Η σιωπή είναι ηχηρή.
Έχει τη δύναμη να σπάσει τις μάσκες.
Μπορεί να κλονίσει την ψυχραιμία.
Έχεις ακούσει ψυχή να ουρλιάζει
για να καλύψει το κενό;
Έχει τη δύναμη να σπάσει τις μάσκες.
Μπορεί να κλονίσει την ψυχραιμία.
Έχεις ακούσει ψυχή να ουρλιάζει
για να καλύψει το κενό;
«Άντριαν!» τσιρίζει το μικρό και ενοχλητικό πλάσμα με τα πράσινα μάτια.
Έχει δανειστεί ένα μπλε κοστούμι μου και επιπλέει μέσα σε αυτό. Τα μαλλιά της έχουν σχηματίσει έναν κότσο. Τα έχει κρύψει κάτω από έναν μπερέ που δε γνώριζα πως διέθετα. Τοποθετεί τα χέρια στις τσέπες και μου κλείνει το μάτι όλο νόημα.
«Δε θα ήμουν ωραίος άντρας;»
«Αν είχες λίγο περισσότερο όγκο και κάμποσα εκατοστά ύψους ακόμα, μπορεί».
Με ταρακουνάει, ώστε να με εξαναγκάσει να την προσέξω. Αφήνω τις παρτιτούρες μου στην άκρη, για να στραφώ προς το μέρος της βαριεστημένα. Το υπνοδωμάτιό μου μου τραβά την προσοχή. Είναι βομβαρδισμένο. Η ντουλάπα μου είναι ορθάνοιχτη και το περιεχόμενό της έχει κουβαριαστεί σε τραγικό βαθμό. Από εκεί απορρέουν διάφορα ρούχα, τα οποία είναι πεταμένα στο κρεβάτι, στο πάτωμα και στην καρέκλα. Ευτυχώς για την ψυχική μου γαλήνη, η βιβλιοθήκη που χωρίζει το υπνοδωμάτιο από την κουζίνα και η γωνιά με το πιάνο μου είναι ανέγγιχτες. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και δοκιμάζω να της δώσω την προσοχή που αποζητά.
«Θέλω να βγω έξω. Αν βγω έτσι δε θα με καταλάβει κανείς. Δε θα με αναγνωρίσουν» με επιβεβαιώνει.
«Δε θα βγεις. Είμαστε στη γειτονιά στην οποία έχεις μεγαλώσει, Έλια».
«Ε, λοιπόν, βγάλε με σε κάποιο άλλο μέρος. Τι είδους γονιός είσαι;» καταλήγει γελώντας, μα το θυμωμένο μου βλέμμα τη συνετίζει. «Πω, πάντα τόσο κακοδιάθετος είσαι;»
«Έχω πιο καλή διάθεση, όταν δε φροντίζω τσιμπούρια».
Ρουθουνίζει όπως με έχει δει να κάνω κάμποσες φορές αυτόν τον καιρό και κρύβεται κάτω από τα σκεπάσματα στο κρεβάτι μου. Την αγριοκοιτάζω, έτοιμος να τη στείλω στην τρύπα της σοφίτας, αλλά αποφασίζω να μη μιλήσω. Αισθάνομαι πως είναι και για εκείνη δύσκολο όλο αυτό. Σηκώνομαι μόνο για να κλείσω το ανακριτικό φως του δωματίου και να ρυθμίσω τον κίτρινο φωτισμό του πορτατίφ. Έπειτα, εκμεταλλεύομαι την ησυχία για να παίξω πιάνο. Πάντα με ηρεμεί. Μάλλον το ίδιο συμβαίνει και στην Έλια, γιατί δεν αργεί να αποκοιμηθεί. Ανασαίνει ήρεμα και σταθερά. Σχεδόν τη ζηλεύω. Μακάρι να νύσταζα με τέτοια ευκολία. Ή να μην τινασσόμουν κάθε λίγο και λιγάκι από έναν νέο εφιάλτη.
Αφότου ολοκληρώνω ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια, του Μπαχ, αποφασίζω να συμμαζέψω. Μου παίρνει περίπου μία ώρα να ολοκληρώσω την τακτοποίηση. Το αποτέλεσμα με επιβραβεύει. Το δωμάτιό μου μοιάζει άθικτο. Χαμογελώ ανεπαίσθητα, καθώς σκεπάζω την Έλια με τη λεπτή κουβέρτα που έχει παραμερίσει. Ετοιμάζομαι να πάω στη σοφίτα, εφόσον πρέπει να κοιμηθώ κάπου αλλού. Το χέρι της με σταματά. Τυλίγει τα δάχτυλά της γύρω από τα δικά μου. Με κοιτάζει παρακλητικά και υποκύπτω. Κάθομαι άκρη άκρη και περιμένω να ακούσω την επόμενη τρέλα.
«Στα αλήθεια σκότωσες κάποια άλλη, για να ζήσω εγώ;»
Ξεροβήχω, έχοντας χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Η Ίντιθ πρέπει να μάθει να κλείνει το στόμα της. Δεν μπορεί να είπε σε ένα παιδί τι είδους παρανομία έχω διαπράξει. Με τέτοια εχεμύθεια, σε δύο μέρες θα έρθουν να με δολοφονήσουν οι άλλοι Φύλακες.
«Θυσιάστηκε με δική της πρωτοβουλία. Τώρα είσαι και επισήμως Ευαίσθητη».
«Ποια ήταν;»
Σηκώνομαι και αποχωρώ. Δε θέλω να μιλήσω περισσότερο σε ένα μικρό παιδί. Τόσο γιατί είναι προσωπική μου υπόθεση, όσο και γιατί δεν έχω μάθει να εκτίθεμαι. Η Έλια μοιάζει να υποπτεύεται πως κρύβω κάτι σημαντικό. Πως η γυναίκα που πέθανε μια βδομάδα πριν και κρύφτηκε πίσω από το λευκό σεντόνι σήμαινε κάτι για εμένα. Δε θα μάθει όμως. Όσο και αν προσπαθήσει να διαπεράσει τα τείχη μου, θα συναντήσει περισσότερα.
Πηγαίνω στο μικρό δωμάτιο του πάνω ορόφου και σβουρίζω για ώρες. Τα σεντόνια είναι αφόρητα ενοχλητικά. Μοιάζουν με κλαδιά που μπήγονται στην πλάτη μου. Και πόση ζέστη κάνει; Ξεφυσώ χιλιάδες φορές, μέχρι να χαθώ σε έναν ανάστατο ύπνο. Το πρωί, πλησιάζω τον καθρέπτη στο μπάνιο και μορφάζω. Θα με παρομοίαζα με ζωντανό νεκρό. Όσο για τα γένια μου, ξεπροβάλλουν περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Βασικά, δε θα έπρεπε να φαίνονται καθόλου. Ξυρίζομαι και πλένομαι, σε μια απόπειρα να βελτιώσω την όψη μου.
Βγαίνοντας έξω, συναντώ την Έλια. Όση ώρα βρισκόμουν κλεισμένος στο μπάνιο, εκείνη ετοίμαζε πρωινό. Έχει τοποθετήσει μια μεγάλη πιατέλα με τηγανίτες στο τραπέζι και μου ζητά μέλι. Εξετάζω τον χώρο. Με διαπερνά ένα κύμα ανακούφισης. Έχει φροντίσει να τακτοποιήσει την κουζίνα. Της δείχνω τη θέση όπου βάζω το μέλι και χαμογελά. Καθόμαστε αντικριστά και μου περιχύνει καφέ από τη μακινέτα στην κούπα.
«Ελπίζω να πίνεις εσπρέσο» ψελλίζει ντροπαλά.
Μετά ενώνει τις παλάμες και ξεκινά να ευχαριστεί τον Θεό για το τραπέζι, το σπίτι, το φαγητό… Τινάζω τις παλάμες της και της εξηγώ πως το τραπέζι και το σπίτι είναι δικό μου κατόρθωμα, όσο για το φαγητό, αποτελεί δικό της δημιούργημα. Μουτρώνει και ξεκινά να μασουλάει τηγανίτες με μηδενική όρεξη και ευθυμία. Αναστενάζω και απολογούμαι, δίχως να ξέρω τον λόγο. Εκείνη τρέφει οφθαλμαπάτες. Για ποιο λόγο αισθάνομαι άσχημα;
Οι μέρες κυλούν γρήγορα. Κάθε πρωί η Έλια μου παρέχει πρωινό. Κάθε μεσημέρι, ετοιμάζει ένα πιάτο φαγητό για τον καθένα. Κάθε βράδυ, τσάι. Μπορώ σχεδόν να συνηθίσω. Σαν αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες της, έχω δεχτεί να της μάθω ένα εύκολο κομμάτι στο πιάνο. Της αφιερώνω μία ώρα κάθε μέρα. Τις υπόλοιπες, τις περνώ κλεισμένος στη σοφίτα. Διαβάζω εφημερίδες και βιβλία, αλληλογραφώ με την αδερφή μου και αποφεύγω τη συγκατοίκηση.
Μετά από δύο ήσυχους μήνες, η Έλια αποφασίζει να διαταράξει την αρμονία της ζωής μας. Χτυπά την πόρτα και μπαίνει διστακτικά. Το ξύλο τρίζει ιδιαίτερα κάτω από τα πέλματά της. Δεν αποσύρω το βλέμμα από την εφημερίδα. Συνεχίζω την ανάγνωση. Από ότι φαίνεται, τα κρούσματα των παρεκκλίσεων έχουν αυξηθεί δραματικά.
«Θέλω να φύγω» επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις της.
«Δε γίνεται» αποκρίνομαι αδιάφορα.
«Ορίστε. Βλέπεις;» Τεντώνει το χέρι της προς το μέρος μου δεικτικά και στυλώνει το κορμί της. «Δε σε νοιάζει!»
«Έλια, είσαι δεκαέξι ετών, είναι λογικό να έχεις ανάγκη να βγεις και να περάσεις χρόνο με παιδιά στην ηλικία σου. Αλλά μάντεψε: χάρη σε εμένα αναπνέεις. Και εγώ δε σου επιτρέπω να ριψοκυνδυνέψεις να εκτεθείς».
«Ωραία λοιπόν, τότε θα φύγω από την περιοχή».
«Ακόμη και έτσι, κάποιος μπορεί να σε αναγνωρίσει. Πρέπει να ξεχαστεί η ύπαρξή σου» ανταπαντώ.
«Θα φύγω από το Λάστλεϊκ».
Στρέφομαι αργά και προσεκτικά. Προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τα λεγόμενά της. Σοβαρολογεί; Δεν υπάρχει ούτε μια μικρή κοινότητα ανθρώπων στα δάση και τα ξέφωτα έξω από το Λάστλεϊκ. Πόσο υπερβάλλουν οι έφηβοι πια;
«Απλά μου λείπει η ζωή μου πριν τα δεκαπέντε».
Και ξεκινάει να κλαίει. Υπέροχα. Απλά, υπέροχα. Σηκώνομαι και την πλησιάζω. Χαϊδεύω τον ώμο της και της ζητώ να σταματήσει. Πέφτει πάνω μου, βρίσκοντας συντροφιά στο άκαμπτο στέρνο μου. Την αφήνω να μουσκέψει το πουκάμισό μου, κινώντας μηχανικά τα χέρια πάνω κάτω κατά μήκος της πλάτης της.
«Θα ήθελα να ήμουν σαν κι εσένα. Μπορείς να κάνεις ό,τι επιθυμείς. Παίζεις πιάνο, διαβάζεις βιβλία, βγαίνεις έξω…»
«Γιατί δε διαβάζεις βιβλία;»
«Τα διάβασα όλα».
«Διάβασες όλη τη βιβλιοθήκη μου;» αναφωνώ.
«Όση από αυτή δεν είχα ήδη διαβάσει».
Αναστενάζω και την κλείνω στην αγκαλιά μου. Μετά από αρκετά αναφιλητά, το υγρό της ξέσπασμα υποχωρεί. Μα την καταλαβαίνω… Είναι παιδί ακόμη και τα παιδιά έχουν ανάγκη από ζωή και ελευθερία. Εγώ είμαι απλά απών.
«Θέλεις να πάμε μια βόλτα;» της προτείνω ευδιάθετα.
Τα μάτια της λαμποκοπούν και χοροπηδάει από τη χαρά. Τρέχει σε όλο το σπίτι. Αναζητάει τα κατάλληλα ρούχα στη μικρή βαλίτσα που κατάφερε να διασώσει από το σπίτι της. Φορά επίτηδες ένα θηλυκό φόρεμα και στερεώνει τα μαλλιά σε μια αλογοουρά. Ένα παχύ κασκόλ κρύβει το μισό της πρόσωπο και δύο μαύρα ψηλοτάκουνα την κάνουν να μοιάζει πιο μεγάλη. Όποιος τη συναντήσει θα θεωρήσει πως έχει ξεπεράσει τα είκοσι χρόνια.
Εγώ φορώ ένα μακρύ παλτό και ένα ζεστό φουλάρι. Όποιος με συναντήσει θα φλερτάρει με την ιδέα πως γυρνώ από κηδεία, μα αυτό είναι το κλασσικό μου στυλ. Βγαίνουμε έξω προσεκτικά. Είναι επτά το απόγευμα και έχει ήδη νυχτώσει. Το φθινόπωρο έχει ξεκινήσει να φέρνει το σκοτάδι όλο και πιο βιαστικά. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητό μου, ένα ασημένιο τζιπ, και οδηγώ μέχρι το Καστέλιον. Είναι μια περιοχή όπου δε ζουν παιδιά. Εκεί είναι τα λημέρια των ηγετών. Νεοκλασικά σπίτια, ακριβά εστιατόρια, μεγάλες πράσινες πλατείες με πολύχρωμα άνθη και μουσεία.
«Είναι μαγευτικά» αναφωνεί, μόλις αποβιβάζεται, σβουρίζοντας σαν υπνωτισμένη.
«Έλια, εδώ μένουν οι ηγέτες. Μην παραξενευτείς αν είναι λίγο… σνομπ» την προετοιμάζω. «Σε παρακαλώ, φρόντισε να δείχνεις σαν γυναίκα με κλάση και όχι σαν μικρό κορίτσι».
«Σας παρακαλώ πολύ, κύριε Άντριαν, θα με συνοδεύσετε σε μια όμορφη πλατεία;»
«Είχα σκοπό να σας κεράσω ένα ακριβό γεύμα ανωτέρου επιπέδου, μα αν προτιμάτε–»
«Όχι, όχι. Φαγητό. Είμαι μέσα».
Θέλω να την κατσαδιάσω για τον παιδιάστικο τρόπο της. Αλλά απρόσμενα, μου έρχεται ένα κύμα γέλιου. Δεν καταφέρνω να το συγκρατήσω και καταλήγουμε να ξεροβήχουμε για να ανακτήσουμε την αυτοκυριαρχία της. Προτιμώ να παραμείνει παιδί. Φοβόμουν πως μετά από τον χρόνο που έχει περάσει στο σπίτι μου, θα έχει χάσει όλη της τη διάθεση.
Στο εστιατόριο «Επίγευσις», το οποίο στεγάζεται σε ένα ψηλό νεοκλασικό κτίσμα, αναγκαζόμαστε να υποδυθούμε σωστά τους ρόλους μας. Η μπαρόκ ατμόσφαιρα με τους χρυσούς κίονες Ιονικού ρυθμού και τις σκαλιστές λεπτομέρειες στην ταπετσαρία, μας συνετίζουν. Καθόμαστε σε ένα μεγάλο μαρμάρινο τραπέζι με ένα κόκκινο βελουτέ τραπεζομάντιλο. Η Έλια μόνο που δεν τρέμει από το δέος. Ο σερβιτόρος μας υποδέχεται, για να περιχύσει νερό στα ποτήρια μας και να μας δώσει τους καταλόγους. Του ζητώ ένα Chateau Angelus του ‘14, ώστε να γευτούμε το κρασί με καθαρό ουρανίσκο. Η Έλια αδυνατεί να διαβάσει το πολύπλοκο και αρκετά ξενόγλωσσο μενού και καταλήγω να επιλέγω εγώ τα συνοδευτικά του ποτού μας.
Έχουμε μόλις δοκιμάσει το κόκκινο κρασί, όταν ένας μεγάλος σε ηλικία κύριος μας πλησιάζει. Κρατά ένα ποτήρι με σαμπάνια, το οποίο μάλλον δεν είναι διατεθειμένος να αποχωριστεί. Ο άντρας αυτός είναι ηγέτης. Δύσκολα φτάνει κανείς στην ηλικία των εβδομήντα. Μάλιστα, φαίνεται να είναι ιδιαίτερα εύπορος. Φορά κοστούμι που κοστίζει όσο το ενοίκιο του σπιτιού μου, σε βαθειά γκρίζα απόχρωση. Τα μάτια του είναι μεγάλα και κοιτάζουν με έναν ιδιαίτερα ξύπνιο τρόπο. Το γαλάζιο χρώμα τους, εντείνει τη δυσφορία μου. Του προτείνω να καθίσει στη συντροφιά μας, όπως θα έκανα αν δεν είχα διαπράξει κάποια παρανομία, και ακολουθεί τη συμβουλή μου. Βολεύεται δίπλα στην Έλια και μας χαμογελά ευγενικά. Το στόμα μου στεγνώνει και δεν ευθύνεται το ώριμο κρασί για αυτό. Αποφεύγω να κοιτάξω την Ευαίσθητη συνοδό μου, από φόβο πως θα διευκολύνω την εκδήλωση μιας κρίσης πανικού.
«Ονομάζομαι Χένρι Δανδρέλους» συστήνεται, κλίνοντας το κεφάλι με σεβασμό.
«Εγώ είμαι ο Άντριαν Σβολέτι και από εδώ η συνοδός μου, Σμαράγδα Νταρβίν».
«Χαίρομαι που γνωρίζω μια τόσο απαράμιλλα όμορφη γυναίκα».
Πιάνει τον καρπό της Έλιας και τον φιλά. Το χέρι του κρατά το δικό της και η οπτική τους επαφή αναγκάζει το στομάχι μου να πέσει στο πάτωμα. Γνωρίζονται. Η Έλια βουρκώνει ανεπαίσθητα και σηκώνεται με πρόφαση τη γυναικεία φύση της και τη συχνή ανάγκη ανανέωσης του μέικ απ. Την παρακολουθούμε και οι δύο, καθώς απομακρύνεται. Η καρδιά μου έχει ακινητοποιηθεί. Θέλω να τρέξω, να την πάρω μαζί μου και να εξαφανιστούμε. Ο άντρας με τους γκριζαρισμένους κροτάφους και τα κατά τα άλλα καστανά μαλλιά, σκύβει προς το μέρος μου και τσουγκρίζει το ποτήρι του με το δικό μου.
«Στα αλήθεια, την έχεις βαμμένη. Η Έλια είναι εγγονή μου, βλέπεις. Θα έπρεπε να έχει πεθάνει. Αυτό το γνωρίζω. Η εξαφάνισή της δεν πήρε μεγάλες διαστάσεις, λόγω της ασήμαντης θέσης της. Αλλά… δεν μπορώ να αφήσω κάποιον Φύλακα να καταχράται τον ρόλο του. Μπορώ;»
Κλείνω τα μάτια και κινώ το κεφάλι καταφατικά. «Καταλαβαίνω».
«Από την άλλη, χρειαζόμουν ένα δεξί χέρι» με εκπλήσσει. «Κάποιον Φύλακα που δεν έχει μάθει να παραιτείται και να ακολουθεί τους κανόνες του Λάστλεϊκ σαν να είναι υπνοβάτης» αλλάζει την ισορροπία της συζήτησης. «Πώς είπες ότι θέλεις να σε φωνάζω; Άντριαν;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Αν μου αφήσεις ένα τηλέφωνο, για να μπορώ να σε καλέσω όταν θα έχω ανάγκη από έναν φίλο, θα δεχθώ να κάνω τα στραβά μάτια. Καταλαβαίνεις. Η πολιτική είναι ένας χώρος με πολλές επιλογές, για εκείνον που την ασκεί».
Είναι ο παππούς της. Δεν μπορεί να προδώσει το ίδιο του το αίμα. συλλογίζομαι.
Η εικόνα της Έλιας επανέρχεται στο μυαλό μου. Τη στιγμή που έδωσαν τα χέρια και κοιτάχτηκαν, έχασε το χρώμα της. Το συνήθως σταρένιο δέρμα της πήρε μια ωχρή απόχρωση και τα δάχτυλά της τρεμούλιασαν. Αυτή δεν ήταν αντίδραση εγγονής. Τον φοβόταν. Τον έτρεμε. Και μάλλον, όφειλα να ακολουθήσω το παράδειγμά της, μέχρι να μάθω την ιστορία πίσω από το άτομό του.
Δέχομαι τον εκβιασμό, ανίκανος να αντιδράσω διαφορετικά. Αν δοκιμάσω απλά να αποδράσω και ο παππούς της δεν αστειεύεται, αύριο το πρόσωπο της Έλιας και μια περιγραφή μου θα κυκλοφορούν σε όλες τις οθόνες του Λάστλεϊκ. Αφότου έχουμε ανταλλάξει στοιχεία επικοινωνίας με τον κο Χένρι, προφασίζομαι μια σημαντική δουλειά και τακτοποιώ τον λογαριασμό.
Μαζεύω τη ζακέτα του κοριτσιού και φορώ το παλτό μου. Την αναζητώ στις γυναικείες τουαλέτες. Τίποτα. Χτυπώ τις πόρτες, οι οποίες υποχωρούν με τη σειρά, για να αποκαλύψουν πως η Έλια δε βρίσκεται εκεί. Στην τελευταία, αισθάνομαι ένα ρεύμα να με παγώνει. Ένα παράθυρο είναι ανοιχτό. Ένα παράθυρο, από το οποίο δε θα μπορούσα ποτέ να περάσω. Ένα παράθυρο, από το οποίο θα χωρούσε με ευκολία ένα μικρό και λεπτοκαμωμένο κορίτσι.
Ράνια Ταλαδιανού