. Κανένα φως δεν έμπαινε από τις τεράστιες
τζαμαρίες.
«Ίσως επειδή δεν έχει ξημερώσει
ακόμα, ηλίθια» μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου και ήπια μια γουλιά από το
ποτήρι μου. Ποιο φλυτζάνι ήταν αυτό; Το τέταρτο νομίζω.
«Τι κάνεις μέσα στο σκοτάδι;»
Βρισκόμουν στα πόδια μου στο δευτερόλεπτο. Το πλάσμα στα χέρια μου ξεχύθηκε
ατόφιο χωρίς να το ελέγξω και ο Τζέικ το απέφυγε με μια γρήγορη κίνηση στα
αριστερά. Η γαλάζια μπάλα δύναμης χτύπησε το τραπέζι της κουζίνας και χάθηκε
ανάμεσα στις χαραμάδες του ξύλου. Έμεινα να το κοιτάζω παγωμένη.
«Το πλάσμα βλάπτει μόνο έμβια όντα,
Λιλιάνα. Στα άβια, απορροφάται απλά».
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησα
κουρασμένα χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από το τραπέζι της κουζίνας. Ο Τζέικ
ξεροκατάπιε κοιτώντας με. Φορούσα μόνο τα εσώρουχα μου από το προηγούμενο βράδυ
και γνώριζα αρκετά καλά ότι αυτό τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Ο Ντάμιαν είχε πει
ότι όλη η ομάδα του απέφευγε τις αμαρτίες για να προσέχει τον βαθμό διάβρωσης.
Δε θα μου έκανε εντύπωση ο Τζέικ να απέφευγε και τις σαρκικές απολαύσεις για να
μη διαβρωθεί.
«Τι κάνεις εδώ, Τζέικ;» η
αγουροξυπνημένη φωνή του Ντάμιαν έκανε και τους δυο μας να κοιτάξουμε τη
φιγούρα που στεκόταν στο κατώφλι της κρεβατοκάμαράς μου. Φορούσε μόνο το κάτω
μέρος της φόρμας του, τα μαλλιά του ήταν ένα υπέροχο χάος και έτριψε τα
πρησμένα μάτια του, πριν γυρίσει να κοιτάξει προς το μέρος μου. Άφησε έναν βαθύ
αναστεναγμό και μπήκε ξανά στο δωμάτιο. Γύρισε σχεδόν αμέσως και μου πέταξε το
μπλουζάκι του. «Φόρα το» μου γρύλισε μέσα από τα δόντια του και έκανα ό,τι
ζήτησε. «Κάτι σε ρώτησα, Τζέικ». Σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος και έδειχνε
ανυπόμονος. Ο Τζέικ κάρφωσε το βλέμμα του σε εμένα και γύρισα τα μάτια μου.
Προχώρησα προς το υπνοδωμάτιο κάνοντας πρώτα μια στάση δίπλα στον Ντάμιαν.
Έβαλα την κούπα στα χέρια του και κίνησα για μέσα, όταν τα δάχτυλά του άρπαξαν
το μπράτσο μου απαλά σταματώντας με. «Μείνε».
«Ντάμιαν...» ο Τζέικ ξεκίνησε να
παραπονιέται, αλλά ο Ντάμιαν του έκανε νόημα να σταματήσει.
«Δεν πειράζει, αλήθεια...»
«Πειράζει. Εδώ είναι το σπίτι σου
και έχεις δικαίωμα να παρίστασαι σε κάθε συζήτηση που γίνεται εδώ μέσα». Ο
Τζέικ μόρφασε ειρωνικά.
«Όπως θες. Οι Άγγελοι οργανώνουν
κατά μέτωπο επίθεση, ώστε να την πάρουν πίσω και να μας εξολοθρεύσουν» Τα μάτια
του Ντάμιαν γούρλωσαν στην ανακοίνωση του Τζέικ. Όσο για μένα... Κοίταξα τον
Ντάμιαν με τρόμο. Όχι, όχι τώρα. Γιατί; Τους είπε κανείς ότι κινδυνεύω; Γιατί
τώρα; Καταραμένος Μιχαήλ!
«Έγκυρες πηγές;» ρώτησε ο Ντάμιαν.
Ο Τζέικ ανασήκωσε τους ώμους του.
«Όχι. Αλλά όταν η ίδια πληροφορία
έρχεται από δεκαπέντε διαφορετικά άτομα, μάλλον κάτι τρέχει».
Το σώμα του Ντάμιαν σφίχτηκε. Ήθελα
να φωνάξω, να διαμαρτυρηθώ. Αλλά ήξερα πως ό,τι και να έκανα, θα έκανα τα
πράγματα χειρότερα και δε θα περνούσε ο λόγος μου. Μπήκα τρέχοντας στο δωμάτιο
και άρχισα να ψάχνω αυτήν την αναθεματισμένη πέτρα.
«Πρέπει να μιλήσω με τον αδερφό
μου» άκουσα τον Ντάμιαν να λέει στον Τζέικ και ύστερα τον απαλό ήχο φτερών που
ανοίγουν. «Τι σκατά;» Η φωνή του με έκανε να σταματήσω για μια στιγμή.
«Ο Άρχοντας απαγόρευσε την
επιστροφή σου στην Κόλαση. Σφράγισε όλα τα περάσματα και τις πύλες ώστε να μην
μπορείς να εισέλθεις, Ντάμιαν».
«Ορίστε; Με ποια δικαιοδοσία;
Γιατί;»
Δίστασα, όταν βρήκα τον αγγελίτη.
Πήρα την πέτρα στα χέρια μου και την περιεργάστηκα. Και τώρα; Εάν την έσπαγα,
θα καταστούσα τον πατέρα μου ικανό να με βρει. Θα έστελνε σίγουρα τον Κάιν ή
κάποιον άλλο από τα αγγελάκια-σκυλάκια του για να με πάνε πίσω ή να βεβαιωθούν
ότι είμαι καλά. Ποιο πιθανό ήταν να με γυρίσουν στον Παράδεισο. Και ο Ντάμιαν; Έσφιξα
τον λίθο στην παλάμη μου και έκλεισα τα βλέφαρά μου. Δεν ήθελα να γυρίσω εκεί.
Δεν ήθελα να φύγω. Αλλά δεν ήθελα και να παλέψει κανένας για χάρη μου. Αυτός ο
πόλεμος δεν ήταν δικός μου. Δε θα μπορούσα ποτέ να ζήσω με το βάρος της γνώσης
ότι είχα την ευκαιρία να σώσω τη μικρή κοινότητα των δαιμόνων και δεν την
άδραξα. Ήταν άραγε αυτό το σύνδρομο της Στοκχόλμης ή κάτι βαθύτερο;
«Ο Άρχοντας...»
«Γαμώ τον Άρχοντα σου, Τζέικ! Γιατί
δε με αφήνει να επιστρέψω;» άκουσα τον βαθύ αναστεναγμό του Τζέικ.
«Η Λίλιθ μου είπε ότι δε θέλει να
πεθάνεις. Εκείνος είναι έτοιμος για το τέλος, αλλά δε θέλει να πάθεις κάτι εσύ.
Η επίσημη εκδοχή που μου έδωσε είναι να ρίξεις τον Άγγελο και να κυβερνήσεις
την Κόλαση, όταν εκείνος χαθεί. Σου δίνει πλήρη δικαιοδοσία να πραγματοποιήσεις
όλα σου τα σχέδια και να κάνεις την Κόλαση την κοινότητα που ήθελες πάντα».
Άκουσα γυαλικά να σπάνε και
μπορούσα να νιώσω τους τοίχους να πλημμυρίζουν από τη μαύρη αύρα του. Άφησα το
πλάσμα να ταξιδέψει στο κορμί μου και η πέτρα έγινε θρύψαλα στην παλάμη μου.
Ένιωσα την παρουσία στο δωμάτιο, πριν προλάβω να ανοίξω τα μάτια μου. Γύρισα
για να δω τον Λίο να μου χαμογελάει ευγενικά.
«Ώστε εσύ ήσουν ο κάτοχος του
συνδέσμου μου με τον κρύσταλλο;»
«Περίμενες τον Κάιν έτσι;» Ο
Ντάμιαν και ο Τζέικ όρμησαν στο δωμάτιο στο άκουσμα της φωνής του Λίο.
Ξεγυμνώσαν τα σπαθιά τους και τα έφεραν προς το μέρος του Αγγέλου. Μπήκα
ανάμεσά τους και η λάμα του Ντάμιαν ακούμπησε τον λαιμό μου. Χαμογέλασα στην
κατάσταση.
«Δεύτερη φορά που μπαίνεις μπροστά
στη λάμα μου για Άγγελο, Λιλ. Μη δοκιμάζεις τα όρια μου».
«Λιλ;» ρώτησε ο Λίο αλλά και οι δυο
τον αγνοήσαμε.
«Εάν μπορώ να αποτρέψω την επίθεση,
θα το κάνω, Ντάμιαν» είπα αποφασιστικά.
«Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι
είσαι ο μόνος λόγος που επιτίθονται; Αιώνιες τώρα θέλουν να το κάνουν και τώρα
που είναι μείον έναν Αρχάγγελο δεν έχουν κάτι να χάσουν. Αλήθεια, ψόφησε ο
Μιχαήλ ή ακόμα;» Ο Λίο έσφιξε τα δόντια του.
«Ντάμιαν...» τον προειδοποίησα «Θα
κάνω τα πάντα να μη σας επιτεθούν. Ακόμα και εάν πρέπει να γυρίσω στον
Παράδεισο». Είδα τον φόβο να αντικατοπτρίζεται στα μάτια του.
«Φύγε από τη μέση» μου γρύλισε και
είδα τον Τζέικ να κάνει τον κύκλο για να έρθει πίσω μας. Αγκάλιασα τον Λίο και
με τα δυο μου χέρια κολλώντας την πλάτη μου στο στήθος του.
«Όχι. Θέλω να βοηθήσω!» φώναξα. Ο
Ντάμιαν πέταξε το σπαθί του στην άκρη σοκάροντας μας όλους. Με άρπαξε από τους
ώμους με δύναμη αναγκάζοντας με να απομακρυνθώ από τον Λίο ουρλιάζοντας και
κόλλησε το μέτωπο του στο δικό μου. Με αγκάλιασε από τη μέση και με τα δυο του
χέρια.
«Δε θέλω να σε χάσω...» μου
ψιθύρισε γνωρίζοντας πολύ καλά ότι τόσο ο Τζέικ, όσο και ο Λίο ήταν ικανοί να
τον ακούσουν και στέκονταν τώρα παγωμένοι στο άκουσμα της δήλωσης του. Τόσο
εξαρτημένη, τόσο αληθινή. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον Λίο. «Κατέβασε το
σπαθί σου, Τζέικ». Ο Τζέικ υπάκουσε χωρίς δεύτερη λέξη. «Τώρα ξέρεις πού
βρισκόμαστε. Στείλε ολόκληρο στρατό...» με έσπρωξε απαλά πίσω από την πλάτη του
«Στείλε όλα τα Τάγματα το ένα μετά το άλλο. Ή, ακόμα καλύτερα, στείλε όσους σας
έχουν απομείνει εδώ μέσα. Κάνε το σπίτι της Λιλιάνας κέντρο Επιχειρήσεων. Θα
χαρώ πολύ να το κάνω μαυσωλείο Αγγέλων». Ο Λίο δεν έδειξε να ταράζεται. Μόνο το
χαμόγελο είχε σβήσει από τα χείλη του. Μπορούσα να νιώσω τη ζεστασιά και τη
στοργή να ξεχύνονται από κάθε πόρο του δέρματος του ακόμα και προς τον Ντάμιαν
και την επιβλητική του παρουσία.
«Έκπτωτε...» Ο Ντάμιαν του έκανε
σήμα να σωπάσει.
«Άκουσέ με προσεκτικά. Πήρατε τα
πάντα από εμάς. Από εμένα, πήρατε τον αδερφό μου. Αυτό το τέρας που έχει γίνει
τώρα, δεν το αναγνωρίζω. Μας διώξατε από το σπίτι μας, μας κυνηγήσατε, μας επικηρύξατε
και μας δολοφονήσατε εν ψυχρώ. Την ίδια στιγμή που ο Υιός κήρυττε αγάπη και όχι
μίσος. Μας θεωρείτε τέρατα και... όταν συνηθίζεις να κοιτάς το τέρας στα μάτια
αρχίζεις και του μοιάζεις. Οπότε ναι, Λίο. Είμαι το τέρας που μαθαίνετε στους
νεοσύλλεκτους να φοβούνται και να πολεμάνε. Είμαι το τέρας που απειλεί τα
ιδανικά και τις αξίες σας. Είμαι όλα αυτά και ακόμα περισσότερα. Ένα φάντασμα
με καρδιά που χτυπά. Ούτε νεκρός, ούτε ζωντανός. Αλλά η Λιλιάνα...» Γύρισε να
με κοιτάξει με ένταση για ένα δεύτερο, πριν γυρίσει πάλι στον Λίο «Η Λιλιάνα είναι μπελάς. Αλλά είναι ο δικός
μου μπελάς. Εξαιτίας μου απέκτησε τα φτερά της και εξαιτίας μου θα τα χάσει.
Αυτό να πεις στον Μιχαήλ. Να του πεις ότι τώρα που έσπασε ο κρύσταλλος θα
μπορεί να δει με κάθε λεπτομέρεια την κόρη του στο κρεβάτι μου».
«Την ποια;» βλεφάρισε ο Τζέικ. Ο Λίο με κοίταξε με τρόμο.
«Πίστευες ότι δε θα το μάθω, Άγγελε; Με
υποτιμάς. Και όχι, η Λιλιάνα δεν το ανέφερε ποτέ. Δε νομίζω ότι έχει
συνειδητοποιήσει ακόμα ποιος είναι ο πατέρας της. Αλλά μάντεψε, δεν τον
χρειάζεται κιόλας. Ο ήρωας που χρειαζόταν, όταν ήταν μικρή, δεν ήρθε ποτέ. Έτσι
έγινε εκείνη ο ήρωας. Αλλά πια δε χρειάζεται γιατί είμαι εγώ εδώ. Και θα είμαι
πάντα εδώ ακόμα και εάν με στείλετε στο Καθαρτήριο. Γιατί δυο ψυχές που έχουν
γεννηθεί για να είναι μαζί, θα είναι ότι και να γίνει. Και η Λιλιάνα είναι το
μισό που μου πήρε ο Πατέρας πριν από τόσους αιώνες. Είναι λοιπόν ώρα να το πάρω
πίσω». Ο Ντάμιαν χαμογέλασε βλέποντας
την έκπληξη του Λίο. Ώσπου ο Άγγελος γέλασε. Ναι, γέλασε. Πράγμα που εξόργισε
τον Δαίμονα.
«Όπως επιθυμείς, έκπτωτε. Θα μεταφέρω τα λόγια
σου στον Αρχάγγελο. Αλλά προτού φύγω θα ήθελα να σου πω κάτι. Οι άνθρωποι
λειτουργούν σαν αστέρια. Εκεί που λάμπουν, εκεί πέφτουν. Αυτό να θυμάσαι
μονάχα».
«Μόνο που εγώ δεν είμαι άνθρωπος». Ο Λίο
ξεδίπλωσε τα φτερά του και χαμογέλασε.
«Πιο αχαλίνωτη η Πτώση τότε» και έτσι απρόσμενα όπως είχε έρθει, χάθηκε
σε ένα σύννεφο λευκής σκόνης. Μείναμε και οι τρεις να κοιτάμε το σημείο που
εξαφανίστηκε ο Φύλακας για αρκετά λεπτά πριν σπάσει την σιωπή ο Τζέικ
«Αυτό ήταν... απρόσμενο. Θα αγνοήσω τις τρελές
αποκαλύψεις και θα επικεντρωθώ στο γεγονός ότι πρέπει να σας βρούμε νέο
καταφύγιο. Θα μιλήσω με τη Στέφανι».
«Μην τη μπλέξεις, Τζέικ» είπε ο Ντάμιαν
κουρασμένα και έτριψε τα μάτια του αλλά ο Τζέικ είχε ήδη εξαφανιστεί.
«Λοιπόν, πως θα επιστρέψουμε στην Κόλαση;» Ο
Ντάμιαν με κοίταξε καχύποπτα. «Δεν είμαι ηλίθια και ξέρω καλύτερα από τον
καθένα πλέον το πόσο υπερπροστατευτικός είσαι. Πες λοιπόν πώς μπορούμε να
επιστρέψουμε στην Κόλαση για να τελειώνουμε» ο δαίμονας χαμογέλασε θλιμμένα.
«Εάν επιστρέψουμε...» Ήταν σειρά μου να τον
διακόψω τώρα.
«Ξέρω. Εάν επιστρέψουμε μπορεί να πεθάνουμε.
Αλλά θα πεθάνεις μια και καλή, εάν κρυφτούμε και αφήσεις τους φίλους και τον
αδερφό σου να πεθάνουν. Είσαι πολύ "αγγελάκι" για να κάνεις κάτι
τέτοιο». Ο Ντάμιαν γέλασε δυνατά. Το πρώτο αληθινό γέλιο που είχα ακούσει να
βγαίνει από τα χείλη του.
«Σε νοιάζει περισσότερο η δική μου ηθική από
το να φοβάσαι για το ότι θα σε κάνω έκπτωτο και βασίλισσα της Κόλασης;» Κάθισα
στο κρεβάτι και τον κοίταξα.
«Κοίτα, εάν γίνει κάτι τέτοιο, θέλω ένα μεγάλο
στέμμα από όνυχα και να μη με απατάς. Νομίζω ότι θα μπορούσα να συμβιβαστώ με
αυτά». Έβγαλα μια κραυγή, όταν ένιωσα το βάρος του να με πιέζει στο κρεβάτι.
Έφερε τον δείκτη του στα χείλη μου, ενώ το χαμόγελό του άγγιζε και τα μάτια του
τώρα. Ήταν τόσο απίστευτα όμορφος που η καρδιά μου πονούσε κάθε φορά που
χαμογελούσε.
«Δηλαδή οι όροι σου είναι μονογαμία και ένα
στέμμα;» κούνησε το κεφάλι του αρνητικά «Εντάξει για το στέμμα, αλλά το
άλλο...» Έχωσα το χέρι μου στην φόρμα του κάνοντας τον να κοκκαλώσει και το
γέλιο του να διακοπεί απότομα.
«Νομίζω ότι έχω τρόπους να σε πείσω. Και εάν όχι,
μπορώ πάντα να στα κόψω» τράβηξα το χέρι μου και τον φίλησα βαθιά.
Εάν ήξερα ότι εκείνη θα ήταν η
τελευταία μας μέρα μαζί, θα τον είχα φιλήσει πιο βαθιά. Ίσως και να του είχα
εκμυστηρευτεί αυτό που ένιωθα για εκείνον...
NADIA