ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ
Η ΜΙΑ ΉΤΑΝ ΣΚΥΘΡΩΠΗ όλη την επόμενη μέρα.
Δεν σκόπευε να φύγει από το Μέινλοουν απλά και μόνο επειδή ο Εστέφαν το ήθελε.
Και δεν μπορούσε να πιστέψει πως κινδύνευε μέσα στο στρατόπεδο. Βρίσκονταν
εκατοντάδες στρατιώτες που θα έδιναν και τη ζωή τους για να προστατέψουν εκείνη
και τον δράκο της. Όμως τα λόγια του ηχούσαν στο κεφάλι της. Θέλω να φύγεις
μακριά από το Μέινλοουν. Αν μείνεις θα σου συμβεί κάτι κακό. Και εγώ δεν θα
κάνω τίποτα για να το αποτρέψω. Της έλεγε ξανά και ξανά η φωνή του. Ήταν
ξεκάθαρο πως κάτι γνώριζε. Η Μία βαριανάσανε όπως έκανε κάθε φορά που θυμόταν
όσα της είχε πει. Ο Εστέφαν της είχε αποκαλύψει πως ήταν σημαντική για εκείνον.
Μα δεν ήταν αρκετά σημαντική για να προσπαθήσει να την προστατέψει; Θύμωνε με
τον εαυτό της που είχε πιστέψει έστω και για μια στιγμή τον όρκο που της είχε
δώσει. Της είχε πει πως θα την υπηρετούσε.
«Πως σου φαίνεται το κέικ μου;» Η
Λύριο ήταν καθισμένη δίπλα της και έπινε ένα από τα υπέροχα ροφήματά της. Η Μία
σφήνωσε ένα κομμάτι στο στόμα της, το μασούλισε και το κατάπιε.
«Νομίζω πως είναι πιο νόστιμο από
τη προηγούμενη φορά».
«Ναι; Η αλήθεια είναι πως
πρόσθεσα και τζίντζερ αυτή τη φορά». Η Μία αισθάνθηκε την ανάγκη να αποβάλλει
από τον οργανισμό της αυτό που είχε μόλις φάει. Στραβοκατάπιε και προσπάθησε να
διώξει την αναγούλα.
«Τι σκέψεις τριγυρίζουν στο
κεφάλι σου;» Την ρώτησε η Λύριο ανήσυχα.
«Ο Εστέφαν συμπεριφέρεται
περίεργα». Παραδέχτηκε η Μία.
«Αυτό το παιδί ήταν πολύ θλιμμένο
και μόνο του όταν το γνώρισα. Μαζί σου όμως είναι αλλιώς». Της χάρισε ένα
χαμόγελο μα η Μία την κοίταζε έκπληκτα. Ο Εστέφαν του παρελθόντος που
περιέγραφε η Λύριο ήταν ίδιος με εκείνον που είχε δει η Μία το περασμένο
απόγευμα. Όμως κάτι άλλο ήταν εκείνο που είχε τραβήξει τη προσοχή της.
«Τον γνώριζες παλιότερα;» Το
βλέμμα της γυναίκας σκοτείνιασε.
«Ναι». Ποτέ δεν ήταν τόσο
μονολεκτική. Η Μία έφερε το πρόσωπό της πιο κοντά στη Λύριο και την κοίταξε
κατάματα.
«Τον γνώριζε και ο Κλέιν;» Η
γυναίκα τράβηξε τη ματιά της μακριά από τη Μία.
«Δεν ξέρω. Ρώτησέ τον αν σε
απασχολεί κάτι τέτοιο».
Η Μία έπιασε το χέρι της και την
ταρακούνησε. Μόλις τα χέρια τους ήρθαν σε επαφή το μάτι που ήταν κλειστό στη
παλάμη της Λύριο άνοιξε. Η γυναίκα τραντάχτηκε δυνατά σαν να είχε σπασμούς και
έβγαλε ένα ουρλιαχτό πόνου. Τα μεγάλα μωβ μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Η Μία την
κοίταξε τρομαγμένη. Τράβηξε το χέρι της και προσπάθησε να ξυπνήσει τη γυναίκα.
Μα τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και δεν έβλεπαν τη κοπέλα.
«Λύριο». Της είπε προσπαθώντας
ακόμη να τη συνεφέρει.
«Θάνατος. Το Μέινλοουν
κινδυνεύει. Πρέπει να βρεις τα δύο κλειδιά. Το φως και το σκοτάδι πρέπει να
ενωθούν». Όσο μιλούσε τα τρία μάτια της ήταν ορθάνοιχτα. Το βλέμμα τους ήταν
παγωμένο και τρομακτικό. Αμέσως μετά το τρίτο μάτι της έκλεισε. Η Λύριο
πετάρισε τα βλέφαρά της και κοίταξε τη Μία. «Χίλια συγνώμη, μάλλον ζαλίστηκα
λιγάκι». Είπε στην Μία με ένα ζεστό χαμόγελο. Το πρόσωπο της κοπέλας είχε
πανιάσει και κοίταζε με τρόμο τη γυναίκα.
«Θυμάσαι τι είπες πριν λίγο;»
Μπορούσε να αισθανθεί τους σφυγμούς της να ανεβαίνουν. Η Λύριο είχε μόλις δει
αυτό για το οποίο μιλούσε ο Εστέφαν.
«Ναι, σου είπα πως ζαλίστηκα».
«Πριν από αυτό». Είπε πεισματικά
η Μία. Η Λύριο κοίταζε τη κοπέλα σκεπτικά.
«Ότι δεν ξέρω αν ο Εστέφαν
γνωριζόταν με τον Κλέιν». Απάντησε μπερδεμένα.
Η Μία αναστέναξε και ξάπλωσε στο κρεβάτι
όπου καθόταν ως τώρα. Τελικά είχε μείνει στην όμορφη σκηνή-δωμάτιο. Κοίταξε τον
ασημένιο πυρσό εξουθενωμένα. Πρέπει να βρεις τα δύο κλειδιά. Το φως και το
σκοτάδι πρέπει να ενωθούν. Προσπάθησε να καταλάβει τα λόγια της Λύριο. Σκέφτηκε
πως τα κλειδιά ήταν το ένα του φωτός και το άλλο του σκότους. Αλλά δεν μπορούσε
να καταλάβει τίποτα περισσότερο από αυτό. Ακόμη κι αυτό που πίστευε θα μπορούσε
να είναι λανθασμένο. Σύντομα αποκοιμήθηκε χαμένη μέσα σε κόσμους σκοτεινούς και
φωτεινούς που ξεκλειδώνονταν με λευκά και μαύρα κλειδιά.
Άνοιξε τα μάτια της και ρουθούνισε
θυμωμένα. Από όλους όσους θα μπορούσαν να την έχουν ξυπνήσει ήταν ο χειρότερος.
Το κεφάλι του βρισκόταν μόνο μερικά εκατοστά μακριά από το δικό της. Τα
ατημέλητα μαλλιά του αψηφούσαν τη βαρύτητα όπως πάντα. Το βλέμμα του ήταν
ενθουσιώδες. Σχεδόν μπορούσε να δει φλόγες να σιγοκαίουν στα καστανά του μάτια.
«Λίον, τι θέλεις;» Το πανούργο
χαμόγελο του άντρα την άγχωσε.
«Να με πας στον δράκο σου». Της
είπε με φλεγόμενα μάτια. Εκείνη αναστέναξε. Θυμήθηκε τη προφητεία της Λύριο που
δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ο Εστέφαν της είχε ανακοινώσει πως θα τη πρόδιδε
σύντομα. Ίσως ο μοναδικός της σύμμαχος αυτή τη στιγμή να ήταν ο Λίον.
«Εντάξει». Του απάντησε ηττημένα.
Τον οδήγησε στο μεγάλο κτήριο που είχε
αρκετό χώρο για να πετάει ο Σάντεν. Ήταν άδειο και ο δράκος κοιμόταν στο κέντρο
του. Ο Λίον κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με δέος. Τα μάτια του Σάντεν άνοιξαν
και την παρατήρησαν. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε ύστερα από τον
τραυματισμό του. Φαινόταν καλά. Τελικά κάποιος είχε επουλώσει τις πληγές του.
Εκείνος την κοίταζε με παράπονο και θυμό. Μάλλον είχε ανησυχήσει για εκείνη
όταν είχε ξυπνήσει. Βρυχήθηκε απειλητικά και μερικοί μαύροι καπνοί ξεχύθηκαν
από τα ρουθούνια του.
«Συγνώμη που άργησα να έρθω».
Μισούσε να απολογείται, μα ο Σάντεν την μαλάκωνε. Με κάποιον περίεργο τρόπο
κατέληγε πάντα να παίρνει αυτό που θέλει από εκείνη.
Τα μάτια του την κοίταξαν για λίγη ώρα.
Αμέσως μετά ξεδίπλωσε τα φτερά του και μαστίγωσε με αυτά τον αέρα. Χωρίς
δισταγμό όρμησε κατά πάνω της. Η Μία έκανε μερικά βήματα πίσω, αλλά σκόνταψε
και έπεσε ανάσκελα στο πάτωμα. Ο Σάντεν στάθηκε πάλι στα πόδια του όταν ήταν από
πάνω της. Έφερε τη μουσούδα του στο πόδι της και αναζήτησε τη παραμικρή μυρωδιά
αίματος. Όταν είδε πως όλα ήταν καλά ξάπλωσε και τύλιξε ξανά τα φτερά του.
Άφησε το βαρύ του κεφάλι να πέσει πάνω στο σώμα της Μία και αναστέναξε. Ο
αναστεναγμός του βέβαια είχε ως αποτέλεσμα δύο καυτές ριπές αέρα να περάσουν
ξυστά από το σώμα της Μία.
«Είναι φοβερός!» Φώναξε
ενθουσιασμένα ο Λίον.
«Σάντεν σε παρακαλώ, άφησέ με να
σηκωθώ». Είπε παρακλητικά η Μία, αλλά ο Σάντεν παρέμεινε ακίνητος.
«Αυτή είναι η Μία για την οποία
μιλούσες Σάντεν;» Μία παιδική φωνή αντήχησε στο δωμάτιο. Ο Σάντεν σήκωσε το
κεφάλι του και ούρλιαξε. Η φωνή του δεν ήταν απειλητική όμως. Το παιδί που του
είχε μιλήσει γέλασε. «Ναι, φαίνεται ξεχωριστή». Παραδέχτηκε η μικρή φωνή. Η Μία
ανασηκώθηκε και κοίταξε το μεγάλο δωμάτιο. Ένα μικρό κορίτσι στεκόταν όρθιο
τρία μέτρα μακρύτερα. Τα μαλλιά της ήταν κυματιστά και είχαν μια ζεστή
σοκολατένια απόχρωση. Είχε πράσινα μάτια και φακίδες και φαινόταν χαρούμενη.
«Έχεις χαθεί;» Τη ρώτησε η Μια
που αδυνατούσε να πιστέψει πως ένα τόσο μικρό παιδί μιλούσε με τον Σάντεν.
«Αν είσαι η Μία Μόλτεν, τότε
όχι». Της είπε χαμογελώντας το γλυκό κορίτσι.
Ράνια Ταλαδιανού