Το Άστρο που έδυσε (Κεφάλαιο 7 - Μέρος 5ο) - Το σπαθί του Αρχάγγελου

Καθόταν μονάχη της, έχοντας το μυαλό της προσηλωμένο στη θάλασσα και στα κρωξίματα των γλάρων που πετούσαν ελεύθεροι ψηλά στον ουρανό. Η καθημερινότητά της στη δουλειά είχε αλλάξει, καθώς τον αλλοτινό «Λύαμ» είχε αντικαταστήσει ένας μεσήλικας λογιστής. Πάραυτα, ο κύριος Μίλερ ακόμη ήλπιζε στην επιστροφή του λαμπρού του άστρου, του κυρίου Χελ. «Εδώ που τα λέμε, με το θέμα του χαρακτηρισμού ως άστρου, δεν είχε πέσει και πολύ έξω» σκέφτηκε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Κάποιες φορές, άπλωνε το χέρι της μπροστά, σαν να προσπαθούσε να αγγίξει έναν αόρατο τοίχο. Σαν να ήλπιζε πως από κάπου αλλού, ίσως από κάποια άλλη διάσταση, ένα άλλο χέρι θα απλωνόταν για να κρατήσει το δικό της σφιχτά. Στο μυαλό της έτρεχαν όλες οι στιγμές που είχε ζήσει με αυτό το τόσο αλλόκοτο πλάσμα. Τον υπέρτατο Αρχάγγελο, παγιδευμένο στο σώμα ενός τερατόμορφου δαίμονα. Ο ορισμός του κακού για τον κόσμο και ο δυνατός έρωτας για εκείνη. Για εκείνη, που είχε την τύχη να δει αυτήν την απόλυτη δύναμη, να λυγίζει κάτω από το άγγιγμά της, που τον είχε δει να φοβάται, τη στιγμή που κοιτούσε το πρόσωπό του εξαιτίας της ασχήμιας του και τον είχε δει να συγκινείται τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν την αποχωριστεί για πάντα. «Το για πάντα» σκέφτηκε, είχε πολλές σημασίες ανάλογα με τον τρόπο και την πρόταση την οποία συνόδευε. Στην περίπτωσή της, ακουγόταν σκληρό και αμείλικτο, μα πάνω από όλα αμετάβλητο. Τέλος, στο μυαλό της εμφανίστηκε η εικόνα τους τη στιγμή που έκαναν έρωτα. Τη στιγμή που μπροστά της δεν είχε κανέναν Εωσφόρο, αλλά έναν άνδρα σαγηνευτικά άπειρο. Έναν άνδρα που την είχε αγγίξει τόσο απαλά και τρυφερά, σαν να ήταν το σώμα της μία εύθραυστη και πολύτιμη πορσελάνη. Έναν άνδρα του οποίου η ψυχή, είχε στην κυριολεξία φωτιστεί μέσα από την ερωτική τους επαφή σε τέτοιο βαθμό, που είχε αποτινάξει το απόκοσμο κουβούκλιο του δαίμονα και είχε προσωρινά έστω, δώσει τη θέση του στον πιο όμορφο Άγγελο που είχε δει ποτέ της.

Το μυαλό της όμως, άφησε κατά μέρος τις όμορφες αναμνήσεις, για να συγκεντρωθεί στο θλιβερό παρόν και στην ακόμη χειρότερη αλήθεια, πως μία τέτοια αγάπη ήταν εκ φύσεως καταδικασμένη. Εκείνος, ήταν αθάνατος και εκείνη μία θνητή, ανίκανη φυσικά να τον βοηθήσει αυτήν την τόσο σημαντική στιγμή. Εκείνος θα έλιωνε στα έγκατα της Κολάσεως, εξαιτίας αυτού του βδελύγματος που ονομαζόταν Ασμοδαίος και εκείνη το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να περιμένει καρτερικά τις εξελίξεις. «Έτσι θα έφυγε και ο Ντάνιελ την ημέρα που αυτό το κτήνος μου επιτέθηκε. Με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο» σκέφτηκε, φέρνοντας στο νου της στιγμιαία την εξομολόγηση του Κολασμένου Πρίγκιπα, πως εκείνος την είχε απαγάγει, το μοιραίο βράδυ της Παραμονής. Το βράδυ που ο δικός της φύλακας Άγγελος, την είχε σώσει, παρά το γεγονός πως τον ρόλο αυτόν, τον είχε επωμιστεί ο Μιχαήλ. Εκείνη γνώριζε, πως τις πιο μύχιες σκέψεις της, τις πιο εσωτερικές της προσευχές, μονάχα ένας μπορούσε να τις ακούσει. «Μου λείπεις» ψιθύρισε μέσα από έναν υπόκωφο λυγμό, όταν ένιωσε ένα χέρι να απλώνεται στον ώμο της και έναν όμορφο, καστανομάλλη νεαρό να στέκεται μπροστά της.
«Μιχαήλ!» αναφώνησε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Έχω το σπαθί» της χαμογέλασε και συνέχισε «Πάμε γρήγορα στο διαμέρισμά σου. Είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ο αδερφός μου ο Γαβριήλ έχει αντιληφθεί το ψέμα που διαρρεύσαμε προκειμένου να πάρω το σπαθί και θα το αναζητά, αν όχι και τον κλέφτη» την είπε και ευθύς κατευθύνθηκαν προς την παλιά πολυκατοικία του Μπρούκλιν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.


Τη στιγμή που άνοιγαν την ξύλινη πόρτα, μία έντονη μυρωδιά καμένης σάρκας πλημμύρισε τον χώρο, ενώ στο βάθος φάνηκε η φιγούρα ενός παραμορφωμένου πλάσματος.
«Αλάστορα;» ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ.
«Αφού καταφέρνεις ακόμη και με αναγνωρίζεις, υποθέτω πως αυτό είναι καλό σημάδι και πως δεν πρόλαβε να λιώσει ολόκληρο το κορμί μου» μούγκρισε ο δαίμονας πονεμένα. «Και τώρα, ερώτηση βασική, επιμορφωτικής σημασίας. Πώς τα αντέχεις; Θέλω να πω, αυτά τα τετρακέφαλα πλάσματα, βρίσκονται ένα επίπεδο υψηλότερα από τα τερατουργήματα που έχει φτύσει η Κόλαση! Δεν ήξερα ποιο από όλα τα κεφάλια να αποφύγω, καθώς είχε ξεσπάσει πάνω μου όλη η οργή της ζούγκλας, αν αναλογιστούμε πως τα Χερουβείμ, έχουν ένα κεφάλι βοδιού, ένα λιονταριού, ένα αετού, ενώ το τελευταίο σου ξυπνά όλες τις θλιβερές αναμνήσεις του προπατορικού αμαρτήματος, καθώς μοιάζει στον Αδάμ. Σκέτος εφιάλτης!» αναφώνησε ο Αλάστορας και ο Μιχαήλ γέλασε.
«Σου ομολογώ με βεβαιότητα, πως ακόμη και εμείς δεν είμαστε εξοικειωμένοι πλήρως μαζί τους, καθώς βρίσκονται στις ανώτερες διαστάσεις και φυλούν τον θεϊκό θρόνο. Σε ευχαριστώ για την βοήθεια» τελείωσε και ο δαίμονας τον πλησίασε.
«Μην τρέφεις αυταπάτες Αρχάγγελε. Το έκανα καθαρά και μόνο για να σώσω το μαύρο και κολασμένο τομάρι του Αφέντη» συνέχισε ο δαίμονας.
«Διόλου διαφωνώ πως ο αδερφός μου είναι ένα μαύρο και κολασμένο τομάρι. Ωστόσο, ο χρόνος μας πιέζει επικίνδυνα. Θα πρέπει το σπαθί να μεταφερθεί στην Κόλαση»
«Δεν πάτε πουθενά δίχως εμένα» ακούστηκε αποφασιστικά η φωνή της Αντέιρα και οι δυό τους κοιτάχτηκαν, προτού ξεσπάσουν σε ασυγκράτητα γέλια.
«Κακόγουστο το αστείο και παραδέξου το» της είπε ο δαίμονας.
«Καθόλου! Δεν αντέχω να κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια, καρτερώντας το αποτέλεσμα. Θέλω να τον δω» τους είπε, ενώ μία μικρή αστάθεια εμφανίστηκε στη φωνή της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο κόσμος άρχισε να γυρίζει γύρω της και προτού πέσει, ο Μιχαήλ την άρπαξε στον αέρα.
«Αντέιρα τι σου συμβαίνει;» επέμεινε.
«Τίποτε απολύτως. Όπως σου είχα πει, θα οφείλεται στις κρίσεις πανικού. Δεν έχω περάσει και λίγα τον τελευταίο καιρό» του απάντησε αβέβαια.
«Νομίζω πως δεν φροντίζεις τον εαυτό σου όπως πρέπει. Κοίταξέ το» την προέτρεψε ο Μιχαήλ.
«Ακόμη και κάτι σοβαρό να είναι, διόλου με απασχολεί. Εγώ θέλω να έχω την ευκαιρία να τον δω, έστω και για μία τελευταία φορά. Είναι προσωπική μου επιθυμία και εσείς δεν έχετε το δικαίωμα να μου την στερήσετε» τους είπε.
«Η Κόλαση θα σε αλλάξει, τόσο εσένα, όσο και τον Αγγελούκο από εδώ. Θα πρέπει να κλείσετε τα μάτια σας και τα αυτιά σας στους πειρασμούς και τις άσχημες εικόνες» είπε ο Αλάστορας. «Το ρίσκο είναι καθαρά δικό σας»
«Πού βρίσκεται η Πύλη;» ρώτησε ο Μιχαήλ.
«Υπογείως φυσικά» απάντησε ο δαίμονας και οι τρείς τους βγήκαν από το σπίτι, κατευθυνόμενοι στον πιο κοντινό σταθμό του μετρό, με προορισμό τον grand central terminal.
Έχοντας υιοθετήσει την ανθρώπινη μορφή τους και με την Αντέιρα στο πλάϊ τους, στάθηκαν για λίγο στις σκάλες, ώστε να θαυμάσουν τον πιο διάσημο σταθμό της Νέας Υόρκης. Πλήθος ανθρώπων πηγαινοερχόταν και ο Αλάστορας κατευθύνθηκε σε μία κρυφή έξοδο κινδύνου, η οποία τους οδηγούσε όλο και πιο βαθιά μέσα στη γη. Έχοντας κατεβεί και το τελευταίο σκαλοπάτι, κατευθύνθηκαν προς μία κενή αποβάθρα- φάντασμα.
«Νομίζω πως είναι εκτός λειτουργίας» ακούστηκε η φωνή της Αντέιρα.
«Για εσάς τους θνητούς σίγουρα. Το τρένο αυτό, περνά σε μία άλλη διάσταση, όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Είναι σαν να κοιτάς το ίδιο ακριβώς πράγμα, αλλά από την πίσω μεριά του καθρέπτη. Την πιο αλλόκοσμη, την πιο εφιαλτική» τελείωσε ο δαίμονας και το σώμα της κοπέλας πάγωσε. Ο Μιχαήλ το διαισθάνθηκε και φρόντισε να την κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο γνωστός ήχος του τρένου που πλησίαζε, έφτασε στα αυτιά τους. Μπροστά τους, σταμάτησε ένα σκοτεινό και παλιό βαγόνι, ένω δεν φαινόταν ίχνος ανθρώπινης παρουσίας κάποιου οδηγού ή επιβάτη. Οι σιδερένιες πόρτες άνοιξαν με φόρα και τη στιγμή που έκλειναν πίσω τους, η Αντέιρα προσευχήθηκε σιωπηλά να ξαναέβλεπαν το φως του ήλιου.



Ιφιγένεια Μπακογιάννη