«Ο Παράδεισος είναι πιο ένδοξος και η Κόλαση πιο τρομερή από ό,τι η ανθρώπινη γλώσσα μπορεί να εκφράσει».
Τη στιγμή που το τρένο σταμάτησε τη σιωπηλή διαδρομή του, τόσο ο Μιχαήλ, όσο και η Αντέιρα, ένιωσαν ένα βάρος στην καρδιά. Η πόρτα άνοιξε και το μέρος ολόγυρα φαινόταν ολόιδιο, με εκείνο το σημείο από όπου περίμεναν λίγο πριν το απόκοσμο βαγόνι, με την διαφορά πως ήταν παντελώς εγκαταλελειμμένο και σκοτεινό, σαν να είχαν περάσει εκατομμύρια χρόνια απουσίας του ανθρώπινου είδους. Ακολούθησαν την ίδια ακριβώς διαδρομή, μέχρι το κεντρικό σημείο του σταθμού, όπου αναγράφονταν τα δρομολόγια και βρίσκονταν τα μαγαζιά και τα εστιατόρια. Ο χρόνος φαινόταν να έχει σταματήσει, ενώ οι σκιές των ανθρώπων που βάδιζαν άσκοπα τριγύρω τους, φαίνονταν να τους προσπερνούν αδιαφορώντας εντελώς για την ύπαρξή τους και μάλιστα μερικοί έπεφταν με βία πάνω τους, δίχως να τους ρίχνουν ούτε ένα βλέμμα. Σαν να μην τους ένοιαζε. Έμοιαζαν περισσότερο με φαντάσματα, παγιδευμένα στη γη εξαιτίας των ανειλημμένων υποχρεώσεων που δεν εκπλήρωσαν ποτέ εν ζωή.
Η Αντέιρα, εκνευρισμένη από τη στάση και την πλήρη αδιαφορία των περαστικών, προσπάθησε να σταματήσει κάποιον, αλλά αυτός τραβήχτηκε οργισμένος, δυσανασχετώντας και αφήνοντας παράλληλα να βγουν από το στόμα του άναρθρες κραυγές. Στο βάθος, φάνηκε το εστιατόριο που βρισκόταν στην κορυφή της σκάλας του σταθμού, μονάχα που τώρα έμοιαζε σαν να έχει βγει από κάποια ταινία τρόμου. Τα τραπέζια ήταν βρώμικα και τα τραπεζομάντηλα σκισμένα και λεκιασμένα, ενώ μερικές καρέκλες βρίσκονταν σκορπισμένες στο πάτωμα. Καθώς όμως ένιωσε να διψά τραγικά, η κοπέλα πλησίασε έναν σχετικά μεγάλης ηλικίας κύριο, που φαινόταν να είναι ο υπεύθυνος του μαγαζιού, ζητώντας του παρακλητικά ένα μπουκάλι νερό, μα εκείνος ρίχνοντάς της ένα αδιάφορο και ψυχρό βλέμμα, συνέχισε να στέκει ατάραχος και να κοιτά αφηρημένος το κενό. Στα μάτια του, καθώς και σε εκείνα των υπόλοιπων νεκροζώντανων, θα έλεγε κανείς ανθρώπων, δεν υπήρχε ίχνος συναισθήματος, ίχνος ζωής. Όλοι τους έμοιαζαν με άψυχες συσκευές, που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Ωστόσο, ως ένα σημείο, αυτή η θλιβερή εικόνα δεν διέφερε και πολύ από την πραγματικότητα στην οποία ζούσε.
«Ζοφερό, πυκνό σκοτάδι, στέρηση αγάπης και ελπίδας, αίσθημα μοναξιάς, οργής και θυμού, απόλυτη αδιαφορία και απονιά από τους συνανθρώπους σου, άσβεστη δίψα που παραμένει ανικανοποίητη. Καλώς ήρθες στην Κόλαση. Αυτή είναι η σύγχρονη πραγματικότητα, εκφρασμένη στον υπερθετικό βαθμό. Οι άνθρωποι έχετε προ πολλού ξεχάσει πώς είναι να αγαπάτε και να νοιάζεστε ο ένας για τον άλλο. Πώς να απλώνετε το χέρι σας και να βοηθάτε κάποιον που το έχει πραγματικά ανάγκη, δίχως να περιμένετε κάποιο αντάλλαγμα. Βασικά, έχετε ξεχάσει πώς να είστε άνθρωποι. Απομακρυνθήκατε από τον Πατέρα, όπως και ο κολασμένος συνοδοιπόρος μας από εδώ. Ωστόσο, τίποτε στη ζωή δεν είναι αδύνατο, το ίδιο και η μετατροπή της σημερινής Κόλασης, στον αλλοτινό Παράδεισο» ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ που έδειξε τον Αλάστορα.
«Ας αφήσουμε στην άκρη την θεϊκή διδασκαλία περί καλού και κακού και ας ανοίξουμε τα μάτια μας, καθώς οι κίνδυνοι παραμονεύουν σε κάθε μας βήμα. Άγγελε, κρύψε το πρόσωπό σου και μα το σκότος των Ταρτάρων, μην σου ξεφύγει κανένα λευκό πούπουλο και μας κάψεις!» τελείωσε το δαιμόνιο και ο Μιχαήλ καλύπτοντας το πρόσωπό του με την κουκούλα από το φούτερ του, ακολούθησε τον δαίμονα μέχρι την έξοδο του σταθμού, βαστώντας ταυτόχρονα το χέρι της Αντέιρα.
ΤΑΡΤΑΡΑ
Oι κινήσεις μου, ήταν πλέον λιγοστές καθώς αυτό το αναθεματισμένο πράγμα, τραβούσε όλη μου την ενέργεια. Όλο αυτό το διάστημα, μετρούσα υποθετικά προβατάκια, μπας και κατόρθωνε να με πάρει ο Μορφέας, εκτός από την μοίρα μου, που στην κυριολεξία με είχε πάρει και με είχε σηκώσει. Τις τελευταίες ώρες όμως, ήμουν ανήσυχος καθώς είχα ακούσει βαθιά μέσα στο μυαλό μου, ακόμη μία προσευχή της Αντέιρα, η οποία ήλπιζε να την αξιώσει ο Πατέρας, να ξαναδεί το φως του ήλιου. Τι ήταν όμως εκείνο που θα στεκόταν εμπόδιο στο φως της; Η οργή με πλημμύριζε, όταν ξαφνικά άκουσα θόρυβο και την τεράστια πέτρινη πόρτα των Ταρτάρων να υποχωρεί, για να αναγκάσει τα ματάκια μου να υποδεχθούν τον τρισκατάρατο Ασμοδαίο.
Με το σαρδόνιο χαμόγελο του νικητή, το οποίο μου θύμισε προ στιγμήν τον εαυτό μου, την ώρα που η Εύα δάγκωνε τον απαγορευμένο καρπό, πλησίασε το κλουβί μου για να καυχηθεί ξεδιάντροπα, πως όλα πήγαιναν ρολόι. Μάλιστα, τέντωσε επιδεικτικά τα μέλη του σώματός του σαν αίλουρος, υπενθυμίζοντάς μου έμμεσα, πως εγώ, ούτε το γόνατό μου δεν μπορούσα να τεντώσω για να ξεπιαστώ.
«Πώς πάνε οι διακοπές μεγάλε αρχηγέ; Ξεφύγαμε μήπως από το φτερωτό και γυμνό αγγελάκι του Θεού Έρωτα;» συνέχισε ευθαρσώς και εγώ ένιωσα το αίμα μου να ανεβαίνει στο κεφάλι.
«Υπόσχομαι πως αν ποτέ καταφέρω και βγω από το κλουβί με τον τρελό εαυτό μου, θα σε βασανίσω δις αιώνια!» πρόφερα οργισμένος.
«Θα την κρατήσω την υπόσχεσή σου, σαν ανάμνηση της αδερφικής μας αγάπης. Για την ώρα θα πρέπει να φύγω, καθώς οι θνητοί σου φίλοι με καρτερούν με αγωνία, όπως και εγώ αυτούς άλλωστε, για να ξυπνήσω τα γλυκά μας αδέρφια. Σε χαιρετώ μεγαλειότατε και σε φιλώ σταυρωτά» μου πέταξε στη μούρη γελώντας ειρωνικά, ενώ εγώ με την ανάστροφη του χεριού μου, έκανα μία υποθετική κίνηση, για να σκουπίσω τα υποθετικά σάλια της φιδόγλωσσης νυφίτσας.
ΜΑΪΑΜΙ
Ο καιρός στο Μαϊάμι ήταν αλλιώτικος σε σχέση με την Νέα Υόρκη. Το κλίμα ήταν ηπιότερο και την Αμέλια την ευχαριστούσε πολύ αυτό. Το πανεπιστήμιό της, ήταν η σχολή Καλών Τεχνών. Η ίδια, ήταν από πολύ μικρή ταλαντούχα και θυμόταν τα καλοκαιρινά απογεύματα που με την καθοδήγηση της μητέρας της, ζωγράφιζε με τις ώρες έξω στον κήπο, προκειμένου να μην προκληθεί ζημιά στο εσωτερικό του σπιτιού. Θυμόταν επίσης την αιώρα, που είχε κατορθώσει να τοποθετήσει με πολύ κόπο ο πατέρας της και την αδερφή της την Αντέιρα, που λάμβανε θέση εκεί, προκειμένου να παρακολουθήσει τα μαθήματα ζωγραφικής. Είχε ζήσει όμορφες παιδικές στιγμές, προτού αυτές περάσουν στην σφαίρα του μακρινού παρελθόντος με τον θάνατο της μητέρας της και τον αιφνίδιο χαμό του πατέρα της, λίγα χρόνια αργότερα. Με την αδερφή της, αναγκάστηκαν να πουλήσουν τη μικρή μονοκατοικία στο Κούινς, και να μετακομίσουν στο διαμέρισμα στο Μπρούκλιν όπου έμενε μέχρι σήμερα η Αντέιρα. Για εκείνη στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα και η Αμέλια δεν θα το ξεχνούσε ποτέ της. Χάρη σε εκείνη ολοκλήρωνε τις σπουδές που τόσο πολύ αγαπούσε και μάλιστα, είχε στα σχέδιά της να την επισκεφθεί σύντομα.
Το μεσημέρι, επιστρέφοντας από το Πανεπιστήμιο, προσπάθησε να την πάρει πολλές φορές τηλέφωνο, δίχως κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Έδειχνε κλειστό και η κοπέλα υπέθεσε, πως η αδερφή της πιθανότατα να βρισκόταν σε κάποια σύσκεψη με την δουλειά. Την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει, η Αντέιρα της είχε αναφέρει κάτι για έναν διάσημο λογιστή, που άκουγε στο όνομα Λύαμ Χελ. «Θα κακοπέρασε στα νιάτα του κουβαλώντας αυτό το επίθετο» σκέφτηκε η Αμέλια, μολαταύτα η αδερφή της μιλούσε γι’ αυτόν, σαν να ήταν ο απόλυτος γκουρού της λογιστικής. «Τελειώνει την δουλειά του, τρείς ώρες νωρίτερα και κατόπιν αφιερώνει τον εναπομείναντα χρόνο του, για να με βοηθήσει και εμένα με την δική μου» της είχε πει και εκείνη είχε σκεφτεί, πως διάττοντες αστέρες σαν και τον κύριο Χελ, χαραμίζανε τη ζωή τους σε μία ναυτιλιακή σαν αυτή, έχοντας τον απεχθέστατο Μίλερ για αφεντικό.
Μπήκε στο διαμέρισμά της στην εστία, φορτωμένη με μερικά ψώνια και ξάπλωσε με φόρα στο μικρό κρεβάτι της. Παρά το γεγονός πως ήταν καλεσμένη σε πάρτι των τελειόφοιτων εκείνη ένιωθε κουρασμένη. Άλλαξε στάση προσπαθώντας να κοιμηθεί και ελπίζοντας πως δεν θα την επισκεπτόταν ποτέ ξανά, εκείνος ο εφιάλτης. Ο εφιάλτης που της παρουσίαζε ένα απόκοσμο μέρος, που θύμιζε πυρήνα ενεργού ηφαιστείου. Εν συνεχεία άκουγε γέλια σατανικά και ψίθυρους σε μία γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Το όνειρο σταματούσε πάντοτε στην μορφή ενός πλάσματος, που ήταν γυρισμένο πλάτη. Το σώμα του ήταν παραμορφωμένο και μυώδες, ενώ στην πλάτη του υπήρχαν δύο κάθετες ουλές. «Να θυμηθώ να μην ξαναδώ θρίλερ ποτέ στη ζωή μου» σκέφτηκε η κοπέλα και έκλεισε τα μάτια της, με τον ζωντανό εφιάλτη να παραμονεύει στην γωνία.
«Βρισκόταν για ακόμη μία φορά στο ίδιο σημείο αφετηρίας. Γύρω της επικρατούσε το απόλυτο χάος, με την μαύρη γη να καλύπτει τον ορίζοντά της. Τον ουρανό, έμοιαζε να τον είχε καταπιεί ο πυρήνας της γης, ενώ ρυάκια λάβας όργωναν το ήδη απόκοσμο περιβάλλον. Τότε, η ίδια δύναμη την τραβούσε να διασχίσει το γνωστό πλέον, φιδογυριστό μονοπάτι μέχρι εκείνη την αίθουσα. Η Αμέλια, με δεμένα τα χέρια της και μία ασφυκτική θηλιά περασμένη γύρω από τον λαιμό της, ακολουθούσε υπάκουα τον δρόμο που θα την οδηγούσε σε εκείνο το μυώδες πλάσμα, του οποίου το πρόσωπο, παρέμενε άγνωστο. Η διαδρομή συνεχιζόταν και εκείνη προχωρούσε ιδρωμένη, εξαιτίας της αφόρητης ζέστης. Κραυγές ακούγονταν και εκείνος ο σατανικός ψίθυρος με τις ακαταλαβίστικες λέξεις. Έμοιαζε σαν να υπαγόρευε μία εντολή. Η διαδρομή έφθανε στο τέλος της και το μυώδες σώμα με τις κάθετες ουλές, ξεπρόβαλε απειλητικά. Μπροστά του, αχνοφαίνονταν τέσσερις θρόνοι. Τέσσερις πέτρινοι, μισογκρεμισμένοι θρόνοι, που θύμιζαν ερείπια αρχαίου πολιτισμού. Η πλάτη του πλάσματος ήταν γυρισμένη, ενώ δύο στριφτά κέρατα έβγαιναν μέσα από το κεφάλι του, το οποίο γύριζε αργά τώρα προς το μέρος της»
Ξύπνησε με την επιθυμία να ουρλιάξει και κοίταξε αναστατωμένη το ρολόι του τοίχου της. «Αδύνατον» σκέφτηκε, καθώς είχαν περάσει μόλις τρία λεπτά. Αυτό σήμαινε, πως είτε ο ύπνος την είχε πάρει μονομιάς, είτε πράγματι ο εφιάλτης είχε εμφανιστεί, τη στιγμή που σφράγιζε τα βλέφαρά της. Έχοντας καταλάβει πως η ξεκούραση δεν θα συνεχιζόταν, πήρε στα γρήγορα δύο βιβλία στα χέρια της και κατευθύνθηκε στο αναγνωστήριο, το οποίο βρισκόταν μέσα στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Το μεσημέρι έδινε αργά την θέση του στο απόγευμα και καθώς ήταν χειμώνας ακόμη, η ημέρα διαρκούσε λίγο. Εισήλθε σιωπηλή, προχώρησε αμήχανα και έκατσε σε μία κενή γωνιά, ενώ όλοι γύρω της έμοιαζαν προσηλωμένοι στη δουλειά τους. Κοίταξε το κινητό της για ακόμη μία φορά, μα η αδερφή της παρέμενε άφαντη. Προσπαθώντας να αποδιώξει τυχόν άσχημες σκέψεις, άνοιξε το βιβλίο των τεχνών σε μία τυχαία σελίδα, χαζεύοντας τις εικόνες, όταν είδε έναν νεαρό που καθόταν απέναντί της, να την καρφώνει. «Πάλι αυτός» σκέφτηκε απηυδισμένη. Η αλήθεια δεν γνώριζε το όνομά του, μονάχα πως ανήκε στο τμήμα θεολογίας. Οι συνομίληκοί του τον απέφευγαν, καθώς ο ίδιος ισχυριζόταν πως έβλεπε οράματα της επικείμενης καταστροφής του ανθρωπίνου γένους ή και της Δευτέρας Παρουσίας. Κοινώς, τον θεωρούσαν ψυχικά άρρωστο.
Η Αμέλια, προσπάθησε να μην δώσει σημασία στα επίμονα βλέμματα του αγοριού, όταν τον είδε να σηκώνεται και να την πλησιάζει αργά.
«Καλησπέρα, με λένε Μπράντον» της είπε με ένα μειδίαμα να σχηματίζεται στο καθάριο πρόσωπό του.
«Αμέλια» απάντησε εκείνη μονολεκτικά.
«Σε κυνηγά και εσένα, έτσι δεν είναι;» της είπε ξαφνικά και η κοπέλα πάγωσε.
«Ποιος με κυνηγά; Μα, για ποιο πράγμα μιλάς;» τον ρώτησε με έντονο ύφος.
Ο νεαρός την κοίταξε ξανά μέσα στα μάτια. Το βλέμμα του δεν αποκάλυπτε τα συναισθήματά του.
«Εκείνος, του οποίου το πρόσωπο δεν έχεις καταφέρει ακόμη να δεις. Που έρχεται στα όνειρά σου. Ξέρω πως είναι, γιατί τον πρώτο καιρό ήμουν νευρικός σαν εσένα, οπότε αναγνώρισα τα σημάδια αμέσως. Τώρα πια, παλεύω να τον εμποδίσω με καθημερινές προσευχές. Μερικές φορές λειτουργεί. Άλλες πάλι…» συνέχισε το αγόρι και η Αμέλια ένιωθε τον πανικό να βρίσκεται ένα βήμα μακριά της.
«Άκουσε Μπράντον, ειλικρινά δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς και τι σχέση μπορεί να έχουν οι προσευχές. Εγώ δεν πιστεύω σε δαίμονες ή κακά πλασματάκια που μας βάζουν σε πειρασμούς. Τώρα, θα σε παρακαλούσα να φύγεις, γιατί ειλικρινά έχω πολύ διάβασμα για να ασχολούμαι με το αποκύημα της φαντασίας σου» του είπε, μα την στιγμή που ετοιμαζόταν να γυρίσει ξανά μπροστά, το χέρι του Μπράντον προσγειώθηκε στον ώμο της.
«Μακάρι να έβλεπες απλά ένα δαιμόνιο. Αυτός που σε επισκέπτεται, είναι ο Πρίγκιπας της ίδιας της Κόλασης. Το ξέρω, τον έχω δει. Αν ποτέ θελήσεις βοήθεια, μη διστάσεις να μου την ζητήσεις» τελείωσε και απομακρύνθηκε αργά, δίχως να κοιτάξει πίσω του.
Η Αμέλια έκλεισε το βιβλίο μονομιάς, καθώς τα λόγια του Μπράντον είχαν κάνει ολική κατάληψη στο νου της. Ήξερε πως το αγόρι, ισχυριζόταν πως είχε δει Αγγέλους όταν ήταν μικρός και ότι διέθετε αυτό που ονομάζεται έκτη αίσθηση. Μία ικανότητα να βλέπει πράγματα, τα οποία παρέμεναν αόρατα για τον μέσο άνθρωπο. Η ίδια δεν γνώριζε σχεδόν τίποτε γι’ αυτά τα πλάσματα, πέρα από τα βασικά. Την ύπαρξη καλών Αγγέλων όπως ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ και την ύπαρξη του κακού με εκπρόσωπο τον Εωσφόρο. Ωστόσο, ήταν πεπεισμένη μέχρι και σήμερα, πως όλη αυτή η ιστορία της Πτώσης, αποτελούσε ένα καλοδουλεμένο παραμύθι, προκειμένου οι άνθρωποι να φοβούνται την ύπαρξη της Κολάσεως και να μην διαπράττουν επονείδιστες πράξεις.
Η ώρα είχε πάει εφτά και το σκοτάδι είχε ρίξει το πέπλο του έξω. Η βιβλιοθήκη έκλεινε σε δύο ώρες και η ίδια εγκαταλείποντας την ιδέα του διαβάσματος, κατευθύνθηκε στην πτέρυγα της θεολογίας, ψάχνοντας για τυχόν απαντήσεις. Ο Μπράντον τον είχε αποκαλέσει Πρίγκιπα, οπότε υπέθεσε, πως θα ήταν ακόμη μία ονομασία του Εωσφόρου. Αναζητώντας τις πληροφορίες της σε ένα βιβλίο που μιλούσε για την φύση των αγγελικών και δαιμονικών πλασμάτων, διάβασε σε μία παράγραφο, η οποία έκανε αναφορά στην ύπαρξη τεσσάρων πολύ ισχυρών Αγγέλων, προερχόμενων από όλα τα τάγματα, πως μαζί με τον Εωσφόρο, εξέπεσαν και οι τέσσερις ισχυροί, Ασταρώθ, Μπελιάλ, Αζαζήλ και Ασμοδαίος. «Ποιο από τα τέσσερα πρωτοπαλίκαρα, έρχεται στον ύπνο μου άραγε;» σκέφτηκε η Αμέλια, όταν διάβασε τον χαρακτηρισμό τους ως Εστεμμένοι Πρίγκιπες της Κόλασης. «Έχε γούστο να βγει αληθινός ο τρελο-Μπράντον» είπε στον εαυτό της και συνέχισε την ανάγνωση που εξηγούσε πως οι δύο, είχαν ενσωματωθεί στους θρόνους τους, ενώ οι άλλοι δύο είχαν υποστεί μείωση δυνάμεων. Κλείνοντας το παλαιό βιβλίο, το τοποθέτησε στη θέση του και κίνησε για το δωμάτιό της. Αυτή τη φορά, ήταν αποφασισμένη να επέμβει στον εφιάλτη της και να ζητήσει απαντήσεις.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Ο Γαβριήλ είχε μπροστά του τους δύο αδερφούς του, τον Ραφαήλ και τον Ουριήλ. Το βλέμμα του έπεφτε σκληρό επάνω τους, ενώ ο ίδιος πηγαινοερχόταν νευρικά.
«Η μεγαλύτερη ντροπή στην ιστορία των Αγγέλων. Πώς μπόρεσε να διαδώσει ψευδείς ειδήσεις, αυτός, ο αρχιστράτηγος όλων των αγγελικών ταγμάτων; Ο λαμπρότερος αδερφός μας; Και εσείς τον καλύψατε, αλλά να ξέρετε πως βοηθώντας εκείνον, είναι σαν να βοηθάτε τον πεπτωκότα άγγελο του σκότους. Έχετε κάτι να μου πείτε;» ρώτησε ο Αρχάγγελος οργισμένα.
«Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μιχαήλ, καθώς ξέρουμε πως ανέκαθεν υπήρξε δούλος του Κυρίου. Η απόφασή του να βοηθήσει τον Εωσφόρο, στηρίζεται στην ελπίδα πως θα έχουμε ένα στήριγμα στον πόλεμο με τον Ασμοδαίο που πλησιάζει. Σήμερα μονάχα, απέκρουσα την επίθεση μίας ολόκληρης λεγεώνας κατώτερων δαιμόνων, πράγμα που σημαίνει πως στην Κόλαση επικρατεί αναταραχή και ανταρσία» του απάντησε ο Ραφαήλ.
«Δηλαδή αποκαλείτε τον Εωσφόρο στήριγμα;» γρύλισε ο Γαβριήλ.
«Λύση» απάντησε μονολεκτικά ο Ουριήλ.
«Αυτή τη φορά, θα κάνω πως δεν άκουσα τίποτε από αυτά, ωστόσο ο Μιχαήλ δεν μου δίνει άλλη επιλογή. Τα ψέματα, οι δολοπλοκίες και η επίθεση σε φωτεινό αδερφό, όπως ο Ζοφιήλ, δεν θεωρούνται αγγελικές πράξεις. Θα τιμωρηθεί με την αυστηρότερη των ποινών» άστραψε ο Γαβριήλ και οι άλλοι δύο χλώμιασαν.
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο στον Μιχαήλ. Τον χρειαζόμαστε!Τα τάγματα θα μείνουν χωρίς αρχηγό και θα επικρατήσει σύγχυση» προσπάθησε να τον μεταπείσει ο Ουριήλ, αλλά απέτυχε.
«Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να αδιαφορήσω. Τα παραπτώματα ήταν πολλά και συνεχή» κατέληξε ο Γαβριήλ και οι άλλοι δύο σώπασαν.
Ο Γαβριήλ απομακρύνθηκε, βυθίζοντας παράλληλα όλον τον Παράδεισο σε πένθος. Οι ύμνοι δεν ακούστηκαν εκείνο το βράδυ, καθώς η αντίστροφη μέτρηση για τον πολυαγαπημένο Αρχάγγελο όλων, είχε ξεκινήσει.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
Τη στιγμή που το τρένο σταμάτησε τη σιωπηλή διαδρομή του, τόσο ο Μιχαήλ, όσο και η Αντέιρα, ένιωσαν ένα βάρος στην καρδιά. Η πόρτα άνοιξε και το μέρος ολόγυρα φαινόταν ολόιδιο, με εκείνο το σημείο από όπου περίμεναν λίγο πριν το απόκοσμο βαγόνι, με την διαφορά πως ήταν παντελώς εγκαταλελειμμένο και σκοτεινό, σαν να είχαν περάσει εκατομμύρια χρόνια απουσίας του ανθρώπινου είδους. Ακολούθησαν την ίδια ακριβώς διαδρομή, μέχρι το κεντρικό σημείο του σταθμού, όπου αναγράφονταν τα δρομολόγια και βρίσκονταν τα μαγαζιά και τα εστιατόρια. Ο χρόνος φαινόταν να έχει σταματήσει, ενώ οι σκιές των ανθρώπων που βάδιζαν άσκοπα τριγύρω τους, φαίνονταν να τους προσπερνούν αδιαφορώντας εντελώς για την ύπαρξή τους και μάλιστα μερικοί έπεφταν με βία πάνω τους, δίχως να τους ρίχνουν ούτε ένα βλέμμα. Σαν να μην τους ένοιαζε. Έμοιαζαν περισσότερο με φαντάσματα, παγιδευμένα στη γη εξαιτίας των ανειλημμένων υποχρεώσεων που δεν εκπλήρωσαν ποτέ εν ζωή.
Η Αντέιρα, εκνευρισμένη από τη στάση και την πλήρη αδιαφορία των περαστικών, προσπάθησε να σταματήσει κάποιον, αλλά αυτός τραβήχτηκε οργισμένος, δυσανασχετώντας και αφήνοντας παράλληλα να βγουν από το στόμα του άναρθρες κραυγές. Στο βάθος, φάνηκε το εστιατόριο που βρισκόταν στην κορυφή της σκάλας του σταθμού, μονάχα που τώρα έμοιαζε σαν να έχει βγει από κάποια ταινία τρόμου. Τα τραπέζια ήταν βρώμικα και τα τραπεζομάντηλα σκισμένα και λεκιασμένα, ενώ μερικές καρέκλες βρίσκονταν σκορπισμένες στο πάτωμα. Καθώς όμως ένιωσε να διψά τραγικά, η κοπέλα πλησίασε έναν σχετικά μεγάλης ηλικίας κύριο, που φαινόταν να είναι ο υπεύθυνος του μαγαζιού, ζητώντας του παρακλητικά ένα μπουκάλι νερό, μα εκείνος ρίχνοντάς της ένα αδιάφορο και ψυχρό βλέμμα, συνέχισε να στέκει ατάραχος και να κοιτά αφηρημένος το κενό. Στα μάτια του, καθώς και σε εκείνα των υπόλοιπων νεκροζώντανων, θα έλεγε κανείς ανθρώπων, δεν υπήρχε ίχνος συναισθήματος, ίχνος ζωής. Όλοι τους έμοιαζαν με άψυχες συσκευές, που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. Ωστόσο, ως ένα σημείο, αυτή η θλιβερή εικόνα δεν διέφερε και πολύ από την πραγματικότητα στην οποία ζούσε.
«Ζοφερό, πυκνό σκοτάδι, στέρηση αγάπης και ελπίδας, αίσθημα μοναξιάς, οργής και θυμού, απόλυτη αδιαφορία και απονιά από τους συνανθρώπους σου, άσβεστη δίψα που παραμένει ανικανοποίητη. Καλώς ήρθες στην Κόλαση. Αυτή είναι η σύγχρονη πραγματικότητα, εκφρασμένη στον υπερθετικό βαθμό. Οι άνθρωποι έχετε προ πολλού ξεχάσει πώς είναι να αγαπάτε και να νοιάζεστε ο ένας για τον άλλο. Πώς να απλώνετε το χέρι σας και να βοηθάτε κάποιον που το έχει πραγματικά ανάγκη, δίχως να περιμένετε κάποιο αντάλλαγμα. Βασικά, έχετε ξεχάσει πώς να είστε άνθρωποι. Απομακρυνθήκατε από τον Πατέρα, όπως και ο κολασμένος συνοδοιπόρος μας από εδώ. Ωστόσο, τίποτε στη ζωή δεν είναι αδύνατο, το ίδιο και η μετατροπή της σημερινής Κόλασης, στον αλλοτινό Παράδεισο» ακούστηκε η φωνή του Μιχαήλ που έδειξε τον Αλάστορα.
«Ας αφήσουμε στην άκρη την θεϊκή διδασκαλία περί καλού και κακού και ας ανοίξουμε τα μάτια μας, καθώς οι κίνδυνοι παραμονεύουν σε κάθε μας βήμα. Άγγελε, κρύψε το πρόσωπό σου και μα το σκότος των Ταρτάρων, μην σου ξεφύγει κανένα λευκό πούπουλο και μας κάψεις!» τελείωσε το δαιμόνιο και ο Μιχαήλ καλύπτοντας το πρόσωπό του με την κουκούλα από το φούτερ του, ακολούθησε τον δαίμονα μέχρι την έξοδο του σταθμού, βαστώντας ταυτόχρονα το χέρι της Αντέιρα.
ΤΑΡΤΑΡΑ
Oι κινήσεις μου, ήταν πλέον λιγοστές καθώς αυτό το αναθεματισμένο πράγμα, τραβούσε όλη μου την ενέργεια. Όλο αυτό το διάστημα, μετρούσα υποθετικά προβατάκια, μπας και κατόρθωνε να με πάρει ο Μορφέας, εκτός από την μοίρα μου, που στην κυριολεξία με είχε πάρει και με είχε σηκώσει. Τις τελευταίες ώρες όμως, ήμουν ανήσυχος καθώς είχα ακούσει βαθιά μέσα στο μυαλό μου, ακόμη μία προσευχή της Αντέιρα, η οποία ήλπιζε να την αξιώσει ο Πατέρας, να ξαναδεί το φως του ήλιου. Τι ήταν όμως εκείνο που θα στεκόταν εμπόδιο στο φως της; Η οργή με πλημμύριζε, όταν ξαφνικά άκουσα θόρυβο και την τεράστια πέτρινη πόρτα των Ταρτάρων να υποχωρεί, για να αναγκάσει τα ματάκια μου να υποδεχθούν τον τρισκατάρατο Ασμοδαίο.
Με το σαρδόνιο χαμόγελο του νικητή, το οποίο μου θύμισε προ στιγμήν τον εαυτό μου, την ώρα που η Εύα δάγκωνε τον απαγορευμένο καρπό, πλησίασε το κλουβί μου για να καυχηθεί ξεδιάντροπα, πως όλα πήγαιναν ρολόι. Μάλιστα, τέντωσε επιδεικτικά τα μέλη του σώματός του σαν αίλουρος, υπενθυμίζοντάς μου έμμεσα, πως εγώ, ούτε το γόνατό μου δεν μπορούσα να τεντώσω για να ξεπιαστώ.
«Πώς πάνε οι διακοπές μεγάλε αρχηγέ; Ξεφύγαμε μήπως από το φτερωτό και γυμνό αγγελάκι του Θεού Έρωτα;» συνέχισε ευθαρσώς και εγώ ένιωσα το αίμα μου να ανεβαίνει στο κεφάλι.
«Υπόσχομαι πως αν ποτέ καταφέρω και βγω από το κλουβί με τον τρελό εαυτό μου, θα σε βασανίσω δις αιώνια!» πρόφερα οργισμένος.
«Θα την κρατήσω την υπόσχεσή σου, σαν ανάμνηση της αδερφικής μας αγάπης. Για την ώρα θα πρέπει να φύγω, καθώς οι θνητοί σου φίλοι με καρτερούν με αγωνία, όπως και εγώ αυτούς άλλωστε, για να ξυπνήσω τα γλυκά μας αδέρφια. Σε χαιρετώ μεγαλειότατε και σε φιλώ σταυρωτά» μου πέταξε στη μούρη γελώντας ειρωνικά, ενώ εγώ με την ανάστροφη του χεριού μου, έκανα μία υποθετική κίνηση, για να σκουπίσω τα υποθετικά σάλια της φιδόγλωσσης νυφίτσας.
ΜΑΪΑΜΙ
Ο καιρός στο Μαϊάμι ήταν αλλιώτικος σε σχέση με την Νέα Υόρκη. Το κλίμα ήταν ηπιότερο και την Αμέλια την ευχαριστούσε πολύ αυτό. Το πανεπιστήμιό της, ήταν η σχολή Καλών Τεχνών. Η ίδια, ήταν από πολύ μικρή ταλαντούχα και θυμόταν τα καλοκαιρινά απογεύματα που με την καθοδήγηση της μητέρας της, ζωγράφιζε με τις ώρες έξω στον κήπο, προκειμένου να μην προκληθεί ζημιά στο εσωτερικό του σπιτιού. Θυμόταν επίσης την αιώρα, που είχε κατορθώσει να τοποθετήσει με πολύ κόπο ο πατέρας της και την αδερφή της την Αντέιρα, που λάμβανε θέση εκεί, προκειμένου να παρακολουθήσει τα μαθήματα ζωγραφικής. Είχε ζήσει όμορφες παιδικές στιγμές, προτού αυτές περάσουν στην σφαίρα του μακρινού παρελθόντος με τον θάνατο της μητέρας της και τον αιφνίδιο χαμό του πατέρα της, λίγα χρόνια αργότερα. Με την αδερφή της, αναγκάστηκαν να πουλήσουν τη μικρή μονοκατοικία στο Κούινς, και να μετακομίσουν στο διαμέρισμα στο Μπρούκλιν όπου έμενε μέχρι σήμερα η Αντέιρα. Για εκείνη στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα και η Αμέλια δεν θα το ξεχνούσε ποτέ της. Χάρη σε εκείνη ολοκλήρωνε τις σπουδές που τόσο πολύ αγαπούσε και μάλιστα, είχε στα σχέδιά της να την επισκεφθεί σύντομα.
Το μεσημέρι, επιστρέφοντας από το Πανεπιστήμιο, προσπάθησε να την πάρει πολλές φορές τηλέφωνο, δίχως κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Έδειχνε κλειστό και η κοπέλα υπέθεσε, πως η αδερφή της πιθανότατα να βρισκόταν σε κάποια σύσκεψη με την δουλειά. Την τελευταία φορά που είχαν μιλήσει, η Αντέιρα της είχε αναφέρει κάτι για έναν διάσημο λογιστή, που άκουγε στο όνομα Λύαμ Χελ. «Θα κακοπέρασε στα νιάτα του κουβαλώντας αυτό το επίθετο» σκέφτηκε η Αμέλια, μολαταύτα η αδερφή της μιλούσε γι’ αυτόν, σαν να ήταν ο απόλυτος γκουρού της λογιστικής. «Τελειώνει την δουλειά του, τρείς ώρες νωρίτερα και κατόπιν αφιερώνει τον εναπομείναντα χρόνο του, για να με βοηθήσει και εμένα με την δική μου» της είχε πει και εκείνη είχε σκεφτεί, πως διάττοντες αστέρες σαν και τον κύριο Χελ, χαραμίζανε τη ζωή τους σε μία ναυτιλιακή σαν αυτή, έχοντας τον απεχθέστατο Μίλερ για αφεντικό.
Μπήκε στο διαμέρισμά της στην εστία, φορτωμένη με μερικά ψώνια και ξάπλωσε με φόρα στο μικρό κρεβάτι της. Παρά το γεγονός πως ήταν καλεσμένη σε πάρτι των τελειόφοιτων εκείνη ένιωθε κουρασμένη. Άλλαξε στάση προσπαθώντας να κοιμηθεί και ελπίζοντας πως δεν θα την επισκεπτόταν ποτέ ξανά, εκείνος ο εφιάλτης. Ο εφιάλτης που της παρουσίαζε ένα απόκοσμο μέρος, που θύμιζε πυρήνα ενεργού ηφαιστείου. Εν συνεχεία άκουγε γέλια σατανικά και ψίθυρους σε μία γλώσσα που δεν καταλάβαινε. Το όνειρο σταματούσε πάντοτε στην μορφή ενός πλάσματος, που ήταν γυρισμένο πλάτη. Το σώμα του ήταν παραμορφωμένο και μυώδες, ενώ στην πλάτη του υπήρχαν δύο κάθετες ουλές. «Να θυμηθώ να μην ξαναδώ θρίλερ ποτέ στη ζωή μου» σκέφτηκε η κοπέλα και έκλεισε τα μάτια της, με τον ζωντανό εφιάλτη να παραμονεύει στην γωνία.
«Βρισκόταν για ακόμη μία φορά στο ίδιο σημείο αφετηρίας. Γύρω της επικρατούσε το απόλυτο χάος, με την μαύρη γη να καλύπτει τον ορίζοντά της. Τον ουρανό, έμοιαζε να τον είχε καταπιεί ο πυρήνας της γης, ενώ ρυάκια λάβας όργωναν το ήδη απόκοσμο περιβάλλον. Τότε, η ίδια δύναμη την τραβούσε να διασχίσει το γνωστό πλέον, φιδογυριστό μονοπάτι μέχρι εκείνη την αίθουσα. Η Αμέλια, με δεμένα τα χέρια της και μία ασφυκτική θηλιά περασμένη γύρω από τον λαιμό της, ακολουθούσε υπάκουα τον δρόμο που θα την οδηγούσε σε εκείνο το μυώδες πλάσμα, του οποίου το πρόσωπο, παρέμενε άγνωστο. Η διαδρομή συνεχιζόταν και εκείνη προχωρούσε ιδρωμένη, εξαιτίας της αφόρητης ζέστης. Κραυγές ακούγονταν και εκείνος ο σατανικός ψίθυρος με τις ακαταλαβίστικες λέξεις. Έμοιαζε σαν να υπαγόρευε μία εντολή. Η διαδρομή έφθανε στο τέλος της και το μυώδες σώμα με τις κάθετες ουλές, ξεπρόβαλε απειλητικά. Μπροστά του, αχνοφαίνονταν τέσσερις θρόνοι. Τέσσερις πέτρινοι, μισογκρεμισμένοι θρόνοι, που θύμιζαν ερείπια αρχαίου πολιτισμού. Η πλάτη του πλάσματος ήταν γυρισμένη, ενώ δύο στριφτά κέρατα έβγαιναν μέσα από το κεφάλι του, το οποίο γύριζε αργά τώρα προς το μέρος της»
Ξύπνησε με την επιθυμία να ουρλιάξει και κοίταξε αναστατωμένη το ρολόι του τοίχου της. «Αδύνατον» σκέφτηκε, καθώς είχαν περάσει μόλις τρία λεπτά. Αυτό σήμαινε, πως είτε ο ύπνος την είχε πάρει μονομιάς, είτε πράγματι ο εφιάλτης είχε εμφανιστεί, τη στιγμή που σφράγιζε τα βλέφαρά της. Έχοντας καταλάβει πως η ξεκούραση δεν θα συνεχιζόταν, πήρε στα γρήγορα δύο βιβλία στα χέρια της και κατευθύνθηκε στο αναγνωστήριο, το οποίο βρισκόταν μέσα στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Το μεσημέρι έδινε αργά την θέση του στο απόγευμα και καθώς ήταν χειμώνας ακόμη, η ημέρα διαρκούσε λίγο. Εισήλθε σιωπηλή, προχώρησε αμήχανα και έκατσε σε μία κενή γωνιά, ενώ όλοι γύρω της έμοιαζαν προσηλωμένοι στη δουλειά τους. Κοίταξε το κινητό της για ακόμη μία φορά, μα η αδερφή της παρέμενε άφαντη. Προσπαθώντας να αποδιώξει τυχόν άσχημες σκέψεις, άνοιξε το βιβλίο των τεχνών σε μία τυχαία σελίδα, χαζεύοντας τις εικόνες, όταν είδε έναν νεαρό που καθόταν απέναντί της, να την καρφώνει. «Πάλι αυτός» σκέφτηκε απηυδισμένη. Η αλήθεια δεν γνώριζε το όνομά του, μονάχα πως ανήκε στο τμήμα θεολογίας. Οι συνομίληκοί του τον απέφευγαν, καθώς ο ίδιος ισχυριζόταν πως έβλεπε οράματα της επικείμενης καταστροφής του ανθρωπίνου γένους ή και της Δευτέρας Παρουσίας. Κοινώς, τον θεωρούσαν ψυχικά άρρωστο.
Η Αμέλια, προσπάθησε να μην δώσει σημασία στα επίμονα βλέμματα του αγοριού, όταν τον είδε να σηκώνεται και να την πλησιάζει αργά.
«Καλησπέρα, με λένε Μπράντον» της είπε με ένα μειδίαμα να σχηματίζεται στο καθάριο πρόσωπό του.
«Αμέλια» απάντησε εκείνη μονολεκτικά.
«Σε κυνηγά και εσένα, έτσι δεν είναι;» της είπε ξαφνικά και η κοπέλα πάγωσε.
«Ποιος με κυνηγά; Μα, για ποιο πράγμα μιλάς;» τον ρώτησε με έντονο ύφος.
Ο νεαρός την κοίταξε ξανά μέσα στα μάτια. Το βλέμμα του δεν αποκάλυπτε τα συναισθήματά του.
«Εκείνος, του οποίου το πρόσωπο δεν έχεις καταφέρει ακόμη να δεις. Που έρχεται στα όνειρά σου. Ξέρω πως είναι, γιατί τον πρώτο καιρό ήμουν νευρικός σαν εσένα, οπότε αναγνώρισα τα σημάδια αμέσως. Τώρα πια, παλεύω να τον εμποδίσω με καθημερινές προσευχές. Μερικές φορές λειτουργεί. Άλλες πάλι…» συνέχισε το αγόρι και η Αμέλια ένιωθε τον πανικό να βρίσκεται ένα βήμα μακριά της.
«Άκουσε Μπράντον, ειλικρινά δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς και τι σχέση μπορεί να έχουν οι προσευχές. Εγώ δεν πιστεύω σε δαίμονες ή κακά πλασματάκια που μας βάζουν σε πειρασμούς. Τώρα, θα σε παρακαλούσα να φύγεις, γιατί ειλικρινά έχω πολύ διάβασμα για να ασχολούμαι με το αποκύημα της φαντασίας σου» του είπε, μα την στιγμή που ετοιμαζόταν να γυρίσει ξανά μπροστά, το χέρι του Μπράντον προσγειώθηκε στον ώμο της.
«Μακάρι να έβλεπες απλά ένα δαιμόνιο. Αυτός που σε επισκέπτεται, είναι ο Πρίγκιπας της ίδιας της Κόλασης. Το ξέρω, τον έχω δει. Αν ποτέ θελήσεις βοήθεια, μη διστάσεις να μου την ζητήσεις» τελείωσε και απομακρύνθηκε αργά, δίχως να κοιτάξει πίσω του.
Η Αμέλια έκλεισε το βιβλίο μονομιάς, καθώς τα λόγια του Μπράντον είχαν κάνει ολική κατάληψη στο νου της. Ήξερε πως το αγόρι, ισχυριζόταν πως είχε δει Αγγέλους όταν ήταν μικρός και ότι διέθετε αυτό που ονομάζεται έκτη αίσθηση. Μία ικανότητα να βλέπει πράγματα, τα οποία παρέμεναν αόρατα για τον μέσο άνθρωπο. Η ίδια δεν γνώριζε σχεδόν τίποτε γι’ αυτά τα πλάσματα, πέρα από τα βασικά. Την ύπαρξη καλών Αγγέλων όπως ο Μιχαήλ και ο Γαβριήλ και την ύπαρξη του κακού με εκπρόσωπο τον Εωσφόρο. Ωστόσο, ήταν πεπεισμένη μέχρι και σήμερα, πως όλη αυτή η ιστορία της Πτώσης, αποτελούσε ένα καλοδουλεμένο παραμύθι, προκειμένου οι άνθρωποι να φοβούνται την ύπαρξη της Κολάσεως και να μην διαπράττουν επονείδιστες πράξεις.
Η ώρα είχε πάει εφτά και το σκοτάδι είχε ρίξει το πέπλο του έξω. Η βιβλιοθήκη έκλεινε σε δύο ώρες και η ίδια εγκαταλείποντας την ιδέα του διαβάσματος, κατευθύνθηκε στην πτέρυγα της θεολογίας, ψάχνοντας για τυχόν απαντήσεις. Ο Μπράντον τον είχε αποκαλέσει Πρίγκιπα, οπότε υπέθεσε, πως θα ήταν ακόμη μία ονομασία του Εωσφόρου. Αναζητώντας τις πληροφορίες της σε ένα βιβλίο που μιλούσε για την φύση των αγγελικών και δαιμονικών πλασμάτων, διάβασε σε μία παράγραφο, η οποία έκανε αναφορά στην ύπαρξη τεσσάρων πολύ ισχυρών Αγγέλων, προερχόμενων από όλα τα τάγματα, πως μαζί με τον Εωσφόρο, εξέπεσαν και οι τέσσερις ισχυροί, Ασταρώθ, Μπελιάλ, Αζαζήλ και Ασμοδαίος. «Ποιο από τα τέσσερα πρωτοπαλίκαρα, έρχεται στον ύπνο μου άραγε;» σκέφτηκε η Αμέλια, όταν διάβασε τον χαρακτηρισμό τους ως Εστεμμένοι Πρίγκιπες της Κόλασης. «Έχε γούστο να βγει αληθινός ο τρελο-Μπράντον» είπε στον εαυτό της και συνέχισε την ανάγνωση που εξηγούσε πως οι δύο, είχαν ενσωματωθεί στους θρόνους τους, ενώ οι άλλοι δύο είχαν υποστεί μείωση δυνάμεων. Κλείνοντας το παλαιό βιβλίο, το τοποθέτησε στη θέση του και κίνησε για το δωμάτιό της. Αυτή τη φορά, ήταν αποφασισμένη να επέμβει στον εφιάλτη της και να ζητήσει απαντήσεις.
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Ο Γαβριήλ είχε μπροστά του τους δύο αδερφούς του, τον Ραφαήλ και τον Ουριήλ. Το βλέμμα του έπεφτε σκληρό επάνω τους, ενώ ο ίδιος πηγαινοερχόταν νευρικά.
«Η μεγαλύτερη ντροπή στην ιστορία των Αγγέλων. Πώς μπόρεσε να διαδώσει ψευδείς ειδήσεις, αυτός, ο αρχιστράτηγος όλων των αγγελικών ταγμάτων; Ο λαμπρότερος αδερφός μας; Και εσείς τον καλύψατε, αλλά να ξέρετε πως βοηθώντας εκείνον, είναι σαν να βοηθάτε τον πεπτωκότα άγγελο του σκότους. Έχετε κάτι να μου πείτε;» ρώτησε ο Αρχάγγελος οργισμένα.
«Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Μιχαήλ, καθώς ξέρουμε πως ανέκαθεν υπήρξε δούλος του Κυρίου. Η απόφασή του να βοηθήσει τον Εωσφόρο, στηρίζεται στην ελπίδα πως θα έχουμε ένα στήριγμα στον πόλεμο με τον Ασμοδαίο που πλησιάζει. Σήμερα μονάχα, απέκρουσα την επίθεση μίας ολόκληρης λεγεώνας κατώτερων δαιμόνων, πράγμα που σημαίνει πως στην Κόλαση επικρατεί αναταραχή και ανταρσία» του απάντησε ο Ραφαήλ.
«Δηλαδή αποκαλείτε τον Εωσφόρο στήριγμα;» γρύλισε ο Γαβριήλ.
«Λύση» απάντησε μονολεκτικά ο Ουριήλ.
«Αυτή τη φορά, θα κάνω πως δεν άκουσα τίποτε από αυτά, ωστόσο ο Μιχαήλ δεν μου δίνει άλλη επιλογή. Τα ψέματα, οι δολοπλοκίες και η επίθεση σε φωτεινό αδερφό, όπως ο Ζοφιήλ, δεν θεωρούνται αγγελικές πράξεις. Θα τιμωρηθεί με την αυστηρότερη των ποινών» άστραψε ο Γαβριήλ και οι άλλοι δύο χλώμιασαν.
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο στον Μιχαήλ. Τον χρειαζόμαστε!Τα τάγματα θα μείνουν χωρίς αρχηγό και θα επικρατήσει σύγχυση» προσπάθησε να τον μεταπείσει ο Ουριήλ, αλλά απέτυχε.
«Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να αδιαφορήσω. Τα παραπτώματα ήταν πολλά και συνεχή» κατέληξε ο Γαβριήλ και οι άλλοι δύο σώπασαν.
Ο Γαβριήλ απομακρύνθηκε, βυθίζοντας παράλληλα όλον τον Παράδεισο σε πένθος. Οι ύμνοι δεν ακούστηκαν εκείνο το βράδυ, καθώς η αντίστροφη μέτρηση για τον πολυαγαπημένο Αρχάγγελο όλων, είχε ξεκινήσει.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη