Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 3ο - Κεφάλαιο 12)

ΜΕΪΝΛΟΟΥΝ

ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ ΑΝΤΗΧΗΣΑΝ σε ολόκληρο το Μέινλοουν. Η Μία πετάχτηκε όρθια. Κοιμόταν μαζί με τη Φιέρα, όμως το παιδί είχε αφήσει τα σεντόνια αναστατωμένα και άδεια. Ανακάθισε και την αναζήτησε. Τη βρήκε να κρυφοκοιτάζει έξω από τη σκηνή. Αναστέναξε ανακουφισμένη, μα σύντομα παρατήρησε πως ο Εστέφαν είχε εξαφανιστεί. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να βρισκόταν αποκοιμισμένος στο πάτωμα του δωματίου, ή έστω στον ίδιο χώρο με εκείνη και τη Φιέρα. Οι σκέψεις της Μία ήταν μπλεγμένες στον χωροχρόνο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Ο επαναλαμβανόμενος ήχος πονούσε τα αυτιά της και την μπέρδευε ακόμη περισσότερο. Πριν ακόμα προλάβει να συντονίσει το χάος του μυαλού της, η Λύριο μπήκε τρέχοντας στη σκηνή.
«Μία, φόρεσε αυτό, πάρε το τόξο σου και πήγαινε στο κέντρο του στρατοπέδου. Δεχόμαστε επίθεση»
Η γυναίκα με τα μωβ μάτια την κοίταζε πιο σοβαρά από ποτέ και κρατούσε στα χέρια της μια μεταλλική πανοπλία. Η καρδιά της Μία αναπήδησε αναστατωμένη. Αναρωτήθηκε αν ήταν πολύ αργά. Αν αυτή ήταν η προφητεία της Λύριο και του Εστέφαν. Κούνησε το κεφάλι της και καθάρισε το μυαλό της από τις ανώφελες ανησυχίες. Φόρεσε τη βαριά πανοπλία και την λεπτοκαμωμένη περικεφαλαία. Όταν ήταν έτοιμη, έπιασε το τόξο της, μα το βάρος του την εξέπληξε. Το κοίταξε καλύτερα και παρατήρησε πως ήταν διαφορετικό. Το σκαλιστό του σχέδιο και το μέγεθός του παρέμεναν ίδια, αλλά υπήρχε μια μεγάλη διαφορά. Αυτό ήταν μεταλλικό. Η Λύριο πρόσεξε το προβληματισμένο της βλέμμα και χαμογέλασε πλατιά.
«Ο Εστέφαν μου ζήτησε να το αλλάξω λιγάκι. Και αναπλήρωσα και στη φαρέτρα σου μαγικά βέλη».
Η Μία κατένευσε. Η Λύριο είχε δώσει αυτά τα βέλη σαν δώρο στον Εστέφαν όταν είχαν φύγει από το χωριό Στορμ. Εκείνος με τη σειρά του τα είχε μεταβιβάσει στη Μία. Έτσι εξηγούταν η παράλογη δράση τους, όταν διαπερνούσαν τις απροσπέλαστες φορεσιές των στρατιωτών.
Παρά τη μεταμεσονύκτια ώρα, το Μέινλοουν ήταν ξύπνιο. Είχαν περάσει δέκα λεπτά από τη στιγμή που είχαν ηχήσει οι σειρήνες. Μέσα σε αυτά τα λεπτά όλοι οι στρατιώτες του Μέινλοουν είχαν στριμωχτεί στο κέντρο του. Η κοπέλα είχε ανέβει πάνω στον δράκο της, ο οποίος ήταν καλυμμένος από μέταλλο –ένα μαγικό κέλυφος που είχε δημιουργήσει η Λύριο μέσα σε πέντε λεπτά. Η Μία ανακουφίστηκε, καθώς η αγωνία της για την ασφάλεια του Σάντεν φούντωνε στην όψη των παρατεταγμένων στρατευμάτων. Κοίταξε γύρω της τους στρατιώτες που θύμιζαν ασημένια θάλασσα. Μπορούσε να διακρίνει τα στρατεύματα: το ανατολικό, το δυτικό, το βόρειο και το νότιο. Εκείνη με τον Σάντεν βρίσκονταν στο κέντρο και άκουγαν με προσοχή τη φωνή της Έις. Η ηγέτιδα της Λευκής αυτοκρατορίας είχε ενισχύσει μαγικά τη φωνή της παραμένοντας αφανής.
«Κανείς σας δεν είναι αναλώσιμος. Όποιος βρίσκεται στη Λευκή Αυτοκρατορία έχει μια ευθύνη, μια βαριά ευθύνη. Πρέπει να προστατεύσει τον εαυτό του. Μόνο έτσι θα είναι εκεί για να προστατεύσει την αυτοκρατορία. Είμαι μαζί σας σήμερα και θα πολεμήσουμε όλοι. Η μαγεία μου θα σας κρατήσει ασφαλείς και η μάχη σας θα είναι προσανατολισμένη στην ελευθερία. Θέλουμε να σταματήσουν οι δολοφονίες των ανθρώπων μας από σκοτεινούς μάγους».
Έκανε μια παύση και όλοι φώναξαν «Ναι.» Τότε η φωνή της συνέχισε.
«Θέλουμε να προστατεύσουμε τα παιδιά μας και τις οικογένειές μας από την εκμετάλλευση και τη φτώχια».
Για άλλη μια φορά οι στρατιώτες επευφημούσαν.
«Μα πάνω από όλα θέλουμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο, όπου τα παιδιά μας να είναι κρυμμένα από το σκοτάδι».
Αυτή τη φορά οι κραυγές και η κλαγγές των όπλων και των ασπίδων ήταν πολύ δυνατές και πανηγυρικές.
«Τα στρατεύματά τους έχουν περικυκλώσει το Μέινλοουν. Μόλις ανοίξουν οι πύλες, θέλω κάθε μέτωπο να αγωνιστεί».
Η κοπέλα άκουγε τις οδηγίες της Έις αγχωμένη. Κανείς δεν είχε δώσει ξεκάθαρες οδηγίες σε εκείνη.
«Ο Σάντεν και η Μία…»
Τα μάτια της κοπέλας άνοιξαν διάπλατα, έκπληκτα που αναφέρθηκε σε εκείνους με τα ονόματά τους. Όλοι οι στρατιώτες έστρεψαν με μιας τα κεφάλια τους προς το μέρος τους.
«Μείνετε κοντά στον Κλέιν και τον Εστέφαν και βοηθήστε όπου υπάρχει ανάγκη. Είστε η βοηθητική μονάδα μας».
Η Μία ένευσε πρόθυμα και ο Σάντεν σηκώθηκε στα δύο πόδια του. Βρυχήθηκε δυνατά, αφήνοντας δύο κύματα καπνού να ξεφύγουν από τα μεγάλα του ρουθούνια.
Η θάλασσα των στρατιωτών ξεκίνησε να ανοίγει και να δημιουργεί μια δίοδο. Το πέρασμα που δημιουργήθηκε έφτασε μέχρι τον Σάντεν κι εκείνη. Δύο σιλουέτες, οι οποίες φορούσαν μαύρες πανοπλίες, ξεκίνησαν να το διασχίζουν. Η πρώτη κρατούσε ένα τεράστιο μαύρο σπαθί, ενώ η δεύτερη είχε στερεωμένο στην πλάτη ένα τόξο με τις διπλάσιες διαστάσεις συγκριτικά με το δικό της. Όταν έφτασαν στο κέντρο, ο Κλέιν στάθηκε μπροστά από τον Σάντεν. Κοίταξε τη Μία εύθυμα και της χαμογέλασε. Η κοπέλα κατάλαβε πως της ευχόταν καλή επιτυχία οπότε ανταπέδωσε με ένα δυναμικό βλέμμα. Ο Εστέφαν σκαρφάλωσε πάνω στον Σάντεν κι εκείνος του ούρλιαξε εκνευρισμένα. Η κοπέλα τον κοίταξε μπερδεμένη κι εκείνος στάθηκε αγέρωχα μπροστά της.
«Ελπίζω να θυμάσαι πως έχω ευθύνη να σε προστατεύω, Μία Μόλτεν».
Τα λόγια του έμπλεκαν τις σκέψεις της ακόμη πιο πολύ. Ο άντρας που είχε συναντήσει εκείνο το απόγευμα έμοιαζε με περίεργο όνειρο. Από τη στιγμή που είχε εμφανιστεί η Φιέρα, ο Εστέφαν είχε βρει τον εαυτό του. Έσφιξε τα δόντια της και κοίταξε μακριά. Δεν ήξερε ποιος από του δύο ήταν ο πραγματικός, μα δεν είχε χρόνο για εκείνον τώρα. Έπρεπε να προστατεύσει το Μέινλοουν.
Οι πύλες άνοιξαν και οι άντρες ξεχύθηκαν προς τις τέσσερις κατευθύνσεις. Ναι οι πύλες της πόλης ήταν τέσσερις, απλώς συνήθως οι τρεις παρέμεναν κλειστές. Αυτή ήταν μια από τις περιπτώσεις που όλες οι έξοδοι ήταν χρήσιμες. Αν το Μέινλοουν ήταν περικυκλωμένο, τότε έπρεπε τα μέτωπα να αμυνθούν από πολλά σημεία. Η μάχη ξεκίνησε και ο Κλέιν παρέμεινε ακίνητος στο κέντρο της πόλης. Η Μία και ο δράκος ξεκινούσαν να δυσανασχετούν μα κράτησαν τα στόματά τους κλειστά. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να γκρεμίζονται τα νοτιανατολικά τείχη. Ο Κλέιν έτρεξε προς το σημείο της καταστροφής και ο Σάντεν τίναξε τα φτερά του και πέταξε μανιασμένα.
Η Μία εξέτασε αιφνιδιασμένα τα τείχη. Δεν γκρεμίζονταν από ανθρώπους, αλλά από κάποιο αέριο. Τα στρατεύματά της Λευκής Αυτοκρατορίας έπεφταν και έχαναν τις αισθήσεις τους, μόλις εισέπνεαν τον μαύρο καπνό. Ο ίδιος καπνός ήταν εκείνος που διέλυε τα τείχη και τα κτήρια του Μέινλοουν. Έμοιαζε με καταστροφική φωτιά που κατάπινε τα πάντα στο πέρασμά της, αλλά ήταν απλώς αέρας.
Ο Εστέφαν στάθηκε όρθιος και τοποθέτησε ένα βέλος στο τόξο του. Βρίσκονταν πάνω από το μαύρο σύννεφο που εξαπλωνόταν ραγδαία προς κάθε κατεύθυνση. Ο Κλέιν ξεκίνησε να μαστιγώνει με το σπαθί του τον μαύρο καπνό. Η Μία περίμενε να τον δει να πέφτει λιπόθυμο αλλά αντί για αυτό πρόσεξε πως το κύμα του καπνού ανταποκρινόταν στο σπαθί. Κρατούσε το σύννεφο στάσιμο και δεν του επέτρεπε να εξαπλωθεί βαθύτερα στην πόλη.
«Παίζεις βρώμικα, Κέζελθ» μονολόγησε ο Εστέφαν.
Η Μία ακολούθησε τη ματιά και το βέλος του και είδε πως μια σιλουέτα στεκόταν όρθια στο κέντρο του σύννεφου. Η όρασή της άλλαξε απροειδοποίητα. Το θολό πέπλο που τύλιγε τα μάτια της, έφυγε αποκαλύπτοντάς της έναν πεντακάθαρο ερυθρό κόσμο. Για άλλη μια φορά, κοίταζε μέσα από τα μάτια του Σάντεν. Προσπάθησε να διακρίνει τον μάγο που πνιγόταν στην αγκαλιά του τοξικού σύννεφου. Τα μάτια του δράκου ανταποκρίθηκαν κατευθείαν και εστίασαν στη σιλουέτα. Φορούσε μαύρο μανδύα και κρατούσε τα χέρια του στραμμένα προς το Μέινλοουν. Χωρίς καμία προειδοποίηση τίναξε τις παλάμες προς το μέρος της. Τα μάτια του συναντήθηκαν με τα δικά της και έλαμψαν μεγάλα και κατάμαυρα. Εκείνη τρόμαξε και η όρασή της έγινε ξανά θαμπή. Πλέον δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα παραπάνω από μια σιλουέτα στο κέντρο του μαύρου σύννεφου. Μόνο που το μαύρο σύννεφο είχε πάψει να εξαπλώνεται προς το Μέινλοουν. Τώρα κινούταν με ραγδαία ταχύτητα προς τον δράκο.
Ο Εστέφαν βλασφήμησε και έριξε το βέλος του βεβιασμένα. Το σύννεφο όμως συνέχισε να τους πλησιάζει. Η Μία κράτησε το τόξο της και στερέωσε ένα βέλος. Της ήταν δύσκολο να δει καθαρά, όσο ο πηκτός και απειλητικός αέρας έκρυβε τον κόσμο της επιφάνειας της γης. Ο καπνός σκέπασε τον Σάντεν, μα δεν τον έβλαψε. Η Μία αναστέναξε ανακουφισμένη. Είδε τον καπνό να καλύπτει το πόδι της χωρίς να της προκαλεί οδύνη. Ένιωθε τυχερή, αλλά τότε άκουσε τη κραυγή πόνου του Εστέφαν. Η πανοπλία του είχε εξαϋλωθεί στο σημείο όπου την είχε αγγίξει ο καπνός. Τότε θυμήθηκε... Εκείνη και ο Σάντεν ήταν προστατευμένοι από κάθε λογής μαγεία. Ο Εστέφαν, όμως, θα μπορούσε να χάσει τη ζωή του, όπως τα απειράριθμα κορμιά των στρατιωτών που είχαν σωριαστεί γύρω από τα νοτιανατολικά τείχη. Η καρδιά της παλλόταν γρήγορα και ταρακουνούσε το σώμα της. Στεκόταν όρθια πάνω στη δρακίσια ράχη και προσπαθούσε να στοχεύσει τον μάγο.
«Σάντεν, πιο ψηλά» φώναξε στον δράκο.
Ο Σάντεν όρμησε ψηλότερα και ελευθερώθηκε από το κύμα που τον είχε σκεπάσει. Η Μία είχε μόνο μερικά δευτερόλεπτα, για να αποτελειώσει τον μάγο. Συντονίστηκε και προσπάθησε να δει καθαρά. Για πρώτη φορά έδιωξε το θολό πέπλο από την όρασή της με τη θέλησή της. Έτσι, διέκρινε ξεκάθαρα το σώμα του μάγου. Στόχευσε με σιγουριά και άφησε το βέλος να εκτοξευθεί. Ακολούθησε τη πορεία του και το είδε να καρφώνεται στο στήθος του. Ευχαριστημένη από το επίτευγμά της, εγκατέλειψε τον κόκκινο κόσμο των ματιών του Σάντεν και χαμογέλασε ικανοποιημένη. Αμέσως μετά το μαύρο σύννεφο διαλύθηκε. Κάθισε στην ραχοκοκαλιά του δράκου και ψηλάφισε το πόδι του Εστέφαν. Αιμορραγούσε. Εκείνος της έκλεισε το μάτι ξέγνοιαστα.
«Συνεχίζεις να με εκπλήσσεις» είπε παιχνιδιάρικα και χάιδεψε μια μπούκλα των μαλλιών της.
Ο Σάντεν επέστρεψε στο έδαφος και η Λύριο φρόντισε να σταματήσει την αιμορραγία του άντρα. Του τόνισε, βέβαια, πως δεν τον είχε γιατρέψει. Αμέσως μετά, ανέλαβαν να παλέψουν με όποιο εχθρικό στράτευμα έφτανε μέσα στο Μέινλοουν.
Δεκάδες στρατιώτες ξεχύνονταν στο στρατόπεδο. Η Μία με τον Εστέφαν βρίσκονταν πλάτη με πλάτη επάνω στον δράκο και έριχναν βέλη χωρίς σταματημό. Ο Κλέιν βρισκόταν στο έδαφος και αποτελείωνε όσους ξέφευγαν. Η Λύριο είχε φροντίσει να εφοδιάσει με πολλά βέλη τη δρακοκαβαλάρισσα και τον προστάτη της. Πέρασαν περίπου δύο ώρες. Τα κορμιά τους λούζονταν από καυτό ιδρώτα. Ο Κλέιν είχε δημιουργήσει μια μεγάλη σωρό με πτώματα και συνέχιζε να παλεύει χωρίς να πάρει ανάσα. Η Μία για πρώτη φορά μπορούσε να παραδεχθεί πως ήταν αξιέπαινος.
«Ανακωχή» ήχησε δυνατά η φωνή του Κέζελθ. «Έχετε είκοσι τέσσερις ώρες, για να περιμαζέψετε τους νεκρούς σας». Τα λόγια του έστειλαν ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά της Μία. «Έχουν απομείνει τα μισά σας στρατεύματα». Αυτή τη φορά αναρρίγησε ολόκληρη. «Αν θέλετε να δώσετε ένα τέλος σε όλο αυτό, απλώς παραδοθείτε μέχρι τη δύση του ήλιου».
Ο ουρανός είχε χαράξει πριν από μια ώρα. Η Μία κοίταξε τον ήλιο κουρασμένα.
Μόλις σταμάτησε να αντηχεί η φωνή του Κέζελθ, οι στρατιώτες του Μέινλοουν ξεκίνησαν να επιστρέφουν. Μόνο που δεν έρχονταν με άδεια χέρια. Κουβαλούσαν σώματα. Και η Μία δεν ήταν προετοιμασμένη για αυτό. Ο Εστέφαν την αγκάλιασε και εκείνη έμεινε μαρμαρωμένη. Κοίταζε την σπασμένη θάλασσα που επέστρεφε στο στρατόπεδο και φοβόταν. Φοβόταν πως κάποιο από αυτά τα σώματα θα το αναγνώριζε. Ακόμη περισσότερο φοβόταν για τον πατέρα της. Ήταν στην πρώτη γραμμή. Και ο Λίον ήταν στην πρώτη γραμμή. Έπρεπε να είναι ζωντανοί.
Τους αναζήτησε στα πρόσωπα των στρατιωτών. Πέρασε μισή ώρα κι ακόμη έμπαιναν στρατιώτες από τις πύλες, μα δεν μπορούσε να βρει τα πρόσωπά τους. Τα μάτια της έσταζαν, όμως δεν τους έδινε σημασία. Απλώς έψαχνε. Ξεκίνησε να κοιτάζει τα χαρακτηρίστηκα όσων ήταν ξαπλωμένοι στο κέντρο του Μέινλοουν. Τίποτα. Δεν ήταν πουθενά. Αισθάνθηκε ανακούφιση που δεν τους είδε ξαπλωμένους ανάμεσα στα νεκρά σώματα. Τότε, τα μάτια της φωτίστηκαν. Ήταν ο Λίον. Βρισκόταν μακριά, μα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, η όρασή της έγινε πεντακάθαρη. Το πρόσωπο του Λίον ήταν εξοργισμένο. Οι φωτιές στα μάτια του καταστροφικές.
«Έις! Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι αυτό!» Ούρλιαζε τόσο δυνατά που τραυμάτιζε τις φωνητικές του χορδές. Άφησε το σώμα του να πέσει στα γόνατα ηττημένα. «Δεν μπορεί, δεν μπορεί» είπε κοπανώντας τα χέρια του στο έδαφος.
Τα μάτια του σηκώθηκαν από το χώμα και κοίταξαν κατευθείαν μέσα στα δικά της. Η καρδιά της ξεκίνησε να χτυπά γρήγορα και αγχωμένα. Κοίταξε πίσω από τον Λίον. Οι πύλες έκλειναν και δύο στρατιώτες κουβαλούσαν τον τελευταίο νεκρό. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Μα δε χρειαζόταν να δει τα μάτια του, για να ξέρει πως ήταν ο πατέρας της.


Ράνια Ταλαδιανού