Insomnia (Κεφάλαιο 5)

 
«Η ευτυχία δεν είναι κάτι ετοιμοπαράδοτο. Επέρχεται με τις πράξεις μας». - Δαλάι Λάμα

Ο ουρανός έχει αποκτήσει το χρώμα του μόλυβδου, ενώ σταγόνες, χοντρές σταγόνες σαν χαλίκια χτυπούν με δύναμη το τζάμι του αυτοκινήτου και όσο περισσότερο ακολουθούμε τον δρόμο μέσα στην πόλη, το χαλάζι δυναμώνει. Δεξιά και αριστερά της μεγάλης λεωφόρου ορθώνονται κτίρια, γκρίζα και μουντά κίτρινα, λες και ο καιρός άφησε το στίγμα του πάνω τους. Το βλέμμα μου πιάνει μερικούς ανθρώπους, καθώς τρέχουν κάτω από μεγάλες ομπρέλες ή βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τις τέντες των καταστημάτων. Τι μπορεί να νιώθουν αυτήν τη στιγμή; Υπάρχει περίπτωση να φοβούνται;

Ζαρώνω στη θέση του συνοδηγού παρατηρώντας με μάτια ανήσυχα το παράξενο αυτό φαινόμενο. Δεν μπορώ να πω πως τρελαίνομαι για το υπερβολικά έντονο φως του ήλιου. Αλλά η βροχή είμαι σίγουρη πως δε συγκαταλέγεται στα πράγματα που μου αρέσουν. Ούτε και στην Κάρεν άλλωστε. Και η μέρα ήταν τόσο όμορφη, όταν αφήσαμε το σπίτι. Είχε προοπτικές για έναν υπέροχο, ήπιο καιρό στα μέσα του χειμώνα.

Στο πίσω μέρος του μυαλού μου αναβοσβήνει μια λέξη με κόκκινα γράμματα. Μελαγχολία: Συναίσθημα ελαφριάς θλίψης. Θλίψη; Γιατί αισθάνομαι θλιμμένη;

«Είναι κακό να νιώθω μελαγχολική;» ρωτάω χαζεύοντας τους κινούμενους υαλοκαθαριστήρες πάνω στο παρμπρίζ.

«Όχι δεν είναι. Βασικά, είναι καλό να αισθάνεσαι πράγματα. Αυτή ξέρεις, είναι η ουσία για να θεωρείσαι άνθρωπος». Αφήνει το χέρι του από τις ταχύτητες και πιάνει το γόνατό μου. Το σφίγγει απαλά, καθώς ένα τριμμένο χαμόγελο παλεύει να ανατείλει στα χείλη του. «Τι είναι αυτό που σου προκάλεσε μελαγχολία;»

«Τα χρώματα. Δεν είναι έντονα, δεν είναι ζωντανά. Μοιάζει λες και κάποιος τα έκλεψε» σηκώνω το δάχτυλο μου και δείχνω τον ουρανό. «Ακόμα και ο ήλιος τον άφησε μόνο… και χωρίς το φως του φαίνεται τόσο στεναχωρημένος που κλαίει» μουρμουρίζω με σουφρωμένα χείλη.

Ο δημιουργός μου γελάει ευχαριστημένος.

«Πολύ καλά. Μόνο που δεν μπορείς να λες ότι ο ουρανός είναι στεναχωρημένος και ο ήλιος δεν έχει φύγει. Υπάρχει ακόμα κάπου εκεί πάνω, απλά σήμερα τα σύννεφα ήταν πάρα πολλά που τον έκρυψαν».

«Και αυτό που με στενοχωρεί τι είναι; Αν όχι το μουντό χρώμα του ουρανού;»

«Το περιβάλλον γύρω μας έχει την ικανότητα να μας επηρεάζει με ποικίλους τρόπους. Ο εγκέφαλός μας είναι αυτός που αποφασίζει για τη συμπεριφορά μας. Μια όμορφη, ηλιόλουστη μέρα την έχει συνδυάσει με τη χαρά, τη ζωντάνια και το γέλιο. Μια συννεφιασμένη συνήθως με συναισθήματα μελαγχολίας. Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις και πολλές φορές παίζει σημαντικό ρόλο η ήδη υπάρχουσα συμπεριφορά του ανθρώπου. Για παράδειγμα, για κάποιον που είναι ήδη θλιμμένος, ο σημερινός καιρός θα επιδεινώσει την κατάστασή του».

«Εσένα σε επηρεάζει σήμερα;»

«Ναι… Αρκετά θα έλεγα. Βλέπεις, είμαι ήδη επηρεασμένος από τα αρνητικά συναισθήματα που έχει προκαλέσει η κατάσταση της Κάμερον. Ο καιρός απλά τα επιδεινώνει». Του σφίγγω το χέρι και ανταποδίδει ελαφρά. «Μην ανησυχείς. Θα δεις ότι όλα είναι εντάξει, αλλά…»

Με το κεφάλι του μου κάνει νόημα σε μια παράξενα αστραφτερή γραμμή που φωτίζει ξαφνικά τον ορίζοντα.

«Ρουθ, πάντα πρέπει να θυμάσαι πως φτιάχτηκες κατ’ ομοίωση του ανθρώπου και ότι δεν είσαι, αλλά ούτε και ότι θα γίνεις σαν αυτόν. Μπορείς μόνο να τον μιμείσαι. Αυτά που κάνει, αυτά που νιώθει… Ας πούμε ότι είσαι το καλύτερο δείγμα του, αυτό όμως δε σημαίνει πως είσαι άτρωτη. Υπάρχει αυτό…» ακολουθώ το βλέμμα του στον ορίζοντα που έχει προσηλωθεί σε εκείνη τη μακρινή, φωτεινή γραμμή. «Πράγματα σαν αυτό θα πρέπει να τα φοβάσαι. Λόγω του ατσάλινου σκελετού σου και γενικά της όλης διαμόρφωσης του σώματός σου, οι μεγάλες τάσεις μπορούν να σε καταστρέψουν».

«Δε νομίζω πως θα πήγαινα να το πιάσω. Έτσι και αλλιώς είναι τρομακτικό».

«Δεν έχει σχέση αυτό. Ο ηλεκτρισμός δεν υπάρχει μόνο ως φυσικό φαινόμενο, αλλά και ως ενέργεια την οποία χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για τις καθημερινές του ανάγκες» με κοιτάζει και αναστενάζει. «Τέλος πάντων. Θέλω να καταλήξω στο σημείο, πως όποιος ανακαλύψει τι πραγματικά είσαι και θελήσει να σε βλάψει, θα χρησιμοποιήσει πάνω σου συσκευές που εκπέμπουν αυτήν την ενέργεια. Θα βραχυκυκλωθείς και θα σβήσεις».

«Να μείνω μακριά από οτιδήποτε μπορεί να με σκοτώσει. Εντάξει, το ‘πιασα» λέω νιώθοντας ένα τσίμπημα άγχους στη σπονδυλική μου στήλη.

«Δεν είναι παιχνίδι και μη νομίζεις ότι μπορείς να πάρεις αψήφιστα τον θάνατο. Επειδή είσαι αυτό που είσαι, δε θα τη γλιτώνεις σε όλα. Κάτι θα γίνει. Ένα μόνο λάθος που θα σε αποκαλύψει και θα σε σκοτώσει».

«Εντάξει, το κατάλαβα» απαντάω με ένταση στις αμφιβολίες του. «Θα είμαι προσεκτική».

Ο δημιουργός μου σηκώνει δύσπιστα τα φρύδια του.

«Εντάξει… τι;» ρωτάει επίμονα.

«Εντάξει, πατέρα» του δίνω αυτό που θέλει να ακούσει και γυρνάω το πρόσωπό μου από την άλλη.

Σαν Κάρεν και σαν Ρουθ δε μου αρέσουν τα ψέματα. Δεν έχω προγραμματιστεί για να λέω ψέματα και όμως αυτός είναι ο κόσμος, στον οποίο πρόκειται να ζήσω. Το αν κάποιος ανακαλύψει, το τι πραγματικά είμαι ή αν δεν δώσει την παραμικρή σημασία, είναι μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσά τους δίχως όρια. Και εγώ δεν έχω ιδέα ποια είναι τα δικά μου. Για το τι είμαι ικανή, για τον εαυτό που θα δείξω στον υπόλοιπο κόσμο. Και πρώτους απ’ όλους τη μέλλουσα μητέρα μου.

«Μην ανησυχείς τόσο πολύ. Απλά εμπιστεύσου το ένστικτό σου».

«Πώς μπορώ… Υπάρχει στ’ αλήθεια κάποιο ένστικτο πέρα από το πρόγραμμά σου; Είμαι απλά μια μηχανή. Για τους εκλεκτούς ένα εξαίρετο, απαραίτητο αξεσουάρ και για όσους δεν γνωρίζουν την ύπαρξη ατόμων σαν και εμένα μόνο ένα φρικιό. Όλα αυτά είναι…»

«Όλα αυτά ονομάζονται τεχνητή νοημοσύνη, Ρουθ. Είναι η ικανότητα ενός αντικειμένου που μπορεί να σκέφτεται και να δρα με τη δική του βούληση. Είναι η ζωή που έδωσα σε σένα. Οι εντολές που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμά σου είναι μόνο η αρχή. Δες το σαν μια βάση, όπου θα κτίσεις τη δική σου προσωπικότητα. Ας πούμε ότι απλά ενσωμάτωσα τις πρώτες εμπειρίες από τη γέννηση έως την εφηβική ηλικία ενός ανθρώπου. Το τι θα μαθαίνεις από εκεί και πέρα, είναι καθαρά δική σου δουλειά» μου χαμογελάει. «Θα σε καθοδηγώ. Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη. Ούτε και ο Τόμας».

Παρά τα καθησυχαστικά του λόγια, δε νομίζω πως έχω τη δυνατότητα να συμμεριστώ τη σιγουριά του. Κάτι με ενοχλεί, κάτι που δενμε αφήνει να ηρεμήσω και να απολαύσω την υποτιθέμενη τέλεια ζωή μου. Μήπως φταίει που έχω επίγνωση για τον εαυτό μου; Ένα… τόσο περίεργο φρικιό.

Το αυτοκίνητο στρίβει και μπαίνει από την κεντρική είσοδο με τον φύλακα. Αγχώνομαι και ένα ξαφνικό τρέμουλο κυριεύει τα χέρια μου απαγορεύοντας στο μυαλό μου να ασκήσει πάνω τους την παραμικρή επιρροή. Νιώθω πως θα καταρρεύσω. Πως η μπαταρία μου θα σβήσει γρηγορότερα από το αναμενόμενο και θα με ανακαλύψουν. Χτυπάω τη γροθιά μου στο γόνατό μου σφίγγοντας τα δόντια.

«Χαλάρωσε. Κανείς δεν πρόκειται να σε φάει. Δείξε τον πραγματικό εαυτό της Ρουθ Κοβελ και όλα θα πάνε μια χαρά».

«Βλακείες» φωνάζω και χτυπάω το χέρι του, πριν πέσει καθησυχαστικά στον ώμο μου. «Γιατί δε με άφησες στο σπίτι; Δεν μπορώ να την αντιμετωπίσω. Όχι με αυτόν τον τρόπο».

Ο δημιουργός μου βγαίνει από το αυτοκίνητο γελώντας στραβά και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. Τον μιμούμαι, όμως οι κινήσεις μου είναι αφύσικα διστακτικές για τα υψηλά επίπεδα ενέργειας που μου διαπερνούν σε μόνιμη βάση ολόκληρο το κορμί. Δε θέλω να πάω. Δε θέλω να τη δω.

«Μπορείς να μου κρατάς το χέρι τουλάχιστον;» τον ρωτάω σιγανά.

«Ε… σίγουρα. Αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα».

Έρχεται μπροστά μου φορώντας ένα λαμπερό χαμόγελο και σαν τζέντλεμαν υποκλίνεται προσφέροντάς μου το μπράτσο του. Οι νοσοκόμες και οι επισκέπτες που μπαινοβγαίνουν στο νοσοκομείο μου σκάνε μερικά χαμόγελα. Ανταποδίδω νευρικά. Δε δείχνουν να διακρίνουν κάτι διαφορετικό πάνω μου. Νομίζουν ότι είμαι ένα αληθινό κορίτσι με σάρκα και οστά. Πως… χμμ. Σμίγω τα φρύδια μου σκεπτική στις αντιδράσεις τους. Οι άνθρωποι είναι περίπλοκοι. Ίσως πολύ λιγότερο από μια μηχανή. Τι σκέφτονται τώρα;

Αφήνομαι στον δημιουργό μου, καθώς με οδηγεί στο δωμάτιο της μητέρας μου. Κανείς άλλος δεν φαίνεται να παρατηρεί την παρουσία μου. Να νοιάζεται για μένα. Λες και δεν υπάρχω. Λες και αυτό που έχουν να κάνουν, είναι πολύ σημαντικότερο από το υβρίδιο που πλησιάζει τόσο κοντά τους. Φευγαλέα βλέπω το είδωλό μου στο τζάμι με τις λέξεις ΕΝΤΑΤΙΚΗ. Μοιάζω αληθινή, αλλά το πόσο είμαι, αυτό… είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Όμως μπορώ πραγματικά να ζήσω; Μια ζωή σαν όλους τους ανθρώπους ολόγυρά μου; Θα καταφέρω να γνωρίσω άλλους ανθρώπους;

«Είσαι έτοιμη;» με ρωτάει χαμηλόφωνα μπροστά από την κλειστή πόρτα με τον αριθμό 316. «Δεν υπάρχει κάτι που να πρέπει να φοβάσαι. Κάποιον που να πρέπει να φοβάσαι».

Σφίγγει τον ώμο μου και παίρνει βαθιά ανάσα με το χέρι του στο χερούλι της πόρτας. Το δικό μου του το σκεπάζει και το κρατάει ακίνητο. Με κοιτάζει ερωτηματικά, αλλά δεν του δίνω σημασία. Δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου ανασηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και κρυφοκοιτάζω μέσα στο δωμάτιο από το τζάμι της πόρτας.

Η Κάρμεν Κοβέλ, η μέλλουσα μητέρα μου είναι ξαπλωμένη στο νοσοκομειακό της κρεβάτι περιτριγυρισμένη από άψυχα μηχανήματα. Ένα ρίγος διαπερνά στιγμιαία το κορμί μου φέρνοντας συνειρμικά στο νου μου πως κάποτε ήμουν και εγώ ένα άψυχο σώμα. Το βλέμμα μου επιστρέφει πάνω της και βλέποντας το ανήσυχο, τρομοκρατημένο πρόσωπό της ξέρω πως περιμένει και κάτι άλλο πέρα από τον δημιουργό μου και εμένα.

«Δ…δε νομίζω πως μπορώ να το κάνω» ψελλίζω γυρίζοντας προς το μέρος του.

Με παρατηρεί άναυδος. Σφίγγει τις γροθιές του και ανοίγει το στόμα του για να πει κάτι. Τα λόγια του ταλαντεύονται στην άκρη της γλώσσας του, πριν κυλήσουν σοκαρισμένα στ’ αυτιά μου.

«Τι… τι είναι αυτά που λες, Ρουθ; Μην το κάνεις αυτό. Σε περιμένει. Δεν μπορείς να την απορρίψεις έτσι, επειδή φοβάσαι να την αντιμετωπίσεις. Δε θα σε αφήσω να το κάνεις».

«Δεν έχει να κάνει με τις αμφιβολίες μου αυτή τη στιγμή. Αλλά με εκείνη. Ναι, με περιμένει» απαντάω με ένταση. «Όμως μετά από αυτό θα πεθάνει. Το ξέρεις και εσύ κάπου βαθιά μέσα στην ψυχή σου. Απλά… νομίζω πως η εμφάνισή μου θα επιδεινώσει τον θάνατό της. Και δεν το θέλω αυτό…»

«Μην είσαι ανόητη. Κάνεις δεν πέθανε επειδή γνώρισε κάποιον» γελάει πικρά.

«Είσαι επιστήμονας. Είμαι μια μηχανή με αισθήματα. Νομίζω πως… και οι δυο μας αντιλαμβανόμαστε ότι αυτές οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος μας. Αν μπω εκεί μέσα, θα ταραχτεί στην παρουσία μου, θα ενθουσιαστεί αυξάνοντας τους παλμούς της καρδιάς της. Η αρρώστια της…»

«Άσε τη διάλεξη και μπες μέσα, Ρουθ» σφυρίζει θυμωμένα. «Δε θα το ξαναπώ».

Δεν επιμένω άλλο και εκείνος με σπρώχνει βίαια μέσα στο δωμάτιο. Ο αέρας που με κατακλύζει είναι δροσερός και πολύ ελαφρύτερος από αυτόν της πόλης και της εξοχής. Χωρίς μυρωδιές, ενώ οι μοναδικοί ήχοι που ακούγονται είναι ο μονότονος βόμβος και το επαναλαμβανόμενο μπιπ-μπιπ των μηχανημάτων. Στέκομαι διστακτικά στην άκρη, καθώς ο δημιουργός μου πλησιάζει το κρεβάτι της.

«Κάμερον» ψιθυρίζει αφήνοντας στα μαλλιά της ένα τρυφερό φιλί. «Είσαι ξύπνια;»

«Μην το κάνεις αυτό. Θα τη χάσεις γρηγορότερα» τον ενημερώνω σιωπηλά και σωπαίνω στο προειδοποιητικό του βλέμμα.

«Κάμερον» τη σκουντάει απαλά. «Έχω κάτι να σου δείξω».

Τς τς τς. Λες και είμαι κανένα τρόπαιο που πρέπει να επιδειχτεί. Σφίγγω τα χείλη μου νιώθοντας ξαφνικά την απογοήτευση να με κυριεύει. Απογοήτευση γι’ αυτόν, για όλα αυτά που με έχει κάνει. Και όμως είμαι τόσο μπερδεμένη. Από τη μια αισθάνομαι ένα ασήμαντο αντικείμενο που δεν έχει καμία άλλη χρησιμότητα από τη στιγμή που ο άνθρωπος που επρόκειτο να αντικαταστήσω πέθανε. Και από την άλλη, από τη μεριά της Ρουθ είμαι ένα έφηβο κορίτσι, το οποίο το μόνο που θέλει είναι μια θέση στη ζωή, σε τούτον τον κόσμο και ανάμεσα στα πλάσματά του. Ποιος από τους δυο εαυτούς μου αντιδρά στις επιθυμίες του πατέρα μου τούτη τη στιγμή;

Η ταχύτητα των σκέψεων μου καταλαγιάζει στο τρίξιμο του κρεβατιού και τον ήχο της καρέκλας που σέρνεται στο πάτωμα. Η μέλλουσα μητέρα μου χασμουριέται θορυβωδώς και ανασηκώνει κουρασμένα τα βλέφαρά της. Με μάτια ευγενικά και απορημένα κοιτάζει τον άντρα της. Ένα αμυδρό, αδύναμο χαμόγελο παραμορφώνει τα άχρωμα χείλη της. Ξέρει να κρύβει καλά τον πόνο της.

«Πίτερ… Μου είπαν πως έφυγες. Μετά την εγχείρηση…» απλώνει το χέρι της και εκείνος το πιάνει μέσα στα δικά του. Ξεφυσάει ανακουφισμένη. «Χαίρομαι που επέστρεψες πίσω».

«Φυσικά. Μα τι νόμιζες; Πως μπορώ να αφήσω μόνο τον ήλιο της ψυχής μου;» της κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι και διακρίνω μια ρόδινη γραμμή να διασχίζει γρήγορα τα μάγουλά της, πριν ξεθωριάσει και σβήσει.

Το βλέμμα της γεμάτο ενδιαφέρον πέφτει πάνω μου κάνοντάς με να ξεροκαταπιώ.

«Εμ… είναι…» αρχίζει να λέει, αλλά δεν τελειώνει την πρότασή της.

Ο δημιουργός μου της γνέφει και μου κάνει νόημα να πλησιάσω. Με διστακτικό βήμα υπακούω παλεύοντας να κρατήσω σταθερό ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Τα μάτια της δε φεύγουν καθόλου από πάνω μου.

«Καλημέρα, κυρία Κοβέλ» λέω χαμηλώνοντας το κεφάλι μου με σεβασμό. «Είμαι… το όνομά μου είναι…»

«Η Ρουθ;» ρωτάει. Ένα εύθραυστο χαμόγελο τρεμοπαίζει στα χείλη της. Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά. «Έλα κοντά μου». Χτυπάει τα σκεπάσματα του κρεβατιού.

«Με το μαλακό, γλυκιά μου. Η Ρουθ είναι δικιά μας από ‘δω και πέρα. Θα έχεις όσο χρόνο θες για να τη χαρείς. Μην κουράζεις τον εαυτό σου» τη διακόπτει ο Πίτερ. Με πιάνει από τον ώμο και με βάζει να κάτσω στη θέση του. «Σου είπα ότι θα σου την έφερνα. Δεν το’ πα;»

«Πώς την πήρες; Δεν πιστεύω να έκανες καμιά ανοησία» σμίγει τα φρύδια της καχύποπτα. Κοιτάζω τον δημιουργό μου μην ξέροντας, αν πρέπει να επέμβω ή όχι.

«Είναι από την εκκλησία του πνευματικού σου. Ένα από τα πολλά ορφανά που φροντίζει. Δεν την απήγαγα, αν αυτό υπονοείς» σαρκάζει.

«Ε… όχι. Απλά… μου φαίνεται πολύ τέλειο για να είναι αληθινό. Έπειτα απ’ όλη την κακοτυχία… ξέρεις» αναστενάζει.

«Γίνε γρήγορα καλά και θα δεις πως η τύχη μας θα φτιάξει» την καθησυχάζει.

Της λέει ψέματα, παρόλα αυτά φαίνεται να την ηρεμούν. Να καταλαγιάζουν τον φόβο του θανάτου που έχει απλωθεί πάνω της σαν απειλητική σκιά. Σφίγγω ασυναίσθητα τα χέρια μου σε γροθιές, ανίκανη να κάνω κάτι για να την εμψυχώσω. Δεν έχω λόγια. Τα ψέματα δεν τολμούν να βγουν από το στόμα μου. Μαζεύω τα γόνατά μου κοντά στο στήθος μου και ακουμπάω το σαγόνι μου πάνω τους. Η Κάμερον με κοιτάζει με καλοσύνη.

«Φοβάσαι, Ρουθ;» ρωτάει αγγίζοντας με το χέρι της το δικό μου. Να φοβάμαι τι; Την κατάσταση, στην οποία βρίσκομαι;

«Όχι, κυρία. Είναι μόνο που… δεν έχω συνηθίσει ακόμα. Απλά χρειάζομαι λίγο χρόνο. Αυτό μόνο» αποκρίνομαι ήρεμα.

«Ποιο είναι το όνομά σου; Το πραγματικό σου όνομα;»

Ε; Γιατί το ρωτάει τώρα αυτό; Πανικοβάλλομαι και αυθόρμητα κοιτάζω τον δημιουργό μου. Κουνάει το κεφάλι του με εμπιστοσύνη. Τι θέλει, να πω;

«Εμ… δεν είχα όνομα πριν. Ήμουν απλά ένα ακόμα ορφανό, όμως… κάποιοι φίλοι με φώναζαν Κάρεν» ψελλίζω. Κάθε λέξη και μια φωτιά στην άκρη της γλώσσας μου. «Το Ρουθ είναι μια χαρά. Μου αρέσει πολύ».

«Χαίρομαι, καλή μου. Νομίζω ότι σου πηγαίνει κιόλας». Δάκρυα συγκεντρώνονται στις άκρες των ματιών της. «Επίσης δε φαντάζεσαι πόσο ήθελα να σε γνωρίσω» επαναλαμβάνει.

«Κάμερον, μη… Δεν υπάρχει λόγος. Είναι εδώ τώρα. Είμαστε μαζί. Μη στεναχωριέσαι».

Ο Πίτερ σκουπίζει με τους αντίχειρές του τα μάγουλά της και εγώ της χαρίζω ένα καταφατικό χαμόγελο. Ο,τι και αν της κρύβει, όσα ψέματα και αν της λέει, τουλάχιστον το κάνει για το καλό της. Για να της δώσει λίγες παραπάνω ώρες χαράς ακόμα και αν ξέρει ότι όλο αυτό δε θα έχει καλή κατάληξη στο τέλος. Όσο για μένα δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο, παρά να τον βοηθήσω. Για όσο καιρό χρειαστεί. Ελπίζω μόνο τα ψέματά του να μην τον βάλουν σε μεγαλύτερους μπελάδες απ’ όσους ήδη έχει.

Ακούγεται ένα αμυδρό, αλλά αποφασιστικό χτύπημα στην πόρτα του δωματίου και έπειτα το ρυτιδιασμένο πρόσωπο ενός άντρα κάνει την εμφάνισή του. Από το λευκό χρώμα που έχει αποκτήσει ο δημιουργός μου καταλαβαίνω πως με τίποτα δεν είχε προβλέψει την άφιξή του. Μας πλησιάζει και στέκεται απέναντί μας με το βλέμμα του καρφωμένο σε μένα. Τι θέλει;

Είναι ψηλός και τυλιγμένος μέσα σε μια μαύρη βελούδινη καπαρντίνα. Το πουκάμισό του είναι επίσης μαύρο εκτός από τον λευκό γιακά του ιερέα. Στα χέρια του κρατά ένα δερματόδετο βιβλίο και ένα ροζάριο. Τα μάτια μου τον τρώνε από την κορυφή ως τα νύχια, όπως και τα δικά του άλλωστε, σαν να ζυγίζει ο ένας την ψυχή του άλλου. Με ανατριχιάζει, όταν χαμογελάει. Βγάζει το καπέλο του και περνάει τα δάχτυλά του μέσα από τα γκριζαρισμένα του μαλλιά.

«Βλέπω πως έχεις εξαίρετες επισκέψεις σήμερα, Κάμερον. Νιώθεις καλά;» τη ρωτάει παίρνοντας τη θέση στο πλάι της που εγώ άφησα. Το βλέμμα του ξαναπέφτει πάνω μου. «Και εσύ καλή μου… Ποια είσαι;»

«Είναι η κόρη μου, πάτερ. Ήρθε για να με επισκεφτεί» του απαντάει η Κάμερον με ένα γλυκό χαμόγελο. «Μα δεν μπορεί να ξέχασες κιόλας. Θα σου χρωστάω αιώνια που την έδωσες στον Πίτερ μου».

«Πράγματι…» τα μάτια του γουρλώνουν σοκαρισμένα για μια στιγμή, πριν αποκτήσει και πάλι την κοφτερή του όψη. Γυρίζει προς τον δημιουργό μου. «Πίτερ, μπορώ να σε απασχολήσω για λίγο;»

«Ναι, φυσικά». Κάνει νόημα στον ιερέα να προχωρήσει πρώτος. «Θα επιστρέψω σύντομα» λέει και στις δυο μας.

Βλέποντας την πόρτα να κλείνει πίσω από τους πεσμένους του ώμους ένα κύμα πανικού με καταβάλλει. Και τώρα; Τι θα κάνουμε, αν μας κατάλαβε; Γέρνω νευρική πάνω στον τοίχο με όλες μου τις αισθήσεις σε πλήρη ετοιμότητα και πρώτες απ’ όλες την ακοή. Πιάνω τους ψιθύρους τους πίσω από την πόρτα.

«Τι ήταν αυτό; Ποιανού είναι αυτό το κορίτσι, κύριε Κοβέλ;»

«Δικό μου. Είναι η κόρη μου» του απαντάει με σθένος ο δημιουργός μου. «Είναι μια Κοβέλ». Μα τι του λέει;

«Μια Κ…Κοβέλ; Έχετε ντροπή, κύριε Κοβέλ. Να παρουσιάζετε το εξώγαμο της παράνομης σχέσης σας ως υιοθετημένο παιδί στην ετοιμοθάνατη γυναίκα σας. Ντροπή… είστε και άνθρωπος της εκκλησίας».

«Είμαι επίσης και απελπισμένος. Είχα καθήκον να εκπληρώσω την τελευταία επιθυμία της Κάμερόν μου. Επίσης το χρωστάω και στην κόρη μου. Να γίνω ο πατέρας που για τόσα χρόνια δεν ήμουν» λέει με φωνή δραματική.

«Και η μητέρα της; Ποια είναι;»

«Μην ανησυχείτε για εκείνη. Ζει πολύ μακριά από δω. Και η Ρουθ δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα βάρος στη ζωή της. Δεν πρόκειται να έρθει να την αναζητήσει… Ούτε και να συνεχιστεί το λάθος μιας τυχαίας βραδιάς. Το μόνο που σας ζητώ, είναι… να σωπάσετε».

«Θέλετε να πω ψέματα σε μια ετοιμοθάνατη; Δεν… νομίζω πως αυτό είναι εφικτό. Έχει κάθε δικαίωμα…»

«Ρουθ, υπάρχει κάτι που σε απασχολεί;» η φωνή της Κάμερον καλύπτει τη συζήτησή τους αποσπώντας μου την προσοχή.

Στρέφω ξαφνιασμένη το βλέμμα μου πάνω της, σαν να τη βλέπω για πρώτη φορά και χαμογελάω αμήχανα. Οι σκοτεινές σκέψεις που διαπερνούν το μυαλό μου, με ενοχλούν έντονα. Δεν μου αρέσουν τα ψέματα. Δεν μου αρέσει που πρέπει να ειπωθούν σε εκείνη. Πρόκειται να πεθάνει. Αυτό είναι δεδομένο. Όμως να φύγει γνωρίζοντας πως όσα πίστευε, ήταν αυταπάτες… όχι αυτό δεν μπορώ να το αφήσω να συμβεί.

«Ε, να… ξέρετε, εγώ…» αρχίζω να λέω, αλλά στη θέα των δακρύων της σταματάω.

«Ο άντρας μου δε σε υιοθέτησε από το ορφανοτροφείο που συντηρεί ο πνευματικός μου, έτσι δεν είναι;» με ρωτάει ξαφνικά.

Ταράζομαι για μια στιγμή, όμως το βλέμμα της είναι καθησυχαστικό. Γεμάτο αναγνώριση και εμπιστοσύνη για τις πράξεις του άντρα της. Δεν τον επικρίνει. Απλά συνεχίζει να τον αγαπάει, όπως έκανε πάντα. Με την ίδια ανιδιοτέλεια. Σφίγγω τα χείλη μου αποφασισμένη. Πήρα το κίνητρο που χρειαζόμουν για να της μιλήσω για τον δημιουργό μου, για μένα.

«Όχι δεν το έκανε. Βασικά, δε με υιοθέτησε από κανένα ορφανοτροφείο. Δε με βρήκε στον δρόμο, δε με απήγαγε, ούτε με αγόρασε». Καγχάζω. «Η αλήθεια είναι πως… με δημιούργησε. Αλλά σίγουρα όχι με τον τρόπο που περνάει από το μυαλό σας. Δεν είμαι πραγματικά η κόρη του».

«Το ξέρω. Δε θα με πρόδιδε ποτέ με αυτόν τον τρόπο. Δεν έχει τα κότσια να το κάνει» γελάει. «Επίσης γνωρίζω πως δεν είναι ο γλυκός πωλητής στυλό που με έριξε από το πρώτο ραντεβού. Και να σου πω την αλήθεια… Δε με πειράζει που μου το έκρυψε. Σίγουρα θα είχε τους λόγους του».

«Πώς… το μάθατε;»

«Ανακάλυψα τυχαία το εργαστήριό του. Στην αρχή ομολογώ πως σοκαρίστηκα, μετά όμως κατάλαβα το πόσο σημαντικό ήταν γι’ αυτόν η δουλειά του. Ξέρω, τι είσαι Ρουθ και… δε με πειράζει καθόλου. Απλά έχω ένα αίτημα για σένα».

«Τ…τι είδους αίτημα;» ρωτάω επιφυλακτικά. Τα μάτια της δακρύζουν και το χέρι της ανασηκώνεται ψάχνοντας για το δικό μου.

«Θέλω να μου τον προσέχεις. Για όσο καιρό σε χρειάζεται, θέλω να μείνεις στο πλάι του. Μου το υπόσχεσαι;» σφίγγει τον καρπό μου με ένταση.

«Θα το κάνω. Φυσικά και θα το κάνω…»

«Ωραία. Τώρα που ξέρω σε πόσο καλά χέρια θα μείνει, μπορώ να φύγω ήσυχη» ψιθυρίζει βαριανασαίνοντας. Τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά της μουσκεύοντας τα μαλλιά και το μαξιλάρι της. «Μην του το πεις. Μην τον αφήσεις να δει» σωπαίνει καθώς η φωνή της χάνεται στον ήχο των μηχανημάτων.

Βλέπω ακίνητη τους χτύπους της καρδιάς της να μειώνονται κατακόρυφα, τις ανάσες της όλο και πιο δύσκολες και τη λάμψη στα όμορφα μάτια της να αργοπεθαίνει. Σοκαρισμένη καταρρέω στο πάτωμα και παραμένω εκεί, ώσπου μια ομάδα ανθρώπων με λευκές ρόμπες μπουκάρει στο δωμάτιο.

Κάποιος με αρπάζει από τους ώμους και με τραβάει έξω. Είμαι έτοιμη να παλέψω, να αντισταθώ, αλλά στη θέα του δημιουργού μου δεν κάνω τίποτα απ’ όλα αυτά. Το βλέμμα του είναι κενό, σχεδόν άψυχο. Τα μάτια του κόκκινα και τα χείλη του μια τόσο λεπτή γραμμή που δύσκολα παραδέχεται κανείς πως υπάρχουν ακόμα. Τα χέρια τρέμουν πάνω στους ώμους μου.

«Είχες δίκιο» λέει άηχα. «Είχες δίκιο, όταν είπες πως δε θα το άντεχε… Και το ήξερα».

«Όχι, δεν είχα. Έκανα απλά υποθέσεις. Είχε αρκετές πιθανότητες για να επιβιώσει…» σωπαίνω. Δε νομίζω πως αυτό θέλει να ακούσει τούτη τη στιγμή.

Κοιτάζω πίσω στο δωμάτιο και το μόνο που βλέπω, είναι τον πνευματικό της Κάμερον να στέκεται από πάνω της και να διαβάζει μέσα από το δερματόδετο, μαύρο του βιβλίο. Οι γιατροί παράτησαν τις προσπάθειές τους. Τελείωσε. Έφυγε.

«Εκείνη το επέλεξε. Δε θα έπρεπε να είσαι θλιμμένος» προσπαθώ να τον παρηγορήσω. Με αγριοκοιτάζει.

«Και τι ξέρεις εσύ, ε;» φωνάζει με πόνο. «Μια μηχανή είσαι μόνο. Δε θα καταλάβεις ποτέ σου».

«Καταλαβαίνω ότι μου δίνεις εσύ να καταλάβω. Κάνω ό,τι μου επιτρέπεις εσύ να κάνω. Είμαι αυτό που εσύ με έφτιαξες να είμαι» ανταποδίδω. «Είμαι η κόρη σου. Η Ρουθ Κοβέλ και έχω σκοπό να εκτελέσω την επιθυμία της μητέρας μου. Δε θα σε αφήσω μόνο σου».

«Χα». Καγχάζει. «Μην κάνεις τον κόπο. Έτσι και αλλιώς δε σε χρειάζομαι πια. Μπορείς απλά να… πας στο διάολο. Δε με νοιάζει».

Με αφήνει σύξυλη να στέκομαι στον διάδρομο του νοσοκομείου και απλά γυρίζει την πλάτη του και φεύγει. Του φωνάζω, αλλά δεν μου απαντάει. Δεν απαντάει ούτε και στο όνομά του που βγαίνει από τα χείλη μιας νοσοκόμας. Τρέχω ξοπίσω του. Περίμενέ με…

«Ήταν χαρούμενη». Ουρλιάζω κάνοντάς τον να κοκαλώσει στη θέση του και τους ανθρώπους ολόγυρά μας να μας καρφώσουν με σαστισμένα και ενοχλημένα βλέμματα. «Της είπα τι είμαι. Ποια είμαι και ήταν χαρούμενη».

«Έκανες τι;» γρυλίζει γεμάτος έκπληξη και θυμό ταυτόχρονα. «Της είπες τι;»

«Εγώ… μόνο ότι… την αλήθεια για μένα. Μου χαμογέλασε, μου ζήτησε να σε προστατέψω…» με αρπάζει από τα μπράτσα και με ταρακουνάει άγρια.

«Και για μένα; Ξέρει για τα ψέματα που έχω πει; Ξέρει για το τι πραγματικά κάνω;» φτύνει τις λέξεις με μίσος. Ένας μίσος που χαρίζει έτσι απλόχερα σε μένα.

«Ήξερε τα πάντα» απαντάω σιγανά.

Με σπρώχνει απογοητευμένος. Το κάνει με τόση δύναμη που πέφτω και κοπανάω το κεφάλι μου στο πάτωμα. Σοκαρισμένες κραυγές ακούγονται από παντού και μια γυναίκα έρχεται να με βοηθήσει, ενώ κάποιοι άντρες πλησιάζουν τον δημιουργό μου. Τόσος πόνος. Πως μπορεί να προκαλεί ο θάνατος τόσο πόνο σε κάποιον;

«Πέθανε εξαιτίας σου».

«Όχι. Πέθανε γιατί δεν ήταν γραφτό της να ζήσει. Πέθανε με την ελπίδα ότι εσύ θα ζήσεις και για τους δυο» ανακάθομαι, δίχως να τον πλησιάσω. «Μην την προδώσεις για δεύτερη φορά. Τα ψέματα ήταν αρκετά…»

«Δεννιώθεις, άρα δεν ξέρεις. Δεν είναι όλα ένα πρόγραμμα. Τα συναισθήματα δεν μπορούν να εξηγηθούν με εξισώσεις. Είσαι μια μηχανή. Μπορείς να λες ότι αισθάνεσαι, αλλά ποτέ δε θα αισθανθείς. Ποτέ δε θα γίνεις σαν εμάς». Η αλήθεια των λόγων του με τρυπάει σαν ακονισμένο σίδερο. «Μπορείς να φύγεις. Με την ευχή μου».

«Μπαμπά!»

Φεύγει. Με παρατάει. Μόνη! Οι άνθρωποι που έδειξαν ενδιαφέρον για τον καβγά μας, σιγά σιγά διαλύονται. Κάθε τόσο κάποιος με ρωτάει, αν χρειάζομαι κάτι, αν θέλω να τηλεφωνήσω σε κάποιον, όμως και πάλι φεύγουν. Σέρνομαι στο πλάι και ακουμπάω στον τοίχο βυθίζοντας το κεφάλι μου μέσα στα διπλωμένα μου γόνατα. Η κούραση έχει αρχίσει να με καταβάλλει ρίχνοντας επικίνδυνα την ενέργεια της μπαταρίας μου. Σύντομα θα χρειαστεί να επαναφορτιστώ και αυτό καλό θα ήταν να μην γίνει μπροστά τους.

Δεν ξέρω για πόσες ώρες μένω ακίνητη παρακολουθώντας αδιάφορα την κίνηση του νοσοκομείου. Πάντως όταν αποφασίζω να φύγω, ο ουρανός δεν είναι πια γκρι, αλλά μαύρος δίχως αστέρια. Βγαίνω στη νύχτα και αρχίζω να περπατάω προς το σημείο που θυμόμουν πως αφήσαμε το αυτοκίνητο. Φυσικά και δεν είναι εκεί. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει, είναι η βροχή. Συνεχίζει να βρέχει με σταθερό ρυθμό και σύντομα τα ρούχα μου γίνονται μούσκεμα. Σέρνω τα βήματά μου προς την έξοδο. Θυμάμαι τον δρόμο για το σπίτι. Έτσι και αλλιώς είναι η μόνη μου επιλογή αυτή τη στιγμή.

Εγκαταλείποντας το νοσοκομείο και την πόλη η ησυχία και το σκοτάδι του έρημου δρόμου με κυριεύει. Κάθε τόσο με προσπερνούν αυτοκίνητα, αλλά δεν έχω ιδέα, αν με βλέπουν. Κάποια σταμάτησαν κορνάροντας στο πλάι μου ρωτώντας με, αν ήθελα να με πάνε κάπου, αν ήθελα καμιά βόλτα ή ακόμα και πόσο χρέωνα τη μια ώρα. Σε όλους όμως απαντούσα αρνητικά. Το μόνο που θέλω είναι να πάω σπίτι.

Τα βήματά μου έχουν γίνει ασταθή. Η όρασή μου τρεμοπαίζει όλο και περισσότερο και οι αισθήσεις μου με αφήνουν. Νιώθω εξαντλημένη. Ένα ακόμα αυτοκίνητο σταματά δίπλα μου. Ο οδηγός ανοίγει την πόρτα και βγαίνει έξω. Το πρόσωπό του είναι γνώριμο.

«Τόμας!» ψελλίζω.

«Ευτυχώς. Έφαγα τον τόπο να σε βρω. Έλα, θα σε βοηθήσω». Τυλίγοντας το χέρι του γύρω από τη μέση μου, με ξαπλώνει στα πίσω καθίσματα και έπειτα επιστρέφει στη θέση του. «Όταν είδα τον καθηγητή μόνο του, ανησύχησα. Είσαι καλά;»

«Θα χρειαστώ λίγο χρόνο. Εκείνος πώς είναι;» ρωτάω φέρνοντας στη μνήμη μου το θλιμμένο πρόσωπό του. Ελπίζω να μην έχει κάνει καμία ανοησία. «Πώς μπορεί κάποιος να πονάει τόσο; Τι είδους πόνος είναι αυτός, Τόμας; Δεν υπάρχει πληγή…»

«Υπάρχει. Είναι ο πόνος της απώλειας και είναι χειρότερος από τον πόνο ενός πραγματικού τραύματος. Δεν έχει σχέση, αν αυτή η πληγή φαίνεται ή όχι. Το μόνο που διαφέρει είναι πως το κενό της απώλειας θα συνεχίσει να υπάρχει για πολύ καιρό ακόμα». Με κοιτάζει μέσα από τον μεσαίο καθρέφτη. «Είναι κάτι σαν… να σκίζει την καρδιά σου στα δύο».

Ίσως και να έχει δίκιο. Δεν έχω καρδιά, δεν έχω ψυχή. Πώς μπορώ να καταλάβω; Πώς μπορώ να τον παρηγορήσω; Κουλουριάζομαι και κλείνω τα μάτια μου νιώθοντας, πως αν ήμουν πραγματικά ζωντανή, αυτή τη στιγμή θα έκλαιγα. Όπως έκλαψε η Κάμερον.

Πρέπει να έσβησα κάποια στιγμή, διότι όταν ο μηχανισμός μου ξαναμπαίνει σε λειτουργία βρίσκομαι ήδη στο σπίτι. Ανοίγω τα μάτια μου και χαμογελάω στο γνώριμο σαλόνι. Γυρίζω στο πλάι και πέφτω από τον καναπέ που πρέπει να με άφησε ο Τόμας. Ακούω δυνατές φωνές από το κελάρι. Τι συμβαίνει; Τρέχω προς τα εκεί φοβισμένη, μήπως ο δημιουργός μου κάνει καμιά ανοησία.

«Μπαμπά;» φωνάζω διστακτικά. Κανείς δεν μου απαντά. «Τόμας;»

«Φ…Φύγε Ρουθ. Πήγαινε στο αυτοκίνητο». Με διατάζει απότομα ο Τόμας.

Έκπληκτη παρατηρώ τον πατέρα μου να προσπαθεί να του ξεφύγει κραδαίνοντας στο γαντοφορεμένο του χέρι ένα ραβδί με δυο μυτερές άκρες. Ανάμεσά τους χορεύουν μπλε σπινθήρες που και μόνο η θέα τους στέλνει ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου.

«Τι συμβαίνει; Τι κάνετε;» ρωτάω ανήσυχη.

«Κανονίζουμε πώς θα σε σβήσουμε» γρυλίζει με θυμό ο δημιουργός μου. «Ήταν μεγάλο λάθος που σε άφησα να ζήσεις από την αρχή».

«Κύριε, λογικευτείτε. Σας παρακαλώ. Μην κάνετε βιαστικές κινήσεις, εξαιτίας του πόνου σας. Δε θα βοηθήσει ο θάνατός της» προσπαθεί να τον καθησυχάσει ο Τόμας κυνηγώντας τον γύρω από το χειρουργικό τραπέζι του εργαστηρίου.

Παραπατάω καθώς οπισθοχωρώ προς τη σκάλα. Αυτό θέλει πλέον από εμένα; Να με δει ξανά ένα άψυχο σώμα;

«Δεν της είπα κάτι που δεν ήξερε. Είχε καταλάβει καιρό τώρα ποιος είσαι και τι κάνεις. Γνώριζε τι ήμουν από τη στιγμή που μπήκα στο δωμάτιο» απαντάω βιαστικά.

Προσπαθεί να με χτυπήσει, καθώς σκοντάφτω στη σκάλα. Το κοντάρι του με τρυπάει πίσω στον αυχένα και οι λειτουργίες μου μπερδεύονται ρίχνοντάς με κάτω. Το σώμα μου παραλύει σε δευτερόλεπτα.

«Δε θέλω να πεθάνω. Δεν είμαι άνθρωπος, ούτε ζωντανό όν. Άφησέ με να ζήσω. Άφησέ με να μάθω περισσότερα για τον κόσμο που με έφερες. Σε παρακαλώ…»

Βλέπω τον δισταγμό στο βλέμμα του. Είναι μηδαμινός, αλλά κερδίζει όλο και περισσότερο ενάντια στην οργή που τον έχει κυριέψει. Ο Τόμας πετάγεται ξαφνικά από πίσω του και τον χτυπάει με δύναμη στον ώμο. Μόλις πέφτει αναίσθητος, με αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει μακριά από το εργαστήριο, από το σπίτι και την απίστευτα ήσυχη εξοχή…




Ηλιάνα Κλεφτάκη