ΡΑΙΝΑ
Είναι πρωί και δεν έχω καμία διάθεση να σηκωθώ από το κρεβάτι. Απλώνω το χέρι μου στην άλλη πλευρά του στρώματος, όμως ο Κάλντερ δεν είναι εκεί. Πάλι παρακοιμήθηκα και εκείνος δεν τόλμησε να με ξυπνήσει, για να τον καλημερίσω με το καθημερινό φιλί. Γυρνάω ανάσκελα και αναστενάζω, πιάνοντας το μέτωπό μου. Το νιώθω καυτό, αλλά μάλλον είμαι ακόμα από τον ύπνο. Τις τελευταίες μέρες νιώθω αδύναμη, κάτι που δεν έχω δείξει, ούτε έχω τολμήσει να αποκαλύψω στον Κάλντερ. Έχει τα δικά του, δε θέλω να τον προβληματίσω με ένα ασήμαντο κρυολόγημα. Εφόσον δεν έχω υποχρεώσεις σήμερα και οι πρίγκιπες θα φύγουν το μεσημέρι, ίσως μπορώ να κοιμηθώ παραπάνω.
Όμως αυτή η επιθυμία γκρεμίζεται, όταν οι υπηρέτριές μου εισέρχονται στο δωμάτιό μου και κατευθύνονται αμέσως προς τα παράθυρα. Τραβούν τις βαριές βελούδινες κουρτίνες επιτρέποντας στο δυνατό φως του ήλιου να εισβάλλει ανυπόμονα στο εσωτερικό του. Το πρωινό είναι τόσο λαμπερό σε σχέση με την χτεσινή κοσμοχαλασιά· ένα τεράστιο ουράνιο τόξο χωρίζει στα δυο τον γαλανό ουρανό. Φωνές ακούγονται από την αυλή, καθώς οι εργάτες καθαρίζουν τον κήπο από τα σπασμένα, πεσμένα κλαδιά και τις υπόλοιπες ζημιές, ενώ οι γλάροι, η πολύβουη πόλη και το λιμάνι αφήνουν τους δικούς του ήχους να πλημμυρίσουν την ατμόσφαιρα στο βάθος.
«Λαίδη μου, το μπάνιο σας είναι έτοιμο. Να σας βοηθήσουμε;» με ρωτάει μια από τις υπηρέτριες, ξεσκεπάζοντάς με διστακτικά, λες και πρόκειται να την μαλώσω.
Σηκώνομαι, παρόλο που δε θέλω, και βγάζω το νυχτικό μου, αφήνοντάς το, να πέσει στο πάτωμα. Ίσως ένα ζεστό μπάνιο μου κάνει καλό και ηρεμήσει τον πυρετό μου. Οι υπηρέτριες με βοηθούν να μπω στη μπανιέρα και εγώ κάθομαι μέσα στο καυτό νερό. Με καίει και κάνει το δέρμα μου, να κοκκινίσει, αλλά δε με νοιάζει. Κλείνω τα μάτια και πείθω τον εαυτό μου, να χαλαρώσει στα έμπειρα χέρια των γυναικών, που με φροντίζουν, με σαπουνίζουν, με τρίβουν και με λούζουν.
«Είστε καλά; Φαίνεστε χλωμή». Με ρωτάει η μια.
«Το ταξίδι στην Μπουργκότζια με κούρασε. Θέλω λίγο χρόνο, ώσπου να συνέλθω. Ο άντρας μου που είναι; Έφυγε πάλι νωρίς».
«Κατέβασε τους καλεσμένους σας στην πόλη. Θέλησε να τους δείξει το Κρέομορ, πριν αποχωρήσουν για τον τόπο τους» με ενημερώνουν συνοπτικά.
Ελπίζω οι πρίγκιπες, να περνούν καλά. Είναι σημαντικό για εμάς, να έχουμε καλές σχέσεις με το Στάρενιθ, άσχετα αν η Σελέστ παντρευτεί τον Γκασπάρντ. Το Στάρενιθ και το Κρέομορ βρίσκονται κοντά και το μόνο που μας χωρίζει είναι ένα ακατοίκητο νησί της Ραϊκούρια. Οι πρίγκιπες θα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν δρόμο για το εμπόριο στις χώρες τους, μια δυνατή φιλία ανάμεσα στους οίκους μας, αλλά και μια συμμαχία, αν τα πράγματα στραβώσουν με την Συνθήκη. Δυστυχώς αν ξεσπάσει πόλεμος, η Μπουργκότζια δε θα καταφέρει να μας προστατέψει. Είμαστε μακριά από την πρωτεύουσα και αν τα πράγματα αγριέψουν, όπως πολύ φοβάμαι, θα βρεθούμε στο έλεος οποιουδήποτε.
Ακούω βιαστικά βήματα από την κάμαρά μου και έπειτα την κόρη μου να φωνάζει το όνομά μου. Οι υπηρέτριες μου δίνουν το μπουρνούζι μου και εγώ τινάζομαι έξω από την μπανιέρα πηγαίνοντας ανήσυχη προς το μέρος της. Τι συνέβη; Την βλέπω να πηγαίνει πάνω κάτω τσαλακώνοντας το φόρεμά της μέσα στις σφιγμένες της γροθιές. Δεν ξέρω τι να υποθέσω και προς τα πού να στρέψω τις σκέψεις μου. Δεν είναι και λίγα αυτά που θα μπορούσαν να πάνε στραβά.
«Ξέρω τι σχεδιάζεις εσύ και ο μπαμπάς και θέλω να ξέρεις, ότι άλλαξα γνώμη για τον γάμο μου. Δεν τον αποδέχομαι. Δεν θέλω να γίνω γυναίκα του πρίγκιπα Γκασπάρντ. Διαλέξτε κάποιον άλλον, αλλά όχι αυτόν». Μου φωνάζει με την φωνή της να ανεβαίνει επίπεδο έντασης. Τα μάτια της είναι γουρλωμένα και κόκκινα, σαν να έκλαιγε.
«Σελέστ μου, τι είναι αυτά, που λες; Πρώτον κανένας δε μίλησε για γάμο. Το σκεφτόμαστε ακόμα. Και δεύτερον, δεν είναι στο χέρι σου να αποφασίσεις. Πρέπει πρώτα να σκεφτούμε τι είναι καλύτερο για τον λαό μας». Την πιάνω από τα χέρια και την οδηγώ στο κρεβάτι μου. Τι μύγα την τσίμπησε πρωί πρωί; Χτες ήταν πολύ δεκτική με αυτό το θέμα. «Αν σε δεχτεί—»
«Όχι! Δεν τον θέλω. Δεν πρόκειται να τον παντρευτώ ακόμα και αν συμφωνήσει. Και αν με αναγκάσετε, θα… θα το σκάσω και θα εξαφανιστώ». Τα χείλη της τρέμουν και εκείνη πέφτει αδύναμη με την πλάτη στο κρεβάτι. «Δεν έχω πρόβλημα με την ιδέα του γάμου και το ξέρεις. Το μόνο που με νοιάζει είστε εσείς και οι άνθρωποι του Κρέομορ. Αλλά τίποτα δεν θα βελτιωθεί με τον γάμο, γιατί πολύ απλά ο ευγενικός πρίγκιπας Γκασπάρντ δε νοιάζεται για τον λαό μου ή για εμάς. Μας χλευάζει γιατί πιστεύουμε στην ισότητα και δεν διεκδικούμε παρπάνω αγαθά για τον τόπο μας. Τον άκουσα χτες, που έλεγε στον αδερφό του για εμάς. Για το πόσο ανόητους και ασήμαντους μας θεωρεί. Δε θέλω κάποιον, που δε θα σέβεται εμένα και την οικογένειά μου να διοικήσει τον λαό μου».
«Αγάπη μου, ας το συζητήσουμε κάποια στιγμή που δε θα είσαι τόσο ταραγμένη. Προς το παρόν, ο πρίγκιπας Γκασπάρντ θα επιστρέψει στη χώρα του και εμείς δεν πρόκειται, να του αποκαλύψουμε τίποτα από τις σκέψεις μας». Τρίβω τους ώμους της και κάθομαι στο πλάι της, θέλοντας να την καθησυχάσω. Το βλέπει άσχημα το όλο θέμα, ωστόσο για όσο βρίσκονται στο νησί μας οι πρίγκιπες, καλό θα είναι, να κρατήσει την πρόσχαρη συμπεριφορά της. «Μιας και είσαι εδώ υπάρχει κάτι, που θα ήθελα να πούμε».
«Για τον Τζένσεν Ντίτσελχοφ;» με ρωτάει η Σελέστ ανέκφραστη.
«Όχι. Δεν έχει, να κάνει καθόλου με τον γάμο σου. Είναι κάτι άλλο. Κάτι πολύ σημαντικότερο από την αποκατάστασή σου. Το θέμα μας αφορά ένα αρχαίο κειμήλιο, που φυλάει η οικογένειά μας για αμέτρητες γενιές. Με τους αιώνες πήρε διάφορα ονόματα, όπως Λίκνο της Ζωής ή Ζυγαριά της Ζωής. Προσωπικά προτιμώ το Κρήνη του Σύμπαντος. Ακούγεται πιο μαγευτικό». Της χαμογελάω παιχνιδιάρικα θέλοντας, να της φτιάξω το πεσμένο της ηθικό. «Όπως και να ‘χει, είναι ένα μαγικό αντικείμενο φτιαγμένο από το ίδιο το σύμπαν. Λένε ότι έχει τη δύναμη, να καταστρέψει τον κόσμο και να τον ξαναφτιάξει από την αρχή».
«Αυτό πράγματι ισχύει ή είναι άλλη μια από τις ιστορίες σου, αγαπημένη μου μαμά;» Ανταποδίδει το χαμόγελο ήρεμα. «Μην αλλάζεις το θέμα».
«Όχι, αυτό είναι αληθινό. Σου λέω ό,τι μου είπε η δική μου μητέρα στα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου. Η Κρήνη του Σύμπαντος είναι ένα όπλο και μόνο εκείνοι που έχουν γεννηθεί στη μέρα της αλλαγής των ισημεριών, μπορούν να το ελέγξουν, δίχως να ανατρέψουν την ισορροπία του σύμπαντος και διαλύσουν τον κόσμο. Για γενιές είναι κρυμμένο στο σημείο, όπου η γυναίκα φύλακάς του το έκρυψε, ώσπου η κληρονομιά να περάσει σε κάποιον απόγονό της. Εσένα!»
«Εμένα;»
«Είσαι στην κατάλληλη ηλικία, για να αναλάβεις εσύ αυτό το καθήκον πλέον και όταν έρθει ο καιρός, θα το παραδόσεις στο δικό σου παιδί». Της εξηγώ, όμως η Σελέστ δείχνει όλο και πιο μπερδεμένη και δύσπιστη. «Δεν είναι κάτι, για το οποίο πρέπει να ανησυχείς. Σύντομα θα κανονίσω ένα ταξίδι στο εξοχικό μας, εκεί θα σου αποκαλύψω τα υπόλοιπα που χρειάζεται να ξέρεις. Τώρα τι θα έλεγες να ξεχάσουμε τα προβλήματα και να πάμε μια βόλτα; Ο καιρός είναι υπέροχος, δε νομίζεις;»
«Σύμφωνοι. Αλλά πρώτα θα φάμε μαζί πρωινό και θα πιούμε τσάι ή αλλιώς θα τα πάρουμε μαζί μας, αν βιάζεσαι τόσο πολύ». Με τραβά μαζί της, καθώς σηκώνεται.
Πρωινό στην παραλία; Δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα. Αφήνω την Σελέστ, να μου διαλέξει ένα φόρεμα της αρέσκειάς της από την πλούσια γκαρναρόμπα μου και τις υπηρέτριες, να με ντύσουν. Είναι ένα όμορφο φόρεμα σε απαλό λαχανί χρώμα. Έχει στρογγυλό ντεκολτέ και από μέσα του ξεχωρίζει το ιδιαίτερο σχέδιο του λευκού πουκαμίσου. Τα μανίκια του είναι μακριά και στενά και στο τελείωμά τους ανοίγουν δημιουργώντας φραμπαλάδες από φίνα δαντέλα. Έχει μια μεταξωτή κορδέλα γύρω από τη μέση του, που δένεται στο πλάι σε έναν διακριτικό φιόγκο. Το υπόλοιπο ύφασμα πέφτει ως το πάτωμα δημιουργώντας ένα άνοιγμα σαν καμπάνα και είναι διαφορετικού χρώματος. Έχει το βαθύ μπλε της θάλασσας και στις πτυχές του λαμπερό γαλάζιο του ουρανού.
Κατεβαίνουμε στην σάλα με σαφώς πιο ανεβασμένο ηθικό και ανάλαφρη διάθεση. Ώσπου να ετοιμαστούν το καλάθι και τα άλογά μας η Σελέστ μου μιλάει για τον Σιρκάν και την ανησυχία της που νιώθει γι’ αυτόν, μην ξέροντας αν είναι καλά ή αν νιώθει προδομένος, που ένας άλλος άντρας θα αναλάβει τα καθήκοντά του στο πλάι της. Τα συναισθήματά της είναι τόσο έντονα για τον αγαπημένο της Σιρκάν, που μερικές φορές αναρωτιέμαι, αν νιώθει κάτι παραπάνω από απλή φιλία. Μήπως τον αγαπά και φοβάται να μου το πει; Σίγουρα δε θα το δεχόμουν, λόγω της άγνωστης καταγωγής του, όμως είναι κόρη μου. Θα ήθελα να με εμπιστεύεται, να μου μιλάει, για το πώς νιώθει και όχι να φοβάται ότι θα την μαλώσω και θα την κατακρίνω για τις επιλογές της.
Θυμάμαι τον εαυτό μου στην ηλικία της, όταν μου πρωτοείπαν, πως θα παντρευόμουν τον Κάλντερ Κίλμπορν. Η πρώτη μας συνάντηση έγινε κάτω από μια τρομερή παρεξήγηση και αρνήθηκα να γίνω γυναίκα του προσβάλλοντάς τον. Οι γονείς μου με έδειραν τόσο πολύ, για να με συνετίσουν, όμως και πάλι είπα όχι. Δεν ξέρω τι άλλαξε στο τέλος. Ίσως η καλή συμπεριφορά του απέναντί μου και τα τρυφερά του λόγια μαλάκωσαν την αρνητική γνώμη, που είχα για εκείνον. Είμαι πεπεισμένη, ότι το ίδιο συμβαίνει και με τη Σελέστ. Η γνώμη που έχει για τον Γκασπάρντ είναι λανθασμένη και δε θα την αλλάξει, αν δεν του επιτρέψει να την γνωρίσει καλύτερα.
Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά από την πόλη. Με έναν ελαφρύ τριποδισμό φτάνουμε αμέσως στο λιμάνι. Μου φαίνεται πως κάτι απασχολεί τη Σελέστ, μα δεν είμαι σίγουρη, αν πρέπει, να ρωτήσω ή όχι. Να σκέφτεται τα όσα είπε για τον πρίγκιπα Γκασπάρντ; Θα δεχόμουν με ευγνωμοσύνη τη μεταμέλειά της.
«Εμ, μήπως θα μπορούσα, να επισκεφτώ τον Σιρκάν για λίγο; Θα σε βρω αμέσως στην παραλία» ρωτάει διστακτικά, αποφεύγοντας το βλέμμα μου. «Θα ήθελα, να δω πώς είναι».
«Έχεις δέκα λεπτά στη διάθεσή σου. Αν αργήσεις έστω και λίγο παραπάνω, θα στείλω τους στρατιώτες του πατέρα σου, να έρθουν, να σε πάρουν» δηλώνω, στενεύοντας τα μάτια μου με αυστηρότητα. «Σύμφωνοι;»
«Μάλιστα μητέρα». Υποκλίνεται χαμογελώντας και, χτυπώντας το καμτσίκι στα καπούλια του αλόγου, φεύγει μπροστά σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι σε ποιον έμοιασε αυτό το κορίτσι. Από τη μια είναι υπάκουη και συμπεριφέρεται, όπως αρμόζει στη θέση της και από την άλλη, έχει τη νοοτροπία αγοροκόριτσου, κάποιας που έχει μεγαλώσει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αν μάθει ο πατέρας της για την επίσκεψή της στο σπίτι του σωματοφύλακά της, θα γίνει έξαλλος. Εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου, να μην σχεδιάζουν οι δυο τους κάτι που θα ντροπιάσει το όνομα της οικογένειάς μας.
Με αυτές τις δυσοίωνες σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό μου, προσπερνάω το λιμάνι και ξεπεζεύω στην παραλία. Ο σωματοφύλακάς μου ήσυχος, όπως πάντα, με μιμείται κουβαλώντας το καλάθι του πικ νικ. Κλείνω τα μάτια και οσφραίνομαι βαθιά τον καθαρό, θαλασσινό αέρα. Μια αβάσταχτη ανησυχία πλακώνει το στήθος μου σαν βουνό από πέτρες. Η σκιά του πολέμου θ’ απλώσει τα δίχτυα της σαν έμπειρος ψαράς και, όταν το κάνει, εμείς θα πιαστούμε σαν ανόητο κοπάδι ψαριών. Ξέροντας πως κανένας δεν με βλέπει, βγάζω τα παπούτσια μου και σηκώνοντας το φόρεμά μου περπατάω στην παραλία. Τα πόδια μου βουλιάζουν στη ζεστή άμμο και βρέχονται από την δροσερή θάλασσα.
Ο καιρός είναι αφύσικα ζεστός για τα μέσα Δεκέμβρη και έχει μια απροσδιόριστη αύρα, που θυμίζει φθινόπωρο. Το Κρέομορ δε φημίζεται για τον βαρύ χειμώνα του, όμως και πάλι… μου φαίνεται περίεργο. Ο κόσμος μας δημιουργήθηκε έχοντας τέσσερις εποχές, όμως πλέον υπάρχουν μόνο δυο. Λένε πως όταν χρησιμοποιείται η Κρήνη του Σύμπαντος ένα μικρό κομμάτι του κόσμου διαλύεται. Πριν πολύ καιρό κάποιος το έκανε και ο χειμώνας παρέμεινε για εκατό χρόνια, ώσπου οι φύλακες της Κρήνης εμφανίστηκαν και έθεσαν την κατάσταση υπό έλεγχο. Ήταν άτομα γεννημένα την ημέρα της αλλαγής των ισημεριών και το αίμα τους ήταν προικισμένο με μια μαγεία, που απενεργοποίησε αυτό το όπλο και το παγίδεψε σε μια πέτρινη φυλακή. Έκτοτε το φυλάνε, ώστε κανένας να μην μπορέσει, να το ξαναχρησιμοποιήσει.
«Ράινα!» αναπηδάω ξαφνιασμένη και ρίχνω το φόρεμά μου για να κρύψω τα γυμνά μου πόδια, πριν στραφώ προς το μέρος του συζύγου μου.
Στέκεται στον πλακόστρωτο δρόμο, στην αρχή της παραλίας και σκιάζει τα μάτια του με το χέρι του, καθώς κοιτάζει προς το μέρος μου. Μαζί του είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ, ο οποίος έχει ανασηκώσει τα φρύδια του επικριτικά και με ένα αμήχανο νεύμα στρέφεται από την άλλη. Απομακρύνομαι από το νερό και σκύβω να μαζέψω τα παπούτσια μου. Ο Κάλντερ κατηφορίζει προς το μέρος μου βλοσυρός.
«Αγάπη μου…» αρχίζω, όμως δεν έχω ιδέα πώς να αρθρώσω μια λέξη σωστά.
«Τι κάνεις εδώ;» με ρωτάει ανέκφραστος. «Μόνη σου είσαι;»
«Προς το παρόν. Περιμένω τη Σελέστ. Της ζήτησα να έρθουμε για πικ νικ, όμως πήγε στην αγορά, να πάρει κάτι που ξεχάσαμε στο σπίτι. Σε λίγο θα επιστρέψει». Αποκρίνομαι με ένα χαμόγελο, δείχνοντάς του το ψάθινο καλάθι, που κρατάει ο σωματοφύλακάς μου. «Ξέρεις, χτες το βράδυ της ανέφερα την κληρονομιά της και νομίζω, πως… δεν το χειρίστηκα πολύ καλά. Ίσως την φόβισα με αυτό το καθήκον, χωρίς να το θέλω».
«Η Σελέστ είναι λογικό κορίτσι. Δε θα αρνηθεί το καθήκον της, όσο δύσκολο και αν της είναι». Σφίγγει τα χείλη του. «Έλα πάμε. Δεν είναι σωστό, να αφήσουμε τον πρίγκιπα στην παραλία. Το πικ νικ μπορεί να γίνει και σε έναν ωραίο κήπο…» «Μα η Σελέστ−»
Με διακόπτει ακουμπώντας τα δάχτυλά του στα χείλη μου. «Ο σωματοφύλακάς μου θα την ενημερώσει για την αλλαγή των σχεδίων μας».
Χαμηλώνω το κεφάλι μου με σεβασμό στην επιθυμία του άντρα μου και τον ακολουθώ.
Τελικά δεν πηγαίνουμε πουθενά για πικ νικ. Ήταν μόνο μια πρόφαση, για να απομακρυνθούμε από την παραλία. Ο Κάλντερ περπατά στο πλάι μου σιωπηλός και το βλέμμα του κάθε τόσο χάνεται στο κενό, ενώ το σαγόνι του σφίγγεται από ένταση. Η ανάσα του βγαίνει τραχιά, όμως όταν στρέφομαι προς το μέρος του, απλά μου χαμογελά. Κάτι άλλο συμβαίνει, κάτι πολύ πιο σοβαρό, που προφανώς δεν έχει σκοπό να μου αποκαλύψει. Μήπως ο πρίγκιπας Γκασπάρντ είπε τίποτα για την Σελέστ; Κατευθυνόμαστε προς το λιμάνι και συγκεκριμένα στο πλοίο Τίβερτον, που φαίνεται έτοιμο να σαλπάρει μακριά.
Η Σελέστ βρίσκεται ήδη στην αποβάθρα περιμένοντας την άφιξή μας. Μαζί της είναι ο πρίγκιπας Άλμπερτ και, παρόλο που η κόρη μου δεν του δίνει καμία σημασία, εκείνος μόνο που δεν έχει χώσει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Το κόρτε του είναι από τα πιο άθλια και άπρεπα, που έχω δει, και με φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση. Η Σελέστ έχει ζαρώσει αηδιασμένη στο πλάι του νέου της σωματοφύλακα.
«Κύριοι, ελπίζω η φιλοξενία μας να επαλήθευσε τις προσδοκίες σας» λέει ο άντρας μου ακουμπώντας το χέρι του στο στήθος του και κάνοντας μια βαθιά, αλλά ειρωνική, υπόκλιση θα έλεγα.
«Ήταν τιμή μας» λέει ψυχρά ο πρίγκιπας Γκασπάρντ, προχωρώντας προς την ξύλινη γέφυρα.
Περνώντας μπροστά από την Σελέστ δεν κάνει καμία κίνηση, για να την χαιρετήσει. Ούτε και εκείνη άλλωστε.
«Πάμε. Ξέρουν τον δρόμο της επιστροφής» γρυλίζει ο Κάλντερ μέσα από τα δόντια του σχεδόν διατάζοντάς μας. (Έτσι είναι ακόμα καλύτερο, αλλά εγώ πριν έψαχνα το ρήμα «ξεπροβοδίζω» :P )
Μα…
Επιστρέφουμε στο σπίτι μέσα στη σιωπή, η οποία με προβληματίζει όλο και περισσότερο και εκτοξεύει την περιεργειά μου στα ύψη σχετικά με την συμπεριφορά του Κάλντερ. Ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω, όταν έρχομαι αντιμέτωπη με μια νέα εξέλιξη, που κανένας μας δεν προέβλεψε. Ο Τζένσεν Ντίτσελχοφ, γιος του Περιφερειάρχη του Κιούρεαν, Μαρτιέν Ντίτσελχοφ κάθεται στο σαλόνι μας πίνοντας τσάι. Κοιταζόμαστε έκπληκτοι μεταξύ μας. Ο νεότερος Ντίτσελχοφ είναι ο μόνος, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνη, δίχως να τον νοιάζει η κοινωνική της τάξη.
Είναι αρκετά μεγαλύτερος σε ηλικία από τη Σελέστ, κοντά οχτώ χρόνια και πολύ σημαντικός για τον τόπο του. Οι ικανότητές του στη μάχη και η σκληρότητά του τον έκαναν διοικητή του Κιούρεαν. Τα πράσινα μάτια του λάμπουν από ευχαρίστηση, όταν βλέπει την Σελέστ, σαν να την εγκρίνει και της χαμογελάει με ύφος όλο επιδοκιμασία. Η Σελέστ του ανταποδίδει ένα χαμόγελο αθώο και χαριτωμένο.
«Άρχοντα Τζένσεν λάβαμε το γράμμα σας, όμως δε σας περιμέναμε τόσο σύντομα» λέω θέλοντας, να ακουστώ, όσο πιο φιλική γίνεται.
«Βρισκόμουν ήδη στα ανοιχτά, όταν έγραψα το γράμμα και ώσπου να σταλθεί, είχα πλησιάσει αρκετά το Κρέομορ. Ελπίζω, να μην προκάλεσε προβλήματα η επίσκεψή μου». Απαντάει δήθεν σαστισμένος.
«Κάθε άλλο. Είναι χαρά μας, να σας έχουμε μαζί μας. Αλλά τώρα θα είστε κουρασμένος. Επιτρέψτε μου, να σας δείξουμε το δωμάτιό σας» συνεχίζω σε ήπιο τόνο και μια υπηρέτρια μας πλησιάζει βιαστικά. «Το μεσημεριανό τραπέζι θα στρωθεί σε τέσσερις ώρες».
Η Σελέστ αποχωρεί αμέσως μετά τον Τζένσεν και εγώ μένω μόνη στο σαλόνι με τον σύζυγό μου. Τόση ώρα δεν είπε τίποτα, κάτι που δε συνηθίζει, όταν έχουμε καλεσμένους στο σπίτι. Πέφτει στον καναπέ βαρύς, αναστενάζοντας σαν πληγωμένο θηρίο. Πηγαίνω κοντά του και κάθομαι στο πλάι του, παίρνοντας τα χέρια του μέσα στα δικά μου. Μοιάζει τόσο πληγωμένος.
«Θα μου πεις επιτέλους τι είναι αυτό που σε βασανίζει;» τον ρωτάω ανήσυχη. «Συνέβη κάτι με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ;»
«Θέλει τη Σελέστ». Ο Κάλντερ διστάζει μην ξέροντας, πώς να συνεχίσει.
Αν ο Γκασπάρντ ενδιαφέρεται για την κόρη μας, γιατί είναι στεναχωρημένος; Εκτός και αν δεν είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ που την θέλει, αλλά ο αδελφός του Άλμπερτ. Και μόνο στην σκέψη οτι μπορεί να γίνει γυναίκα του δεύτερου πρίγκιπα μου ανακατεύτει τα σωθικά.
«Θέλει κάποιος από τους πρίγκιπες να την παντρευτεί;»
«Όχι!» απαντάει απότομα σβήνοντας το χαμόγελο από τα χείλη μου. «Ο Γκασπάρντ θέλει να την αγοράσει».
Ηλιάνα Κλεφτάκη
Είναι πρωί και δεν έχω καμία διάθεση να σηκωθώ από το κρεβάτι. Απλώνω το χέρι μου στην άλλη πλευρά του στρώματος, όμως ο Κάλντερ δεν είναι εκεί. Πάλι παρακοιμήθηκα και εκείνος δεν τόλμησε να με ξυπνήσει, για να τον καλημερίσω με το καθημερινό φιλί. Γυρνάω ανάσκελα και αναστενάζω, πιάνοντας το μέτωπό μου. Το νιώθω καυτό, αλλά μάλλον είμαι ακόμα από τον ύπνο. Τις τελευταίες μέρες νιώθω αδύναμη, κάτι που δεν έχω δείξει, ούτε έχω τολμήσει να αποκαλύψω στον Κάλντερ. Έχει τα δικά του, δε θέλω να τον προβληματίσω με ένα ασήμαντο κρυολόγημα. Εφόσον δεν έχω υποχρεώσεις σήμερα και οι πρίγκιπες θα φύγουν το μεσημέρι, ίσως μπορώ να κοιμηθώ παραπάνω.
Όμως αυτή η επιθυμία γκρεμίζεται, όταν οι υπηρέτριές μου εισέρχονται στο δωμάτιό μου και κατευθύνονται αμέσως προς τα παράθυρα. Τραβούν τις βαριές βελούδινες κουρτίνες επιτρέποντας στο δυνατό φως του ήλιου να εισβάλλει ανυπόμονα στο εσωτερικό του. Το πρωινό είναι τόσο λαμπερό σε σχέση με την χτεσινή κοσμοχαλασιά· ένα τεράστιο ουράνιο τόξο χωρίζει στα δυο τον γαλανό ουρανό. Φωνές ακούγονται από την αυλή, καθώς οι εργάτες καθαρίζουν τον κήπο από τα σπασμένα, πεσμένα κλαδιά και τις υπόλοιπες ζημιές, ενώ οι γλάροι, η πολύβουη πόλη και το λιμάνι αφήνουν τους δικούς του ήχους να πλημμυρίσουν την ατμόσφαιρα στο βάθος.
«Λαίδη μου, το μπάνιο σας είναι έτοιμο. Να σας βοηθήσουμε;» με ρωτάει μια από τις υπηρέτριες, ξεσκεπάζοντάς με διστακτικά, λες και πρόκειται να την μαλώσω.
Σηκώνομαι, παρόλο που δε θέλω, και βγάζω το νυχτικό μου, αφήνοντάς το, να πέσει στο πάτωμα. Ίσως ένα ζεστό μπάνιο μου κάνει καλό και ηρεμήσει τον πυρετό μου. Οι υπηρέτριες με βοηθούν να μπω στη μπανιέρα και εγώ κάθομαι μέσα στο καυτό νερό. Με καίει και κάνει το δέρμα μου, να κοκκινίσει, αλλά δε με νοιάζει. Κλείνω τα μάτια και πείθω τον εαυτό μου, να χαλαρώσει στα έμπειρα χέρια των γυναικών, που με φροντίζουν, με σαπουνίζουν, με τρίβουν και με λούζουν.
«Είστε καλά; Φαίνεστε χλωμή». Με ρωτάει η μια.
«Το ταξίδι στην Μπουργκότζια με κούρασε. Θέλω λίγο χρόνο, ώσπου να συνέλθω. Ο άντρας μου που είναι; Έφυγε πάλι νωρίς».
«Κατέβασε τους καλεσμένους σας στην πόλη. Θέλησε να τους δείξει το Κρέομορ, πριν αποχωρήσουν για τον τόπο τους» με ενημερώνουν συνοπτικά.
Ελπίζω οι πρίγκιπες, να περνούν καλά. Είναι σημαντικό για εμάς, να έχουμε καλές σχέσεις με το Στάρενιθ, άσχετα αν η Σελέστ παντρευτεί τον Γκασπάρντ. Το Στάρενιθ και το Κρέομορ βρίσκονται κοντά και το μόνο που μας χωρίζει είναι ένα ακατοίκητο νησί της Ραϊκούρια. Οι πρίγκιπες θα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν δρόμο για το εμπόριο στις χώρες τους, μια δυνατή φιλία ανάμεσα στους οίκους μας, αλλά και μια συμμαχία, αν τα πράγματα στραβώσουν με την Συνθήκη. Δυστυχώς αν ξεσπάσει πόλεμος, η Μπουργκότζια δε θα καταφέρει να μας προστατέψει. Είμαστε μακριά από την πρωτεύουσα και αν τα πράγματα αγριέψουν, όπως πολύ φοβάμαι, θα βρεθούμε στο έλεος οποιουδήποτε.
Ακούω βιαστικά βήματα από την κάμαρά μου και έπειτα την κόρη μου να φωνάζει το όνομά μου. Οι υπηρέτριες μου δίνουν το μπουρνούζι μου και εγώ τινάζομαι έξω από την μπανιέρα πηγαίνοντας ανήσυχη προς το μέρος της. Τι συνέβη; Την βλέπω να πηγαίνει πάνω κάτω τσαλακώνοντας το φόρεμά της μέσα στις σφιγμένες της γροθιές. Δεν ξέρω τι να υποθέσω και προς τα πού να στρέψω τις σκέψεις μου. Δεν είναι και λίγα αυτά που θα μπορούσαν να πάνε στραβά.
«Ξέρω τι σχεδιάζεις εσύ και ο μπαμπάς και θέλω να ξέρεις, ότι άλλαξα γνώμη για τον γάμο μου. Δεν τον αποδέχομαι. Δεν θέλω να γίνω γυναίκα του πρίγκιπα Γκασπάρντ. Διαλέξτε κάποιον άλλον, αλλά όχι αυτόν». Μου φωνάζει με την φωνή της να ανεβαίνει επίπεδο έντασης. Τα μάτια της είναι γουρλωμένα και κόκκινα, σαν να έκλαιγε.
«Σελέστ μου, τι είναι αυτά, που λες; Πρώτον κανένας δε μίλησε για γάμο. Το σκεφτόμαστε ακόμα. Και δεύτερον, δεν είναι στο χέρι σου να αποφασίσεις. Πρέπει πρώτα να σκεφτούμε τι είναι καλύτερο για τον λαό μας». Την πιάνω από τα χέρια και την οδηγώ στο κρεβάτι μου. Τι μύγα την τσίμπησε πρωί πρωί; Χτες ήταν πολύ δεκτική με αυτό το θέμα. «Αν σε δεχτεί—»
«Όχι! Δεν τον θέλω. Δεν πρόκειται να τον παντρευτώ ακόμα και αν συμφωνήσει. Και αν με αναγκάσετε, θα… θα το σκάσω και θα εξαφανιστώ». Τα χείλη της τρέμουν και εκείνη πέφτει αδύναμη με την πλάτη στο κρεβάτι. «Δεν έχω πρόβλημα με την ιδέα του γάμου και το ξέρεις. Το μόνο που με νοιάζει είστε εσείς και οι άνθρωποι του Κρέομορ. Αλλά τίποτα δεν θα βελτιωθεί με τον γάμο, γιατί πολύ απλά ο ευγενικός πρίγκιπας Γκασπάρντ δε νοιάζεται για τον λαό μου ή για εμάς. Μας χλευάζει γιατί πιστεύουμε στην ισότητα και δεν διεκδικούμε παρπάνω αγαθά για τον τόπο μας. Τον άκουσα χτες, που έλεγε στον αδερφό του για εμάς. Για το πόσο ανόητους και ασήμαντους μας θεωρεί. Δε θέλω κάποιον, που δε θα σέβεται εμένα και την οικογένειά μου να διοικήσει τον λαό μου».
«Αγάπη μου, ας το συζητήσουμε κάποια στιγμή που δε θα είσαι τόσο ταραγμένη. Προς το παρόν, ο πρίγκιπας Γκασπάρντ θα επιστρέψει στη χώρα του και εμείς δεν πρόκειται, να του αποκαλύψουμε τίποτα από τις σκέψεις μας». Τρίβω τους ώμους της και κάθομαι στο πλάι της, θέλοντας να την καθησυχάσω. Το βλέπει άσχημα το όλο θέμα, ωστόσο για όσο βρίσκονται στο νησί μας οι πρίγκιπες, καλό θα είναι, να κρατήσει την πρόσχαρη συμπεριφορά της. «Μιας και είσαι εδώ υπάρχει κάτι, που θα ήθελα να πούμε».
«Για τον Τζένσεν Ντίτσελχοφ;» με ρωτάει η Σελέστ ανέκφραστη.
«Όχι. Δεν έχει, να κάνει καθόλου με τον γάμο σου. Είναι κάτι άλλο. Κάτι πολύ σημαντικότερο από την αποκατάστασή σου. Το θέμα μας αφορά ένα αρχαίο κειμήλιο, που φυλάει η οικογένειά μας για αμέτρητες γενιές. Με τους αιώνες πήρε διάφορα ονόματα, όπως Λίκνο της Ζωής ή Ζυγαριά της Ζωής. Προσωπικά προτιμώ το Κρήνη του Σύμπαντος. Ακούγεται πιο μαγευτικό». Της χαμογελάω παιχνιδιάρικα θέλοντας, να της φτιάξω το πεσμένο της ηθικό. «Όπως και να ‘χει, είναι ένα μαγικό αντικείμενο φτιαγμένο από το ίδιο το σύμπαν. Λένε ότι έχει τη δύναμη, να καταστρέψει τον κόσμο και να τον ξαναφτιάξει από την αρχή».
«Αυτό πράγματι ισχύει ή είναι άλλη μια από τις ιστορίες σου, αγαπημένη μου μαμά;» Ανταποδίδει το χαμόγελο ήρεμα. «Μην αλλάζεις το θέμα».
«Όχι, αυτό είναι αληθινό. Σου λέω ό,τι μου είπε η δική μου μητέρα στα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου. Η Κρήνη του Σύμπαντος είναι ένα όπλο και μόνο εκείνοι που έχουν γεννηθεί στη μέρα της αλλαγής των ισημεριών, μπορούν να το ελέγξουν, δίχως να ανατρέψουν την ισορροπία του σύμπαντος και διαλύσουν τον κόσμο. Για γενιές είναι κρυμμένο στο σημείο, όπου η γυναίκα φύλακάς του το έκρυψε, ώσπου η κληρονομιά να περάσει σε κάποιον απόγονό της. Εσένα!»
«Εμένα;»
«Είσαι στην κατάλληλη ηλικία, για να αναλάβεις εσύ αυτό το καθήκον πλέον και όταν έρθει ο καιρός, θα το παραδόσεις στο δικό σου παιδί». Της εξηγώ, όμως η Σελέστ δείχνει όλο και πιο μπερδεμένη και δύσπιστη. «Δεν είναι κάτι, για το οποίο πρέπει να ανησυχείς. Σύντομα θα κανονίσω ένα ταξίδι στο εξοχικό μας, εκεί θα σου αποκαλύψω τα υπόλοιπα που χρειάζεται να ξέρεις. Τώρα τι θα έλεγες να ξεχάσουμε τα προβλήματα και να πάμε μια βόλτα; Ο καιρός είναι υπέροχος, δε νομίζεις;»
«Σύμφωνοι. Αλλά πρώτα θα φάμε μαζί πρωινό και θα πιούμε τσάι ή αλλιώς θα τα πάρουμε μαζί μας, αν βιάζεσαι τόσο πολύ». Με τραβά μαζί της, καθώς σηκώνεται.
Πρωινό στην παραλία; Δεν είναι καθόλου άσχημη ιδέα. Αφήνω την Σελέστ, να μου διαλέξει ένα φόρεμα της αρέσκειάς της από την πλούσια γκαρναρόμπα μου και τις υπηρέτριες, να με ντύσουν. Είναι ένα όμορφο φόρεμα σε απαλό λαχανί χρώμα. Έχει στρογγυλό ντεκολτέ και από μέσα του ξεχωρίζει το ιδιαίτερο σχέδιο του λευκού πουκαμίσου. Τα μανίκια του είναι μακριά και στενά και στο τελείωμά τους ανοίγουν δημιουργώντας φραμπαλάδες από φίνα δαντέλα. Έχει μια μεταξωτή κορδέλα γύρω από τη μέση του, που δένεται στο πλάι σε έναν διακριτικό φιόγκο. Το υπόλοιπο ύφασμα πέφτει ως το πάτωμα δημιουργώντας ένα άνοιγμα σαν καμπάνα και είναι διαφορετικού χρώματος. Έχει το βαθύ μπλε της θάλασσας και στις πτυχές του λαμπερό γαλάζιο του ουρανού.
Κατεβαίνουμε στην σάλα με σαφώς πιο ανεβασμένο ηθικό και ανάλαφρη διάθεση. Ώσπου να ετοιμαστούν το καλάθι και τα άλογά μας η Σελέστ μου μιλάει για τον Σιρκάν και την ανησυχία της που νιώθει γι’ αυτόν, μην ξέροντας αν είναι καλά ή αν νιώθει προδομένος, που ένας άλλος άντρας θα αναλάβει τα καθήκοντά του στο πλάι της. Τα συναισθήματά της είναι τόσο έντονα για τον αγαπημένο της Σιρκάν, που μερικές φορές αναρωτιέμαι, αν νιώθει κάτι παραπάνω από απλή φιλία. Μήπως τον αγαπά και φοβάται να μου το πει; Σίγουρα δε θα το δεχόμουν, λόγω της άγνωστης καταγωγής του, όμως είναι κόρη μου. Θα ήθελα να με εμπιστεύεται, να μου μιλάει, για το πώς νιώθει και όχι να φοβάται ότι θα την μαλώσω και θα την κατακρίνω για τις επιλογές της.
Θυμάμαι τον εαυτό μου στην ηλικία της, όταν μου πρωτοείπαν, πως θα παντρευόμουν τον Κάλντερ Κίλμπορν. Η πρώτη μας συνάντηση έγινε κάτω από μια τρομερή παρεξήγηση και αρνήθηκα να γίνω γυναίκα του προσβάλλοντάς τον. Οι γονείς μου με έδειραν τόσο πολύ, για να με συνετίσουν, όμως και πάλι είπα όχι. Δεν ξέρω τι άλλαξε στο τέλος. Ίσως η καλή συμπεριφορά του απέναντί μου και τα τρυφερά του λόγια μαλάκωσαν την αρνητική γνώμη, που είχα για εκείνον. Είμαι πεπεισμένη, ότι το ίδιο συμβαίνει και με τη Σελέστ. Η γνώμη που έχει για τον Γκασπάρντ είναι λανθασμένη και δε θα την αλλάξει, αν δεν του επιτρέψει να την γνωρίσει καλύτερα.
Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά από την πόλη. Με έναν ελαφρύ τριποδισμό φτάνουμε αμέσως στο λιμάνι. Μου φαίνεται πως κάτι απασχολεί τη Σελέστ, μα δεν είμαι σίγουρη, αν πρέπει, να ρωτήσω ή όχι. Να σκέφτεται τα όσα είπε για τον πρίγκιπα Γκασπάρντ; Θα δεχόμουν με ευγνωμοσύνη τη μεταμέλειά της.
«Εμ, μήπως θα μπορούσα, να επισκεφτώ τον Σιρκάν για λίγο; Θα σε βρω αμέσως στην παραλία» ρωτάει διστακτικά, αποφεύγοντας το βλέμμα μου. «Θα ήθελα, να δω πώς είναι».
«Έχεις δέκα λεπτά στη διάθεσή σου. Αν αργήσεις έστω και λίγο παραπάνω, θα στείλω τους στρατιώτες του πατέρα σου, να έρθουν, να σε πάρουν» δηλώνω, στενεύοντας τα μάτια μου με αυστηρότητα. «Σύμφωνοι;»
«Μάλιστα μητέρα». Υποκλίνεται χαμογελώντας και, χτυπώντας το καμτσίκι στα καπούλια του αλόγου, φεύγει μπροστά σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης.
Μερικές φορές αναρωτιέμαι σε ποιον έμοιασε αυτό το κορίτσι. Από τη μια είναι υπάκουη και συμπεριφέρεται, όπως αρμόζει στη θέση της και από την άλλη, έχει τη νοοτροπία αγοροκόριτσου, κάποιας που έχει μεγαλώσει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Αν μάθει ο πατέρας της για την επίσκεψή της στο σπίτι του σωματοφύλακά της, θα γίνει έξαλλος. Εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου, να μην σχεδιάζουν οι δυο τους κάτι που θα ντροπιάσει το όνομα της οικογένειάς μας.
Με αυτές τις δυσοίωνες σκέψεις να τριγυρίζουν στο μυαλό μου, προσπερνάω το λιμάνι και ξεπεζεύω στην παραλία. Ο σωματοφύλακάς μου ήσυχος, όπως πάντα, με μιμείται κουβαλώντας το καλάθι του πικ νικ. Κλείνω τα μάτια και οσφραίνομαι βαθιά τον καθαρό, θαλασσινό αέρα. Μια αβάσταχτη ανησυχία πλακώνει το στήθος μου σαν βουνό από πέτρες. Η σκιά του πολέμου θ’ απλώσει τα δίχτυα της σαν έμπειρος ψαράς και, όταν το κάνει, εμείς θα πιαστούμε σαν ανόητο κοπάδι ψαριών. Ξέροντας πως κανένας δεν με βλέπει, βγάζω τα παπούτσια μου και σηκώνοντας το φόρεμά μου περπατάω στην παραλία. Τα πόδια μου βουλιάζουν στη ζεστή άμμο και βρέχονται από την δροσερή θάλασσα.
Ο καιρός είναι αφύσικα ζεστός για τα μέσα Δεκέμβρη και έχει μια απροσδιόριστη αύρα, που θυμίζει φθινόπωρο. Το Κρέομορ δε φημίζεται για τον βαρύ χειμώνα του, όμως και πάλι… μου φαίνεται περίεργο. Ο κόσμος μας δημιουργήθηκε έχοντας τέσσερις εποχές, όμως πλέον υπάρχουν μόνο δυο. Λένε πως όταν χρησιμοποιείται η Κρήνη του Σύμπαντος ένα μικρό κομμάτι του κόσμου διαλύεται. Πριν πολύ καιρό κάποιος το έκανε και ο χειμώνας παρέμεινε για εκατό χρόνια, ώσπου οι φύλακες της Κρήνης εμφανίστηκαν και έθεσαν την κατάσταση υπό έλεγχο. Ήταν άτομα γεννημένα την ημέρα της αλλαγής των ισημεριών και το αίμα τους ήταν προικισμένο με μια μαγεία, που απενεργοποίησε αυτό το όπλο και το παγίδεψε σε μια πέτρινη φυλακή. Έκτοτε το φυλάνε, ώστε κανένας να μην μπορέσει, να το ξαναχρησιμοποιήσει.
«Ράινα!» αναπηδάω ξαφνιασμένη και ρίχνω το φόρεμά μου για να κρύψω τα γυμνά μου πόδια, πριν στραφώ προς το μέρος του συζύγου μου.
Στέκεται στον πλακόστρωτο δρόμο, στην αρχή της παραλίας και σκιάζει τα μάτια του με το χέρι του, καθώς κοιτάζει προς το μέρος μου. Μαζί του είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ, ο οποίος έχει ανασηκώσει τα φρύδια του επικριτικά και με ένα αμήχανο νεύμα στρέφεται από την άλλη. Απομακρύνομαι από το νερό και σκύβω να μαζέψω τα παπούτσια μου. Ο Κάλντερ κατηφορίζει προς το μέρος μου βλοσυρός.
«Αγάπη μου…» αρχίζω, όμως δεν έχω ιδέα πώς να αρθρώσω μια λέξη σωστά.
«Τι κάνεις εδώ;» με ρωτάει ανέκφραστος. «Μόνη σου είσαι;»
«Προς το παρόν. Περιμένω τη Σελέστ. Της ζήτησα να έρθουμε για πικ νικ, όμως πήγε στην αγορά, να πάρει κάτι που ξεχάσαμε στο σπίτι. Σε λίγο θα επιστρέψει». Αποκρίνομαι με ένα χαμόγελο, δείχνοντάς του το ψάθινο καλάθι, που κρατάει ο σωματοφύλακάς μου. «Ξέρεις, χτες το βράδυ της ανέφερα την κληρονομιά της και νομίζω, πως… δεν το χειρίστηκα πολύ καλά. Ίσως την φόβισα με αυτό το καθήκον, χωρίς να το θέλω».
«Η Σελέστ είναι λογικό κορίτσι. Δε θα αρνηθεί το καθήκον της, όσο δύσκολο και αν της είναι». Σφίγγει τα χείλη του. «Έλα πάμε. Δεν είναι σωστό, να αφήσουμε τον πρίγκιπα στην παραλία. Το πικ νικ μπορεί να γίνει και σε έναν ωραίο κήπο…» «Μα η Σελέστ−»
Με διακόπτει ακουμπώντας τα δάχτυλά του στα χείλη μου. «Ο σωματοφύλακάς μου θα την ενημερώσει για την αλλαγή των σχεδίων μας».
Χαμηλώνω το κεφάλι μου με σεβασμό στην επιθυμία του άντρα μου και τον ακολουθώ.
Τελικά δεν πηγαίνουμε πουθενά για πικ νικ. Ήταν μόνο μια πρόφαση, για να απομακρυνθούμε από την παραλία. Ο Κάλντερ περπατά στο πλάι μου σιωπηλός και το βλέμμα του κάθε τόσο χάνεται στο κενό, ενώ το σαγόνι του σφίγγεται από ένταση. Η ανάσα του βγαίνει τραχιά, όμως όταν στρέφομαι προς το μέρος του, απλά μου χαμογελά. Κάτι άλλο συμβαίνει, κάτι πολύ πιο σοβαρό, που προφανώς δεν έχει σκοπό να μου αποκαλύψει. Μήπως ο πρίγκιπας Γκασπάρντ είπε τίποτα για την Σελέστ; Κατευθυνόμαστε προς το λιμάνι και συγκεκριμένα στο πλοίο Τίβερτον, που φαίνεται έτοιμο να σαλπάρει μακριά.
Η Σελέστ βρίσκεται ήδη στην αποβάθρα περιμένοντας την άφιξή μας. Μαζί της είναι ο πρίγκιπας Άλμπερτ και, παρόλο που η κόρη μου δεν του δίνει καμία σημασία, εκείνος μόνο που δεν έχει χώσει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Το κόρτε του είναι από τα πιο άθλια και άπρεπα, που έχω δει, και με φέρνει σε πολύ δύσκολη θέση. Η Σελέστ έχει ζαρώσει αηδιασμένη στο πλάι του νέου της σωματοφύλακα.
«Κύριοι, ελπίζω η φιλοξενία μας να επαλήθευσε τις προσδοκίες σας» λέει ο άντρας μου ακουμπώντας το χέρι του στο στήθος του και κάνοντας μια βαθιά, αλλά ειρωνική, υπόκλιση θα έλεγα.
«Ήταν τιμή μας» λέει ψυχρά ο πρίγκιπας Γκασπάρντ, προχωρώντας προς την ξύλινη γέφυρα.
Περνώντας μπροστά από την Σελέστ δεν κάνει καμία κίνηση, για να την χαιρετήσει. Ούτε και εκείνη άλλωστε.
«Πάμε. Ξέρουν τον δρόμο της επιστροφής» γρυλίζει ο Κάλντερ μέσα από τα δόντια του σχεδόν διατάζοντάς μας. (Έτσι είναι ακόμα καλύτερο, αλλά εγώ πριν έψαχνα το ρήμα «ξεπροβοδίζω» :P )
Μα…
Επιστρέφουμε στο σπίτι μέσα στη σιωπή, η οποία με προβληματίζει όλο και περισσότερο και εκτοξεύει την περιεργειά μου στα ύψη σχετικά με την συμπεριφορά του Κάλντερ. Ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω, όταν έρχομαι αντιμέτωπη με μια νέα εξέλιξη, που κανένας μας δεν προέβλεψε. Ο Τζένσεν Ντίτσελχοφ, γιος του Περιφερειάρχη του Κιούρεαν, Μαρτιέν Ντίτσελχοφ κάθεται στο σαλόνι μας πίνοντας τσάι. Κοιταζόμαστε έκπληκτοι μεταξύ μας. Ο νεότερος Ντίτσελχοφ είναι ο μόνος, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για εκείνη, δίχως να τον νοιάζει η κοινωνική της τάξη.
Είναι αρκετά μεγαλύτερος σε ηλικία από τη Σελέστ, κοντά οχτώ χρόνια και πολύ σημαντικός για τον τόπο του. Οι ικανότητές του στη μάχη και η σκληρότητά του τον έκαναν διοικητή του Κιούρεαν. Τα πράσινα μάτια του λάμπουν από ευχαρίστηση, όταν βλέπει την Σελέστ, σαν να την εγκρίνει και της χαμογελάει με ύφος όλο επιδοκιμασία. Η Σελέστ του ανταποδίδει ένα χαμόγελο αθώο και χαριτωμένο.
«Άρχοντα Τζένσεν λάβαμε το γράμμα σας, όμως δε σας περιμέναμε τόσο σύντομα» λέω θέλοντας, να ακουστώ, όσο πιο φιλική γίνεται.
«Βρισκόμουν ήδη στα ανοιχτά, όταν έγραψα το γράμμα και ώσπου να σταλθεί, είχα πλησιάσει αρκετά το Κρέομορ. Ελπίζω, να μην προκάλεσε προβλήματα η επίσκεψή μου». Απαντάει δήθεν σαστισμένος.
«Κάθε άλλο. Είναι χαρά μας, να σας έχουμε μαζί μας. Αλλά τώρα θα είστε κουρασμένος. Επιτρέψτε μου, να σας δείξουμε το δωμάτιό σας» συνεχίζω σε ήπιο τόνο και μια υπηρέτρια μας πλησιάζει βιαστικά. «Το μεσημεριανό τραπέζι θα στρωθεί σε τέσσερις ώρες».
Η Σελέστ αποχωρεί αμέσως μετά τον Τζένσεν και εγώ μένω μόνη στο σαλόνι με τον σύζυγό μου. Τόση ώρα δεν είπε τίποτα, κάτι που δε συνηθίζει, όταν έχουμε καλεσμένους στο σπίτι. Πέφτει στον καναπέ βαρύς, αναστενάζοντας σαν πληγωμένο θηρίο. Πηγαίνω κοντά του και κάθομαι στο πλάι του, παίρνοντας τα χέρια του μέσα στα δικά μου. Μοιάζει τόσο πληγωμένος.
«Θα μου πεις επιτέλους τι είναι αυτό που σε βασανίζει;» τον ρωτάω ανήσυχη. «Συνέβη κάτι με τον πρίγκιπα Γκασπάρντ;»
«Θέλει τη Σελέστ». Ο Κάλντερ διστάζει μην ξέροντας, πώς να συνεχίσει.
Αν ο Γκασπάρντ ενδιαφέρεται για την κόρη μας, γιατί είναι στεναχωρημένος; Εκτός και αν δεν είναι ο πρίγκιπας Γκασπάρντ που την θέλει, αλλά ο αδελφός του Άλμπερτ. Και μόνο στην σκέψη οτι μπορεί να γίνει γυναίκα του δεύτερου πρίγκιπα μου ανακατεύτει τα σωθικά.
«Θέλει κάποιος από τους πρίγκιπες να την παντρευτεί;»
«Όχι!» απαντάει απότομα σβήνοντας το χαμόγελο από τα χείλη μου. «Ο Γκασπάρντ θέλει να την αγοράσει».
Ηλιάνα Κλεφτάκη